Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 4

Η Little White και οι τέσσερις εποχές (διήγημα) - Έλενα Μιάρη

Ήταν άνοιξη, κι αυτή νόμιζε πως θα ήταν άνοιξη για πάντα. Κάθε πρωί άνοιγε τα παντζούρια της, και με τα μάτια μισόκλειστα ακόμα από τον βαθύ ύπνο, εισέπνεε βαθιά τον ιάσιμο αγέρα της άνοιξης μες στα πνευμόνια της. Καθώς ανέπνεε, γέμιζαν τα σωθικά της με ροδοπέταλα, γύρη και τις μυρωδιές των λουλουδιών. Κουβαλούσε την άνοιξη μέσα της και γινόταν ένα με αυτήν. Τα μεσημέρια έτρεχε ανέμελη στα κατάφυτα λιβάδια και μαδούσε μαργαρίτες στους κάμπους. Ένα πέταλο, δύο πέταλα, τρία πέταλα, τέσσερα... Τα απογεύματα στεκόταν στο  μπαλκόνι της, κι άνοιγε διάπλατα τα χέρια να αγκαλιάσει τη θέα που απλωνόταν έξω από το σπίτι της. Πέντε πέταλα, έξι πέταλα, εφτά πέταλα, οχτώ…  Όλη η φύση, που ξεδιπλωνόταν σα χάρτης της Εδέμ κάτω από το μπαλκόνι της, χωρούσε μες στην αγκαλιά της, και όλα τούτα ήταν από πάντα δικά της: τα περιβόλια και τα παρτέρια του χωριού, ο ζεστός πατρικός άνεμος, τα βουνά που τις υποκλίνονταν από μακριά, (που μες τις σκιές του σούρουπου έμοιαζαν τόσο μικρά, πιο μικρά από αυτήν), και ο πορτοκαλόχρυσος ουρανός, που όπως τον κοίταζε ανάμεσα από τις μυγδαλιές έμοιαζε κι αυτός μικρός. Εννιά πέταλα, δέκα πέταλα, έντεκα πέταλα, δώδεκα… Ήταν ευτυχισμένη κι ανέμελη γιατί ήταν άνοιξη. Μα ήταν πάντα ευτυχισμένη κι ανέμελη, γιατί ήταν πάντα άνοιξη. Δεκατρία πέταλα, δεκατέσσερα… Ο κόσμος ήταν όλος δικός της κι απέραντος, μα πάνω απ’ όλα ο άξονάς του, σα δεσμίδα ιριδίζων φωτός, πέρναγε από μέσα της: Έβγαινε από το παραθύρι της και στεκόταν στο μπαλκόνι της. Δεκαπέντε πέταλα, δεκάξι πέταλα… Κι όλα αυτά γιατί ήταν άνοιξη, Δεκαεφτά πέταλα… Και για αυτήν, θα ήταν άνοιξη για πάντα. Δεκαοχτώ πέταλα… Δεν έμειναν άλλα. 

Και τα πέταλα των μαργαριτών την οδήγησαν στο καλοκαίρι κι αυτή νόμιζε πως θα ήταν καλοκαίρι για πάντα. Κάθε πρωί, με συνοδεία το τραγούδι των τζιτζικιών, ξεκινούσε με βήματα αργά και ξέγνοιαστα για τη θάλασσα. Άφηνε τα ίχνη της στην άμμο κι αυτά, σαν πιστά σκυλιά, την οδηγούσαν πίσω στο σπίτι τις νύχτες. Είχε ήδη ξεχάσει τα παρτέρια και τις μαργαρίτες της άνοιξης, κι αφού τα ξέχασε δεν υπήρξαν ποτέ. Άνοιγε τα παντζούρια της κι άφηνε την ευωδία των γιασεμιών να τη συνεπάρει. Γιασεμί μύριζε και η πρώτη αγάπη της, γιασεμί και μέλι. Αυτός έψαχνε να αγγίξει το χέρι της μέσα στο συνωστισμένο πλήθος των πανηγυριών, και διψασμένος αναζητούσε να γευτεί την ανάσα της ανάμεσα στις μυρωδιές του ιδρώτα τους. Τρέχαν στα αλώνια και βουτούσαν σε θάλασσες από στάχια, στα κρυφά, πάντα στα κρυφά. Μα παραδόξως ο κρυφός κι απαγορευμένος έρωτάς τους πλημμύριζε από ελευθερία, κι ανεμελιά. Επέπλεε ανέμελη στην επιφάνεια της θάλασσας, και τον σκεφτόταν. Η καρδιά της μυρμήγκιαζε από ευτυχία, κι η ανόητη πίστευε πως η θάλασσα θα είναι πάντα το ίδιο στοργική και γαλήνια και πως η ευτυχία πάντα θα μυρμηγκιάζει τη καρδιά της. Τις νύχτες η θάλασσά της, έμοιαζε με μαύρο πέπλο, κεντημένο με τα άστρα του ουρανού, κι αυτή το φόραγε και τυλιγόταν με αυτή την εξωκοσμική μαγεία των αθανάτων. Κι όλα ήταν έτσι μαγικά κι αθάνατα, μαζί κι αυτή, και νόμιζε πως θα ήταν για πάντα το ίδιο.

