Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 4

Μικόλ (διήγημα) - Σώτη Τριανταφύλλου (ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ!)

Όχι.
Κι αυτό παρόλο που η Μίνια συμφώνησε αμέσως για τη συμβίωση και κάναμε μια μνημειώδη μετακόμιση στην οδό Φρεμικούρ: δεν φανταζόμουν ότι μέσα σ’ εκείνη τη γκαρσονιέρα χωρούσαν τόσα πράγματα∙ ούτε είχα δει ποτέ τις κούκλες της Μίνια∙ όχι ρωσικές κούκλες ― ματριόσκες ― κούκλες κανονικές, από κείνες που τις πιέζεις στην κοιλιά και γελάνε∙ η μια μάλιστα άρχισε να γελάει όταν τη μεταφέραμε στο διαμέρισμά μου∙ αυτό το γέλιο, που ακούστηκε μέσα απ’ το χαρτόκουτο, μου φάνηκε σαν οιωνός. Σαν καλός οιωνός.
(Λάθος.)
Το πρώτο πράγμα που κάναμε μόλις τελείωσε η μετακόμιση ήταν να αλλάξουμε το όνομα στο κουδούνι και στο ταχυδρομικό κουτί: αντί για Νικολά Ζουκλάρ-Ντεπυσέν, γράψαμε «Μικόλ» με ωραία, καλλιγραφικά γράμματα. Micol.
Πολύ ωραίο.

