Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 10

Όταν ο Άρης ήταν ψάρι (πεζό) - Κωστής Αργυριάδης

Πριν το 1.Όταν ο Άρης ήταν ψάρι δεν έπινε ουίσκι. Δεν κάπνιζε, ούτε έπαιζε κιθάρα. Σουλατσάριζε ανέμελος στον ωκεανό, αγνοώντας το μέλλον του. Από καθαρό λάθος της φύσης και της έλλειψης φαντασίας του συγγραφέα, μια μέρα ο Άρης έγινε άνθρωπος. Πλύθηκε, ξυρίστηκε και γνώρισε μια κοπελιά. Και έτσι ο καιρός περνούσε υπέροχα.

1.

«Την ζάχαρη στον ελληνικό την βάζουμε πριν ή μετά;»
«Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις» είπε ο γέρος χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του από την εφημερίδα.
«Δηλαδή;» ερώτησε ο Σπύρος από τα έγκατα μιας κουζίνας μαγαζιού.
«Δηλαδή, αυτοσχεδίασε.»
«Μάλιστα..» είπε και ομολογουμένως ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει αυτή η λέξη. Ουσιαστικά, ολόκληρη η ζωή του ήταν βασισμένη σε αυτή τη λέξη. Όμως, όταν ο αυτοσχεδιασμός αναφέρεται σε έναν καφέ, τότε  όπως καταλαβαίνετε τα πράγματα σοβαρεύουν. Έτσι κι αλλιώς όμως, ο Σπύρος είχε άλλα στο μυαλό του. Ένα κορίτσι, πιο συγκεκριμένα. Έβγαλε τον καφέ από το μπρίκι, πριν βράσει, του φόρεσε τρεις κουταλιές ζάχαρη και μία καφέ έξτρα και τον παρέδωσε εκεί που έπρεπε. Τέσσερα λεπτά αργότερα, ο πελάτης, μαζί με όλα   τα δίκια  του κόσμου, πλησίασε τον Σπύρο που καθόταν πίσω από την μπάρα.                    
«Αυτό δεν είναι καφές. Αυτό είναι μαλακία.»
«Το ξέρω.» απάντησε, έβγαλε την ποδιά του κι έφυγε από την μπάρα. 
«Παραιτούμαι» σφύριξε καθώς είχε ήδη φτάσει στην εξώπορτα.
«Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις» του είπε ο γέρος και είχε δίκιο.
 
2.

«Δεν με καταλαβαίνεις..»
«Ούτε εγώ με καταλαβαίνω..» απάντησε ο Σούλης κοιτώντας το καλά στριμμένο τσιγάρο του. Η αλήθεια είναι πως σκεφτόταν άλλα πράγματα. Ή τουλάχιστον δεν ήθελε να σκέφτεται αυτό που γινόταν εκείνη τη στιγμή. Είχε βάλει τον αυτόματο σε έναν ακόμη καυγά με μία ακόμη γυναίκα.

«Σούλη με επηρεάζεις αρνητικά.»
«Ναι.» είπε, γιατί όταν μια γυναίκα λέει τα δικά της, της απαντάς ναι ακόμη και όταν σε ρωτήσει τι ομάδα είσαι, ή ακόμη αν σε ρωτήσει  αν θέλεις να πλύνεις τα πιάτα.
«Πάει καιρός τώρα.»
«Ναι.»
«Δεν γίνεται να συνεχίσουμε έτσι.»
«Ναι.»
«Σκέφτομαι να χωρίσουμε.»
«Ναι.»
«Αφού δεν πάει άλλο.»
«Ναι.»
«Σούλη με ακούς;»
«Ναι. Ε; »
«Σούλη είσαι μεγάλος μαλάκας.»
«‘Έφη…άντε κούκλα μου…» της είπε βγαίνοντας από τη λήθη του και της έδειξε τον εξώπορτα. Και συμπλήρωσε με στραβωμένο φρύδι: «Πριν αρχίσουμε..»
«Είσαι όντως μεγάλος μαλάκας!»
«Είπα: δρόμο, πριν αρχίσουμε.»
«Παλιοπούστη!»

