Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 10

Παγκόσμια ιστορία της τρομοκρατίας Μέρος Ζ'

του Γιώργου Μπλάνα

Ο ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΜΕΝΟΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ
Έστω ένας τρομοκράτης, ένας μαινόμενος ισλαμιστής που στέλνει σε μεγάλο τηλεοπτικό σταθμό ένα βιντεοσκοπημένο μήνυμα, με το οποίο απειλεί τον πρόεδρο της χώρας, που όλος ο πλανήτης αναγνωρίζει ως ηγέτιδα - αν και όχι απόλυτη. Τι έχουμε εδώ; Μια τηλεοπτική οντότητα απέναντι σε ένα ανθρώπινο υποκείμενο. Φυσικά, η τηλεοπτική οντότητα είναι ένα σημαίνον· το σημαινόμενο -εύκολα καταλαβαίνουμε- είναι ένα ανθρώπινο υποκείμενο, το οποίο δημιούργησε το σημαίνον του, με τη μορφή ενός απειλητικού μηνύματος. Καθένας μπορεί να το κάνει αυτό. Καθένας μπορεί να επιλέξει τα σημαίνοντά του στην απέραντη και πολυμορφική επικοινωνιακή διαδικασία, που αποτελεί η ζωή. Το καρναβάλι είναι η μοναδική εορταστική περίοδος, που μπορεί καθένας να την απολαμβάνει όποτε θέλει ή όποτε το απαιτούν οι περιστάσεις. Αυτά από τη μια πλευρά, την πλευρά του πομπού. Από την πλευρά του δέκτη;

Έχουμε, όπως είπαμε, ένα ανθρώπινο υποκείμενο, ένα σημαίνον· το σημαινόμενο εδώ είναι η χώρα, που όλος ο πλανήτης αναγνωρίζει ως ηγέτιδα - αν και όχι απόλυτη. Και, λοιπόν; Αλλιώς: ένα ανθρώπινο υποκείμενο συνδεδεμένο με την εικόνα του τρομοκράτη συναντάται με μια χώρα συνδεδεμένη με ένα ανθρώπινο υποκείμενο. Μπορεί οι ειδικοί επί θεμάτων τρομοκρατίας, οι οποίοι χρησιμοποιούν με αυστηρό τρόπο τη λογική ανάλυση, όταν πρόκειται να μην καταλήξουν πουθενά, να προβάλουν μύριες όσες ενστάσεις, αλλά καθένας μπορεί να καταλάβει πως στην περίπτωσή μας ό,τι διακυβεύεται συντρέχει μεταξύ της εικόνας του τρομοκράτη και του ανθρώπινου υποκειμένου. Σαν να λέμε: τα σημαίνοντα έχουν αποφασίσει να λύσουν τις διαφορές τους στο επίπεδο των σημαινομένων. Πώς αλλιώς, αφού ως σημαίνοντα δεν μπορούν παρά να συνδέονται με κάποιες περιοχές τις πραγματικότητας, να τρέφονται με χειροπιαστή ύλη; Δύο τεράστιοι ουρανοξύστες που καταρρέουν είναι κάτι χειροπιαστό, αλλά σίγουρα το χειροπιαστό αυτό γεγονός δεν είναι ο πόλεμος· είναι μόνο το πεδίο της μάχης. Ποια είναι όμως αυτά τα κανιβαλικά σημεία που εξοντώνουν τα σημαινόμενά τους, για να δοξαστούν ως σημαίνοντα;

