Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 4

Ιστορίες της πόλης - τρία αποσπάσματα

της Σοφίας Κολοτούρου

ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ ΜΟΝΚ

Ο ήρωας ενός έργου, που γελάμε
έχει νευρώσεις πάνω από εκατό.
Κάνουμε πλάκα, το παρατραβάμε,
μα ξέρουμε καλά το μυστικό:

Ντετέκτιβ Μονκ στ’ αλήθεια δεν υπάρχει,
μα τελικά είσ’ εσύ, κι είμαι κι εγώ.

Αν του κουνήσεις λίγο το τραπέζι,
αν πας την πολυθρόνα παρακεί,
ο Μονκ ισοπεδώνεται, τα παίζει,
παθαίνει άλλη μια κρίση νευρική.

Ντετέκτιβ Μονκ –το ξέρεις- δεν υπάρχει:
στο βάθος είσ’ εσύ, κι είμαι κι εγώ.

Αν κάτι που ‘ναι βρώμικο ακουμπήσει
κι αν σκουριασμένο δει ένα καρφί,
ο δυστυχής! πάει να λιποθυμήσει,
απ’ τα μικρόβια για να προστατευτεί.

Ντετέκτιβ Μονκ –στο είπα- δεν υπάρχει.
Εν τέλει είσ’ εσύ, κι είμαι κι εγώ.

Άμα του πεις να πιείτε καφεδάκι
- χειρότερα: τον πας για φαγητό –
την κρίση να προσμένεις σε λιγάκι:
θα τρέμει μήπως πιει κάτι κακό.

Ντετέκτιβ Μονκ ωστόσο δεν υπάρχει:
το ξέρεις, είσ΄ εσύ, κι είμαι κι εγώ.

Άμα τον πας σε κάποια παραλία
ή σ’ ένα ραντεβού στην εξοχή,
θα δεις, τον κυριεύει η αγωνία,
μια μέλισσα, μια κάμπια μόλις δει.

Ντετέκτιβ Μονκ σαφώς και δεν υπάρχει:
στ’ αλήθεια είσ’ εσύ, κι είμαι κι εγώ.

Αν θέλεις να τον πας σ’ ένα παζάρι,
πολύχρωμη ή πολύβουη αγορά,
τα νεύρα του θαρρείς παίζεις στο ζάρι,
όπως κι όταν βρεθεί σε μιαν ουρά.

Ντετέκτιβ Μονκ (ποιός είπε; ) δεν υπάρχει:
μας το ‘παν, είσ’ εσύ, κι είμαι κι εγώ.

Άμα σου πουν: ο Μονκ, της φαντασίας
ήρωας είναι, παίζει σε σειρά,
θα ‘ρθει η δική σου η στιγμή αγωνίας
για όσα κι εσύ τραβάς κάθε φορά.

Ντετέκτιβ Μονκ στις πόλεις μας υπάρχει
- κι ως νεύρωση τσακίζει τον αστό.

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΟ ΜΕΤΡΟ

Βράζω και πάλι μέσα στο μετρό,
από τη ζέστη κι από το θυμό μου.
Το πλήθος μαζεμένο, μ’ ενοχλεί.
Το δρομολόγιο μου φταίει, τ’ αραιό
και τσαντισμέν’ αγριοκοιτώ το διπλανό μου
και μια –που μόλις μ’ έσπρωξε- μικρή.

Φουλ τα βαγόνια, ψάχνω εναγωνίως
που να χωθώ –θέλει στρατηγική.
Αφήνω τρία τρένα να περνούν.
Πώς να εισχωρήσω; Κάπως διαγωνίως.
Δεν επιτρέπουνε να μπεις οι μπροστινοί
-ρίχνω αγκωνιές μπας και ξεκουμπιστούν.

Στην πόρτα φτάνω κι είμαι όλο χαρά-
ωστόσο στην επόμενη αποβάθρα
ο κόσμος έχει άγριες διαθέσεις.
Και τώρα, θα παλέψουμε γερά:
κάποιοι θα επιβιώσουν λάθρα
κι ελάχιστοι θα εξασφαλίσουν θέσεις.

Πόλεμος κάθε μέρα στο μετρό-
χειρότερα σε τρόλεϊ, λεωφορεία.
Όλη η οργή μας να ξεσπάει στο πλήθος.
Ο θάνατός σου/η ζωή μου: παίζεται εδώ
της μεγαλούπολης η γνώριμη ταινία
“ποιότητα ζωής – ο αστικός μας μύθος”.

ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΙΟΝΙΑ Τ’ ΑΛΛΟΤΙΝΑ, ΟΕΟ;

Ο φετινός χειμώνας προσπερνάει.
Φθινόπωρο για λίγο μας θυμίζει,
μια ιδέα κρυάκι κι άνοιξη λαμπρή.
Ελάχιστα ο αέρας να φυσάει,
δεν φαίνεται κανείς να τουρτουρίζει,
αλλ’ έχουνε αλλάξει οι βιορυθμοί.

Όσους κι αν ρώτησα, είπανε πως χάλια
νιώθουνε κι έχουν κάποιο εκνευρισμό,
μια προσμονή και μιαν ανησυχία.
Το νευρικό μου σύστημα σμπαράλια
-επακριβώς το βίωσα κι εγώ.
Που ‘ναι τα χιόνια; Που είν’ τα κρύα;

Α, δεν μπορώ, μια ολόκληρη σεζόν
να κάνει ο καιρός τα παλαβά του.
Έχουμε μόδες, έχουμε γιορτές.
Να βγω Γενάρη με κομπινεζόν,
το μαγαζί να κρύβει τα παλτά του
και να μπερδεύονται οι όσες εποχές;

Δεν το μπορώ! Το θερμοκήπιο
ή το φαινόμενο αυτό το πως-το-λένε
με τσάντισε, με αποσυντονίζει.
Φέρτε μου το χειμώνα μου τον ήπιο,
γιατί έκαψα τις φλάντζες μου, με καίνε.
Του Κιότο το πρωτόκολλο, που ορίζει

τα βασικά τα μέτρα για το περιβάλλον,
κατόπιν εορτής το γράψαν μάλλον.