Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 19

Τα γράμματα της Ντόρας - Ανάγνωση του Αποστόλη Αρτινού

Τα γράμματα της Ντόρας, Μυθιστόρημα, Αποστόλης Αρτινός, Εκδόσεις Σμίλη, 2012


Η αγωνία του ερωτευμένου ήταν πάντα ο ασφαλέστερος δρόμος για να χάσει την αγάπη του άλλου, τη δυνατότητα της αγάπης του έτερου, που είναι ένα πάντα διαφορετικό από το ταυτόν και καταλήγει αναπόδραστα στη θλίψη του χωρισμού, της αποκόλλησης, της αναχώρησης ή του θανάτου.

Μέσα από τα γράμματα της Ντόρας, αγροτικής παράταιρης γιατρίνας στην Άμφισσα της δεκαετίας του 1950, αναδύεται σε όλο της το μεγαλείο η τραγικωμωδία του έρωτα, το αδιέξοδο μονοπάτι που διαλέγει να τραβήξει η απελπισμένη ψυχή που δεν βρίσκει τον δρόμο προς τα ένδον, στην αληθινή ελευθερία της αυτογνωσίας, στην ακάματη ενεργητικότητα του εαυτού που δρέπει τις ηδονές της ζωής κι αρέσκεται να προσφέρει στους άλλους απολαμβάνοντας τα δώρα και τα αντίδωρά τους.

Σκέφτομαι συχνά, με την όποια πείρα της ζωής διαθέτω στα πενήντα μου χρόνια, ότι όλοι οι έρωτες της ζωής μας, όλες οι μοναχικές βραδιές μακριά από τα αντικείμενα του πόθου μας δεν αξίζουν περισσότερο από ένα κοχύλι, ένα πολύχρωμο βότσαλο στρογγυλευμένο από τα χρόνια, από ένα λουλούδι που ανοίγει περήφανο το πρωί για να μαραζώσει το βράδυ, από μια πεταλούδα που μετεωρίζεται πασιχαρής στο κενό χωρίς να σκέφτεται ότι θα ζήσει μόνο μια μέρα. Αν αντιμετωπίζαμε έτσι τους έρωτές μας θα γινόμασταν ίσως περισσότερο φίλοι με τα αντικείμενα του πόθου μας, θα τα αντιμετωπίζαμε λιγότερο ως δοχεία ηδονής ή χρηστικά εργαλεία και θα γινόμασταν περισσότερο αγαπητικοί, συμπαθείς και συμπάσχοντες με τις όποιες ανησυχίες κι ανασφάλειες του άλλου. Αντ’ αυτού ασχολούμαστε – συνήθως, οι περισσότεροι από εμάς – με τον εαυτό μας, τις επιθυμίες μας, τα απωθημένα μας, τα συμπλέγματά μας, τα «σχέδια της ζωής μας που βγήκαν όλα πλάνες», τα «φαντάσματα της ηδονής μας», με αποτέλεσμα ο άλλος να ξεμακραίνει, να θαμπώνει, να απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από εμάς, απωθημένος από τον άκρατο αυτισμό μας.

Η θεοκρατική λατρεία που επιφυλάσσει η νευρωτική Ντόρα στον ταλαίπωρο Φώτη, που μοιάζει ένα μάλλον συνηθισμένο πλασματάκι χαμηλού βεληνεκούς και χωρίς ιδιαίτερες ευαισθησίες, ρομαντισμούς, μελοδραματικότητες κι ανησυχίες παντός είδους, τον αναγκάζει να φύγει μακριά, να αποδράσει με σιγανά πλαϊνά πηδηματάκια, αφού η μορφή του μέσα από τις φωτογραφίες αναδίδει ανάγλυφη την καλόβολη μετριότητα του ανθρώπου που οργώνει τη γη και φυτεύει παιδιά στη γυναίκα του. Μέχρι εκεί. Όμως η ψυχή της Ντόρας άλλα ποθεί και για άλλα κλαίει. Ψάχνει τη λύση στα υπαρξιακά της αδιέξοδα μέσα από την ηρωοποίηση του μυθικού άντρα κι αφέντη, που θα είναι πάντα εκεί, ακλόνητος βράχος κι απάνεμο λιμάνι στις κακοτοπιές της ζωής.