Τι λογής σημείο μπορεί να αποτελεί ένα ανθρώπινο υποκείμενο που φανερώνεται ως τρομοκράτης και τι λογής σημείο μια χώρα που φανερώνεται ως ένα ανθρώπινο υποκείμενο; Τίποτα περισσότερο από το σημείο στο οποίο συναντώνται οι ίδιες οι λέξεις που τα ανεβάζουν στη σκηνή της δημόσιας επικοινωνίας: «Τρομοκράτης» και «Πρόεδρος». Ήτοι: ένας φουκαράς που παριστάνει τον τρομοκράτη, γιατί επιθυμεί να έχει την απόλυτη εξουσία ενός προέδρου, και ένας φουκαράς που παίζει τον ρόλο του προέδρου, γιατί κατά βάθος επιθυμεί να έχει την απόλυτη εξουσία του τρομοκράτη. Ο πρώτος μαίνεται, διότι ο μοναδικός τρόπος για να ικανοποιήσει την επιθυμία του είναι η αναίρεσή της. Ο δεύτερος τρομοκρατείται, γιατί η επιθυμία του στέκεται απέναντί του με όλη την ορμή του δικού του ανεπίτευκτου. Ο πρώτος μισεί τον εαυτό του και ο δεύτερος φοβάται τον δικό του.     Η απόλυτη εξουσία είναι το σημείο. Το ίδιο σημείο, που συγκρούεται με τον εαυτό του, παίζοντας το αρχαϊκό παιχνίδι του κυρίου και του δούλου. Απ’ όποια πλευρά και να το κοιτάξεις, αιμορραγεί το αίμα του Άλλου, του κατεξοχήν Άλλου. Γιατί ο Χέγκελ δεν μπόρεσε να δει πως σ’ αυτό το παιχνίδι το σπιτικό βουλιάζει. Και όταν ο Μαρξ το είδε, νόμισε πως μπορεί να γλυτώσει τουλάχιστον τις κατσαρόλες.
 

*

Το σωτήριο έτος 1561, κι ενώ στη βορειοδυτική Γερμανία άρχιζε το κυνήγι των μαγισσών -που θα ξετρυπώσει και θα εξαγνίσει στην πυρά 4.000 μάγισσες μέσα στα επόμενα εννέα χρόνια-  ο ιερωμένος Ροδρίγο Λόπεθ δημοσιεύει στο προπύργιο του καθολικισμού, την Ισπανία, το μνημειώδες Βιβλίο της Ελευθέριας Τέχνης της Επινόησης στο Σκάκι, στο οποίο θεμελιώνει τους κανόνες που ισχύουν μέχρι σήμερα. συμπτωματικά ή όχι, το βιβλίο αυτό εκδίδεται πάνω σε μια τεράστια σκακιέρα. Εκείνη την εποχή -όπως σε κάθε εποχή- οι χώρες της Ευρώπης μεγαλώνουν ή μικραίνουν εδαφικά, ανάλογα με την ευρηματικότητα των κινήσεων που εκτελούν οι μονάρχες, σ’ ένα παιχνίδι δίχως κανόνες. Αρκεί να σκεφτούμε πως μετά από εκατόν σαράντα χρόνια, οι Άγγλοι θα πολεμούσαν στην Φλάνδρα με τους Γερμανούς, για να ανεβάσουν στον θρόνο της Ισπανίας έναν Άγγλο πρίγκιπα που ήταν Γάλλος.  Προς το παρόν, τον θρόνο της Ισπανίας τον κατείχε ο Φίλιππος ο Δεύτερος, ο επονομαζόμενος «Συνετός», κεφαλή μιας αυτοκρατορίας που απλωνόταν σε όλες τις γνωστές ηπείρους. Μια μέρα του 1561, λοιπόν, φημολογείται πως ο μονάρχης πήρε στα χέρια του την ακόλουθη επιστολή:


Προς τον βασιλέα της Ισπανίας Φίλιππο, γιο του Κάρολου του Ανίκητου, από τον υπήκοό σου Λόπε δε Αγγίρε , που είναι καλός Χριστιανός κι αν δεν κατάγεται από πλούσιο οίκο, τρέχει όμως στις φλέβες του αίμα ευγενικό και γεννήθηκε στη Βασκία, που σου ανήκει, και καυχάται πως είναι πολίτης της Ονάτης.

Νέος ήμουν όταν μπαρκάρισα για τη γη του Περού, επιθυμώντας να δοξαστώ με το σπαθί στο χέρι, όπως κάθε άξιος άνθρωπος.  Είκοσι τέσσερα χρόνια υπηρέτησα το μεγαλείο σου και πολέμησα τους Ινδιάνους κι έχτισα χωριά κι έχυσα το αίμα μου πρόθυμα στις μάχες για σένα, χωρίς να ζητήσω τίποτα -ούτε πλούτη ούτε εκδουλεύσεις- απ’ αυτά που μοιράζεις απλόχερα στους άλλους - όπως μπορείς να δεις στα βασιλικά σου έγγραφα.