Κι  έτσι μαγικά μπήκε και το φθινόπωρο, κι αυτή νόμιζε πως θα ήταν φθινόπωρο για  πάντα. Στις αρχές την είχε καταβάλλει μια ανάλαφρη θλίψη, μα δεν την πείραζε τόσο, όχι τόσο γιατί ήταν παράξενα ωραία και εθιστική, μα γιατί δεν θυμόταν να είχε γνωρίσει άλλη διάθεση. Μέσα από αυτήν την θλίψη, τα πάντα αποκτούσαν υπόσταση, γινόταν τρισδιάστατα, πιο στέρεα, πιο συμπαγή, και πιο αδιάλλακτα συνάμα. Τα δέντρα που ξεγυμνώνονταν της φανέρωναν τον ουρανό, και της έκανε εντύπωση πως δεν είχε προσέξει ποτέ πριν πόσο μεγάλος ήταν, κι αυτή πόσο μικρή κάτω από αυτόν. Ο ανατριχιαστικός ήχος από το σύρσιμο των ξερών φύλλων που σερνόταν στην άσφαλτο, την αποκοίμιζε. Άκουγε βήματα μακρινά, που έκαναν τις ξύλινες σκάλες και το ταβάνι να τρίζουν. Με την άκρη του ματιού της έβλεπε σκιές να ξεπετάγονται στους τοίχους. Δεν μπήκε στο κόπο ποτέ να απαντήσει στα βήματα, ούτε και να αντικρύσει τις σκιές. Ήξερε πως ήταν το αγόρι του καλοκαιριού μα τον θυμόταν από πάντα σαν σκιές και τριξίματα. Μα κάθε πρωί στο κρεβάτι, στη λακκούβα πλάι της, ήταν αφημένη η μυρωδιά του γιασεμιού και του μελιού. Τα απογεύματα τα περνούσε πίσω από το τζάμι του παραθύρου, να υπνωτίζεται από τα μονότονα χτυπήματα της ψιχάλας στο τζάμι της.  Στο πέραν απλωνόταν άγριοι και τραχοί οι καφετιοί κάμποι, και είχε κιόλας ξεχάσει πως κάποτε ήταν καταπράσινοι, και πως τους είχε δει με τα μάτια της. Τους είχε πατήσει με τα πόδια της. Στο πιο πέραν ορθωνόταν ακόμα πιο άγρια τα βουνά, κι αυτή αναρωτιόταν στωικά αν υπήρξε ποτέ άνθρωπος που να πέρασε πέρα από αυτά τα θεριά. Ύστερα έδιωχνε μακριά αυτές τις σκέψεις, φόραγε τη ζακέτα της και περπατούσε με βήματα αναποφάσιστα ως τη θάλασσα. Έκλεινε τα μάτια στα πρώτα παγωμένα χάδια του ανέμου και με ένα αχνό χαμόγελο άφηνε στοργικά φιλιά στα δάχτυλά του και του ψιθύριζε: «Σ’ αγαπώ άνεμε. Αχ και να ήμουν σαν εσένα. Ποσό σε αγαπώ!» Όταν άνοιγε ξανά τα μάτια αντίκριζε τον αφρό τω κυμάτων, να ντύνει τα βράχια σα νύφες που στέκουν στην ακτή καρτερώντας ένα πλοίο να φέρει πίσω τον μνηστήρα τους. Είχε ξεχάσει τα στάχια, τις μυγδαλιές, τη πανδαισία του γιασεμιού, και τις έναστρες νύχτες, κι αφού τις ξέχασε, δεν τις έζησε ποτέ. Ένιωθε μια ακαθόριστη λύπη, μα μάλωνε τον εαυτό της πως αφού ένιωθε πάντα έτσι, θα έπρεπε να την είχε συνηθίσει.  Ένιωθε μια βαθιά νοσταλγία, μα δεν ήξερε τι νοσταλγούσε. Ένα βράδυ που γυρνούσε στο σπίτι από τη θάλασσα, έσβησε ο αγέρας τα ίχνη της στην άμμο, και η Little White χάθηκε…