Η κατάφορη ρομαντικότητα, ο αδιέξοδος μελοδραματισμός, ή έλλειψη χιούμορ, ακυρώνει αυτά καθ’ εαυτά τα ανθρώπινα πλάσματα, μετατρέποντάς τα σε ανδρείκελα και σκιές, σε όνειρα ονείρων και σε εφιάλτες χωρίς ευτυχή κατάληξη. Ο πόνος είναι το αντίδοτο του παράφορου έρωτα, κι όπως τη χαρακτηρίζει ευστόχως ο Αποστόλης Αρτινός, αυτή η γλωσσική παραφορά της παραληρούσας ερωτευμένης ιατρού είναι που απωθεί τον εραστή της και θέλγει (ομοιοπαθητικώ τω τρόπω) τον ευαίσθητο και πονεμένο ίσως αναγνώστη, που αναζητεί στη δίνη των λόγων ενός άλλου, κάποιου που δεν συνάντησε ποτέ (και δεν ενδιαφέρει αν υπάρχει ή δεν υπήρξε ποτέ), αναζητεί το φάρμακο για τα δικά του πάθη, την απομυθοποίηση ή επαναδραματοποίηση των δικών του δεινών, την ολοκληρωτική απελευθέρωση από τις δραματοποιημένες πτυχές της ζωής του, που κρατάν την ψυχή του δέσμια στο δίχτυ των ενοχών, των τύψεων, των μεταμελειών, των μάταιων εκείνων «τι θα γινόταν, άραγε, αν είχα αντιδράσει διαφορετικά…».

Το επίτευγμα του Αποστόλη Αρτινού είναι ότι στέκεται παράμερα από την ομιλούσα φωνή. Δεν ταυτίζεται στο ελάχιστο μαζί της. Την παρατηρεί και την προσέχει. Την απομυθοποιεί και την κρίνει, χωρίς να την κατακρίνει και να την γελοιοποιεί. Είναι σαν κοινωνιολόγος που ανατέμνει το εκφραστικό δείγμα του και βγάζει τα απαραίτητα συμπεράσματα για την αλλαγή νοοτροπιών και περιρρέουσας ατμόσφαιρας με το πέρασμα και την αλληλοδιαδοχή των εποχών. Ακόμα και η περιγραφή των ατέλειωτων ανταποκρίσεων των αργών τρένων του περασμένου αιώνα μετατρέπουν τις κοντινές (με τα σημερινά μέσα μεταφοράς) αποστάσεις στο μυθικό ταξίδι του Οδυσσέα προς την πολυπόθητη Ιθάκη του. Μόνο που εδώ, από μια αναστροφή της τύχης, είναι η Πηνελόπη που ταξιδεύει κι ο Οδυσσέας παντρεύεται μιαν άλλη. Δεν νιώθω τύψεις που σας αποκαλύπτω το τέλος, αφού δεν πρόκειται για αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά για μια μάλλον παραδοσιακή κατά λογάδην παράθεση επιστολών χωρίς τον αντίλογό τους. Αν υπάρχει ένα μεταμοντέρνο στοιχεία σε αυτό το πόνημα είναι ο πρόλογος, ο επίλογος και ο διακριτικός σχολιασμός των λιγοστών φωτογραφιών από τον συρ-ραφέα.

Ανυπομονώ να διαβάσω τα επόμενα κοράλλια και τους έβενους που θα ανασύρει από το μακροβούτι του στο συλλογικό ασυνείδητο.

Κωνσταντίνος Μπούρας