Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 23

Διονύσης Μαρίνος: Α n a m n e z ă

Α n a m n e z ă, ποίηση, Διονύσης Μαρίνος, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013

 

ΜΕΜΕΝΤΟ MORI
ΙV


να μου δινόταν μόνο ο καιρός
στην αταξία της φωνής
και στων χειλιών την κερδισμένη άμμο
με κάθε τίμημα ανθρώπινο
με κάθε τρόπο δυνατό
ακόμη και αν υπέκυπτα στον θώρακα της μνήμης
ή αν φυγάδευα τις απουσίες –όλες-
στο δικαίωμα της λήθης
αυτήν την λέξη που πάντα εκκρεμεί,
να μάθαινα•

πόσα πουλιά χρειάστηκαν για μια βροχή;
ποιος ναυαγός χωρίς νερό
στην ξέρα αιμορράγησε;

οι απαντήσεις της ζωής
κόρες που έμειναν στο ράφι
και έμαθαν να πλέκουν

ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
ΙV

 

απόντος εσού
το παλιό σου σακάκι
προβάρει άλλο σώμα

μεταθανάτιος συνοδός
που παρατείνει τις ραφές
της αδειοσύνης•
υστερόβουλα επιθυμεί να ζήσει/
εις βάρος

τις νύχτες που επιστρέφω στο σπίτι
η ζωή μου
(πάνω στον καλόγερο)
π α υ σ ί π α θ η
ανασαίνει

πλέει το σακάκι
πάνω μου
καθώς σε φορώ

ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
Ι

φύκια της Κυριακής
γυρεύουν το φουστάνι σου
σωροί βουνά και κεραμίδια
στη φωλιά σου
είναι του κάτω κόσμου τα σπουργίτια
που ορίζοντα δεν βλέπουν
μήτε φως
μαύρη μητέρα σε κουβάλησαν
τα δάκρυα
πικρή η αράχνη της καρδιάς
γεμάτη δόντια

τι να σου κάνει ο ποταμός
και της καμπάνας το γυμνό το στήθος
πώς να σε θρέψει το πλατάνι
μες τη νύχτα

γύρισε ο κόσμος να περάσεις
να διαβείς
απάνω θάλασσα
και κάτω ουρανός

στη μέση ο θάνατος
φιλάει το μάγουλό σου

ΤΟΥ ΑΝΤΡΑ
Ι

ένας άντρας ξυπνάει αχάιδευτος μέσα στη νύχτα
ξεκουμπώνει προσεκτικά τα φώτα του δωματίου του
παραμιλώντας για την τόση μοναξιά
των οικόσιτων δρόμων•
(μπάνιο, κρεβατοκάμαρα, σαλόνι και κουζίνα
και ούτε ένα κορνάρισμα,
μια τόση δα προσπέραση στο αχανές του λινοτάπητα)
φοράει τα ξυλοπόδαρά του
τα καινούργια σαν βιογραφία χέρια του
το στήθος του που σκύλος διαρρήκτης
γεννήθηκε•
κάνει να φορέσει και το πρόσωπο του
και τότε μια γυναίκα που την λένε Αγαύη
τον σημαδεύει με ένα κοτσάνι μελάνωμα στο μάγουλο
και το ξηλώνει μονομιάς

από τότε ζει ένα μαρτύριο:
κανείς δεν πιστεύει πως δίχως κεφάλι
πνίγηκε
στο μέσο ενός φθόγγου
και στο γαλάζιο της ησυχίας
θαμπόφωτο

ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ΙΙ

 

κι εμείς που περπατήσαμε όλη τη ζωή
και λερωθήκαμε
και τραγουδήσαμε
και πόρτες κλειστές αγαπήσαμε
σαν από πάνω μας να πέρασε
ο τελευταίος βομβαρδισμός
και ο φόβος μας ήταν παιδί
που έτρωγε ένα μεγάλο κόκκινο μήλο
στην πλατεία
και ξεχαστήκαμε κρατώντας κάποιου
άλλου τις αποσκευές
και στον σταθμό να πέφτει μια θλίψη χειρολαβή
και το κρύο να είναι η μόνη μουσική
αυτού του κόσμου
κι εμείς μικρόψυχοι και σύντροφοι και πλάνητες
και πότες και άγιοι αλήτες
και στις ζωές των άλλων
να σκάβουμε το χώμα του θανάτου τους
και τίποτα να μην μας μέλλει
μηδέ αν αφάγωτο αφήσαμε το μεγάλο μυστικό
στο στρωμένο της Κυριακής τραπέζι
και τα Χριστούγεννα, μικρέ μου τυμπανιστή,
δες
δεν έπεφτε χιόνι
άσπρα γένια έπεφταν
κάποιος τα ξύριζε και περπατούσαν
στις εκπνοές του προσώπου
κι εμείς ναυάγια που μάχονται τις θάλασσες
κι εμείς νερό που δεν εγνώρισε ποτάμι
κι εμείς το άσπρο των σελίδων που κάποιος το προσπέρασε
κι εμείς που απέχουμε απ’ την εγγύτητα των καρπών
κι εμείς με πυρετούς ακριβείας
(ένα γραμμάριο πόνος, δύο γραμμάρια αναφιλητό)
σαρκωμένους κρότους και χειλιών διακλαδώσεις
κι εμείς που οδοιπορούμε κρατώντας στα χέρια μας
παλίρροιες
πάνω στην χλομάδα των αντικειμένων
αφήνοντας επιλόγους
στα μουγκά καπνίζουμε το χνώτο
της ημέρας
σαν τους κατάδικους
που πήραν άδεια
και δεν γύρισαν ποτέ

ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Ι

 

τώρα πνιγμένος
στο απόμερο των νερών
ράγισμα
περισσότερο σε αναπνέω

εκκρεμεί η δική σου
γέννηση

ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
V

 

όλο και λιγοστεύουν
τα δάχτυλα

φυσάει άνεμος γάζα
πάνω από τις μέρες
κι ο ήλιος
πριόνι
αφήνει μάτια με γωνίες
στο τασάκι

μην με χτυπάτε με γαρίφαλα
ματώνει το χώμα
που τα έδιωξε
μην με χτυπάτε με καρφιά
είναι οι κληρονόμοι
των φτερών που δεν πέταξαν

όταν με χτυπάτε
όταν με χτυπάτε

ένα παιδί
ντυμένο κλάματα
βροντάει την πόρτα μου

είναι ο Γκέοργκ Τρακλ
με τα σφαγμένα χέρια

ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ
IV

ήταν
πέτρες•
μυλοθάνατος
ήταν
άνοιγαν οι πολεμίστρες
στοιχεία γεμάτα ανθρώπους
να κοιτούν μια γη - δική τους -
ήταν συλλαβές
στα αγριολούλουδα•
τους τραγουδούσε η φωτιά
η σημαδούρα θλίψη
τους τραγουδούσε

ήταν θερισμός
ο ένας στου άλλου
τα μάτια
οχυρός
ήταν
πηλός
που έσπαγε