Τώρα βλέπω καθαρά και ξάστερα, βασιλιά κι αφέντη μου, πως στάθηκες σκληρός πολύ κι αχάριστος μ’ εμένα και με τους συντρόφους μου. Αυτό πιστεύω. Κι ακόμα πιστεύω πως εκείνοι που σου έστειλαν μηνύματα, το έκαναν για να σε παραπλανήσουν, τόσο μακριά που βρίσκεσαι.   

Σε προειδοποιώ, λοιπόν, βασιλιά μου. Ή που θα φανείς δίκαιος και σωστός με τους καλούς υπηκόους σου, που ζουν εδώ, ή εγώ και οι σύντροφοί μου (τα ονόματά τους θα σου τα γράψω μετά) δεν θ’ αντέξουμε άλλο στα μαρτύρια που μας υποβάλουν οι δικαστές,  οι αντιβασιλιάδες και οι κυβερνήτες σου και δεν θα σε υπηρετούμε πια. Θ’ απαρνηθούμε τον τόπο μας, την Ισπανία, και θα πέσουμε πάνω σου να σε πετσοκόψουμε, κι ό,τι θέλει ας γίνει. Θα σε πολεμήσουμε όσο αντέχουμε. Πίστεψέ το, όμως, βασιλιά κι αφέντη μου, πως από τους πολλούς κατατρεγμούς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Δεν σηκώνουμε άλλο τις τιμωρίες, τις άδικες που μας δίνουν οι διαχειριστές σου. Αυτοί κοιτάνε να βολέψουν τα παιδιά και τα σκυλιά τους και ξεφτιλίζουν τ’ όνομά σου και κλέβουν την περιουσία σου. Κρίμα κι άδικο, βασιλιά μου, να είσαι τόσο άδικος μαζί μας.

Το δεξί μου πόδι είναι σακατεμένο από βόλι, που άρπαξα στην μάχη της Τσουκίνγκας. Εκεί πολέμησα μαζί με τον στρατηγό Αλόνσο δε Αλβαράδο -επειδή έτσι διέταξες- να εξοντώσουμε τον Φρανθίσκο Ερνάντεθ Γιρόν, τον προδότη. Μα τώρα καταλαβαίνω πως δεν ήταν προδότης. Κινδύνευε η ζωή του, όπως κινδυνεύουν τώρα οι δικές μας. Ναι, τώρα ξέρουμε όλοι εδώ πόσο σκληρός είσαι, πως δεν κρατάς το λόγο σου και τιμή δεν έχεις. Γι’ αυτό, εμείς εδώ σε θεωρούμε κατώτερο από τον Μαρτίνο Λούθηρο.

Ο αντιβασιλιάς σου, ο μαρκήσιος της Κανέτας, κρέμασε τον Μαρτίν δε Ρόμπλες, άντρα γενναίο, που σου ήταν απόλυτα αφοσιωμένος, και τον ατρόμητο Τόμας Βάσκεθ, που κυρίευσε όλο το Περού για χάρη σου και τον δύστυχο Αλόνσο Δίας, που έβαλε σώους τους στρατιώτες σου από τα κολασμένα σπλάχνα αυτού του βασιλείου και τους στάθηκε καλύτερα από τον Μωυσή στην έρημο, και τον Πιεδραχίτα, τον καλό τον καπετάνιο, που έδωσε μάχες και μάχες για σένα. Αυτοί ήταν που σου χάρισαν την νίκη στην Πουκάρα και δίχως αυτούς ο Φρανθίσκο Ερνάντεθ θα ήταν σήμερα βασιλιάς στο Περού. Μην πιστεύεις τι σου λένε οι δικαστές σου. Παραμύθια σου λένε και σου τρώνε την περιουσία. Τιμώρησέ τους για τα εγκλήματα που έκαναν. Τιμώρησέ τους γιατί είναι κακοποιοί. Αυτό είναι.