Το ποτήρι του Σούλη σημάδεψε την Έφη.
Εκσφενδονίστηκε.
Η Έφη έσκυψε.
Το ποτήρι έγινε θρύψαλα στον τοίχο.
«Τι κάνεις ρε μαλάκα! »
«Αρχίσαμε..» είπε ο Σούλη και έκανε να σηκωθεί. Η Έφη έφυγε με τα πόδια στον ώμο. Ο Σούλης γέλασε. Σιγά μην σηκωνόταν.  

3.

Ο Άρης άκουγε μουσική στο σπίτι του. Είχε ομολογουμένως μεγάλα ηχεία. Ο Άρης, όσο καιρό ήταν άνθρωπος τα είχε με ένα κορίτσι. Την Ντολτσεβί. Μισή Ελληνίδα, μισή Ισπανίδα. Μισή κυριλέ, μισή πάνκισα. Είχε ομολογουμένως μεγάλα βυζιά. Ο Άρης και η Ντολτσεβί τα είχαν πολλά χρόνια. Ο ένας έσπαγε τα νεύρα του άλλου και οι μέρες περνούσαν φίνα. Ώσπου μια μέρα, η Ντολτσεβί είπε στον Άρη να τα χαλάσουνε. Όβερ, μπέηκ-άπ, τέλος ρε παιδί μου. Ο Άρης το πήρε πολύ φυσιολογικά το ζήτημα, μάλλον γιατί ,ειλικρινά, δεν το κατάλαβε. Βέβαια, ύστερα από δύο μήνες που δεν τα είχαν, ο Άρης κατάλαβε ότι όχι απλά τον πειράζει που δεν είναι μαζί, αλλά βασικά πάνω κάτω η Ντολτσεβί είναι η γυναίκα της ζωής του και τα ρέστα με αποτέλεσμα να σπάσει την πόρτα της δύο φορές, να την παρακολουθεί, να κλαίει και να ωρύεται μέσα στα μαύρα σκοτάδια και να πνίγεται στο ουίσκι, νοσταλγώντας τον ωκεανό που μεγάλωσε. Και εκεί που ολοένα και σκοτείνιαζε η μαρκίζα, ήρθε μια άλλη μέρα, όπου η Ντολτσεβί αποφάσισε να τα ξαναφτιάξει με τον Άρη. Τώρα ζουν μαζί σε ένα σπίτι με τζάκι στην άκρη της πόλης. η Ντολτσεβί ασχολείται με την παγκόσμια ειρήνη και ο Άρης ρίχνει ξύλα στο τζάκι και παίζει κιθάρα. Έχουν και ένα μικρό σκυλί, τον Τζίμυ.  Ουίσκι τέλος. Τώρα ούτε που σκέφτεται πια τον ωκεανό.  

Πριν το 4.

Πριν το τέσσερα μηδέν, ο Παύλος εξακολουθούσε να βλέπει τον αγώνα. Εκεί κάπου τα παράτησε. Λες και δεν έφτανε η κούραση της δουλειάς όλη μέρα, έπρεπε και να δει την ομάδα του να ξεφτιλίζεται. «Ε, όχι! » είπε και πήρε από το ψυγείο μια παγωμένη μπύρα και έστριψε το πρώτο παραγεμισμένο τσιγάρο της ημέρας. Με το τηλεκοντρόλ του στερεοφωνικού, έβαλε κάτι απαλό να παίζει. Bili Evan. Έβγαλε τα παπούτσια του, απλώνοντας τα πόδια του πάνω  στο μικρό τραπεζάκι που είχε για να ακουμπάει το ποτό του.
 
4.

