Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 4

"Eποχή παραδείσου" - Στρατής Πασχάλης

Εποχή παραδείσου, Στρατής Πασχάλης, Ποίηση, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2008

Σημείωμα (της Μαρίας Ιωαννίδου)

Εποχή Παραδείσου. Έναν βαθιά ανθρώπινο παράδεισο, μας παραδίδει ο ποιητής Στρατής Πασχάλης μετά από έξι χρόνια ποιητικής σιωπής. Δέντρα και πουλιά, απαγορευμένοι καρποί και φως, μέσα από τα φύλλα.

-διαθλασμένο φως αιγαιοπελαγίτικο και βόρειο

-φυλλώματα πυκνά και απροσπέλαστα δάση που θυμίζουν τον νεαρό κολασμένο που του δανείζει ένα φτερό στο πόδι

-ένα πείσμα, εφηβικό σχεδόν, πίστη στην γλυκόπικρη γεύση της ζωής

-μάχη με το χρόνο που χαρίζει τη στερεοσκοπική ματιά αλλά χαμηλώνει τους τόνους

-αναφορές πολύτιμες, κληρονομιά διασωσμένη

και μια πένα ασκημένη που δεν ενδίδει να καταγράψει το οτιδήποτε αλλά που συλλαμβάνει όλες τις αποχρώσεις του ίδιου ουρανού, εδώ, εκεί, παραπέρα.

Μια γκαλερί που ανοίγει πόρτες και ψυχές, μοιράζοντας εν είδει flyers, στη νέα ποιητική γενιά ένα στίγμα, που δεν προσκολλάται σε τίποτα, πιστεύει και χαίρεται, ανανεώνει, κυρίως. Την υπόσχεση ότι ο ελληνικός λόγος ο ποιητικός ξεκίνησε κάτι αιώνες να καταγράφεται, αλλά δεν τελειώνει ούτε στις επιτύμβιες στήλες του παρελθόντος, ούτε με το σκληρό παρόν.

Στην εποχή του παραδείσου οι αδελφοκτόνοι θα χαθούν, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.

ΧΩΡΙΣ

Εκεί που δεν υπάρχει δράμα
Αλλά μόνο πηλός κι αέρας
Φτερά και κρότοι ευοίωνοι
Χαρτιά λευκότητας και σημεία πορφύρας
Όχι από φόνο ή φθόνο
Αλλ΄ από τρόμο αγέννητο

Εκεί που αυτονομήθηκαν
Τα κύματα απ΄ τη γλώσσα
Τα δέντρα από τα ποιήματα

Εκεί που ο κώδικας
Ορίζει γλαφυρά
Και τ΄ άγραφο γνωρίζει
Το νόημα του παντός

Εκεί που όλα γίνονται χωρίς
Γιατί μιλούν ανείπωτα

Το χέρι του θανάτου
Δεν πετυχαίνει ποτέ
Τραύμα τελειωτικ

ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΟΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ

Αν δεν μπορώ να σ΄ αναστήσω
τουλάχιστον να σ΄ έθαβα
στοργικά στην ακτή
μπρός την ήμερη θάλασσα
στιγμή από νέκταρ και ψωμί
και πυρωμένο αγιόκλημα
ψίχα θερμή που κρύβεις
κρύο φλουρί του πόθου
στήθος νεκρού απογεύματος
με νωπή την ουλή της αγάπης
να σε σφίξω με τρόμο
να βαφτώ με το αίμα σου
στην πνοή σου να νιώσω τον Άδη
χιονισμένο καμίνι της Αφρικής
καλοκαίρι Μεγάλης Παρασκευής
κι η καυτή αμμουδιά Επιτάφιος

μια κορδέλα πιασμένη
σ΄ αγκάθι ξερό
δυο κρεμμύδια βαριά
κι ένα μαύρο γαρίφαλο
η σαύρα ανασηκώνεται
μες τις πευκοβελόνες
σπέρμα σταγόνων ρετσινιού
σε δάχτυλα γυναίκας
περιστέρι γαρδένιας
και παρτέρι με κάρδαμο
το τσιμέντο υγρό
ανοιγμένο παγόνι ορτανσίας
σανιδένιο τελάρο
τα τσαμπιά του αλαβάστρινα
στο ποτήρι σκοτάδι βιολέτας
και η γούρνα κηδεύοντας πέταλα

