Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 19

Η εσωτερική - Δήμητρα Λουκά

Η γυναίκα κάθεται κάτω από τη ριγέ τεράστια ομπρέλα. Είναι κάτασπρη, ολόκληρη μια υποχρωμική κηλίδα. Σκοτεινή η σχέση της με τον ήλιο και με τη θάλασσα ακόμη σκοτεινότερη. Ούτε την είδε ούτε την αγάπησε στα βορινά τοπία του Τμπιλίσι. Κάθεται σαν τους μετανάστες τα ξημερώματα στην άκρη του δρόμου που περιμένουν το αφεντικό να τους διαλέξει απ΄ το σωρό όπως ο βοσκός το πιο παχύ σφαχτάρι απ΄ το κοπάδι. Πάντα στην ίδια θέση μετεωρίζεται, λουφάζει σαν το ζώο που περιμένει σε στάση αναμονής να πιάσει την τροφή. Ούτε καθιστή για να ξεκουραστεί, ούτε όρθια μην τυχόν και τρομάξει με το ανάστημά της τον διαλογέα. Η κυρά της τη διάλεξε από γραφείο στην Ομόνοια. Τρεις μήνες περίμενε το σπίτι της επαγγελίας, να ταϊσει το λιγοστό κορμί της, να κοιμηθεί στα μαλακά, να ζεσταθεί. Και παράφαγε, ένα εξάμηνο επέδραμε στην τροφοθήκη, καταβρόχθιζε μέχρι και τα ληγμένα, μακαρόνια με ψείρες, κονσέρβες μουχλιασμένες, αμαρτία να πεταχτούν στον κάδο των πολυφαγάδων. Σαμπρέλα κρέμεται η κοιλιά, δείγμα και αυτή της ευωχίας της κυράς της. Η μαντάμ ωστόσο συλφίδα, μαγιό με κορδελάκια αγορασμένο από τον Αεράκη και γυαλιά prada πεταλούδα τελευταίας εσοδείας. Τρέχει να πιάσει τα διαβόλια, τα μικρά με μπρατσάκια μίνι και μίκυ και τη μεγάλη που ροβόλησε στο πέλαγος με ένα στρώμα της συμφοράς για να φτάσει αντίκρυ στους Παξούς. Ας κάνουν ό,τι θέλουν δεν πρόκειται να κουνηθεί απ’ την ομπρέλα, ντεν ξέρεις μπάνιο κυρία, εγώ βουνό Γεωργία. Το ‘χε ξεκόψει απ’ την αρχή και τώρα μιλούσε αμέριμνη στο κινητό χειρονομώντας αδιάκοπα.

Η άλλη βγήκε εξαντλημένη από τη θάλασσα κρατώντας απ΄ το χέρι τις τρεις συμφορές της και την κοίταξε, δεν το πιστεύει ότι το ζώον δεν συγκινήθηκε να σηκωθεί, ότι την έχει τόσο γραμμένη και το δείχνει. Είκοσι μέρες και δεν έχει κουνήσει τον κώλο της απ΄ την ομπρέλα, κι αυτή δεν λέει τίποτα από σεβασμό στη δυστυχία του μετανάστη, ίσως και από δειλία να αντιμετωπίσει το βλέμμα της απόρριψης, ντεν είναι κυρία καλή. Πάντα φοβόταν την κρίση των άλλων, από μικρό παιδί έτρεμε την ετυμηγορία της δασκάλας, φαρμακώνονταν από τα σχόλια βελόνια της μάνας της, τα λέω για να συμμορφωθείς παιδί μου. Δέκα χρονών έστρωνε το κρεβάτι της κάθε πρωί και τα Σάββατα συγύριζε το δωμάτιό της, ξεσκόνιζε, σφουγγάριζε και δίπλωνε τα ρούχα με επιμέλεια στη ντουλάπα.  Στις σχολικές αργίες μαγείρευε ψάρι μπουρδέτο και το μεσημέρι κρεμόταν από τα χείλη όλων, περιμένοντας τη θεϊκή κρίση. Η μάνα της που δεν ήθελε ποτέ να της χαλάσει η σούπα, τώρα της κάνει κριτική, τι παιδί γέννησα Θεέ μου, πληρώνει τη Γεωργιανή για να κάθεται, ε ρε και να ΄μουνα στη θέση σου! Θα ΄παιρνα έναν βούρδουλα και θα την έκανα να χορεύει στα δύο. Ξύπνα παιδάκι μου! Δεν σέβεσαι τον εαυτό σου;

Είναι έτοιμη να ξαπλώσει τ’ ανάσκελα, να λιαστεί λίγο στον ήλιο τώρα που τα μικρά ηρέμησαν, όταν η Μπουρδάρα, κάτοικος Φιλοθέης, αλλά προσφάτως μετοικήσασα σε παρακείμενη μεζονέτα λόγω αρθριτικών του συζύγου, πλησιάζει αδημονώντας για κουτσομπολιό.

«Τι κάνετε Μαρίνα μου;»
«Καλημέρα σας. Όπως βλέπετε τρέχουμε και δεν φτάνουμε. Κοινώς τα έχουμε παίξει.»
«Αμ, δεν το βλέπω καλή μου; Χτες τα λέγαμε με τη μαμά σου. Στενοχωριέται που κουράζεσαι τόσο.»
«Στενοχωριέται αλλά δεν λέει να δώσει και κανένα χέρι βοήθειας κυρία Λιλή μου.»
«Μα αυτή η ευλογημένη δεν σε βοηθάει καθόλου; Όποιος σας βλέπει από μακριά νομίζει ότι αυτή είναι η κυρία και εσύ η κοπέλα για τα παιδιά γλυκιά μου. Κοίταξε να της τρίξεις τα δόντια.»
Άναψε φωτιές η Μπουρδάρα κι έφυγε μέσα στο αραχνοΰφαντο παρεό της. Τελικά οι ανέσεις του νεοπλουτισμού θέλουν να έχεις κότσια, να παίρνεις το δρόμο ως το τέλος χωρίς πισωγυρίσματα, λέει και ξαναλέει στον εαυτό της. Ξεκινάει αποφασισμένη για την ομπρέλα, σήμερα θα δώσει ένα τέλος, ας πάει από ‘κει που ‘ρθε, δεν θα τη λυπηθεί.
«Σήκω. Μαζεύεις πράγματα και φεύγεις με λεωφορείο για Αθήνα.»
Η γυναίκα πισωπατάει, της πέφτει το κινητό απ’ τα χέρια, νιώθει τα σωθικά της να ανακατεύονται. Ακούει το θρήνο της μάνας της όταν την αποχαιρετούσε, βλέπει το πένθιμο χαμόγελο στα μάτια του παιδιού της και πέφτει εκεί καταμεσίς στην άμμο, της αγκαλιάζει τα πόδια, τα φιλάει και ξεσπάει σε γοερά αναφιλητά. Η άλλη στέκεται με κομμένη την ανάσα και παρακολουθεί από ψηλά ξέροντας ότι τις κοιτάζει όλη η παραλία.
Η Δήμητρα Λουκά ζει στην Αθήνα.