****

Ακολούθησε σύντομη περίοδος αμηχανίας. Αίφνης, η Μίνια μεταμορφώθηκε σε άγγελο του σπιτιού και βάλθηκε να τρίβει την μπανιέρα, τα πλακάκια, τον νεροχύτη∙ της άρεσε, είπε, να ζει μέσα στην καθαριότητα∙ ειλικρινά, μέχρι τότε δεν μου είχε περάσει απ’ το μυαλό ότι ζούσα μέσα στη βρομιά: προσβολή! Έφτασε η Μίνια Αλεξάντροβνα από την κωμόπολη Ροστόφ με τους τρούλους και τα κοινοτικά διαμερίσματα να μας κάνει μαθήματα καθαριότητας. Πού, πώς και πότε έμαθαν την καθαριότητα οι Ροστοφιανοί; Τότε που ήτανε μέλη της Κομσομόλ; Κι εκτός αυτού, μια φορά το δίμηνο ερχόταν η κυρία Λοπές και μου καθάριζε∙ όχι λοιπόν και μέσα στη βρομιά κυρία Μίνια! Οπωσδήποτε, μια φορά το δίμηνο δεν είναι συχνά, αλλά οι καθαρίστριες με αναστατώνουν, φοβάμαι μήπως χαλάσουν, σπάσουν ή πετάξουν κάτι που είναι πολύτιμο για μένα: όπως, π.χ. το ρολόι τοίχου της μαμάς και τη μαρμάρινη κολόνα όπου πάνω της έχω βάλει μια γλάστρα. Σε ένα συνάδελφο συγγραφέα τού συνέβη το αδιανόητο: η Πορτογαλίδα καθαρίστρια ― παλιά ήταν όλες Πορτογαλίδες: Ροντρίγκεζ, Ντος Σάντος, Λοπές, ώσπου εμφανίστηκαν οι Ουκρανές ― του πέταξε το χειρόγραφο στα σκουπίδια! Ήταν, είπε, «χαρτιά ανακατεμένα»! Αυτό συνέβη πριν από την εποχή του επεξεργαστή κειμένων: ο άνθρωπος ξανάγραψε το βιβλίο∙ ίσως έτσι να εξηγείται το ότι το έκανε μαντάρα. (Η Μίνια ισχυρίζεται ότι δεν λέω ποτέ καλή κουβέντα για άλλον συγγραφέα∙ λάθος! Λάθος! Μου αρέσουν πάρα πολλοί συγγραφείς, απλώς τυχαίνει να είναι όλοι νεκροί).
Η αμηχανία δεν οφειλόταν μόνο στο ότι η Μίνια προσπαθούσε να φέρει το σπίτι στα μέτρα της ― «δεν είμαι φιλοξενούμενη, Νικολά,» μου είπε όταν διαμαρτυρήθηκα για τις μικροαλλαγές, «μένω εδώ» ― αλλά και στο ότι ήμασταν υπερβολικά μόνοι για ζευγάρι που συζεί (τα ζευγάρια τείνουν να κάνουν παρέα με άλλα ζευγάρια). Κι αυτό διότι, π.χ., μόλις ανακοίνωσα στον Πατρίκ ότι η Μίνια μετακόμισε στο σπίτι μου, εκείνος είπε (στρίβοντας τσιγαριλίκι, όπως συνήθως): «Σε λίγο θα θέλει και να σε παντρευτεί». Τότε αναγκάστηκα να πω στον Πατρίκ ― για να υποστηρίξω τη Μίνια ― ότι ήταν ήδη παντρεμένη με κάποιον, επομένως δεν ετίθετο θέμα.
-Α, χα, έκανε ο Πατρίκ. Νικολά, έχεις μπλέξει με τον υπόκοσμο.
Δεν μ’ άρεσε εκείνο το «Α, χα».
Έχω μπλέξει με τον υπόκοσμο;
Ούτε το σχόλιο της Στεφάν μ’ άρεσε: «Μα χωράτε εκεί μέσα;» είπε, λες και με τον Αλαίν έμεναν στις Βερσαλλίες. Όσο για τον Αλαίν, είπε: «Δηλαδή έχει αποφασίσει να εγκατασταθεί στο Παρίσι...Το Παρίσι, Νικολά, θα σκάσει με τόσους μετανάστες...σε λίγα χρόνια θα χρειαστεί να μετακινηθούμε στα προάστια...» Μα, ήθελα να πω, είμαι τρομερά ερωτευμένος μ’ αυτή τη γυναίκα, έχετε τρελαθεί όλοι σας; Τι μετανάστες και κουραφέξαλα;» Αλλά δεν είπα τίποτα διότι θυμήθηκα ότι κάτι τέτοιο είχα πει όταν ήμουν με την Καρμέλα, η οποία είχε στο ενεργητικό της συμμετοχή σε δυο απαγωγές μετά φόνου.
Αμηχανία, μάλιστα: η Μίνια βάλθηκε να μαντάρει κάλτσες∙ όχι σαν υποταγμένη νοικοκυρά ― κάθε άλλο∙ σαν τον άνθρωπο που έπρεπε να βάλει τάξη στο εργένικο χάος. Μέσα στη φούρια, πέταξε, επιδεικτικά, ένα πακέτο σερβιέτες που είχε μείνει στο ράφι του μπάνιου από την εποχή της Καρμέλας∙ γιατί τις πέταξε; Θα μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει∙ ήταν άθικτες. Τις πέταξε από πείσμα, από ζήλια και κακία. «Μα,» σκεφτόμουν, «οι Ρωσίδες δεν έχουν περάσει απ’ τον φεμινισμό;» Εκτός των άλλων, καμιά γυναίκα δεν μου είχε μαντάρει τις κάλτσες∙ η μαμά δεν μετράει: τότε ήμουν μικρός. Στη συνέχεια, τις φορούσα τρύπιες για λίγο καιρό, ύστερα τις πετούσα. Αλλά, το δέχομαι, η Μίνια έχει ζήσει σε μεγάλη φτώχεια, δεν έχει μάθει να πετάει πράγματα (έκανε εξαίρεση στις σερβιέτες της Καρμέλας)∙ ωστόσο, το θέαμά της με τα μακριά κόκκινα νύχια (υπερβολικά μακριά και υπερβολικά κόκκινα αν ζητούσε τη γνώμη μου) που μπαλώνει, μού προκαλούσε ανάμικτα συναισθήματα: απ’ τη μια ήθελα να την πηδήξω εκεί, αμέσως, τώρα∙ από την άλλη, έλεγα από μέσα μου «Νισού, την πάτησες, σε τυλίξανε, στο εξής ούτε να σαχλαμαρίζεις με τη Τζούλια στο τηλέφωνο δεν θα μπορείς. Κομμένα αυτά. Όποια σου μαντάρει κάλτσες, έχει πρόσβαση στις ‘ληφθείσες κλήσεις’, καθώς και στις ‘εξερχόμενες’». Σ’ αυτό είχα δίκιο: παρόλο που η Μίνια δεν σκοτωνόταν να απαντάει στο τηλέφωνο, μερικές φορές απαντούσε και η Σαντάλ με ζητούσε λες και η Μίνια ήταν τηλεφωνήτρια∙ πολύ δυσκοίλια αυτή η Σαντάλ τελικά. Και μια φορά που με πήρε η Αλμπερτίν από τον εκδοτικό οίκο, κόμπλαρε με την ξενική προφορά και άρχισε να λέει, «Μήπως πήρα λάθος, συγνώμη...κτλ...» και το έκλεισε και ξαναπήρε οπότε απάντησα εγώ. Στο μεταξύ, βάλαμε δεύτερη τηλεφωνική γραμμή με ειδικό πακέτο της Télécom για Ρώσους: με σαράντα ευρώ το μήνα απεριόριστες κλήσεις στη Ρωσία, στην Ουκρανία, στο Ουζμπεκιστάν∙ κάπου-κάπου η Μίνια μιλούσε με τον Βιτάλι, με την Κίρα, με κάποιον που, αν πήρε καλά το αυτί μου, ονομαζόταν Αρτιόμ («ένας φίλος από το μπαλέτο»), με κάποια Μαρίνα κτλ. Δεν έδινα πολλή προσοχή, διότι, εκτός του ότι είχα εμπιστοσύνη στη Μίνια, με το εφάπαξ των σαράντα ευρώ μπορούσε να μιλάει όλη μέρα, δεν είχα λόγο να ανησυχώ.
Η Μίνια άφησε τη δουλειά στο «Κασκάντ» και αποφάσισε να παραδίδει μαθήματα ρωσικών και μπαλέτου (πολύ ρωσικά όλ’ αυτά...): κόλλησε χαρτάκια «Ρωσίδα καθηγήτρια...Ρωσίδα μπαλαρίνα...κτλ» στον φούρνο, στο μαγαζί με τις εφημερίδες, σ’ ένα ταϋλανδέζικο ρεστοράν στη γειτονιά και βέβαια στη «Ματριόσκα». Αποτέλεσμα: ένα δίωρο ρωσικών μια φορά την εβδομάδα∙ πενήντα ευρώ (επαναλαμβάνω ότι δίναμε σαράντα στην Télécom για τις κλήσεις προς Ρωσία)∙ και ένα ακόμα δίωρο σε σχολή χορού ― «στούντιο» ― κοντά στο Μονπαρνάς: άλλα πενήντα ευρώ. Κι επειδή ήθελε να προετοιμάζεται για το μάθημα των ρωσικών ― ή και για τα άλλα μαθήματα που θα προέκυπταν ― κατέλαβε το τραπέζι της κουζίνας. Όσο για τον χορό, άπλωνε ένα στρωματάκι στο υπνοδωμάτιο, μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη και γυμναζόταν. Μου φαινόταν καταπληκτική: η Μίνια είχε το τέλειο σώμα∙ αν και, όπως είπα, θα μπορούσε να χάσει δυο-τρία κιλά στους γοφούς.
Το διαμέρισμα είχε τρία μεγάλα δωμάτια: το γραφείο μου, το υπνοδωμάτιο, ένα διπλό λίβινγκ-ρουμ με νορμανδικά παράθυρα (θέα στον Πύργο του Άιφελ), μπάνιο, κουζίνα∙ θεωρητικά η Μίνια θα μπορούσε να βάλει ένα γραφειάκι στο λίβινγκ-ρουμ, αλλά δεν ήθελα να κάνουμε γύφτικο το διαμέρισμα∙ είχα δώσει 300.000 ευρώ (συν τα συμβολαιογραφικά: 7,5% της τιμής∙ στη Γαλλία οι συμβολαιογράφοι μάς πιάνουν τον κώλο) για να το αγοράσω (τώρα η αξία του έχει διπλασιαστεί) και το καμάρωνα∙ το διπλό λίβινγκ-ρουμ ήταν διπλό λίβινγκ-ρουμ με τους καναπέδες και με τα όλα του∙ δεν ταίριαζε εκεί πέρα κανένα «γραφειάκι». Έτσι, η Μίνια διάβαζε, κάτι ψιλοέγραφε και ξεφύλλιζε περιοδικά στο τραπέζι της κουζίνας: και παρόλο που είχε κάνει ολόκληρη σκηνή γιατί την είχα «υποτιμήσει» εξηγώντας της ποιος ήταν ο Μερλώ-Ποντύ, συχνά ξεφύλλιζε το Paris-Match, της άρεσαν, έλεγε, τα κουτσομπολιά. Εγώ πάλι δεν καταδέχομαι να διαβάζω για τον Τζόνι Χαλιντέυ, μολονότι μεγάλωσα με τον Τζόνι Χαλιντέυ∙ ούτε με ενδιαφέρει αν το ζεύγος Φρανσουά Ολάντ-Σεγκολέν Ρουαγιάλ πάει γραμμή για χωρισμό. Εγώ δεν διαβάζω περιοδικά∙ εκτός από την επιθεώρηση των σουρεαλιστών και άλλα έντυπα καταστασιακά, ντανταϊστικά, λετριστικά∙ για παράδειγμα, το υπέροχο κομμάτι που έγραψε η Τζούλια στο “Promenades surréalistes” για την «Ποιητική των Παρισινών Στοών» (εννοώντας τις σκεπαστές διόδους όπως το passage Jouffroy, την Gallerie Véro-Dodat κτλ)∙ να, τέτοια πράγματα με ενδιαφέρουν, όχι ποιος πηδάει ποιον.
Κοντολογίς, δεν μπορούσα να ταξινομήσω τη Μίνια: μήπως ήταν ελαφρώς κότα; Μήπως ήταν νυμφομανής; (το σεξ μεταξύ μας δεν ηρεμούσε∙ μετά από ένα μήνα συμβίωσης είχα αρχίσει να αγχώνομαι: πλησιάζω τα πενήντα, δεν μπορώ να γαμάω κάθε μέρα)∙ μήπως ήταν πρώην κατάσκοπος της KGB; Δεν αστειεύομαι: είχε παράξενες δεξιότητες για κοπέλα από το Ροστόφ∙ λόγου χάρη ήξερε να οδηγεί (ενώ εγώ δεν έχω δίπλωμα: τι να το κάνω; Στο Παρίσι υπάρχουν άριστες συγκοινωνίες∙ όταν ήμουν με τη Σαντάλ οδηγούσε η Σαντάλ). Επίσης, η Μίνια φρόντιζε ορισμένα απρόσμενα πράγματα: στις 29 Ιουλίου, και ενώ βρισκόμουν στη Νορμανδία, μου θύμισε ότι ήταν η γιορτή της Αγίας Μάρθας και να πάρω τηλέφωνο τη μαμά μου! Μα, εμείς δεν γιορτάζουμε τις ονομαστικές γιορτές, γιορτάζουμε τα γενέθλια! Αυτό της έκανε εντύπωση, αλλά καλού-κακού εγώ τηλεφώνησα στη μάνα μου και η μάνα μου καταχάρηκε: «Νισού, πρώτη φορά θυμάσαι τη γιορτή μου! Ο Λολό τη θυμάται κάθε χρόνο, αλλά έχει, πώς-το-λένε, φιλοφάξ και τα σημειώνει όλα!»
Η μαμά δεν έμαθε ότι χρωστούσε στη Μίνια τα ακουστικά βαρηκοΐας∙ ούτε το ότι θυμήθηκα τη γιορτή της Αγίας Μάρθας. Χεστήκαμε για τις γιορτές: όλοι οι Ζουκλάρ και όλοι οι Ντεπυσέν είμαστε άθεοι.
-Ούτε εγώ έχω θρησκεία, είπε η Μίνια. Αλλά οι γιορτές είναι γιορτές. Οι άνθρωποι χαίρονται άμα τους λες χρόνια πολλά.
Ας μην αρχίσουμε τώρα να γιορτάζουμε και τις ονομαστικές γιορτές και να κάνουμε δώρα αριστερά-δεξιά∙ παραπάει. Άσε που είναι και κάπως κιτς.
Κιτς έβρισκα πολλά απ’ όσα άρεσαν στη Μίνια: τη μανία με το ροζ χρώμα (ροζ στρωματάκι γυμναστικής, ροζ τσαντάκια, ροζ φλιτζάνι τσαγιού), τον Νίκο Αλιάγα από την Star Ac’ (ε, όχι και κούκλος! Ε, όχι και να χαζολογάμε με τη Star Ac’!)∙ τις μπλούζες με τα φουσκωτά μανίκια∙ τις χειρονομίες (και η Καρμέλα κουνούσε πολύ τα χέρια της αλλά με τον καιρό την έκοψε τη συνήθεια: με αγχώνουν οι άνθρωποι που φωνάζουν και κουνάνε τα χέρια τους)∙ το άρωμα “Poison” (πολύ βαρύ∙ η Σαντάλ φορούσε το “Μiss Dior” που είναι πιο λεπταίσθητο) και, όπως είπα, το Paris-Match. Καθώς, όπως μπορεί να υποθέσει κανείς, και τις επεμβάσεις της στο διαμέρισμά μου: αγόρασε σκουπάκι για την τουαλέτα, άλλαξε την κουρτίνα της μπανιέρας (η αλήθεια είναι ότι είχε σαπίσει, όμως τι πείραζε; Εξάλλου, δεν μ’ αρέσουν οι κουρτίνες με ζωγραφιστά δελφίνια!), αράδιασε φυτά μπροστά στα παράθυρα του λίβινγκ-ρουμ (και τα πότιζε με ένα ροζ ποτιστήρι! Καταραμένο Monoprix: πουλάει στις γυναίκες ροζ αντικείμενα!)
Ωστόσο, ήμουν, όπως είπα, τρομερά ερωτευμένος με τη Μίνια. Κι όταν κατεβαίναμε καμιά φορά να φάμε στο «Ματριούσκα» μού ερχόταν να βάλω τα κλάματα: «Εδώ γνωριστήκαμε!»
Στην πρώτη επέτειο της γνωριμίας μας έφτιαξα ολόκληρο σκηνικό: μαγείρεψα σολομό με crème fouettée, άναψα κεριά και περίμενα τη Μίνια που είχε βγει έξω για δουλειές (στο μάθημα των ρωσικών και έπειτα στο Monoprix: ευτυχώς πληρώνει πάντα με δικά της λεφτά). Επέστρεψε αναψοκοκκινισμένη∙ χαρούμενη και αινιγματική∙ μπαίνοντας, σήκωσε λίγο το φόρεμά της και τι βλέπω; Τατουάζ: Micol. Ψηλά στον μηρό: Micol.
Πολύ ωραίο.