Όταν η Μαρία ήταν μικρή, ήταν η πριμαντόνα του σχολείου. Όταν μεγάλωσε έγινε η Μαντόνα της πανεπιστημιακής σχολής όπου και σπούδαζε. Η Μαρία όμως είχε άλλα σχέδια. Έπινε, ζωγράφιζε και διάβαζε πολύ. Δεν ήταν χαζογκόμενα. Δεν ήταν σκοπός της ζωής της να έχει ένα μάτσο καυλωμένους πιθήκους γύρω της. Δεν ήξερε τι ήθελε, αλλά το έψαχνε. Γενικά, δεν υπάρχει τίποτα πιο ενοχλητικό από το να κοιτάς κάποιον στα μάτια και αυτός να σε κοιτάει στα βυζιά.
 «Πώς να συνεννοηθείς μου λες;» διατύπωνε το πρόβλημά της στον φίλο της τον Δήμο, έναν δημοσιογράφο σε περιοδικό ποικίλης ύλης που και αυτός την γούσταρε, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
«Σε καταλαβαίνω ρε Μαρία, αλλά τι να κάνεις..» απαντούσε αυτός παρατηρώντας την προσεκτικά από πάνω ως κάτω για να έχει μετέπειτα τροφή για το σπίτι…αν με καταλαβαίνετε.
«Τι να κάνω, θα σας πω εγώ μαλάκες τι θα κάνω..» σκεφτόταν η Μαρία συχνά, ώσπου ένα ωραίο βράδυ, αφού μέθυσε, πήγε και ξύρισε το κεφάλι της. Γουλί.
Την άλλη μέρα δεν την κοιτούσε σεξουαλικά ούτε λυκάνθρωπος. Αποστολή εξετελέσθη με επιτυχία. Τώρα η Μαρία γράφει δοκίμια πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις. Ζει στην Ελβετία. Φοράει καπέλο.

5.

Ο Ντεφιονσέ ήταν ένα φυσιολογικό παιδί ώσπου μια μέρα έγινε λυκάνθρωπος. Γούσταρε την Μαρία από την μέρα που την είδε με ξυρισμένο το κρανίο της. Όταν η Μαρία έφυγε για την Ελβετία, ο Ντεφιονσέ αυτοκτόνησε.

6.

Η Ρούλα ήταν μία από τις άσπονδες φίλες της Μαρίας που ζούσε όλον αυτόν τον καιρό υπό τη σκιά της. Δεν θα την έλεγες και κούκλα, αλλά ούτε και τσόκαρο. Όταν η Μαρία έφυγε για Ελβετία, η Ρούλα πήρε την εκδίκησή της. Πηδήχτηκε με όλο το πανεπιστημιακό μπλοκ της πόλης εκτός από τον Σπύρο, ο οποίος και την γούσταρε τρελά. Μια μέρα, η Ρούλα πήγε να πιει καφέ στην καφετέρια που δούλευε ο Σπύρος με σκοπό να πάρει και αυτόν. Τράκαραν στην εξώπορτα. Καθώς την είδε, αναστέναξε κοίταξε τον ουρανό και είπε:
«Παραιτούμαι.»

Πριν το 7.

Πριν το εφτά υπάρχουν έξι χορδές στην κιθάρα. Αν είσαι προσεχτικός, αυτές οι χορδές αντέχουν πολύ καιρό. Αν όμως κάποιος σου της σπάσει τότε τα νεύρα φεύγουν εκτός ελέγχου και σπάνε και αυτά με τη σειρά τους. Ο Άρης ξανάγινε ψάρι πριν καν προλάβει να το καταλάβει. Η Ντολτσεβί τον πέταξε σε ένα ποτάμι και συνέχισε τη ζωή της.

7.

Ο Λάστουαν ήταν ένας εξωγήινος που ζούσε εξόριστος από τον πλανήτη του σε μια κακόφημη γειτονιά στις παρυφές του Έβδομου Ωμέγα. Μια μέρα την ώρα και  οι πέντε ήλιοι ανέτελλαν ταυτοχρόνως-κάτι που γίνεται μόνο δύο φορές την χιλιετία- τον επισκέφτηκαν οι διαγαλαξιακοί φρουροί της περιοχής. Ο Λάστουαν αιφνιδιάστηκε βλέποντάς τους να έρχονται και γι’ αυτό ξερίζωσε το ύποπτο χόρτο που καλλιεργούσε στον μικρό του πλανήτη. Ας είμαστε ειλικρινείς: : ο Λάστουαν ήταν ένας διαγαλαξιακός ντίλερ. Δεν ήταν ο εξωγήινος που όλοι θα θέλαμε να συναντήσουμε και να μιλήσουμε μαζί του για τα βαθιά και αναπάντητα ερωτήματα του Σύμπαντος. Ο Λάστουαν δεν είχε ιδέα από όλα αυτά. Δεν τον άγγιζαν τέτοια θέματα. Ζούσε εξόριστος και αυτό ήταν. Ζαμανφουτικιστής.
Οι φρουροί του είπαν ότι ο πλανήτης του καταστράφηκε και πως ο μοναδικός επιζών ήταν αυτός. Και γι’ αυτό έπρεπε να διαδώσει την κουλτούρα  του λαού του στα βάθη και στα μήκη του κόσμου τούτου. Του έδωσαν ένα μικρό αστροσκάφος, μια γερή χρηματοδότηση και αποχώρησαν.
 
