Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 10

Μια γεωγραφία απόκοσμη όσο και πρακτική - Ανάγνωση του Απόστολου Δοξιάδη

του Ίωνος Παπασπύρου

Βίος Παράλληλος, Νουβέλα, Απόστολος Δοξιάδης, Εκδόσεις Άγρα, 1985

« [...] δεν υπάρχει λόγος να μνημονεύσουμε εδώ όλους τους σταθμούς.

Εδώ δεν μας ενδιαφέρουν οι εξωτερικές κινήσεις, αλλά η περιπέτεια της ψυχής [...] »

Στο χριστιανικό περιβάλλον των ηρώων, λίγο έξω από «τις περιπέτειες της ψυχής», αποτυπώνονται προαιώνια φυσικά φαινόμενα όπως το θερινό ηλιοστάσιο ή η κίνηση του φεγγαριού. Τούτα όμως όλα είναι μόνον λεπτομέρειες, η ουσία είναι ότι το ζεύγος των Χριστιανών διαλύεται κι έκτοτε απομένουν μόνον τα πραγματικά, ανθρώπινα κίνητρα των ηρώων. Διότι ο Μελάνιππος συλλαμβάνει επ’ αυτοφώρω τη σύζυγό του Υακίνθη να μοιχεύεται με γείτονά τους. Κι έτσι τα πάντα ξεκινούν. Αδειάζει μέσα του ο κόσμος για ν’ αφήσει χώρο στης ψυχής του τη διαδρομή, κι αποφασίζει το αρσενικό να φύγει και να μην ξαναπατήσει πια το πόδι του στη Θήβα. Αρκετά. Περπατά λοιπόν ίσαμε τη Θεσσαλονίκη, προσωρινή του στάση, και με τη βοήθεια τσαγκάρη συναντά τον πατέρα Μακάριο για να τον συμβουλεύσει αυτός με τη σειρά του να δώσει τον αγώνα τον καλό, να επιστρέψει, και να παλέψει για να σώσει το γάμο του.

Η ιστορία με κινηματογραφικά κοψίματα και δίχως πολλές βαλίτσες πλανάται σ’ ένα σύμπαν ιστορικής φαντασίας όπου η ειδική γεωγραφία στήνεται γύρω από φλουριά, προσκυνητές, ερήμους, μοναστήρια, οδοιπόρους, λιμάνια και... παπούτσια! Μια γεωγραφία απόκοσμη όσο και πρακτική, διότι ναι μεν εδώ οι ήρωες τοποθετούνται στον χωρόχρονο της αλληγορίας, τα προβλήματά τους όμως είναι καθημερινά, ανθρώπινα και φυσικά μοιραία. Η δε Υακίνθη είναι η μόνη γυναίκα που γνώρισε ποτέ του ο Μελάνιππος, η μοιχεία της λοιπόν συντελεί στη μία, μα τελική, διατάραξη μιας ζωής σε ισοζύγια, σαν το ένα αυτό σφάλμα του συστήματος που αναπόφευκτα τα τινάζει όλα στον αέρα. Στη σκιά της απιστίας, για έναν άνθρωπο σαν τον Μελάνιππο, για έναν άνθρωπο Χριστιανό, η απόφαση δεν μπορεί παρά να είναι οριστική και αμετάκλητη.

Ο Μελάνιππος λοιπόν φεύγει από τη Θεσσαλονίκη, εξαφανίζεται και ξαναζεί πια ως ακούραστος αποχωρητής. Με σκυμμένο το κεφάλι προχωρά μονοκόμματα, δίχως να κοιτάξει πίσω ούτε μια στιγμή, κουβαλώντας ένα καρκίνωμα, ένα κουσούρι, μιαν αρρώστια κι η έκταση του ψυχικού του νοσήματος, ή ο ασκητικός του πόθος, αργά ή γρήγορα τον τραβά ίσαμε τα βάθη της ερήμου, στο Μπετ Αλθάλμπ, στην καρδιά ενός ξερότοπου όπου συναντά κανείς μονάχα αναχωρητές. Λαϊκός όμως, και ολίγον τι ξεροκέφαλος – ή αξιοπρεπής, αναλόγως την ανάγνωση – ένας πείσμων ωστόσο που γίνεται φυγάς των παθών του, ο Μελάνιππος για ν’ αποφύγει την ολοκληρωτική του ήττα κηρύττει έναν πόλεμο νοητό. Παλεύει και με τα δυο του χέρια τις πονηριές του θηλυκού και βαπτίζεται στον νέο τόπο μια νέα ζωή, κι ένα νέο όνομα: Αλύπιος. Ο Αλύπιος γερνά με τα χρόνια μονάζοντας στους περιπετειώδεις τόπους του μυαλού και μαγεύει τους πιστούς της Εκκλησίας ως ο σοφός, φρόνιμος κανόνας, ως ο πειθήνιος, εσωστρεφής περιηγητής που έφυγε απ’ τη Θήβα για να ριζώσει τελικά στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου.
«Και άλλοι μεν αυτά τα ονομάζουν μοίρα, άλλοι τυχαίες συμπτώσεις και άλλοι πρόνοια του Θεού»,