****

Κόμπλαρα πολύ με το τατουάζ αλλά το έπαιξα άνετος για να μην έχουμε δράματα. Οι Ρωσίδες ― οι Ρώσοι γενικά ― αν κρίνουμε από τη λογοτεχνία δηλαδή, ρέπουν προς το δράμα∙ τη μεμψιμοιρία, τα παράπονα, τα δάκρυα. Είπα τα περί τατουάζ στη Σαντάλ στο τηλέφωνο: «Η Μίνια έκανε τατουάζ με το κοινό μας όνομα» και η Σαντάλ έμεινε άφωνη∙ όταν βρήκε τη φωνή της, είπε: «Παιδιαρίσματα!» και: «Πού το έκανε το τατουάζ;»
Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Σαντάλ ζηλεύει τη Μίνια γιατί η Μίνια είναι μόνον τριάντα έξι χρονών, ενώ η Σαντάλ με περνάει δυο χρόνια∙ διέρχεται σοβαρή κρίση ηλικίας (εμμηνόπαυση), δεδομένου ότι έχει υπάρξει ωραία και μοιραία όπως είπα. Της τα συγχωρώ όμως όλα: ζήσαμε μαζί ζωή χαρισάμενη, η Σαντάλ με βοήθησε όσο καμιά άλλη με τα βιβλία (εγώ έγραφα, αυτή έκανε όλα τ’ άλλα ― με τον τρόπο της, χαλαρά, όχι σαν τη Μίνια∙ δεν μάνταρε κάλτσες!), κόψαμε μαζί το κάπνισμα και ταξιδέψαμε ακόμα και στη βόρεια Κίνα. Η Σαντάλ, επειδή κάνει ψυχανάλυση επί είκοσι χρόνια περίπου, φρονεί ότι ερωτεύτηκα τη Μίνια επειδή ο πατέρας μου ήταν ερωτευμένος με Ρωσίδα χορεύτρια. Τρέχα γύρευε∙ οι ψυχαναλυτές τρώνε τα λεφτά του κοσμάκη. Αλλά, όπως είπα, η σύμπτωση είναι αλλόκοτη.
Κύλησε ο καιρός: το «κύλησε» δείχνει ευκολία και φυσικότητα∙ αλλά ο καιρός δεν κύλησε με ευκολία και φυσικότητα. Με τη Μίνια καβγαδίζαμε άγρια και πικρά: δηλαδή η Μίνια καβγάδιζε (με βωμολοχίες)∙ εγώ διατηρούσα την ψυχραιμία μου∙ άλλο η ταραγμένη ρωσική ψυχή, άλλο η παραδοσιακή γαλλική αβρότητα. Γιατί καβγαδίζαμε: μια μέρα η Μίνια μπήκε απότομα στο γραφείο μου κι εγώ ταράχτηκα∙ έκλεισα τεχνηέντως τον επεξεργαστή όπου έγραφα το βιβλίο μου∙ δεν ήθελα να δει τι γράφω∙ εξάλλου, είχα ανοιχτό το inbox που ήταν γεμάτο μηνύματα από τη Τζούλια ― “dearest”, “sweet Nicky”, “my one and only love”: κλιμακούμενες επιφωνήσεις∙ δεν φταίω εγώ αν η Τζούλια δεν με έχει ξεπεράσει∙ εν πάση περιπτώσει, όταν η Μίνια αντιλήφθηκε την αμηχανία, έγινε Τούρκος. Ξέρω, δεν είναι επιτυχημένη παρομοίωση μια Ρωσίδα να γίνεται Τούρκος, αλλά αυτό έγινε και έβαλε τα κλάματα γιατί, είπε, όλο κάτι της κρύβω. Τελικά, κάτω από την επιφάνεια της δυναμικής και σέξυ γυναίκας, η Μίνια είναι πάρα πολύ εύθραυστη.
-Μα, διαμαρτυρήθηκα, όταν δεν σου κρύβω γίνεσαι χειρότερα.
Εννοούσα τις σερβιέτες της Καρμέλας, τους πίνακες της Κατρίν με την υπογραφή Je t’aime, ta Catherine (με αίμα), τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες με τη Σαντάλ και τα τοιαύτα.
-Μα, συνέχισα, έχω ζήσει ολόκληρη ζωή πριν από σένα∙ τι να κάνω, να την πετάξω στον σκουπιδοτενεκέ;
Στο σημείο αυτό η Μίνια παρατήρησε ότι δεν έχω σκουπιδοτενεκέ και ότι ρίχνω τα σκουπίδια στις σακούλες από το Monoprix και ότι αυτό δείχνει μιζέρια και τσιγκουνιά («βλέπε», είπε, «τον Εξηνταβελόνη» του Μολιέρου!) και ότι οι παντόφλες μου τής θυμίζουν τον Μπάρμπα-Γκοριό. Μεγάλη δόση λογοτεχνίας, σκέφτηκα∙ overdose∙ η Μίνια μού κάνει πλάκα. Στη συνέχεια όμως πήγε στο Habitat (όχι στο Monoprix) όπου αγόρασε ασημί σκουπιδοτενεκέ (γνωστού designer, μου διαφεύγει το όνομα) μέσα στον οποίον πέταξε τις παντόφλες μου. Η Μίνια προσπαθούσε ― είπε ― να με κάνει «άνθρωπο» κι αυτό παρόλο που πάντα κάτι της έκρυβα, παρόλο που ήμασταν ― είπε ― σαν ξένοι. Γιατί δεν την έπαιρνα μαζί μου όταν έβγαινα με τους φίλους μου; Μήπως ντρεπόμουν; Τι ντρεπόμουν; Το ότι δεν ήταν Γαλλίδα με ντουλάπα γεμάτη γόβες; Το ότι δεν είχε αναμιχθεί σε πολιτικές απαγωγές μετά φόνου; Το ότι δεν έγραφε περί Ποιητικής των Παρισινών Στοών σε σουρεαλιστικά fanzines;
Ε, όχι και fanzines!
-Όχι, Μίνια, την αποστόμωσα∙ δεν σε παίρνω μαζί μου γιατί σιχαίνεσαι τους φίλους μου.
Κι εγώ σιχαινόμουν τους δικούς της: μια φορά που πήγαμε στη Γιορτή της Μουσικής στην οδό Οντεσσά, γνώρισα ένα τσούρμο Ρώσους: σιτεμένες χορεύτριες σαν τη Μίνια, αποτυχημένους μουσικούς που τώρα έπαιζαν ακορντεόν, κάτι τύπους σαν υπερφυσικά μωρά που μου θύμισαν τον Βιτάλι. Είχα την εντύπωση ότι βρισκόμουν στο Θωρηκτό Ποτέμκιν: αυτοί οι άνθρωποι, σκέφτηκα, είναι εκατό χρόνια πίσω από μας. Όταν το είπα, εμμέσως, στη Μίνια, εκείνη απάντησε:
-Εσύ δεν είχες σκουπάκι για την τουαλέτα. Εσύ δεν είχες σκουπιδοτενεκέ. Εσύ φορούσες πατημένες παντόφλες σαν του Μπάρμπα-Γκοριό.
Άντε πάλι ο Μπάρμπα-Γκοριό.
Λες και τα σκουπάκια, οι σκουπιδοτενεκέδες και οι παντόφλες αποτελούν δείκτες του πολιτισμού.
Αυτή ήταν η ζωή μου με τη Μίνια. Συν το ότι έκανε ζάπινγκ στα δορυφορικά κανάλια (μεταξύ των οποίων το RTR και το Kultura), ότι αντί για μπαγκέτα τρώγαμε blinis (έχω ευαισθησία στην επιλογή των αρτοποιημάτων: είμαι γιος φούρναρη), ότι στη συλλογή των περιοδικών μου (η Μίνια αγόρασε stand για τις εφημερίδες και τα περιοδικά: δεν μπορούσε, είπε, να τα βλέπει, σε στοίβα) προστέθηκαν τα Paris-Match, καθώς και τα τεύχη ενός περίεργου ρωσικού εντύπου «τέχνης» με το όνομα “Stéthoscope”. (Στην αρχή νόμιζα ότι επρόκειτο για ιατρική επιθεώρηση: είναι τρελοί αυτοί οι Ρώσοι.)