Κοίτα καλά, βασιλιά της Ισπανίας! Μην είσαι σκληρός και αχάριστος με τους υπηκόους σου, γιατί όσο εσύ κι ο πατέρας σου απολαμβάνατε τις χάρες της Ισπανίας, εμείς χύναμε εδώ το αίμα μας, να σας κάνουμε βασιλιάδες σ’ αυτά τα μέρη. Πρόσεξε, βασιλιά κι αφέντη μου! Δεν θα σου χαρίσουμε τον τίτλο του βασιλιά αυτού του τόπου, που δεν τον πότισες με το αίμα σου,  αν δεν τιμήσεις πρώτα όπως πρέπει αυτούς που τον κατάκτησαν με κόπους πολλούς.

Λίγοι είναι οι βασιλιάδες στην κόλαση, επειδή λίγοι είναι και στον κόσμο. Μα και πολλοί να ήταν, πάλι κανένας τους δεν πρόκειται να πήγαινε στον παράδεισο. Κι εκεί κάτω που πηγαίνετε, χειρότεροι από τον διάβολο είστε, γιατί διψάτε όλοι για αίμα. Δεν απορώ, όμως, ούτε μου φαίνεται παράξενο. Σήμερα, εμείς εδώ θεωρούμε τους εαυτούς μας τους πιο τυχερούς θνητούς,  γιατί βρισκόμαστε στις Ινδίες, χριστιανοί αδιάφθοροι, πιστοί στις εντολές του Θεού και της αγίας μητέρας Εκκλησίας της Ρώμης, και σκοπεύουμε, αν και αμαρτωλοί, να δοκιμαστούμε στην κατάκτηση της βασιλείας των ουρανών. Για να μην τα πολυλογούμε, εγώ και οι διακόσιοι μουσκετιέροι μου, όλοι κονκισταδόρες κι ευγενείς, ορκιζόμαστε στον Θεό πως δεν θ’ αφήσουμε άνθρωπό σου ζωντανό, γιατί ξέρουμε καλά πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η επιείκειά σου.

Όταν αφήσαμε τον Αμαζόνιο και πήγαμε σ’ ένα νησί όπου κατοικούν χριστιανοί και το ονομάζουν Μαργαρίτα, είδα μερικά έγγραφα σχετικά με την αίρεση των λουθηρανών. Ανάμεσά μας ήταν κι ένας Γερμανός με το όνομα Μοντεβέρδε. Τον διέταξα να τα πάρει αμέσως και να τα κάψει. Το πεπρωμένο ανταμείβει τον συνετό...
Ο Φίλιππος ήταν συνετός μονάρχης. Από μικρός έδειχνε να προτιμά την πένα από το σπαθί. Αυτό τον έκανε ακριβοδίκαιο, αλλά δεν τον εμπόδισε να γίνει φιλύποπτος. Τα πολλά διαβάσματα τον έκαναν βλοσυρό, αλλά δεν τον εμπόδισαν να γίνει ερωτικά ακόλαστος· πράγμα που δεν τον εμπόδισε με τη σειρά του να επιδεικνύει εξαιρετική εγκράτεια στο φαγητό και το ποτό. Σαν να λέμε: ένας θεός ξέρει τι γινόταν μέσα στην ψυχή του, ποιοι και γιατί βρίσκονταν σε συνεχή πόλεμο. Το βέβαιο είναι πως οι ψυχές που δεν απόλαυσαν ποτέ την ειρήνη της ταυτότητας, είναι βέβαιες μόνο γι’ αυτή τη δύναμη που συνδέει τα πιο ετερόκλητα συναισθήματα, τις πιο ετερόκλητες σκέψεις: το εγώ, και μάλιστα εκείνο το εγώ που βρυχάται με τη μανία της διαρκούς απουσίας του. Ένας μονάρχης με τα χαρακτηριστικά του Φιλίππου, θα σηκωνόταν ίσως από τον θρόνο, θα έκανε κομμάτια την υβριστική επιστολή και θα ούρλιαζε να συγκεντρώσουν τα στρατεύματά του για να τιμωρήσει τον αναιδή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, δεν ήξερε καν ποιος διάβολος ήταν αυτός ο θρασύς επιστολογράφος ούτε αν η επιστολή του είχε κάποια αξία. Βέβαια, τον απειλούσε· αλλά ποιος θα προέβαινε σ’ αυτήν την ανήκουστη ενέργεια, αν δεν ήταν ήδη βασιλιάς με ανώτερες δυνάμεις από τις δικές του;