Ο Δοξιάδης λειτουργεί σκηνοθετικά, με αριστοτεχνικό μοντάζ και με μια μαεστρική ύφανση γραφής αλαφροΐσκιωτη, ευγενή, κομψή και ζυγισμένη με τις πινελιές συγκρατημένου χιούμορ που δίνουν λύσεις καίριες. Διακινεί μάλιστα παρασκηνιακά την πιθανότητα ο Μελάνιππος τυχαία να καταλήγει αυτός που καταλήγει, από παρεξήγηση, από λάθος, από την τυχαιότητα μιας αλυσιδωτής αντίδρασης – ποιος ξέρει – στην πραγματικότητα υπονοείται ότι μπορεί και να ’ναι κάποιος άσχετος του οποίου η ταπεινότητα περισσότερο δείγμα ευγενικής αυτογνωσίας είναι παρά ασκητικής μεγαθυμίας. Όπως και να ’χει όμως, η μεγεθυμένη συμβολικότητα που συρράπτουν οι περιφερόμενοι προσκυνητές κι επίσκοποι στις φυσιολογικές, κατά τα φαινόμενα, κινήσεις του, κλονίζει την ίδια την πίστη που τον οδήγησε ως εκεί, αφού ο ίδιος από πρώτο χέρι γνωρίζει το ποιόν του, τα όρια της πνευματικότητάς του και τα ατόφια κίνητρά του.


Εκεί ακριβώς, εποπτικά σε σχέση με την πορεία του ήρωα, με την πλάτη και την καρέκλα γυρισμένη ελαφρώς λοξά προς τα καμώματα του, και με μια αλέγρα, νοητή ιδιοπροφορά, ο Απόστολος Δοξιάδης ξετυλίγει ένα ξεκαρδιστικό ανέκδοτο στη συντροφιά του, από κείνα που μπορεί να ’λεγαν πού και πού μεταξύ τους οι μακρινοί μαθητές του Ιησού τα μεσημέρια στις παρέες. Ο Μελάνιππος, ή ο Αλύπιος, διαλέγετε και παίρνετε, είτε είναι ο άντρας που αναλώνει ολοκληρωτικά τη ζωή του στην υπηρεσία του Θεού, είτε είναι ο άντρας που λιάζεται για χρόνια καταμεσής της ερήμου βασανιζόμενος στη σκέψη της αγαπημένης του που τον απάτησε. Όποιο απ’ τα δύο κι αν ισχύει, ο συγγραφέας κάνει την περιπέτειά του διδακτική. Πάνω σ’ αυτό το κρυφτό, το ξετύλιγμα της ιστορίας είναι λεπτό αλλά όχι ειρωνικό, όπως αρχικώς μπορεί να διαφαίνεται, απλώς ο καλός αφηγητής του ανεκδότου ξέρει πάντα να κρατά ύπουλα, και κάπως ύποπτα, μια λυτρωτική ενέργεια που θα αποδεσμεύσει μόνο όταν το χαλί, η διάταξη δηλαδή εκείνων των στοιχείων της ιστορίας που οδηγούν στο τέλος της ακριβώς όπως χρειάζεται, στρωθεί σωστά. Ο Απόστολος Δοξιάδης το καταφέρνει και από την αρχή ως το τέλος ο Βίος Παράλληλος είναι ένα κομψοτέχνημα ευφυές και απολαυστικότατο.