****

Δεν θέλω να είμαι άδικος με τη Μίνια, παρ’ όλα όσα επακολούθησαν. Ήταν έξυπνη, ήταν όμορφη, ήταν σέξυ (ίσως υπερβολικά όπως έχω υπαινιχθεί∙ είχε διαφορετικό ταμπεραμέντο από τις γυναίκες που είχα γνωρίσει ώς τότε)∙ επίσης, ήταν, για μένα, εξωτική: τα πράγματα που θα έπρεπε να την εντυπωσιάζουν την άφηναν αδιάφορη (λόγου χάρη, όταν εμφανιζόμουν σε εκπομπές βιβλίου στην τηλεόραση, καθόταν μπροστά στον δέκτη και έκανε μανικιούρ∙ δεν πρόσεχε τι έλεγα και πώς ήμουν όπως όφειλε να προσέχει), ενώ τα πράγματα που έπρεπε να την αφήνουν αδιάφορη (λόγου χάρη το ότι η γειτόνισσά μας στον πέμπτο όροφο μένει μόνη: όλοι οι ηλικιωμένοι μένουν μόνοι στο Παρίσι, τι να κάνουμε!) την εντυπωσίαζαν. Το αναφέρω αυτό διότι η Μίνια ανέπτυξε την ανθυγιεινή συνήθεια να πηγαίνει στο φούρνο και στο Monoprix και για την κυρία Λαζαρί: κάθε μέρα, bonjour κυρία Λαζαρί, να η μπαγκέτα σας, να τα μήλα, να το γάλα, να τα γιαουρτάκια σας. Πήρα και εφημερίδα, πήρα και το Paris-Match… Επιπλέον, γράφτηκε σε υπηρεσία του δήμου για τη βοήθεια των ηλικιωμένων κατά την περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών: ανταποκρίθηκε σε μια από κείνες τις σπαραξικάρδιες διαφημίσεις του Ντελανοέ που έδειχναν μια γριά σε φυσικό μέγεθος και από κάτω είχαν γραμμένο το σύνθημα «Εσείς φεύγετε διακοπές για την Ελλάδα, το Ιλ ντε Ρε, τη Γουαδελούπη...Ποιος θα φροντίσει την Μπερναντέτ που θα μείνει ολομόναχη στο Παρίσι; ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΤΕ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΗΛΙΚΙΑ...» Οπωσδήποτε, η μοναξιά της τρίτης ηλικίας είναι ένα πρόβλημα, δεν αντιλέγω.
-Μα, διαμαρτυρήθηκα, δεν θα φύγουμε κι εμείς το καλοκαίρι; Θα μείνουμε στο Παρίσι να γιατροπορεύουμε γέρους;
Δεν θέλω να φανώ άκαρδος αλλά μάλλον η ευαισθησία της Μίνια οφειλόταν στο ότι είχε δει ένα σωρό ανήμπορους γέρους∙ στη Ρωσία οι άνθρωποι γερνάνε άσχημα∙ δεν τρέφονται καλά (καταναλώνουν πολλά λιπαρά), μπεκρουλιάζουν∙ φταίει και το δριμύ κλίμα. Αλλά όχι και να γίνουμε νοσοκόμες σε γραΐδια! Πώς τα βγάζει πέρα μια χαρά η μάνα μου; Κατεβαίνει στην Αγορά της Ελιάς με το καροτσάκι της, διαλέγει φρούτα, πάει στο ταχυδρομείο, πληρώνει τους λογαριασμούς της, κάνει βόλτα στην πλατεία, κάθεται στο παγκάκι. Ε, έτσι ας τα βγάλουν πέρα και οι υπόλοιποι.
Δεν προλάβαμε να πάμε διακοπές με τη Μίνια: την άνοιξη ξέσπασε ο πόλεμος. Ο πόλεμος μεταξύ μας.

