Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 19

Στήλη: Διεκδικήσεις - Το Γέλιο

Καθάριζε πάντα δυο φορές και με μανία, λες κι αν εξουδετέρωνε τα μικρόβια θα εξουδετέρωνε και τους φόβους του. Δεν ήταν σίγουρος ποτέ για τίποτα. Δεν ήταν βέβαιος αν το σπίτι ήταν αρκετά τακτοποιημένο, αν θα το ενέκρινε η μάνα του σε περίπτωση που έκανε μια αιφνιδιαστική έφοδο (αν το αιφνιδιαστική γράφεται με δύο "ι"), αν αγαπούσε τη φιλενάδα του, αν προτιμούσε το πάθος από τον έρωτα και τον έρωτα  από την αγάπη.Ήθελε μόνο  να πατήσει εκείνο το φανταστικό κουμπί και να βρεθεί μακριά. Μακριά εκεί που δεν θα φτάνει η φωνή της γειτόνισσας, που τον μαλώνει επειδή κάνει θόρυβο όταν σπανίως έρχεται σε οργασμό, μακριά εκεί που δεν θα μπορούν να τον αγγίξουν οι αναμνήσεις που τον ξυπνάνε κάθιδρο κάθε πρωί, μακριά σε μια ανάποδη χώρα εκεί που θα μπορέσει να ανταλλάξει όλες τις ήττες της ψυχής του με γέλια μικρών παιδιών.

Κάποτε πήρε ένα σκύλο - από παιδί ήθελε να έχει ένα σκύλο, τον έδιωξε όμως κι αυτόν  γιατί έπασχε λέει από σύνδρομο αποχωρισμού. Δεν μπορούσε να μείνει μόνος του ούτε μια στιγμή, τον ακολουθούσε παντού κι όταν έκανε να ξεμυτίσει από το σπίτι σήκωνε τη γειτονιά στο πόδι με τα γαβγίσματα του. Του έκανε παρατήρηση και η γειτόνισσα. Φυσικά δεν ήρθε να του το πει η ίδια, όπως δεν είχε έρθει ποτέ να παραπονεθεί καταπρόσωπο για τόσα και τόσα άλλα. Διακριτική καθώς ήταν αρκούνταν πάντα σε εκείνον τον αναστεναγμό αγανάκτησης, που χρησιμοποιούσε όταν ήθελε να του δηλώσει την δυσαρέσκεια της, θυμίζοντας του ότι πρέπει να επανέλθει στη τάξη. "Θα τον πάω πίσω τον σκύλο" σκέφτηκε... "ποιος έχει χρόνο να βγαίνει βόλτα δυο φορές την ημέρα και να κάνει παιχνίδια, και να αντέχει τον θόρυβο που προκαλεί μια ζωντανή αναπνοή μέσα στο σπίτι..." Έτσι ένα πρωί τον επέστρεψε στην παλιά του ιδιοκτήτρια. Άδειασε το μπολάκι με το νερό, καθάρισε το άλλο με το φαγητό κι ο σκύλος πήρε το δρόμο του.

Η γειτόνισσα ησύχασε για λίγο στην αρχή. Μάλιστα την άκουσε να μιλάει στο τηλέφωνο, και να λέει ότι ευτυχώς που έφυγε το σκυλί και  μπήκαν και πάλι στη σειρά τους. Η ηρεμία της όμως δεν κράτησε για πολύ, όπως δεν κρατούσε ποτέ άλλωστε. Σε ένα άλλο τηλεφώνημα, λίγες μέρες μετά την άκουσε και πάλι να τον σχολιάζει. "Μα δεν την βλέπει αυτή τη κοπέλα του πως έχει καταντήσει, διακόσια κιλά έχει γίνει, κι αυτό που κάνει πως το λένε... ούτε να το πω δεν μπορώ... δουλειά είναι αυτή? Ας τα τι να πεις... χαμένη περίπτωση!"

