Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 10

Δαίμονας χωρίς ταυτότητα, ΙΙ

της Άτης Σολέρτη

Έτσι για χρόνια μέσα στο Χρόνο..., περπατούσε συνήθως σκυφτός και δε μιλούσε. Απλά κοιτούσε. Γινόταν παρατηρητής του κόσμου, της ίδιας του της ύπαρξης, του θανάτου και της ζωής. Κοιτούσε πως μια σταγόνα γινόταν βροχή, πως ένα παιδί γινόταν γέρος, πως η ψυχή γινόταν φτερό και πως ο ήλιος χανόταν, βυθιζόταν και αφηνόταν να παρασυρθεί απ' το τραγούδι του σεληνόφωτος.
Βυθιζόταν στις σκέψεις του. Συνέχεια σκεφτόταν, συλλογιζόταν...
Ήταν γλυκιά κι εκείνη η νύχτα! Μαγευτική, ονειρική!

Αυτός όμως δεν ονειρευόταν ποτέ στο σκοτάδι. Μόνο στο φώς της μέρας, του ήλιου, της αισιοδοξίας που εκπέμπει, παρόλο που τα όνειρά του ήταν συνήθως απαισιόδοξα. Κι αυτό γιατί... στο σκοτάδι υπήρχε πάντοτε η πιθανότητα να...κοιμηθεί. Αυτός ποτέ δεν κοιμόταν. Πάντα ονειρευόταν ξύπνιος για να κυριαρχεί στα όνειρά του. Ίσως καλύτερα έτσι. Δε γινόταν δέσμιος της μοίρας του, του καταραμένου του πεπρωμένου. Ή μήπως αυτή ήταν η πλάνη του;
Περπατούσε ανάμεσα στα μυρμήγκια που είχαν μάθει να ζουν σαν άνθρωποι. Περπατούσε σ΄ έναν κόσμο γεμάτο έχθρα και μίσος. Ό,τι μισούσε το συναντούσε. Το κοιτούσε στο σπασμένο του είδωλο. Ήταν κομμάτι του κι αυτός ο ίδιος.

Σκέψεις αλλόκοτες οδηγούσαν στην τρέλα τον ανθρώπινο νου του. Πενθούσε για τη χαμένη του ζωή. Για τα κεριά που σβήστηκαν χωρίς να τον ρωτήσουν. Μοιρολογούσε για τον ίδιο του τον εαυτό σε τάφο εικονικό που αντί για μάρμαρα είχε τζάμια-καθρέφτες.
Για λουλούδια, ούτε συζήτηση!

Κατά βάθος όμως ένιωθε το μεγαλείο της Φύσης. Το θαύμαζε. Θαύμαζε τις δημιουργίες του Θεού, τις ένιωθε αλλά ταυτόχρονα ένιωθε ένα έντονο συναίσθημα απογοήτευσης να τον κυριεύει.

Οι χαοτικές σκέψεις του, τον παρέσυραν αλλού.
Σε δρόμους σκοτεινούς..., μα όχι απαγορευμένους.
Τα φώτα της πόλης τον τύφλωναν, αλλά συγχρόνως τον
ταξίδευαν μακριά. Σε κόσμους, σε μέρη και πρόσωπα που ποτέ
πριν δεν είχε συναντήσει. Αποτελούσαν το μέσο για ένα ταξίδι στο όνειρο.
Πόσο μεθυστική ήταν εκείνη η νύχτα!

Αποκαμωμένος καθώς ήταν - περπατούσε άσκοπα όλη μέρα - κάθισε σ' ένα παγκάκι στη μέση μιας πλατείας. Αυτή τη φορά στρέφοντας το κεφάλι ψηλά, κοιτούσε τον ουρανό και τ' αστέρια.   Με παράπονο. Ώρα τώρα ένιωθε ένα βάρος να πιέζει το στήθος του χωρίς να ξέρει γιατί. Πέντε γράμματα περνούσαν σαν εικόνα, διαδοχικά το ένα μετά το άλλο μπροστά απ' τα μάτια του κι απ' τ' αστέρια.  Γ Ι Α Τ Ι.  Πάντα τον βασάνιζε αυτή η λέξη.

Ποτέ δεν είχε βρει μιαν απάντηση ικανοποιητική να δώσει σ' όποιον τον ρωτούσε, σ' ό,τι τον βασάνιζε ανελέητα απ' έξω κι από μέσα. Θυμήθηκε τότε το πρώτο του Γιατί..., την πρώτη απορία που είχε όταν ήταν παιδί. Αναρωτιόταν γιατί τα ωραιότερα λουλούδια της γης είχαν αγκάθια.

 - ''Για να προστατεύονται''. απάντησε ξανά η φωνή μέσα του. Όπως και τότε.
 -Από τι αλήθεια; Κι από ποιόν;
 -''Απ' το χέρι του ανθρώπου που δεν ένιωσε ποτέ την αγάπη''.
 -Αγάπη! Και τι είναι η αγάπη...; Ακαθόριστη έννοια.
 -''Ένα συναίσθημα, κι όχι μια απλή αόριστη έννοια. Υπαρκτή έννοια. Μη ρωτάς όμως πολλά. Ήδη ξέρεις...