 …Και χάθηκε μες στα σπλάχνα του χειμώνα, και νόμιζε πως θα ήταν χειμώνας για πάντα. Έσφιγγε το βαρύ παλτό της καθώς πάσχιζε να περπατήσει ενάντια στον άνεμο. Λυπόταν τα γυμνά τα δέντρα που ήταν αφημένα στη δίνη του βαρύ χειμώνα και του αγέρα. Και φορούσε από πάντα παλτό, και πάντα λυπόταν τα δέντρα. Τα βράδια, κουλουριαζόταν σαν φίδι κάτω από τα σκεπάσματα της και φοβόταν τη βροχή που με ορμή χτυπούσε το παράθυρό της. Έτρεμε τους κεραυνούς που με βία χτυπούσαν τη πόρτα της, και την ανατρίχιαζε το βουητό του ανέμου. Κοιτούσε έξω από το τζάμι και πάσχιζε να βρει ένα ξέφωτο, μια τρύπα στο βαρύ γκρίζο ουρανό. Μα  η βροχή, που από πάντα θόλωνε το τζάμι της, δεν της επέτρεπε να διακρίνει τίποτε άλλο παρά ένα κομμάτι χιόνι στην αυλή της, ένα κομμάτι γκρίζου ουρανού να στέκεται επάνω στη σκεπή της, κι όλα τούτα να ξεθωριάζουν μέσα σε μια ομίχλη με διάσπαρτες ακαθόριστες σκιές. Διάβαζε γράμματα σταλμένα από την Αυστραλία, που μύριζαν θυμάρι και πεύκο, γιασεμί και μέλι. Καθισμένη στη ξεφτισμένη βελούδινη πολυθρόνα δίπλα από το τζάκι απαντούσε με το κεφάλι γερτό και με χέρια που τρέμαν από το ρίγος …του κρύου, του φόβου για τους κεραυνούς, και ποιος ξέρει από τι άλλο. Έγραφε πως ζούσε μόνη σε ένα σπίτι χαμηλό στη καρδιά του χειμώνα. Πως είχε μια αυλή χιονισμένη, που για όσο τη θυμόταν ήταν πάντα χιονισμένη, και θα είναι για πάντα χιονισμένη. Πως οι κεραυνοί από πάντα χτυπούσαν τη πόρτα της, και για πάντα η βροχή θα συνέχιζε να χτυπάει με αγένεια το παραθύρι της. Πως τον τόπο της ‘ζώναν μονάχα ακαθόριστες σκιές στην ομίχλη πνιγμένες, δεν υπήρχε τίποτε άλλο στο παραπέρα. Κι αυτός ο αγέρας, με τα βουητά του, πώς την τρόμαζε!  «Δεν θυμάμαι να έχω αγαπήσει ποτέ τον αγέρα.» έγραφε. Έπειτα δίπλωνε το γράμμα και έριχνε μες στο φάκελο δυο πέταλα από μαργαρίτες που βρήκε σε ένα συρτάρι τυχαία. Εξήντα οχτώ πέταλα, εξήντα εννιά πέταλα, εβδομήντα πέταλα, εβδομήντα ένα... Προσπαθούσε να θυμηθεί πως βρέθηκαν αυτά τα πέταλα μες στο συρτάρι της. «Θα τα φύσηξε ο αγέρας, ίσως από κάπου πολύ μακριά» Εβδομήντα δύο πέταλα, εβδομήντα τρία πέταλα, εβδομήντα τέσσερα πέταλα, εβδομήντα πέντε… Άφηνε τα γράμματα στο τραπέζι κι αναρωτιόταν αν θα τα έστελνε ποτέ. Ύστερα θυμόταν πως αυτά το γράμματα ήταν πάντα εκεί, και θα παρέμεναν για πάντα εκεί. Παρατούσε αυτές τις ανόητες σκέψεις και αναπαυόταν στη πολυθρόνα της, κοιτώντας το μεγάλο ξύλινο ρολόι πάνω από το τζάκι. Κοιτούσε τους δείκτες να γυρνούν, κι αναρωτιόταν γιατί γυρίζουν οι δείκτες.  Κι έτσι όπως κοιτούσε τους δείκτες την πήρε ένας ύπνος βαθύς και ατάραχος. Εβδομήντα έξι πέταλα. Δεν έμειναν άλλα.

Μα οι δείκτες του ρολογιού, έφεραν πίσω στην άνοιξη. Ένα πέταλο, δύο πέταλα, τρία πέταλα, τέσσερα… Οι κάμποι πάλι πρασίνισαν, και σκεπάστηκαν με μαργαρίτες. Η θάλασσα γαλήνεψε. Ο αγέρας ημέρεψε και γέμισε με μεθυστικές ευωδίες. Τέσσερα πέταλα, πέντε πέταλα, έξι... Οι μυγδαλιές φορτώθηκαν ξανά με άνθη, και ο δειλινός ουρανός στολίστηκε με πορτοκαλοκκόκινες κηλίδες. Τα βουνά έπεσαν στα γόνατά τους, να αναπαυτούν και να απολαύσουν την ανοιξιάτικη γιορτή. Εφτά πέταλα, οχτώ πέταλα, εννιά... Μα τίποτα από όλα αυτά δεν κατάφερε να ξυπνήσει τη Little White, μα ούτε και τίποτα απ’ όλα αυτά αντιλήφθηκε την απουσία της. Δέκα πέταλα, έντεκα πέταλα, δώδεκα πέταλα, δεκατρία… Απλά συνέχιζαν τους κύκλους τους απτόητα κι αμέριμνα, ενώ αυτή, κοιμήθηκε μες στο χειμώνα, κι έτσι θα είναι για αυτήν χειμώνας για πάντα. Δεν είχε τι άλλο να βάλει μες στα γράμματα. Δεν έμειναν άλλα πέταλα μες στο συρτάρι της. 

(Πρώτο μέρος της τριλογίας «Το μεγάλο ρολόι»)

Η Έλενα Μιάρη ζει κι εργάζεται στην πόλη Ντάκα του Μπαγκλαντές.