***

Στην πραγματικότητα ο πόλεμος υπόφωσκε επί δυο χρόνια περίπου. Η Μίνια γελούσε πάντα πρόθυμα με ό,τι έλεγα∙ έκλαιγε το ίδιο πρόθυμα. Ακόμα κι όταν της χάρισα ένα μικρό γλυπτό του Μπρουνό έβαλε τα κλάματα: «Τι περίεργο», είπε, «ούτε που τον ξέρω τον άνθρωπο!»
-Γιατί πρέπει να ξέρεις τον γλύπτη ενός έργου; ρώτησα με αφέλεια. (Το παραδέχομαι∙ έχω τα εξής ελαττώματα: είμαι αφελής, είμαι ειλικρινής και τίμιος).
-Γιατί ο γλύπτης είναι φίλος σου, Νικολά! Γιατί μένει στη Μπελβίλ, όχι στο Μανχάταν!
-Εντάξει, μια απ’ αυτές τις μέρες θα του προτείνω να περάσουμε απ’ το ατελιέ του, είπα, αλλά δεν είχα καμιά πρόθεση να περάσω από το ατελιέ του Μπρουνό με τη Μίνια. Εκτός των άλλων φοβόμουνα ότι θα της την πέσει. Δεν θέλω μπλεξίματα. Και πρέπει να στρωθώ να τελειώσω το βιβλίο.
Το βιβλίο είχε κολλήσει. Δεν είχα την ηρεμία που χρειαζόμουν για να γράψω: το περιβάλλον μου άλλαζε καθημερινά∙ η Μίνια τροποποιούσε τα πάντα (τρώγαμε πιροσκί! Κι ένα άλλο πράγμα, γεμιστό, το βατρουσκί! Οι ποικίλες συνταγές του βατρουσκί ήταν κολλημένες πάνω στο ψυγείο μ’ ένα μαγνητάκι από πάνω)∙ εκτός ― το παραδέχομαι ― από το γραφείο μου, το οποίο δεν πλησίαζε λες και ήταν ραδιενεργό. Εντάξει, είχα ξεχάσει πάνω στη βιβλιοθήκη μια φωτογραφία μου με τη Σαντάλ ― προκατακλυσμιαίο στιγμιότυπο: αγναντεύαμε αγκαλιασμένοι το λιμανάκι της Καμπούρ, τη Μάγχη∙ ξέρω, δεν ήταν ευγενικό για τη Μίνια, αλλά δεν είμαστε tabulae rasae, είμαστε άνθρωποι με παρελθόν∙ μεσήλικες. Ωστόσο, απ’ ό,τι κατάλαβα, καθυστερημένα, κάτι τέτοια έκαναν τη Μίνια να μη νιώθει στο σπίτι της∙ να νιώθει, όπως είπε, στο σπίτι ενός ξένου. Από μια πλευρά ήταν λογικό: εγώ διάλεξα το διαμέρισμα της οδού Φρεμικούρ, εγώ το αγόρασα, εγώ έσκασα τις τριακόσιες χιλιάδες∙ άρα, είναι δικό μου. Δικό μας έγινε σε συναισθηματικό επίπεδο και μάλιστα προσφάτως. Έχω κι εγώ τα δίκια μου. Όσο για το «ξένος», είμαι Γάλλος, δεν ξέρω από ονομαστικές γιορτές κι από βατρουσκί, ούτε έχω φίλες με ονόματα εφημερίδων όπως η Ίσκρα, η φίλη της Μίνια! Δεν μπορώ να φανταστώ Γαλλίδα να τη λένε “Libération” ή, ακόμα χειρότερα, “Figaro”! Παραείναι γελοίο! Ε, έχουμε κάποιες πολιτιστικές διαφορές∙ μεταξύ αυτών είναι η άποψη ότι ένας οργασμός τη φορά αρκεί. Και περισσεύει. Ας μην είμαστε πλεονέκτες!
Πάντα φοβόμουν ότι ο πόλεμος θα ξεσπάσει με αφορμή το σεξ. Εξ αιτίας της διαφοράς που προανέφερα και επειδή έπρεπε να κοιμάμαι αρκετά για να έχω καθαρό μυαλό να γράψω το βιβλίο μου. Επιπλέον, η Μίνια παραπονιόταν ότι ροχαλίζω κι ότι το ροχαλητό είναι αντισεξουαλικό. Εν πάση περιπτώσει, μού αγόρασε ένα σπρέι από το φαρμακείο και το ροχαλητό αντιμετωπίστηκε∙ όσο για τη συχνότητα και την ποιότητα του σεξ προσπαθούσα να της εξηγήσω με τρόπο ότι είμαι πενήντα χρονών, ότι δεν είμαι τζόβενο∙ κι εκείνη απαντούσε ότι σε όλα τα υπόλοιπα ζητήματα είμαι πάρα πολύ τζόβενο, εννοώντας πάρα πολύ ανώριμος. Το τι έχω ακούσει από τη Μίνια, δεν περιγράφεται∙ έδειξα υπομονή και καρτερία επί δυο χρόνια σχεδόν. Ύστερα, δεν έδειξα.
Τι συνέβη: ένα Σαββατόβραδο, ενώ εγώ έγραφα και η Μίνια έβλεπε τηλεόραση, χτύπησε το κουδούνι και όρμησε μέσα στο σπίτι η Τζούλια Μόρτον. Καθόλου αγγλική συνήθεια να χτυπάς το κουδούνι χωρίς να τηλεφωνήσεις ή χωρίς να ειδοποιήσεις με κάποιον τρόπο. Άνοιξε η Μίνια κι έπειτα έβαλε το κεφάλι της στην πόρτα του γραφείου: «Νικολά, σε ζητάει μια κυρία».
-Η Τζούλια είμαι, honey! άκουσα από το χολ.
Μόλις εμφανίστηκα στο χολ η Τζούλια έπεσε στην αγκαλιά μου και η Μίνια επέστρεψε στο σαλόνι με το τηλεχειριστήριο στο χέρι.
-Sorry to drop by like this… συγνώμη για την ώρα ― πω, πω, είναι κιόλας έντεκα! ― αλλά Νίκυ...αχ, Νίκυ...
Την οδήγησα στο γραφείο μου, έκλεισα την πόρτα και βάλθηκα να δείχνω υπομονή και καρτερία∙ στην Τζούλια αυτή τη φορά. Η οποία έκλαιγε∙ ξέρω, εγώ φταίω που δεν ζήτησα διαζύγιο... σε ταλαιπώρησα Νίκυ...αλλά τώρα είμαι έτοιμη... κτλ.
-Μα, είπα, πάνε αυτά...Έχει προχωρήσει η ζωή...Τώρα μένω εδώ με τη Μίνια...τη γνώρισες τη Μίνια; Ναι, λοιπόν...μην τα αναμοχλεύεις...να, πάρε χαρτομάντιλο...
Αλλά η Τζούλια τα αναμόχλευε κι εγώ την παρηγορούσα και της έδινα χαρτομάντιλα και στη συνέχεια μικρά φιλάκια στα μαλλιά, ενώ ανησυχούσα για το πώς αισθανόταν η Μίνια στο σαλόνι. Αν μου περίσσευε λίγο χιούμορ εκείνη τη στιγμή, θα σκεφτόμουν: Τι τραβάμε εμείς οι ωραίοι! Αλλά δεν μου περίσσευε∙ ήθελα να συνέλθει αμέσως η Τζούλια και να φύγει∙ άλλωστε, δεν είχε έρθει στο Παρίσι ειδικά για μένα, είχε έρθει για την ετήσια συγκέντρωση των σουρεαλιστών. Της πρότεινα να κατεβούμε μέχρι το «Ματριόσκα», ή να πάμε σ’ ένα μπιστρό να πιούμε κάτι, αλλά είπε ότι δεν ήταν σε θέση, ένιωθε πολύ χάλια∙ και καθώς εκείνη έκλαιγε με λυγμούς, εγώ προσπαθούσα να αφουγκραστώ ποια εκπομπή έβλεπε η Μίνια κι αν άλλαζε κανάλια όπως συνήθιζε. «Θεέ μου,» σκέφτηκα, «είμαι ένας σοβαρός συγγραφέας που παίζει, άθελά του, σε σίριαλ σαν αυτά που βλέπει η Μίνια».
Άθελά του. Ναι, άθελά του.

