Για το φευγιό έχτισα μια φυλακή και το θαψα βαθιά στα έγκατα της γης. Η αποτοξίνωση απ’ του δρόμου τη ντρόγκα είναι ζόρικη πολύ. Κυλά στις φλέβες για διάστημα μεγάλο και καίει τα σωθικά. Δίπλα της όμως ένιωθα γαλήνη. Μα υπήρχαν στιγμές που η στέρηση μ’ έκανε επιθετικό και απότομο και το φευγιό χτυπούσε δυνατά να βγεί. Της μίλησα για το μαύρο παρελθόν μου, γύρεψα να την κάνω να καταλάβει πόσο πολύ με είχε αλλάξει η ύπαρξη της στη ζωή μου. Πράγμα που δεν κατάλαβε ποτέ. Το παρελθόν μου την έκανε να φοβάται ολοένα και περισσότερο. Όσο εγώ οραματιζόμουν ένα μέλλον μαζί της, εκείνη ζούσε μονάχα μια εκδρομή με ημερομηνία λήξης. Το παραδέχομαι, δεν ήμουν καλός ποτέ στο να εκφράζω τα συναισθήματα μου κι αυτό γιατι μέχρι τότε ποτέ δεν είχα. Ήμασταν δυο άνθρωποι με πορείες και απόψεις διαφορετικές. Εκείνη είχε ζήσει μες στους νορμάλ και εγώ στου δρόμου την πλάνη. Δυο δυνάμεις αντίθετες που έλκονταν με ταχύτητες ιλιγγιώδεις και η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Οι εγωισμοί μας, δυο τείχη τεράστια που ορθώνονταν επιβλητικά μπροστά μας. Η έκρηξη ήταν πομπώδης! Δεν άντεξε την ένταση και έτρεξε μακριά. Η εκδρομή τέλειωσε, η ημερομηνία λήξης είχε φτάσει.
Στην αρχή προσπάθησα να την ξεχάσω. Διέγραψα τα πάντα που την θύμιζαν. Έπεσα με τα μούτρα στις παλιές μου συνήθειες . Ντρόγκια, γαμήσια, αλκοόλ, ξενύχτια. Όλα έμοιαζαν ανούσια, άνοστα πια. Η θύμησή της ρίζωνε βαθιά τόσο που ήταν αδύνατο να σβηστεί. Ο πυρετός δεν έλεγε να πέσει. Η γριά που με περιέθαλψε ψιθύριζε λόγια για πυρετό της αγάπης. Το σώμα μου πονούσε όποτε τη σκεφτόμουν μα τη σκεφτόμουν κάθε λεπτό που περνούσε. Ένα βράδυ πέθαινα ν’ακούσω την φωνή της. Σήκωσα το τηλέφωνο και την κάλεσα. Μα εκείνη είχε για πάντα ξεχάσει τη φωνή μου. Προσπάθησα να της πω όσα μέχρι τότε δεν είχα πει ποτέ ξανά σε καμία, μα δεν πίστευε τίποτα πια. Στα μάτια μου έβλεπε μόνο ένα ανθρωπόμορφο τέρας. Το τέρας εκείνο που της εξιστορούσα. Η αγάπη της και το πάθος είχαν σβήσει για πάντα. Τη θέση τους πήραν το μίσος και το πείσμα.Την καρδιά μου της άνοιξα, την έκανε κομμάτια και τα πέταξε στον λαχανί της κάδο. Για ώρα προσπαθούσα να της πω πώς υπάρχει λύση, πώς ποτέ δεν είναι αργά, τα τείχη μπορούσαμε να τα ρίξουμε, μα εκείνη μιλούσε με φωνή ψυχρή σαν να ‘μουν κάποιος ανεπιθύμητος ξένος. Δυο καταραμένοι εραστές σ’ ένα φλεγόμενο κρεβάτι. Έπρεπε ν’ απαλλαγεί για πάντα από την άθλια και μίζερη ύπαρξη μου. Να εξαφανιστώ μια και καλή από τη ζωή της. Έπρεπε ο πόνος να γίνει όλος δικός μου και εκείνη να πορευτεί εξαγνισμένη. Τότε, το φευγιό τα δεσμά του έσπασε, ξεστομισε λόγια σκληρά και άκαρδα. Ευχήθηκα να μην την είχα γνωρίσει ποτέ! Ω, ψέμα μέγα! Μα έτσι θα πορευόταν ήρεμη και γαλήνια, γνωρίζοντας πως η απόφασή της να μείνει μακριά απ’ το Τέρας ήταν τόσο μα τόσο σωστή. Έπεσα χάμω, κούρνιασα σε μια γωνιά. Ο πόνος στο στήθος μου έκοβε την ανάσα.
Τα χρόνια πέρασαν. Σχεδόν πενηντάρισα. Μόνος ανάμεσα στους σάπιους τοίχους ετούτου του φτηνού δωματίου, δυτικά της Βαλάνς. Όχι τελείως μόνος... Μισό μπουκάλι ρούμι στο κομοδίνο και η ξανθιά που δίπλα μου πλαγιάζει, μα αδυνατώ να θυμηθώ το όνομα της. Η καρδιά μου μπουρδέλο πολυτελείας, στα δωμάτια της φιλοξενεί τις γυναίκες που διακρίνουν τον πόνο στα μάτια μου. Πλαγιάζουν μαζί μου πιστεύοντας πως θα τον επουλώσουν. Με την ελπίδα πως ίσως αγαπηθούν έστω και λίγο. Σωροί γυναικών έχουν περάσει πάνω από τούτο το άψυχο σώμα, το άδειο κουφάρι. Ακόμα σκέφτομαι τα μάτια της υπό το φως των κεριών. Το απαλό της δέρμα, τη θαλπωρή της αγκαλιάς της. Όσες φορές και αν ταξίδευα πίσω, πάλι μαζί της θα επέλεγα να είμαι. Είτε κυλούσε διαφορετικά είτε το ίδιο. Ήταν η μούσα μου! Πίστευε πως δεν θα αργούσα να την ξεχάσω κι όμως ακόμα την βλέπω να μου χαμογελά στα όνειρα μου. Tώρα νιώθω κουρασμένος και την καρδιά μου αδύναμη. Το μόνο που εύχομαι σαν τα μάτια κλείσω και ονειρευτώ εκείνη ξανά και μια ζωή ολάκαιρη μαζί της... ποτέ να μην τ’ ανοίξω πια.