Παρόλο που ποτέ δεν ένιωσες την αύρα της να σε πλησιάζει.
Αν θές την αλήθεια... είναι ό,τι δίνεις και παίρνεις. Η μορφή και το κίνητρο αυτής της δοσοληψίας καθορίζει και το είδος της.
Βλέπεις... Μαθαίνεις...
Άλλες φορές ο καρπός της προσφοράς σου, σου αρνείται να τον γευτείς, κι άλλοτε πάλι σε πνίγει με τους χυμούς του κι ας γνωρίζει πως είσαι αλλεργικός σ' αυτόν, κι ας γνωρίζει πως έτσι σε δηλητηριάζει''.

-Γ Ι Α Τ Ι;

Άλλο ένα γιατί πέρασε από μπροστά του. Το κεφάλι του τον βάραινε. Οι σκέψεις του ίσως... Όχι! Τα φώτα.
Η ζέστη ήταν αποπνικτική. Καυσαέρια, κορναρίσματα, δυνατά γέλια, έντονη μουσική από τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν το δρόμο...
όλα τα παρατηρούσε. Τα αφουγκραζόταν. Τα ένιωθε έντονα. Τα έκλεινε μέσα του όσο πιο βαθιά μπορούσε. Τα έκανε ένα με τη ψυχή και τη σάρκα του. Λές και δε θα τα ξανάβλεπε ποτέ.
Για πολλή ώρα στεκόταν ακίνητος στο παγκάκι με το βλέμμα καρφωμένο σ' ένα σημείο. Αόρατο. Ανύπαρκτο ίσως.
Έσφιγγε τις γροθιές του για να ματώσουν. Έτριζε τα δόντια του για να σπάσουν. Ίδρωνε.

-''Ψίθυροι. Έρχονται ψίθυροι. Τι σου λένε;''
-Όχι. Φωνές. Πολλές. Δυνατές. Ουρλιάζουν κοπέλες, αγόρια, μανάδες, παιδιά...
-''Στο πίσω μέρος της πλατείας. Ναι. Εκεί''.
Σηκώθηκε απότομα από τη θέση του για να ξεφύγει από το παραλήρημά του. Ήταν σα να ζούσε σ' εφιάλτη.
Παντού συσσωρευμένο πλήθος ανθρώπων.
Βρέθηκε να στέκεται ανάμεσά του. Ήταν ένα πλήθος ταραγμένο, ανήσυχο.

Μια γυναίκα με το παιδί της στα χέρια, έτρεχε μακριά, να ξεφύγει...,  ενώ ένας νεαρός είχε γονατίσει αηδιασμένος δίπλα σ' ένα κάδο απορριμμάτων.

Εκείνος πλησίασε μουδιασμένος. Αντίκρυσε... μια κοπέλα. Φαινόταν μικρή. Ανήλικη είπαν. Κόσμος είχε μαζευτεί γύρω της. Κάλυπταν με τις ανοιχτές παλάμες τους τα στόματά τους, δακρυσμένοι, αδρανείς, ακινητοποιημένοι, αγανακτισμένοι από το μακάβριο θέαμα.

Τα ρούχα της - ένας λευκός μανδύας - σκισμένα.
Τα μάτια της μαύρα και κόκκινα. Σύννεφα και αίματα.

Τα μακριά καστανά μαλλιά της κείτονταν μπερδεμένα γεμάτα λάσπες πάνω στη γυμνή σάρκα της που μάταια προσπαθούσαν να καλύψουν.

Τα χέρια της - σφιγμένες γροθιές. Τα πόδια της άκαμπτα.
Το σώμα της κοκκαλιασμένο, πληγωμένο. Το ίδιο κι η ψυχή της.

Το πρόσωπό της γλυκό, αθώο το βλέμμα της διαπεραστικό, σταθερά προσηλωμένο στον ουράνιο Πατέρα της, γεμάτο ελπίδες, προσδοκίες, απορίες.

Το στόμα της ανοιχτό έτοιμο να δεχτεί την τελευταία μετάληψη απ' το χέρι Του, έτοιμο να κραυγάσει το  Γ Ι Α Τ Ι  που προσπάθησε να αρθρώσει με τη βοήθεια της γλώσσας της, αμυνόμενη το δικό της εχθρό, παλεύοντας με το δικό της Δαίμονα. Άλλη μια συνείδηση μοιραία παραδομένη στη φωνή που μέσα της ηχούσε όλο και πιο δυνατά... σε κάθε της βήμα, κάθε μέρα που περνούσε.
Εκεί. Ακίνητη. Μελανιασμένη σε φόντο κόκκινο. Βρίσκεται μόνη. Ατιμασμένη. Αδικημένη.
Άλλη μια θεά Ήβη σε μελανόμορφου ρυθμού αγγείο.

Άλλο ένα γυμνό γλυπτό, γεμάτο σημάδια σ' όλο το γύψινο κορμί του, το κατάλευκο και κακώς δουλεμένο από τα ανέραστα χέρια του ποιητή και πλάστη του.

Άλλο ένα ανυπεράσπιστο θήραμα ενός κυνηγού-συλλέκτη και βιαστή εφηβικών ψυχών και ονείρων.
Άλλο ένα ρόδο μ' εύθραυστα αγκάθια.
Άλλο ένα  Γ Ι Α Τ Ι  χωρίς απάντηση.
Τώρα ξέρω πως το χέρι που κόβει το άνθος... είναι της μοίρας!