****

Έπεισα την Τζούλια να πάμε να πιούμε κάτι σ’ ένα μπιστρό και ξεγλιστρήσαμε από το σπίτι, ενώ η Μίνια έβλεπε ακόμα τηλεόραση στο σαλόνι.
-Μίνια, mon amour, της φώναξα από το χολ, επιστρέφω αμέσως.
Πράγμα που έκανα: έβαλα τη Τζούλια σ’ ένα ταξί και την έστειλα σε κάτι φίλους μου από τη συντακτική ομάδα των σουρεαλιστών∙ την ξεφορτώθηκα.
Αλλά όταν επέστρεψα στο διαμέρισμα, τι να δω;
Η Μίνια έσπαγε ό,τι έβρισκε μπροστά της∙ είχε αρχίσει την κουζίνα ― τα πιάτα, τα ποτήρια, τα φλιτζάνια από το Habitat ― το πάτωμα ήταν γεμάτο θρύψαλα∙ και συνέχιζε το έργο της ξυπόλυτη, διότι απεχθανόταν την ιδέα της παντόφλας. «Μίνια, τι συμβαίνει, σταμάτα, τι έπαθες κτλ. Μίνια, ΣΤΑΜΑΤΑ! ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΚΕΙ; ΤΡΕΛΑΘΗΚΕΣ;»
Αλλά δεν υπήρχε καμιά επικοινωνία, κι εγώ δεν αντέχω τη βία, όπως έχω πει. Η Μίνια είχε παραφρονήσει∙ πετούσε στο πάτωμα βάζα, σταχτοδοχεία∙ ευτυχώς που πρόλαβα να σώσω το ρολόι της μαμάς και τη μαρμάρινη κολόνα με τη γλάστρα∙ κι όπως θα περίμενε κανείς, μου επιτέθηκε να μου βγάλει τα μάτια (δεύτερη φορά: η πρώτη ήταν στο Ροστόφ. Τι έχω τραβήξει ο έρμος!). Εκείνη τη στιγμή, κι ενώ η Μίνια ετοιμαζόταν ― εικάζω ― να προβεί σε χειρότερες βιαιοπραγίες, πιθανώς κατά του εαυτού της (κλείστηκε στο μπάνιο), τηλεφώνησα στα Επείγοντα Περιστατικά, ζήτησα ασθενοφόρο∙ είπα «Μια κοπέλα απειλεί ότι θα με σκοτώσει και θα αυτοκτονήσει∙ οδός Φρεμικούρ, γρήγορα».
Μόλις έμπαιναν στο σπίτι οι νοσοκόμοι ― τρεις: ο ένας «ψυχιατρικός», δυο μέτρα ύψος, γυμνασμένος και κοντοκουρεμένος (τρόμαξα όταν τον είδα: σαν άνθρωπος της νύχτας!) ― η Μίνια έβγαινε από το μπάνιο: είχε πλύνει το πρόσωπό της, τα μαλλιά της είχαν βραχεί στις άκρες.
-Ποιοι είναι αυτοί; έκανε.
-Ελάτε, ηρεμήστε, είπε ο ψηλός νοσοκόμος. Ακολουθήστε μας.
Η Μίνια με κοίταξε ερωτηματικά, αλλά εγώ κοίταξα αλλού. Εδώ είναι Γαλλία, Μίνια, δεν σπάμε το σύμπαν ατιμωρητί.
-Δεν πρόκειται να σας ακολουθήσω, είπε η Μίνια με απροσδόκητη άρθρωση για άνθρωπο που μόλις πριν από λίγο ήθελε να διαπράξει φόνο.
-Ο σύντροφός σας μάς κάλεσε και μας είπε ότι αποτελείτε κίνδυνο για εκείνον και τον εαυτό σας.
-Δεν είναι σύντροφός μου. Με φιλοξενεί. Δεν θα σας ακολουθήσω.
-Ακούστε, δεσποινίς. Κληθήκαμε να σας συνοδεύσουμε στα επείγοντα ψυχιατρικά, συνέχισε ο ίδιος νοσοκόμος, ενώ οι άλλοι στέκονταν κάπως αδέξια και κοιτούσαν μία εμένα, μία τα παπούτσια τους ή το πάτωμα.
Πάλι «δεν θα σας ακολουθήσω» κτλ.
-Τότε, είμαστε υποχρεωμένοι να καλέσουμε την αστυνομία, είπε ο νοσοκόμος. Δεν μπορούμε να αναλάβουμε ευθύνη.
-Ποια ευθύνη; ρώτησε η Μίνια αλλά δεν της απάντησε κανείς.
-Ποια ευθύνη; ξαναρώτησε.
Προτού προλάβω να ρωτήσω τα διαδικαστικά, ο νοσοκόμος μιλούσε στο κινητό του με το αστυνομικό τμήμα.
Κι ενώ περιμέναμε την αστυνομία, η Μίνια είπε μάλλον άχρωμα:
-Πάω να ετοιμαστώ.
-Θα σας ακολουθήσω, απάντησε ο νοσοκόμος, ο οποίος, από την πείρα του, κατάλαβε ότι η Μίνια θα πήγαινε στο διπλανό δωμάτιο να τα σπάσει όλα ή/και να κόψει τις φλέβες της.
Αλλά σε πέντε λεπτά, και ενώ έφτασε το περιπολικό, η Μίνια εμφανίστηκε στο σαλόνι ντυμένη dressed to kill όπως λέμε, γόβα στιλέτο, φούστα-μπλούζα, χτενισμένη∙ φορούσε μάλιστα το ρολογάκι της. Προσοχή στη λεπτομέρεια.
Αναρωτιόμουν αν η ταλαιπωρία μου έβγαζε μάτι∙ εξάλλου ήταν περασμένες δύο το πρωί.
-Πάμε λοιπόν, είπε ήρεμα η Μίνια, ενώ εγώ τα είχα χαμένα.
Πώς φτάσαμε εδώ; μουρμούριζα. Πώς φτάσαμε εδώ;
Κι εκτός των άλλων είμαι γνωστός στο Παρίσι, φοβόμουνα μήπως γίνω είδηση στο Paris-Match. Όχι ότι το Paris-Match ασχολείται με συγγραφείς∙ το λέω χάριν λόγου.
Οι μπάτσοι έκαναν να την πάρουν αγκαζέ, αλλά η Μίνια τίναξε ελαφρά το μπράτσο της και είπε (πάλι) ήρεμα, χαμηλόφωνα:
-Εμένα, δεν με αγγίζει ποτέ η αστυνομία. Κάτω τα χέρια.
«Ή, μάλλον», πρόσθεσε, «με αγγίζει μόνο στις διαδηλώσεις.»
Δεν ήξερα ότι η Μίνια έπαιρνε μέρος σε διαδηλώσεις. Εγώ, η Σαντάλ, η Καρμέλα, η Τζούλια παίρνουμε μέρος σε διαδηλώσεις∙ η Σαντάλ μάλιστα πρόλαβε τον Μάη του ’68.
Οι μπάτσοι την άφησαν και κατευθυνθήκαμε όλοι προς το ασανσέρ. Η Μίνια κοντοστάθηκε για να της ανοίξουμε την πόρτα: είπαμε, οι Ρωσίδες δεν έχουν περάσει από τον φεμινισμό∙ απαιτούν να τις αφήνεις να μπαίνουν και να βγαίνουν πρώτες, να τους ανοίγεις την πόρτα, να τους ανάβεις το τσιγάρο (διότι οι περισσότερες δεν έχουν κόψει το κάπνισμα) κτλ.
Δεν χωρούσαμε εφτά νοματαίοι στο ασανσέρ∙ έτσι, όταν κατέβηκα στο δρόμο ήταν πια αργά: η Μίνια, αντί να μπει στο περιπολικό, μπήκε στο ασθενοφόρο, επαναλαμβάνοντας, απ’ ό,τι φαντάζομαι: «Κάτω τα χέρια» ή «Εγώ δεν μπαίνω σε περιπολικά». Το αποτέλεσμα: ένα περιπολικό με δύο όργανα της τάξεως μπροστά και μ’ εμένα στο πίσω κάθισμα∙ από πίσω ένα ασθενοφόρο με τρεις νοσηλευτές ντυμένους στα άσπρα και τη Μίνια στις τέσσερις καρφίτσες, όπως λέμε στα γαλλικά. Μερικοί κάτοικοι της οδού Φρεμικούρ είχαν ξυπνήσει και είχαν βγει στα μπαλκόνια να δουν τι συνέβη ― ληστεία, δολοφονία κτλ ― αλλά δεν είδαν τίποτα γιατί όλα εκτυλίχθηκαν γρήγορα και αθόρυβα: απλώς φύγαμε για το νοσοκομείο με αστυνομική συνοδεία. (Ρεζίλι των σκυλιών). Στη διαδρομή ένιωθα ότι η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο, αλλά παρηγοριόμουν: η Μίνια, σκεφτόμουν, παίζει θέατρο∙ δεν έχει ηρεμήσει∙ όπου να ’ναι θα ξαναρχίσει τις φρικαλεότητες. Εξάλλου, δεν μπορούσα να την κρατήσω στο σπίτι, φοβόμουν. Έπρεπε να επιληφθούν οι ειδικοί.
Φτάσαμε στο νοσοκομείο∙ έφυγαν οι μπάτσοι ― «ευχαριστώ», ψέλλισα, “à votre service” απάντησαν ― και βρεθήκαμε να περιμένουμε με τη Μίνια έξω από το ιατρείο της νευρολογικής πτέρυγας. Η Μίνια ωραία, ψηλότερη απ’ όσο συνήθως, όχι μόνον λόγω των τακουνιών αλλά και λόγω της στάσης του σώματος∙ σιωπηλή, δεν με κοιτούσε καν. Εγώ τρομαγμένος και σαστισμένος. Επιτέλους βγήκε ο ψυχίατρος, την κάλεσε μέσα.
