Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 10

Ακρο/στι/χίδα/, ΙΙ

του Γιάννη Παπαδημητρίου

Χριστούγεννα δεν έκανες, το θαύμα σε βρήκε με εξωτερικές παροχετεύσεις στην εντατική/ ανάμεσα σε απρόσκλητες σκέψεις, παραδεισένιους φόβους, άγνωστες εικόνες, εξ αποστάσεως προσευχές, μοίραζες κουράγιο σε αγχωμένα πρόσωπα/ επέζησες από το χειρουργείο, κληρονόμησες μια πληγή κι ένα τραύμα/ παρέμεινες ίδιος/ αργότερα, ευχήθηκες Ανάσταση/ δεν την πρόφτασες, έχασες το δρόμο για το Γολγοθά/ θέλοντας να αποφύγεις το πλήθος, χάθηκες σε κάτι λευκά, λιθόστρωτα σοκάκια/ δεν αναγνώριζες το μέρος/ ούτε μέρα, ούτε νύχτα/ φυσούσε αλμύρα, μύριζε ιώδιο, θάλασσα δεν έβλεπες/ άκουγες κύματα/

Ωμή συγγνώμη ∙ αυτή που απαιτούσες από τους άλλους/ ξέχασες την αφήγηση, προκάλεσες παρεξήγηση, η φυγή εμφανίστηκε πάλι στη συζήτηση/ καλοκαίρι πλησίαζε, το μυαλό σου άξαφνα μεταμορφώθηκε σε μια άδεια αίθουσα προβολής ταινιών μικρών μήκους, με κοινό σενάριο τις διακοπές των ονείρων σου/ ταλαντούχοι σκηνοθέτες, άφθαρτοι, συμμετείχαν στο διαγωνισμό, με βαλίτσες που ξεχείλιζαν ενθουσιασμό/ βαρέθηκες να βαθμολογήσεις, είχες υποχρέωση να δημοσιεύσεις τις απαντήσεις/ τόσα έξοδα, μετακίνησης και προσωρινής εγκατάστασης/ ντρεπόσουν να τους εγκαταλείψεις, κάποιος ταξιθέτης σου μίλησε για ηθική υποχρέωση/   

Ρώτησες τον εαυτό σου, πρώτη φορά/ το αλάτι είχε πυκνώσει στα φρύδια σου, εμπόδιζε τις βλεφαρίδες να ανοίξουν/ συνέχισες την περιπλάνηση στα ξένα, κι ας μην ήξερες να ταξιδεύεις/ περπατώντας σκέφτηκες, συναντάς τις λύσεις/ ο προκάτ θερινός κινηματογράφος ήταν ήδη μακριά/ όχι όμως και το παρελθόν, αυτό ήταν εκεί, χειροπιαστό/ θελημένες και αθέλητες πράξεις, μη βιαστείς να αλλάξεις/ θα’ ναι βουτιά στο κενό/ πυρπόλησες μια ολόκληρη ζωή, μη ζητάς δόξα μέσα στη στάχτη/ ορφανά συναισθήματα, βιασμένες ελπίδες, μπάσταρδα όνειρα/ μέλλον σε υποθήκη, αρνήθηκες να υπογράψεις τη διαθήκη/ απόφαση σωστή, χαραγμένη στα πλευρά σου/

Ίχνος/ καινούρια λέξη, την έγραψες σε τοίχο φτιαγμένο από δάκρυα/ δίπλα σε γενέθλιο μήνυμα, μιας παλιάς, χρυσής εποχής/ με ευθύνες που δεν φαίνονταν και άγχη που εξαφανίζονταν σε ξένοιαστα βράδια/ ήσουν παρών και συνάμα απών/ άχρονη πραγματικότητα, φιλντισένια μοναξιά ενός στενοχωρημένου πρίγκιπα/  σαν αόρατο χέρι, βαθιά ριζωμένο στο αύριο/ φώναξες δυνατά/ αυτό που βλέπεις τώρα, κρύβει αυτό που έρχεται/ σημάδεψες την αρχή/ κόντρα στις κατηγορίες/ μαζεύτηκαν πολλές, εκκρεμούσαν ακόμη/ σε δίκαζαν τάχα με καθαρή συνείδηση, οι ψευδομάρτυρες της αλήθειας/ δεν σε τρόμαζαν, θάρρος σου έδιναν/ πραγματική αγάπη, αυτό παρουσίασαν ως αποδεικτικό στοιχείο/ σιγά το πράμα/

Σαμποτέρ προοπτικών, εμπρηστής ελπίδων, που στον ελεύθερο χρόνο του ξεφλούδιζε επιθυμίες/ η λίστα μεγάλωνε, οι εγγυητές της ασφάλειας ξερνούσαν χολή/ δεν σταματούσαν πουθενά, ο θυμός γιγάντωνε τη φαντασία τους/ με τα μουχλιασμένα χέρια τους, έπλεκαν το μίτο της ανασφάλειας/ σαν κουρασμένα μυρμήγκια που αντί να απολαμβάνουν τον ήλιο, ιδρώνουν δουλεύοντας/ έκλεισες τα αυτιά σου, χαμογέλασες/ έριξες μια φευγαλέα ματιά στα ενθύμια πολέμου/ δεν πρότεινες ανακωχή /σε ευαγγέλιο κρυφό, ορκίστηκες να σκάψεις το δρόμο της επιστροφής/ στην αγκαλιά που ονόμασες πατρίδα/ χωρίς διαβατήριο.