8.

Του καπετάν Ντρίνκριβερ του είχαν κατασχέσει το πλοίο εδώ και πέντε μήνες. Λαθρεμπόριο μπανάνας. Ζούσε τώρα στη στεριά, κολλημένος πάνω σε μια μπάρα κοντά στο λιμάνι με τρία ράφια ουίσκι πίσω της.  Για να λέμε και την αλήθεια δεν τον χαλούσε και πολύ που δεν ήταν στη θάλασσα. «Και εσείς οι στεριανοί πλάκα έχετε..» συνήθιζε να λέει στους συμπότες του, λίγο πριν αρχίσει τις ιστορίες από τη θάλασσα. Άλλωστε όλο και κάποιος θα τον κερνούσε κατιτίς  για να τον ακούσει.
«Ήταν Δεκέμβρης του 85. Ένα κρύο να σου παγώνει τα αρχίδια. Κουβαλούσαμε φτερά από σερβιέτες για την Κούβα. Πρώτο πράμα. Ξαφνικά που λέτε…»
Κάπως έτσι ήταν που λέτε οι ιστορίες του. Όλες υπερβολικές. Όλες εκτός από μία. Αυτή που γνωρίστηκε με τον Άρη. Πάντα έκλαιγε σε τούτη την ιστορία γι’ αυτό και την κρατούσε για το τέλος.

9.

Ο Πίγκμαλ ήταν ένα γουρουνάκι που περνούσε μια ήσυχη και μάλλον βαρετή ζωή ανάμεσα σε λάσπες και άλλα γουρουνάκια σε μια φάρμα του Βορρά.. Δεν είχε μεγάλες βλέψεις. Ήξερε πολύ καλά πως δεν είναι το γουρούνι της χρονιάς. Ήξερε πως αυτή εδώ η φάρμα που ζούσε δεν είναι της γιαγιάς Ντακ. Δεν γνώριζε όμως πως εκείνη την ημέρα, ας την πούμε ημέρα πέντε θα το έσφαζαν. Και ο Σπύρος δεν ήξερε ας πούμε την ημέρα οχτώ πως θα τον φάει, γυρίζοντας από το σπίτι του αφού είχε δει την Έφη και είχε παραιτηθεί από την δουλειά του. Ο κόσμος είναι πολύ μικρός. Ακόμη και για τα ζώα.

10.

Ο Τζακ περνούσε επίσης μια πολύ βαρετή ζωή, επειδή ήταν κόμικ. Το όνειρο του Τζακ ήταν να γίνει μια μέρα τρισδιάστατος.

11.

Το όνειρο του Παύλου είχε ως εξής: Θα ερχόταν λέει, μια μέρα όπου όλα τα πλάσματα της φύσης συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων θα συμφιλιωνόντουσαν ανά μεταξύ τους. Δεν θα υπήρχε καμία ταξική ή φυσική διαμάχη. Κανένας άνθρωπος δεν θα πατούσε πια πάνω σε άλλον. Κανένα κατσίκι δεν θα ξαναποδοπατούσε καμία φυλή μυρμηγκιών. Κανένας εξωγήινος δεν θα έκανε ντου στη γη για να την καταστρέψει ή για να την αγοράσει. Δεν θα του ξαναέκοβαν το ρεύμα,  το νερό ή το τηλέφωνο. Δεν θα υπήρχαν τηλέφωνα. Ποτέ ξανά δεν θα ξέμενε από λεφτά. Οι γκόμενες θα τον αγαπούσαν για αυτό που ήταν και όχι για το αμάξι που δεν είχε. Ο ίδιος θα λάτρευε με κάθε εφικτό τρόπο  ολόκληρο το γυναικείο φύλο. Δεν θα υπήρχαν σχολεία, αρρώστιες, πόλεμοι,  φόροι, αστυνομία, πείνα, φτώχια, τηλεόραση. Η πρώην του θα τον έβρισκε ανεπανάληπτο και θα έφευγε να μείνει για πάντα σε ένα σκοτεινό βουνό της Σκοτίας, χωρίς ποτέ να δει άλλον άντρα στη ζωή της.  Δεν θα υπήρχαν φαφλατάδες, ηλίθιοι και φασίστες. Δεν θα υπήρχε γιουροβίζιον. Δεν θα τον ξαναρωτούσαν πως πάει με τη σχολή. Δεν θα ξίνιζε πια το γάλα. Δεν θα τον ένοιαζε που παν τα τέσσερα. Δεν θα του ξανάβαζαν κατά λάθος μουστάρδα στο γύρο του. Δεν θα ξαναμάλωνε με ταξιτζή ή εισπράκτορα. Δεν θα είχε ψυχολογικά προβλήματα.  Θα ήταν όλα τέλεια. Και εκείνος λέει θα την άραζε σε ένα λιβάδι με την παρέα του και θα κοιτούσε τα σύννεφα.  
Ύστερα έσβησε το τρίτο παραγεμισμένο τσιγάρο  και αποκοιμήθηκε ήρεμος στο λιβάδι του.
     
