Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 19

Στήλη: Δαίμονας χωρίς ταυτότητα 11

Τα παιδιά σταμάτησαν να παίζουν. Οι φωνές και τα γέλια..., όλα σταμάτησαν. Σώπασαν. Χάθηκαν. Μέσα σε λίγα λεπτά, αυτός ο τόπος γεμάτος ζωή, έμεινε στείρος από κάθε ίχνος ικμάδας της.Όλα εξαφανίστηκαν. Εκτός από μένα.

Εγώ ήμουν ακόμα εκεί, χωρίς να ξέρω γιατί. Σκεφτόμουν ξαπλωμένος στο χωματένιο έδαφος. Κουλουριασμένος σαν μισοσχηματισμένο βρέφος στην κοιλιά της αμαρτωλής μάνας του. Μισοκοιμισμένος. Ησυχία... απόλυτη. Αιδήμων σιγή.

Μόνο το τραγούδι των πουλιών άκουγα και... το ορατόριο του ανέμου. Ένα ορατόριο μ’ ένα πρελούδιο αρχικά υποτονικό, αργότερα μελαγχολικό, λυπητερό, για να γίνει στο τέλος ένας βαθιά πένθιμος θρήνος. Ένα ρέκβιεμ. Ένα ρέκβιεμ εκστατικό, εκκωφαντικό, ισχυρό. Ο άνεμος φυσούσε τόσο πολύ! Οργίαζε.

Τα δέντρα έλεγαν ψιθυριστά μεταξύ τους τα μυστικά τους.

Κάτι τέτοιες στιγμές περίμεναν να τα πουν..., όταν η μουσική του ανέμου, τόσο δυνατή οιμωγή, καλύπτει κάθε άλλο ήχο που πάει να του παραβγεί, έτσι ώστε να δοξάζεται μόνο το δικό του μουσικο-ηχητικό τάλαντο.

Κι εγώ... που δεν έχω μυστικά, μα μόνο σκέψεις..., εύχομαι να φυσήξει τόσο πολύ, να ηχήσει τόσο δυνατά το θρηνητικό του τραγούδι και να συνεπάρει όλα τα στοιχεία της φύσης. Όλους και όλα. Και να γίνω εγώ ο εμπνευστής του ρέκβιεμ αυτού για ν’ αξίζω στο τέλος την αφιέρωσή του. Και τότε... καθώς αυτός θα μου τραγουδά... και τα μυστικά της φύσης θα ξεχύνονται στον αέρα, η σάρκα μου θα ξεσκίζεται από την ορμητική του δύναμη, και το αίμα θ’ αδειάζει τις φλέβες μου, ποτίζοντας το χώμα και τις πέτρες πάνω στις οποίες κείτομαι και πνίγοντας τα σκουλήκια κι όποια άλλη μορφή ζωής θα βρίσκεται δίπλα μου.

Θα είναι ένα αίμα δολοφονικό. Ένα αίμα πηχτό. Αίμα δακρύων. Αίμα λευκό. Αίμα-νεύμα για τα γεράκια του Προμηθέα που σαν διονυσιακές Μαινάδες με τους θύρσους τους, θα χορέψουν εκστασιασμένες το χορό του Θεού του οίνου και του γλεντιού, πάνω στη γυμνή σάρκα μου και θα λουστούν με το λευκό κρασί μου, συμμετέχοντας έτσι σε μια μυστηριακή τελετή πρός τιμή του εραστή τους-Δαίμονά μου.

Και μετά θα ‘ρθει η βροχή. Μια βροχή δυνατή. Λυτρωτική καταιγίδα. Ακατάπαυστη λαίλαπα που σαν τους γερανούς του Ιβύκου, θα τρομάξει τα γεράκια-μαινάδες πριν ολοκληρώσουν την τελετή.

Όχι! Μη φεύγετε! Κι εσύ άνεμε μην κοπάζεις! Όχι!

Μη μ’ εγκαταλείπεις μισό στ’ όνειρό μου! Κοίτα! Όχι...!

Το αίμα μπαίνει μέσα μου πάλι γεμίζοντας ζωή τη σάπια τούτη σάρκα. Μπαίνει μαζί με τα σκουλήκια που έπνιξε. Όχι!

Δεν είναι αίμα λευκό... Είναι κόκκινο. Αίμα!

Ποιο ήταν άραγε το μυστικό των δέντρων;

Γιατί Αίολε αρνήθηκες να μου αφιερώσεις το πένθιμο τραγούδι σου; Γιατί δεν άξιζα τη λύτρωσή σου; Γιατί δεν αναγνώρισες σε μένα το αγκάθινο ρόδο μου;  Γ Ι Α Τ Ι ;

Περιφέρομαι πάλι. Στην κολασμένη άβυσσο, στο μαυσωλείο του δαίμονά μου φυλακίζομαι για πάντα. Δένομαι. Αλλοιώνομαι. Στέκομαι όρθιος τώρα πια. Δες με! Αλλά... τρελαίνομαι...

Άτη Σολέρτη


Η στήλη Δαίμονας χωρίς ταυτότητα γράφεται από το τεύχος 9 του Vakxikon.gr.