-Να έρθω κι εγώ; ρώτησα δειλά.
-Αν το επιτρέπει η κυρία, είπε ο γιατρός.
Εκείνη τη στιγμή μού πέρασε από το μυαλό ότι ο γιατρός προτίθετο να της την πέσει. Παρανοϊκή ιδέα, το παραδέχομαι.
-Ασφαλώς, επενέβη η Μίνια, προτού καν τελειώσει τη φράση του.
Και τότε άρχισε η ξεφτίλα. (Αν και ίσως είχε αρχίσει νωρίτερα). Ο γιατρός ρωτάει τη Μίνια «τι μέρα έχουμε, τι μήνα κτλ» και η Μίνια απαντάει γρήγορα, απλά, φυσικά και σωστά. Ύστερα τη ρωτάει σε ποιο νοσοκομείο βρίσκεται κι εκείνη απαντάει στο Pitié-Salpêtrière∙ «Και πού βρίσκεται το Pitié-Salpêtrière;»∙ «Στο 13ο διαμέρισμα». Και στη συνέχεια: «Ακούστε, γιατρέ, δεν πρόκειται να σκοτώσω κανέναν. Δεν σκοτώνω όποιον σιχαίνομαι. Απλώς σιχαίνομαι όποιον σιχαίνομαι», είπε η Μίνια. «Και μήπως τώρα μπορώ να σας δω για μια στιγμή μόνο;»
Έτσι, με έβγαλαν έξω από το ιατρείο και περίμενα σαν ηλίθιος στον διάδρομο. Σε δέκα λεπτά περίπου άνοιξε η πόρτα και βγήκε η Μίνια με τον γιατρό, σχεδόν χαμογελαστοί και οι δύο.
-Μπορώ να σας μιλήσω; λέω γρήγορα στον γιατρό.
-Όχι, κύριε Ζουκλάρ. Δεν μπορείτε. Απ’ ό,τι φαίνεται συνεννοείστε καλύτερα με τους μπάτσους.
Pardon? Μήπως ονειρεύομαι; Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα; Σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι; Με τους «μπάτσους»;
-Μα, δεν είναι δυνατόν! Δεν θα την κρατήσετε;
-Για ποιο λόγο, κύριε Ζουκλάρ; Επειδή έσπασε τα πιάτα μετά από οικογενειακή διαφωνία;
-Οικογενειακή διαφωνία; Μα φοβάμαι να μείνω μαζί της!
Δεν έπρεπε να το πω αυτό, φάνηκα χέστης. Λάθος μου. Όταν είμαι ταραγμένος κάνω μαλακίες. Όπως όλοι οι άνθρωποι.
-Ε, τότε να κρατήσουμε εσάς, είπε ο τρελογιατρός.
Άκουσον, άκουσον! Οι τρελογιατροί είναι πιο τρελοί από τους ασθενείς: τα κλισέ έχουν λόγο που είναι κλισέ.
Ενώ ο γιατρός προχώρησε στον επόμενο ασθενή ― τον οποίον είδα με την άκρη του ματιού∙ βρισκόταν σε καταστολή ― έμεινα μόνος με τη Μίνια στον διάδρομο.
-Μη φοβάσαι, Νικολά, μου είπε λες και ήμουν παιδί που έβλεπε εφιάλτες. Θα έρθω μόνο για να μαζέψω τα πράγματά μου. Κι αν δεν θέλεις να βρεθούμε στον ίδιο χώρο, πήγαινε να κοιμηθείς στη Σαντάλ. Θα μαζέψω τα πράγματά μου και θα φύγω, επανέλαβε.
Τι μας λες που θα σε αφήσω μόνη σου στο σπίτι μου να μου το κάνεις ρημαδιό!
Γυρίσαμε μαζί στην οδό Φρεμικούρ και η Μίνια βάλθηκε να μαζεύει τα σπασμένα και να τα πετάει στον σκουπιδοτενεκέ, ενώ συγχρόνως έφτιαχνε δυο βαλίτσες η μία εκ των οποίων ήταν ροζ. Καθώς τα έκανε όλ’ αυτά, με γρήγορες, αποτελεσματικές κινήσεις ― η αιώνια Μίνια ― διαπίστωσα ότι είχε σπάσει περισσότερα δικά της αντικείμενα παρά δικά μου. Είχε σπάσει και την κούκλα της που γελούσε όταν την πίεζες στην κοιλιά∙ την είχε ξεκοιλιάσει∙ είχε σπάσει ένα cd του Τζόνι Χαλιντέυ∙ είχε ξεσκίσει ένα σωρό παλιά τεύχη του Paris-Match∙ τα περισσότερα πράγματά της κείτονταν κατεστραμμένα στη μέση του σαλονιού.
Τυχαίο; Ίσως. Ανακουφιστικό πάντως. Ευτυχώς, σώθηκε το ρολόι και η κολόνα∙ και βέβαια ο επεξεργαστής μου, το βιβλίο μου∙ η Μίνια δεν μπήκε καν στο γραφείο μου. Δόξα τω Θεώ.
Αλλά όταν βρεθήκαμε στη μέση του τοπίου της καταστροφής, κατέρρευσα. Ενώ η Μίνια ετοιμαζόταν να φύγει, μαζεύοντας τα μπάζα, σωριάστηκα στον καναπέ και έβαλα τα κλάματα. Δεν ήταν η πρώτη φορά: όποτε καβγαδίζαμε άσχημα και φοβόμουν πως θα τη χάσω, της έλεγα κλαίγοντας «Είσαι ο αέρας που αναπνέω»∙ κάτι τέτοια μελό. Τα εννοούσα: η Σαντάλ πίστευε ότι ο πανικός μου οφειλόταν στο «ναρκισσιστικό τραύμα» που μου προκαλούσε με την παρουσία της και με την επαπειλούμενη απουσία της η Μίνια: δεν μπορώ ν’ ακούω τα ψυχαναλυτικά μπλα-μπλα της Σαντάλ. Ο πανικός μου οφειλόταν στο απλό και αδιαφιλονίκητο γεγονός ότι την αγαπούσα. Αυτό είν’ όλο.
Γι’ αυτό, της ζήτησα γονατιστός ― σχεδόν ― να μη φύγει. Ενώ εκείνη δίπλωνε τα ρούχα της και τα πατίκωνε στη βαλίτσα, καθόμουν στην άκρη του κρεβατιού και την ικέτευα να μείνει. Αλλά ήταν σαν να μην άκουγε, σαν να ήταν κουφή. Κατά τις πέντε το πρωί, εξαντλημένος, της είπα:
-Μίνια, ας κοιμηθούμε. Όταν ξυπνήσουμε, θα δεις, όλα θα είναι ευκολότερα.
Όμως η Μίνια δεν μου έδωσε περιθώριο ούτε δυο ωρίτσες∙ κάλεσε ταξί∙ (εγώ ευχόμουν να μη βρει, αλλά βρήκε: όταν θέλω να βρω ταξί, κανένας κερατάς στην πιάτσα δεν απαντάει∙ όταν δεν θέλω, απαντάει!) και έφυγε με δυο βαλίτσες. Για το αεροδρόμιο; Δεν ξέρω. Έμεινα στο κατώφλι να κοιτάζω σαν ηλίθιος την πόρτα του ασανσέρ που σκοτείνιασε καθώς η Μίνια έφτανε στο ισόγειο και έμπαινε στο ταξί. Απ’ το παράθυρο είδα τον ταξιτζή να βάζει τις βαλίτσες στο πορτ-μπαγκάζ και τη Μίνια να κάθεται στο πίσω κάθισμα, ενώνοντας τα γόνατα. «Θεέ μου,» σκέφτηκα, «όλη η γειτονιά συμπληρώνει τώρα τα κενά της ιστορίας».
Εξάλλου, όταν είπα για πρώτη φορά εκείνη τη νύχτα στη Μίνια «μη φεύγεις, σε παρακαλώ», η Μίνια μού απάντησε (ήρεμα∙ διαρκώς ήρεμα):
-Νικολά, δεν μένω σε γειτονιές όπου με έχουν δει να με παίρνει η αστυνομία. Εσύ μένεις.
Τι εννοούσε; Ότι εκείνη είναι αξιοπρεπής ενώ εγώ είμαι σκέτο ρεζιλίκι;
Ίσως η Μίνια δεν είχε συνηθίσει να ζει στην ανωνυμία της μεγαλούπολης∙ ίσως να επρόκειτο για ένα είδος επαρχιωτισμού: «Δεν μένω σε γειτονιές... για ένα κούτελο ζούμε... κτλ...» Πάντως, για να είμαι ειλικρινής, αγωνιούσα μήπως την επομένη με κοιτάνε όλοι με μισό μάτι στην οδό Φρεμικούρ.
Ποια ήταν η τελευταία κουβέντα της Μίνια προτού εξαφανιστεί:
-Σε παρακαλώ, Νικολά, στην κυρία Λαζαρί ότι έφυγα. Δεν θέλω να νομίζει ότι την εγκατέλειψα. Εντάξει;
-Εντάξει, ψιθύρισα. Εντάξει.
-Τσάο.
Τσάο;;
Και η Μίνια φάνηκε να έφυγε ήσυχη που η κυρία Λαζαρί δεν θα ένιωθε εγκαταλελειμμένη.