Προφανώς οι αυλικοί τον πληροφόρησαν για το ποιόν του Λόπε δε Αγγίρε. Του είπαν πως  κατά πάσα πιθανότητα στρατολογήθηκε από τον Ροδρίγο Μπουράν και έφτασε στο Περού πριν από δύο δεκαετίες, όπου έγινε γνωστός για την σκληρότητα και την αλαζονική συμπεριφορά προς τους ανωτέρους του. Πολέμησε για την επιβολή των νόμων του ισπανικού βασιλείου στους αποίκους που είχαν αρχίσει να δημιουργούν μια νέα οικονομία, βασισμένη στην δουλοκτησία. Αναμίχθηκε στις δολοπλοκίες που ακολούθησαν, πάντα με το μέρος του βασιλιά, σφάζοντας τους αντιπάλους του και τον μισό ιθαγενή πληθυσμό του Περού. Ύστερα, άρχισε να εκβιάζει τους αξιωματούχους να τον αναγνωρίσουν ως πρίγκιπα των Ινδιών. Αφού δεν τα κατάφερε, κατέλαβε το νησί Μαργαρίτα, κομματιάζοντας το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων του και τώρα στέλνει αυτήν την επιστολή. Το πιθανότερο είναι να μην γνώριζαν πως την ίδια χρονιά ο επιστολογράφος είχε αποκεφαλιστεί από τους στρατιώτες του βασιλιά.

Η αντίδραση του Φιλίππου είναι άγνωστη, όπως άγνωστο είναι αν τελικά πήρε στα χέρια του την επιστολή του Αγγίρε. Συνεπώς, το μόνο βέβαιο δεδομένο που διαθέτουμε είναι η πρόθεση του στασιαστή να τρομοκρατήσει τον βασιλιά. Σ’ αυτή την πρόθεση βασιζόμενοι οι άνθρωποι που τον γνώρισαν τον χαρακτήρισαν τρελό, φέρνοντας ως επιπρόσθετη απόδειξη το γεγονός πως έβλεπε παντού συνομωσίες. Σαν να λέμε: ήταν ένας τέλειος Φίλιππος χωρίς βασίλειο. Συμπεριφέρθηκε με τη σιγουριά και την αλαζονεία του βασιλιά του και δεν έκανε τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από αυτό που έκανε το «αφεντικό» του: έβλεπε παντού σχέδια για την ανατροπή του. Βασιζόμενος σε τι, όμως, θεώρησε πως ο βασιλιάς της Ισπανίας, των Ισπανικών Κάτω Χωρών, της Νεαπόλεως, της Πορτογαλίας, της Αγγλίας και της Σκοτίας θα τρόμαζε; Έστω και αν ήταν «τρελός», ο Αγγίρε γνώριζε από ένστικτο πως ανάμεσα σε έναν τρομοκράτη που θέλει να γίνει βασιλιάς και έναν βασιλιά που επιθυμεί την απόλυτη εξουσία του τρομοκράτη υφίσταται ο ισχυρός δεσμός της δίψας για απόλυτη εξουσία. Μπορεί ο Φίλιππος να μην τρόμαζε ούτε από τους λίγους στρατιώτες του στασιαστή ούτε από το υπονοούμενο για τον Λούθηρο. Όμως, «το πεπρωμένο» δεν παύει να «ανταμείβει τον συνετό». Αν ο τρομοκράτης εξοντωθεί, θα έχει εξοντωθεί ως είδωλο του βασιλιά στον καθρέφτη της δικής του τρέλας, της δικής του φιλυποψίας. Ο Φίλιππος δεν είχε άλλη εκλογή παρά να εξοντώσει τον ίδιο του τον εαυτό στον τρομοκράτη.

Όπως είπαμε, δεν γνωρίζουμε αν το έκανε. Ωστόσο, η εξόντωση του Αγγίρε ήταν χαρακτηριστικά βασιλική: αφού τον σκότωσαν, τον έκοψαν κομμάτια και τα έστειλαν στις μεγάλες πόλεις των αποίκων. Ο θρόνος της Ισπανίας είχε καταφέρει να τρομοκρατήσει κάθε επίδοξο στασιαστή. Και ο Φίλιππος είχε χάσει ίσως την ευκαιρία να πραγματοποιήσει το όνειρο της απόλυτης εξουσίας του τρομοκράτη.