12.

Ο Τζακ δεν νοιαζόταν γι’ αυτά. Ήθελε. Αλλά δεν μπορούσε. Ήταν κόμικ.

13.

«Νοέμβρης του 79. Περνούσαμε ξυστά από το ακρωτήρι της καλής ελπίδας, την Πέτρα που λέμε κι εμείς. Μια ομίχλη, να στον ρουφάνε και να μην ξέρεις αν η τύπισσα είναι ξανθιά ή μελαχρινή. Τέτοια ομίχλη. Το εμπόρευμα έπρεπε να φτάσει την επομένη Τόκιο, κουβαλούσαμε άγκυρες από τη Ανατολική Γερμανία. Πολλά φράγκα. Που λέτε, δεν φαινόταν τίποτα. Δεν ήξερα τι να κάνω ώσπου ξαφνικά ένα δελφίνι που πήγαινε τον Άγιο Φουφουτο στην Τήνο μου έκραξε. Κατάλαβα εγώ και το πήρα από πίσω. Σε λιγότερο από πέντε ώρες είχαμε βγει από την ομίχλη.»

«Καλά ρε Ντρίνκριβερ» του είπε κάποιος « αφού το δελφίνι πήγαινε στην Τήνο, πως βρήκατε εσείς το δρόμο σας για τη Τόκιο;»  τελείωσε και χαχάνισε  με τους φίλους του.
«Να σου πω αγόρι μου» του είπε σοβαρά ο γερο-Ντρίνκριβερ, « πόσο χρονών είσαι; »
«24.Γιατί; »
« Πόσες φορές έχεις δει δελφίνι στο ακρωτήρι της καλής ελπίδας με ομίχλη που την κόβεις με μαχαίρι;»
«Καμία.»
«Ε, τότε άσε με εμένα να λέω τις ιστορίες γιατί όταν εγώ ήμουν εκεί εσύ ακόμη στο γραφείο του Άγιου Πέτρου, στα αγέννητα, στην αναμονή..» Και γέλασαν όλοι. Το επόμενο ουίσκι ήταν κερασμένο από τον μπάρμαν.

14.

Στην κηδεία του Ντεφιονσέ πήγαν μόνο οι γονείς του και τρεις φίλοι του. Αυτοί είχαν μείνει να του κάνουν παρέα αφότου έγινε λυκάνθρωπος. Και αυτό γιατί τα παιδιά ήταν τόσο πολύ μπεκροκανάτες που στις φλέβες τους δεν κυλούσε πια αίμα αλλά αλκοόλ. Και έτσι δεν κινδύνευαν. Άσε που είχε και πλάκα να έχεις έναν φίλο διαφορετικό, περίεργο και επικίνδυνο για τους πολλούς. Τα παιδιά και οι γονείς λάδωσαν τον παπά για να πει δυο ευχές γιατί κανονικά, όπως είπε, απαγορεύεται να διαβάζει λυκάνθρωπους. Πάντως τον θάψανε κάτω από μια μεγάλη βελανιδιά που κρύβει το φεγγάρι προς αποφυγή των χειρότερων.