κουφέτα χαλικιών
ζάχαρη αλμύρας
αναλαμπές του καύσωνα
στο βραδινό εικόνισμα
όψη του Σάτυρου ιδρωμένη
απ΄ τον μόχθο του έρωτα
περιβόλι θαμμένων ίσκιων
ποτισμένο με τριαντάφυλλο
κάτουρο δυόσμου η αγριάδα
στ΄ απόκρυφα του κήπου αχνίζει
ο κηπουρός φιλάει στο στόμα
ένα μπουκάλι δροσερό
πυκνό μπουκέτο μαϊντανού
στη λασπωμένη του χούφτα
οι ντοματιές δείχνουν πύρινη
του Άδωνη την πληγή

σπαθιά από νύχτα κυπαρίσσια
πλάι στο βενζινάδικο
τα ενοικιαζόμενα
το μικρό σούπερ μάρκετ
κάποιος θα πεθάνει από θαύμα
τα κηπευτικά δε νιώθουν θλίψη ποτέ
οι στιγμές των ονείρων σου
οι στιγμές μόνο αξίζουν
τα σύκα έχουν άνοιξη
φίδι ασημί το αυλάκι
όλα όσα ακόμα δεν ήρθαν
μοναξιάς δειλινό χαρμόσυνο –
φίλντισι από κερήθρα
σεντόνι από αστραπή
αρχαίο πρόσφορο
στο πέτρινο κρεβάτι

ο πόθος δοκιμή
χωρίς απόλαυση
άθληση ερημίτη
ξαφνικός θάνατος
ορφανό κι ανέστιο θέρος
με στιλβωτές άστρων
σιδηρουργούς ηφαιστείων
μνημείων λαξευτές
φρούτα μαρούλια φύλλα μουριάς
σκόνη στον ματωμένο αγκώνα
καθρεφτισμένα λοξά μάτια
σ΄ έναν κουβά με λιωμένο πάγο
μυρίζει μέλισσες ο χάρος
κι ο τάφος κλινάρι από χώμα

στο κοιμητήριο του μεσημεριού
λιοντάρι πήλινο
σκαλοπάτια ελαφρόπετρας
μπιγκόνιες από κερί
κολυμβητές εξαγοράζουν τη φθορά
με χρυσάφι άμμου
με σμαράγδι νερού
ο άγιος κοιμάται στην ξύλινη κουφάλα
το σώμα του είναι κάρβουνο
ο σκύλος γλείφει αγαθά
το παιδί με το Σύνδρομο Ντάουν
το κάστρο υπερασπίζεται
όσα φυλάει το μακάβριο βουνό
πάνω απ τη θάλασσα του Παραδείσου
μπροστά στο δέος που κοιτάζει
απ΄ τον εξώστη το κενό

βάραθρο καταχνιάς
χασκογελώντας αθώος
ουρανός μ΄ ορθάνοιχτα νέφη
πυρρόξανθος ανέμελος
αγγελικά σκληρός
απόκρυφα μοιραίος
αδιάφορος για όλα
αγνός ανεξιχνίαστος
ευγενικός αυθάδης
δεν το κατάλαβα ότι Αυτός
ήταν ο άγριος θάνατος
που ήρθε ξαφνικά
όνειρο δίχως όνειρο
μέρες μετά χαράματα
κι έκοψε την ψυχή
βγάζοντάς μου τη γλώσσα

Ο ΜΟΝΟΣΑΝΔΑΛΟΣ

Όταν περνώντας έχασα
το ένα μου σανδάλι
όλοι με υποπτεύθηκαν
για επίδοξο ευτυχισμένο.

Όταν αργότερα
το βρήκε κάποιος
κι αμέσως το ΄φερε
για να μου το φορέσει

εγώ, στο μεταξύ,
είχα γυρίσει απ΄ το ταξίδι
και γύριζα θρηνώντας
τα δυο σφαγμένα μου παιδιά
ξυπόλυτος.