Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 10

Θησέας Τύραννος - Γιώργος Μπλάνας

Ο Προκρούστης κάθεται κάτω από ένα δέντρο και κολατσίζει: ντομάτα, ελιές, τυρί, ψωμί. Στον κορμό του δέντρου στηριγμένος ο πέλεκυς ματωμένος. Λίγο μακρύτερα το τραπέζι του. Γύρω ο τόπος σπαρμένος με ακρωτηριασμένα πτώματα. Μια δημοσιά στο βάθος. Τα τζιτζίκια λυσσάνε.  Από τη δημοσιά εμφανίζεται ο Θησέας. Στέκεται κάμποσο και κοιτάζει τον Προκρούστη που τρώει.

ΘΗΣΕΑΣ: Δεν θα με πιάσεις;

Ο Προκρούστης δεν δίνει σημασία.

ΘΗΣΕΑΣ: Σ’ εσένα μιλάω. Δεν θα με πιάσεις;

ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗΣ (Χωρίς να τον κοιτάξει): Δίνε του, λεχρίτη. Τώρα τρώω.

ΘΗΣΕΑΣ: Τι σημαίνει αυτό;

ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗΣ (Σηκώνει το κεφάλι): Καθυστερημένος είσαι; Τρώω σημαίνει τρώω. Έχω πράγματα φαγώσιμα μπροστά μου και τα βάζω στο στόμα και... χάσου απ’ τα μάτια μου, βλαχαδερό, γιατί θα σε κόψω κομμάτια!

ΘΗΣΕΑΣ: Αυτό θέλω κι εγώ.

ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗΣ: Να σε κόψω κομμάτια;

ΘΗΣΕΑΣ: Να δοκιμάσεις. Να κάνεις τη δουλειά σου. Δεν μπορώ να σκοτώσω έναν άνθρωπο που τρώει. Είσαι ανώμαλος εγκληματίας κι εγώ ήρωας. Πρέπει να προσπαθήσεις να με σκοτώσεις για να σε σκοτώσω.

ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗΣ: Έτσι σου είπε ο δάσκαλός σου, αγοράκι μου; Άνοιξε τα στραβάδια σου και κοίτα. Οι ήρωες σαπίζουν εδώ γύρω. Δεν υπάρχουν ήρωες. Τους έφερα όλους στα μέτρα των ανθρώπων που κολατσίζουν αυτήν την ώρα στα χωράφια παντού· κι ύστερα κάθισα ν’ απολαύσω κι εγώ κάτι ανθρώπινο μια φορά. Πειράζει;

ΘΗΣΕΑΣ: Πειράζει. Πώς μπορεί ν’ απολαύσει οτιδήποτε ανθρώπινο ένα τέρας;

ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗΣ: Ποιος είναι τέρας;

ΘΗΣΕΑΣ: Εσύ.

ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗΣ: Και πώς είπαμε πως έφτασες σ’ αυτό το συμπέρασμα;

ΘΗΣΕΑΣ: Δεν μπορεί ν’ απολαμβάνει οτιδήποτε ανθρώπινο ένα τέρας. Εσύ είσαι τέρας. Άρα δεν γίνεται ν’ απολαμβάνεις αυτό που τρως.

ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗΣ: Πώς δεν γίνεται. Εγώ το απολαμβάνω.

ΘΗΣΕΑΣ: Δεν ήθελα να πω αυτό. Ήθελα να πω πως δεν επιτρέπεται ν’ απολαμβάνεις οτιδήποτε ανθρώπινο.

ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗΣ: Είπες όμως δεν γίνεται. Άλλο δεν γίνεται και άλλο δεν πρέπει...

ΘΗΣΕΑΣ: Κάνεις λάθος. Κάθε οντολογία είναι μια ηθική που φοβάται τον εαυτό της.

ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗΣ (Ειρωνικά): Α, μα εσύ είσαι φιλόσοφος! Τι ήρωας μου λες; Ένας ήρωας δεν μπορεί να είναι φιλόσοφος.

ΘΗΣΕΑΣ: Γιατί;

ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗΣ: Γιατί όλοι οι ήρωες σαπίζουν εδώ γύρω. Και σε διαβεβαιώνω πως κανείς δεν ήταν φιλόσοφος.

ΘΗΣΕΑΣ (Εκνευρισμένος): Α, εσύ δεν υποφέρεσαι!

Κλωτσάει το προσφάγι μακριά. Ο Προκρούστης τρέχει στα τέσσερα να το μαζέψει.

ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗΣ (Γονατισμένος, με τ’ αποφάγια στην αγκαλιά του): Τι κατάλαβες τώρα; Ποιος είναι τέρας; Είναι άνθρωπος αυτός που δεν αφήνει έναν κουρασμένο άνθρωπο και φάει μια σταλιά; Δεν είσαι ούτε ήρωας ούτε φιλόσοφος. Ένα νευρικό ανθρωπάκι είσαι, που σκέφτεται μόνο το συμφέρον του. Θέλεις να γίνονται όλα σύμφωνα με τις επιθυμίες σου κι όταν δεν γίνονται, προσπαθείς ν’ απαλλαγείς βίαια από τα εμπόδια. Σε τι διαφέρεις από μένα; Σε τίποτα. Εκτός... εκτός από... από τον πατέρα. Ο πατέρας μου ήταν ένας ευνούχος, ένας κακομοίρης που γεννήθηκε στο λασπωμένο χωράφι του ευνούχου πατέρα του και πέθανε στην ίδια λάσπη. Ο δικός σου πατέρας είναι ο νόμος, ο βασιλιάς, ο θεσπιστής. Εγώ ο θεριστής κι αυτός ο θεσπιστής.  Ό,τι θεσπίζει εκείνος, το θερίζω εγώ. Τι θέλεις εσύ στη μέση; (Μόνος του, σαρκαστικά) Ο θεσπιστής! Ο θεσπιστής! Ο... (Το πρόσωπό του αγριεύει. Απευθύνεται στον Θησέα) Πήγαινε, λεχρίτη, να πιάσεις τα... θεσπίσματα του πατέρα σου (Κάνει με το χέρι του σαν να χαϊδεύει τους όρχεις του).

ΘΗΣΕΑΣ (Έξαλλος από θυμό): Άθλιε! Σου αρέσει να σκορπίζεις την αναρχία στους ανθρώπους, ε; (Τον αρπάζει και τον σέρνει στο ξύλινο κρεβάτι. Τον ξαπλώνει, του κόβει το κεφάλι και τα πόδια απ’ τα γόνατα) Έτσι. Έτσι. (Λαχανιασμένος από την αιματηρή προσπάθεια, πιάνει το κεφάλι του Προκρούστη από τη γη και του μιλάει) Κατάλαβες τώρα; Περισσεύεις σ’ αυτόν τον κόσμο, απόβρασμα. Περισσεύεις από αυτόν τον κόσμο.

Στην άκρη του δρόμου, δυο χωρικοί κοιτάζουν αποσβολωμένοι. Ο Θησέας τους δείχνει το κεφάλι του Προκρούστη.

ΘΗΣΕΑΣ: Πάει τέλειωσε. Καθάρισε ο κόσμος απ’ το περίσσευμα του.

Οι χωρικοί υποχωρούν και το βάζουν στα πόδια. Ο Θησέας τους κάνει μάταια ένα νεύμα να μην φοβούνται· με το χέρι και το κομμένο κεφάλι στο χέρι. Από μακριά ακούγονται οι φωνές τους.

ΧΩΡΙΚΟΙ: Χαθήκαμε! Ο Προκρούστης σκότωσε τον Θησέα. Τον Θησέα που περιμέναμε. Θησέα δεν τον έλεγαν; Τον σκότωσε ο Προκρούστης. Χαθήκαμε.

Ο Θησέας κοιτάζει γύρω του αμήχανος. Βλέπει τ’ αποφάγια σκόρπια στη γη. Σηκώνει μια ντομάτα και κάθεται κάτω από το δέντρο που καθόταν ο Προκρούστης. Τα τζιτζίκια λυσσάνε.

Από τη δημοσιά εμφανίζεται ένας πάνοπλος νέος. Στέκεται κάμποσο και κοιτάζει τον Θησέα που τρώει.

ΝΕΟΣ: Δεν θα με πιάσεις;

Ο Θησέας δεν δίνει σημασία.

ΝΕΟΣ: Σ’ εσένα μιλάω. Δεν θα με πιάσεις;

ΘΗΣΕΑΣ (Χωρίς να τον κοιτάξει): Δίνε του, λεχρίτη. Τώρα τρώω.

ΣΚΟΤΑΔΙ
(Τζιτζίκια)
 

Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής, μεταφραστής, επιμελητής κειμένων και κριτικός βιβλίου. Εμφανίστηκε στην ποίηση το 1987 με τη συλλογή “Η Ζωή Κολυμπά σαν Φάλαινα Ανύποπτη πριν τη Σφαγή” (Εκδόσεις Υάκινθος). Ακολούθησαν οι συλλογές : “Η Αναπόφευκτη Ανθηρότητά σου” (Εκδόσεις Διάττων, 1990), “Νύχτα” (Εκδόσεις Νεφέλη, 1991), “Παράφορο” (Εκδόσεις Δελφίνι, 1997), “Άννα” (Εκδόσεις Ερατώ, 1998), “Η Απάντησή του” (Εκδόσεις Νεφέλη, 2000), “Επεισόδιο” (Εκδόσεις Νεφέλη, 2002), “Τα Ποιήματα του Προηγούμενου Αιώνα (1987-1997)" (Εκδόσεις Ερατώ, 2004), “Ωδή Στον Γεώργιο Καραϊσκάκη” (Εφ. Η Αυγή, 2007).