15.

Η Μαρία είχε αρχίσει να ξαναμακραίνει τα μαλλιά της. Μάλιστα τα έβαψε και κόκκινα. Δεν είχε ιδέα για τον Ντεφιονσέ. Ούτε για το τι γίνεται στην πατρίδα της. Είχε φτιάξει την ζωή της. Έκανε αυτό που ήθελε. Γνώρισε και ένα καλό παιδί τον  Μιχάλη Στ. , θρέμμα ελληνοαμερικανικής οικογένειας που κατέληξε Ελβετία για λόγους που δεν είναι του παρόντος και ζούσαν μαζί ευτυχισμένοι.  Ήταν ερωτευμένοι. Συγκατοικούσαν. Είχαν και ένα βίντεο όπου έβλεπαν ευρωπαϊκές ταινίες. Μάλιστα σκεφτόντουσαν να αγοράσουν και σκυλί.

16.

«Υπάρχουν πεταλούδες που έχουν προλάβει να πετάξουν πάνω από τη θάλασσα. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό μαλάκα;»
«Όχι Σπύρο, αλλά έχω την εντύπωση πως θα μου πεις..» απάντησε βαριεστημένα ο Πέτρος διότι για άλλη μια φορά ο Σπύρος του εξηγούσε τι εννοεί, στίχο προς στίχο, στα ποιήματά του.
«Ότι αν έχεις συνάντηση με το αιτιατό πρέπει να φορέσεις τα καλά σου. Just in case..Κατάλαβες..»
«Σπύρο..»
«Καλά, καλά, κατάλαβα..» του είπε μα συνέχισε:
«Όλες οι φάλαινες αναστενάζουν. Φυσητήρες κι έτσι. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;»
«Όχι..»
«Σημαίνει ότι όλοι μας βαριόμαστε. Φοβερό ε;»
«Έχεις κανένα ποίημα που δεν μιλάει για ζώα;»
«Άντε ρε μαλάκα.. Εγώ φταίω που ασχολούμαι..» είπε και παρεξηγήθηκε κρατώντας μούτρα από τη γωνία του.   

17.

Ο Παύλος ξύπνησε λίγο πιο αργά από ότι θα έπρεπε., με ένα κεφάλι λίγο βαρύτερο από όσο θα έπρεπε. Επαγωγικά, έφτιαξε έναν καφέ όπως όπως για να τον πιει στον δρόμο. Μέχρι την δουλειά. Μέχρι να χτυπήσει κάρτα. Μέχρι αύριο. Μέχρι να βρει τον τρόπο να ξεκουμπιστεί από εκεί πέρα  και να πάει στο λιβάδι του.

18.

Η Ρούλα είχε να κατασταλάξει σε έναν από τους δύο που πήρε παρτούζα χθες βράδυ. Είχε ξυπνήσει πρώτη από τους τρεις και τώρα στεκόταν πάνω από την καφετιέρα. Να έβαζε καφέ για δύο ή για τρεις; Αμφιταλαντεύτηκε λίγο, αλλά μετά από πέντε λεπτά αποφάσισε:
«Οι δύο σημαίνει γκαβάτζα. Ο ένας σημαίνει απόφαση, άρα συμβιβασμός. Οπότε δύο. Άρα τρεις καφέδες κι έφυγα στο περίπτερο για προφυλακτικά!» Αυτό σκέφτηκε και χάρηκε που το πρόβλημά της είχε λυθεί.  Επειδή εμείς οι υπόλοιποι δεν είμαστε Ρούλα, απλά λέμε «Ναι Ρούλα, δίκιο έχεις.» και τελειώνουν και τα δικά μας τα προβλήματα. Στο κάτω κάτω ούτε που την ξέρουμε για να την κρίνουμε. 
    Στο φαρμακείο της γειτονιάς όπου και πήγε να αγοράσει προφυλακτικά, ο φαρμακοποιός μάλωνε με έναν…τύπο. Κάπως παράξενο.