Ένα απόγευμα το πήρε απόφαση, θα πήγαινε να τη βρει να της τα πει ένα χεράκι. Ποια ήταν αυτή που νόμιζε ότι μπορούσε να τον κρίνει με τόση ευκολία, από που τον ήξερε και είχε σχηματίσει και γνώμη και την διέδιδε και δεξιά - αριστερά και κατέστρεφε και την καλή του εικόνα στη γειτονιά. Κάποια από τις κακόβουλες φήμες της θα έφτασαν και στ' αυτιά της κοπέλας του και τον παράτησε. Ποιος ξέρει αν πήγε να βρει και το αφεντικό του και τον κακολόγησε κι εκεί. Μα βέβαια, τώρα που το ξανασκεφτόταν καλύτερα δεν εξηγούνταν αλλιώς, αυτή ευθύνονταν για την απόλυση του. Δεν του είχε αφήσει άλλη επιλογή, Θα πήγαινε όπωσδήποτε να την βρει. Ντύθηκε πρόχειρα με ένα λερωμένο μακό κι ένα φθαρμένο τζιν που ξεχώρισε από τα υπόλοιπα άπλυτα - του είχαν σωθεί και τα καθαρά ρούχα. Από τη μέρα που έφυγε η Μ είχε να βάλει πλυντήριο... δεν είχε λόγο πια, χωρίς δουλειά και χωρίς κοπέλα ποιος θα τον έβλεπε...

Κατέβηκε αργά τα σκαλιά μέχρι το ισόγειο και χτύπησε το κουδούνι εκείνου του τύπου που έμενε στο αριστερό διαμέρισμα, και κάθε πρωί τον αναστάτωνε με τη μουσική και τις φωνές του. "Πως γίνεται να μην την έχετε ακούσει ποτέ? Εγώ την ακούω κάθε μέρα να μιλάει στο τηλέφωνο και να αλλάζει θέση στα έπιπλα! Μα και βέβαια είμαι σίγουρος!" Ο άλλος λέει δεν ήξερε τίποτα για καμία ηλικιωμένη κυρία, δεν την είχε δει ποτέ και ορκιζόταν ότι η πολυκατοικία τους είχε μόνο τέσσερις ορόφους. "Τρελός θα είναι αυτός!" σκέφτηκε και έφυγε απογοητευμένος. Πως γίνεται να μην την ξέρει? Όλοι στη γειτονιά την ξέρουν, όσους έχει ρωτήσει του έχουν απαντήσει ότι την έχουν δει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους. "Μωρέ να δεις που αυτός την καλύπτει! Όπως και να 'χει εγώ θα πάω να τη βρω, να ξεκαθαρίσω μια για πάντα την κατάσταση!"

Ανέβηκε στον πέμπτο και χτύπησε το κουδούνι, το χτύπησε πολλές φορές αλλά δεν άκουσε τίποτα πέρα από ένα πνιχτό γέλιο. Το αναγνώρισε αυτό το γέλιο, το είχα ξανακούσει πολλές φορές στο παρελθόν κι από διάφορους ανθρώπους. Με τρόμο θυμήθηκε ότι ήταν το ίδιο με το γέλιο του πατέρα του, που χλεύαζε την πρώτη του προσπάθεια να μάθει ποδήλατο, ήταν το γέλιο και της Μ όταν της είπε ότι θέλει να μείνουν μαζί, ήταν το γέλιο εκείνου του δήθεν φίλου του που πάντα του έκλεβε τα κορίτσια, γιατί ήταν πιο ψηλός και είχε λέει ανοιχτό αυτοκίνητο. Και ήταν και το γέλιο τόσων άλλων που του ήταν αδύνατο να θυμηθεί τα πρόσωπα τους, αλλά μόλις έσπρωξε την πόρτα του διαμερίσματος, τους είδε παραταγμένους μπροστά του και τους ξαναθυμήθηκε όλους έναν - έναν. Εκείνη καθόταν στη μέση, βασίλισσα στο θρόνο της. Ο εξευτελισμός του ήταν γι' αυτή το πιο διασκεδαστικό θέαμα του κόσμου, γελούσε πιο δυνατά απ' όλους και τον έδειχνε με το ζαρωμένο της δάχτυλο.

Έφυγε ταπεινωμένος, πισωπατώντας, μέχρι που κόντεψε να πέσει από τη σκάλα. Κλείστηκε στο σπίτι του και δεν έβγαινε παρά μόνο τα βράδια για να πάρει τσιγάρα και καμια μπύρα από το περίπτερο της πλατείας. Την ημέρα ήταν συνεχώς ένας από αυτούς στο διάδρομο, ακριβώς έξω από την πόρτα του. Άκουγε το γέλιο και όταν πέρναγε από μπροστά τους κρυφοκοίταζε από το ματάκι, που έστεκαν εκεί ακούραστοι, με τις ώρες και περίμεναν την ευκαιρία για να χωθούν από καμια χαραμάδα, που από απροσεξία θα είχε ξεχαστεί ανοιχτή.

Ανίσσα Χασίμ


Η στήλη Διεκδικήσεις γράφεται από το τεύχος 7 του Vakxikon.gr