****

Τι έκανα την επομένη: τηλεφώνησα στην Ίσκρα (όχι την εφημερίδα∙ στη φίλη της Μίνια)∙ πίστευα ότι η Μίνια είχε καταφύγει εκεί. Στο Βιτρύ. Αλλά η Ίσκρα δεν είχε ιδέα: «Έφυγε; Πώς έφυγε; Γιατί έφυγε δηλαδή;» Φοβήθηκα μη βρω τον μπελά μου κι από την κομουνίστρια.
Έτσι, αναγκάστηκα να προβώ σε κάτι τρελό: έστειλα τηλεγράφημα στην Κίρα και στον Βιτάλι (που δεν είχαν τηλέφωνο)∙ έστειλα τηλεγράφημα στο Ροστόφ! Η υπηρεσία τηλεγραφημάτων στη Γαλλία έχει σχεδόν καταργηθεί αλλά να που την ξανάβαλα εγώ σε λειτουργία. Και δυο μέρες αργότερα μού τηλεφώνησε η Κίρα (όχι ο Βιτάλι) και της είπα ότι η Μίνια δεν ήταν καθόλου καλά, ότι πέρασε σοβαρή κρίση κι ότι πήρε τους δρόμους. Και μήπως επέστρεψε στο Ροστόφ;
Δεν έμαθα. Η Κίρα με άκουσε προσεκτικά, ύστερα είπε, με τα στοιχειώδη αγγλικά της: Ponyal (Kαταλαβαίνω). I understand. Problem. Gaditsa (;;;). No problem, και έκλεισε ευγενικά προσθέτοντας: Do not worry. No problem. Και στο τέλος πάλι: Gaditsa. (Βρήκα τη λέξη στο λεξικό: δεν σημαίνει τίποτα∙ απλώς «εντάξει». Τι εντάξει που να με πάρει η ευχή;)
Πράγμα που με κάνει να πιστεύω ότι η Μίνια επέστρεψε στο Ροστόφ. Από την ημέρα που κάλεσε εκείνο το ταξί στις πέντε το πρωί, δεν την ξαναείδα, αν και νομίζω ότι την ξαναείδα. Νομίζω ότι την είδα σ’ ένα βαγόνι του μετρό που έφευγε τη στιγμή που έφτανα στην αποβάθρα. Στο μετρό Invalides. Τι δουλειά είχε η Μίνια στην περιοχή του Μνημείου των Απομάχων; Ίσως να ήταν αυτή, ίσως και όχι∙ στεκόταν δίπλα σ’ έναν μελαψό, έναν Άραβα∙ μήπως ήταν ο τύπος που είχε παντρευτεί; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι∙ μπορεί να ήταν καινούργιος∙ ανέκαθεν η Μίνια είχε επιτυχία στους Άραβες. Όμως, όλα αυτά είναι εικασίες∙ ο συρμός επιτάχυνε κι εξαφανίστηκε μέσα στη στοά∙ δεν πρόλαβα ούτε να σκεφτώ. Πρόλαβα να νιώσω κάτι∙ κάτι σαν πόνο, σαν έλλειψη∙ όχι πόνο, όχι έλλειψη: σαν. Και η ζωή συνεχίστηκε: έκοψα τη γραμμή της Télécom με το πακέτο απεριορίστων κλήσεων στη Ρωσία (είδα κι έπαθα να κάνω τη διακοπή: η Télécom είναι σαν τις γκόμενες∙ επιζητεί την αιωνιότητα∙ ο τραπεζικός λογαριασμός της Μίνια επιβαρύνθηκε πέντε-έξι μήνες με το «ρωσικό πακέτο» διότι, λέει, το συμβόλαιο γράφει με ψιλά γράμματα ότι δεν μπορείς να διακόψεις τη συνεργασία προτού κλείσει χρόνος)∙ έκοψα και το λεγόμενο «μπουκέτο» των δορυφορικών καναλιών. (Άλλο «πακέτο», άλλο «μπουκέτο»: γαλλική τεχνολογία!) Κοντολογίς, η αναχώρηση της Μίνια ― ο χωρισμός μας ― με απασχόλησε για κάμποσο καιρό: έπρεπε να επαναφέρω το σπίτι στην αρχική του κατάσταση, στην κατάσταση Νικολά Ζουκλάρ-Ντεπυσέν. Χωρίς ροζ ποτιστήρι, λόγου χάρη. Και χωρίς Micol στο κουδούνι. Το Micol έχει παραμείνει στην πρώτη σελίδα μερικών βιβλίων: σ’ ένα δοκίμιο του Τζόρτζο Αγκάμπεν (τον οποίον η Μίνια είχε βρει «επιτηδευμένο»∙ εγώ, αντιθέτως, τρέφω για τον Αγκάμπεν απεριόριστο θαυμασμό), σε μια συλλογή διηγημάτων του Γκόγκολ, στα Άπαντα του Ρενέ Σαρ.
Επίσης, μετά την αναχώρηση της Μίνια, έπρεπε να επαναφέρω την πόλη, το Παρίσι, το Παρισάκι, στην προ-Μίνια κατάσταση. το Παρίσι ήταν αλλιώς με τη Μίνια∙ είναι αλλιώς χωρίς τη Μίνια. Οι φίλοι μου είναι ίδιοι: ο Πατρίκ στρίβει τσιγαριλίκια, η Σαντάλ κάνει ψυχανάλυση∙ η Καρμέλα με συνοδεύει καμιά φορά στην τρατορία της Αντριάνα∙ ο Εμίλ άρχισε να ασκείται με βαράκια, «γερνάμε», λέει, «χρειαζόμαστε γυμναστική»∙ εγώ τη σιχαίνομαι τη γυμναστική∙ το στρωματάκι της Μίνια όπου έκανε ασκήσεις ανάσκελα, μπρούμυτα, στο πλάι, το καταχώνιασα. Δεν ξέρω πού το έβαλα.
Αλλά τι σημασία έχει.
Το βιβλίο για τον χαρτιστή του 1854 τελείωσε∙ είχε μάλιστα αρκετή επιτυχία.
Αλλά τι σημασία έχει.
Κάθε τόσο μπαίνω στην ηλεκτρονική σελίδα των Pages Blanches και ψάχνω το τηλέφωνο της Μίνια. Μήπως και επέστρεψε στο Παρίσι. Μήπως και το τηλέφωνό της δεν είναι πια απόρρητο.
Μήπως.
Έψαξα και το τηλέφωνο εκείνου του Αρτιόμ αλλά δεν το βρήκα. Τελικά οι περισσότεροι Ρώσοι έχουν απόρρητα τηλέφωνα. Ίσως φταίει το παρελθόν τους, η KGB.
Επίσης, καμιά φορά περιπλανιέμαι στο 19ο διαμέρισμα, κοντά στο μετρό Crimée γιατί ποτέ δεν ξέρεις. Στο Βιτρύ δεν πήγα ακόμα, είναι μάλλον άσκοπο∙ φοβάμαι μήπως πέσω κι επάνω στην κομουνίστρια μπέιμπυ σίτερ.
Όταν με πιάνει απελπισία ― σπάνια ― πίνω ξεροσφύρι∙ όχι βότκα (παραείναι κιτς)∙ κρασί: Κάμπακ. Drink without snack, όπως λένε και οι Ρώσοι.
Στη μαμά μου πηγαίνω, όπως πάντα, δυο Σάββατα το μήνα κι όταν έρχεται ο Λολό από την Αγκουλέμ.
Στη «Ματριόσκα» έχω να πατήσω ένα χρόνο∙ μια μέρα περνώντας απ’ έξω είδα το μενού κολλημένο στη τζαμαρία: «Μενού Καλίνκα». Ρωσικές γραφικότητες.
Επίσης, αναρωτιέμαι: άραγε με μίσησε τόσο η Μίνια ώστε να σβήσει το τατουάζ; Αν έμεινε στο Παρίσι μπορεί να το σβήσει με τεχνική λέιζερ. Αν επέστρεψε στο Ροστόφ δεν μπορεί: δεν υπάρχει λέιζερ στο Ροστόφ.

Νικολά Ζουκλάρ-Ντεπυσέν

Παρίσι, Ιανουάριος - Μάρτιος 2007

Η Σώτη Τριανταφύλλου ζει στην Αθήνα, το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη. Έχει κυκλοφορήσει 19 βιβλία μυθιστορήματος και διηγημάτων, με τελευταία το «Λίγο από το αίμα σου» (Εκδ. Πατάκη, 2008), δυο παιδικά μυθιστορήματα, δυο πολιτικό-κοινωνιολογικές μελέτες. Έχει συμμετάσχει σε 6 συλλογικά βιβλία διηγημάτων και έχει γράψει περίπου 7 βιβλία για τον κινηματογράφο για λογαριασμό των Εκδόσεων Αιγόκερως. Συνεργάζεται τακτικά με την εφημερίδα Athens Voice, το περιοδικό «Velvet» και τις Εκδόσεις Πατάκη.