«Μα αφού σου είπα, θέλω ναρκωτικά για να καταλάβω το μορφωτικό επίπεδό σας» έλεγε ξανά και ξανά ο περίεργος αυτός τύπος.
«Δεν πας καλά! Δεν πας καθόλου καλά! Φύγε από εδώ πριν φωνάξω την αστυνομία! Εκείνη την στιγμή ο τύπος είδε την Ρούλα.
«Καλή μου δεσποινίς, λέγομαι Λάστουαν και έρχομαι από μακριά. Μήπως θα μπορούσατε να με βοηθήσετε να βρω λίγα ναρκωτικά σε αυτόν τον όμορφο πλανήτη;» είπε και η Ρούλα τιτίβισε χαρούμενα: «μμ..ννιοα..ζζζ..χε..χε..χε» Η αλήθεια ήταν πως για εξωγήινος παραήταν όμορφος. Αλλά αυτό το ξέρουμε μόνο εμείς.
«Έχω εγώ κάτι καλύτερο» νιαούρισε λάγνα η Ρούλα, καθώς καμία εμπειρία δεν είναι καλύτερη από το σεξ, γενικώς και αορίστως.
«Α, ωραία τότε, πάμε!» είπε χαρωπά ο εξωγήινος χωρίς να ξέρει σε τι ανεμογκάστρι έπεσε. Τι να κάνεις. Τα  πάθανε και καλύτεροι κύριε Λάστουαν.

19.

Τη μέρα που η Μαρία έμεινε έγκυος τα νέα ήταν:

Θεία από το Καρλόβασι αποκαλύπτει το μέλλον: αποκλειστικό.
Ηλικιωμένος έφαγε το χρυσόψαρο της γειτόνισσας και αυτοκτόνησε.
Εξωγήινος συνελήφθη με υπερβολική ποσότητα αγνώστων ναρκωτικών.
Η Δέσποινα Μπεσκαιβγιές σε αποκαλυπτική στάση στο μετρό. Το επιβατικό.
Ο Μίκης Θεοδωράκης εκδίδει την πέμπτη  αυτοβιογραφία του.
Νεαρή από την Ξάνθη εξομολογείται: «Με απήγαγε εξωγήινος.»
Νέα ανακάλυψη: τρισδιάστατο σκάνερ. ΚΌΜΙΚ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΕ.
Μετανάστης έχει να πληρωθεί πέντε μήνες από το αφεντικό του το οποίο τον κατάγγειλε στην αστυνομία για παράνομη βίζα. Απειλεί να αυτοκτονήσει πέφτοντας από τον όγδοο. Απευθείας σύνδεση.
Συνταξιούχοι διαμαρτύρονται.
Αγρότες διαμαρτύρονται.
Εργάτες διαμαρτύρονται.
Μαθητές διαμαρτύρονται.
Φοιτητές διαμαρτύρονται. Μετά παίζουν τάβλι: αποκλειστικό.
Γρίπη των μυαλών: μην κάνετε τίποτα αν θέλετε να ζήσετε. Αναλυτική έρευνα στις οχτώ.
Η Νέα Πασόκ  στην κυβέρνηση.
On line: μαύροι έκαναν πάλι κάτι κακό και επικριταίο.
Ο κόσμος πάει κατά διαόλου.
Ο ήλιος ανέτειλε και πάλι.


Η σελήνη στο τρίτο τέταρτο. Διαφημίσεις και αθλητικά. Η Μαρία τα είδε όλα αυτά περιμένοντας να πει στο Μιχάλη για το παιδί. Το λέει. Ο Μιχάλης χαίρεται και της ζητάει να παντρευτούν. Η Μαρία λέει ναι. Η γη συνεχίζει να περιστρέφεται. Ο Ντρίνκρίβερ κερδίζει το λόττο και παίρνει ένα ποταμόπλοιο. Με εσωτερική πισίνα. Με τα λεφτά που απομένουν αθωώνουν τον Λάστουαν.  Καλεί τον Σπύρο, τον Πέτρο και τον Παύλο στο πλοίο. Όλοι μαζί αναχωρούν για το Νησί. Στην πισίνα κολυμπάει ανέμελος πια ο Άρης. Κάπου ανάμεσα από τα πλαστικά κρύβεται θησαυρός. Κάπου εκεί έξω είσαι εσύ. Κάποτε θα σε βρω.

O Κωστής Αργυριάδης είναι φωτογράφος. Ζει στη Θεσσαλονίκη