Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 19

Μπενάτ Θαρασόλα, Ένα άδειο κουτί/ Ο κύβος

Μεταφράζει η Αγγελική Δημουλή
Γεννημένος το 1984 στην πρωτεύουσα της Χώρας των Βάσκων, το San Sebastian, ο BeÑat Sarasola μιλάει ισπανικά, βασκικά και γαλλικά ως μητρικές γλώσσες αλλά επιλέγει να γράφει στα βασκικά. Έχει εκδόσει δύο ποιητικές συλλογές, Το άδειο κουτί (2007) και Ο κύβος (2009). Με σπουδές στη θεωρία της λογοτεχνίας, στη συγκριτική λογοτεχνία και στη φιλοσοφία, ζει και δημιουργεί ανάμεσα στη γενέτειρά του και στη Βαρκελώνη όπου διδάσκει λογοτεχνία στο ομώνυμο Πανεπιστήμιο και συμμετέχει σε εκδηλώσεις για την προώθηση και την ενδυνάμωση της βασκικής γλώσσας στην οποία έχει μεταφράσει βιβλία του Philip Roth και του Northrop Frye. Αρθρογραφεί επίσης σε βασκικά και ισπανικά περιοδικά και έχει κερδίσει  βραβεία για την ποίησή του (Rikardo Arregi και Κutxa Degree ending).Η ποίηση του Sarasola είναι μεταμοντέρνα όσον αφορά στη φόρμα• οι θεματικές που πραγματεύεται ανάγονται πρώτον στην αναζήτηση ενός παρελθόντος που δεν έζησε όχι γιατί δε θέλησε αλλά γιατί η γενιά των γονιών του πρόλαβε να τα «τακτοποιήσει» όλα χωρίς να αφήσει περιθώρια δράσης στην επόμενη γενιά:

Όταν φτάσαμε, η Ιστορία είχε τελειώσει, και η Τέχνη είχε δολοφονηθεί από τους προκατόχους μας. Τα πάντα είναι ήδη γραμμένα, δεν υπάρχει κάποιο λογοτεχνικό ρεύμα για να ταχθούμε ενάντια.

Το παραπάνω απόσπασμα από το ποίημα, Η Γενιά μας, θα μπορούσε με τη δυναμική που εκπέμπει να διαβαστεί  κι ως μανιφέστο των νέων ποιητών με ευρωπαϊκή ταυτότητα.

Έπειτα, ο Sarasola ισορροπεί ενίοτε και με τα όρια της πολιτικής ποίησης, γράφοντας ένα ποίημα-απάντηση (Είναι νεκρή) στον βάσκο ποιητή Joseba Sarrionandia ο οποίος διώκεται ακόμα για τη συμμετοχή του στην ΕΤΑ ή να σχολιάζοντας υπαινικτικά ([...] o αντιπυρηνικός ήλιος έκλαψε για πρώτη φορά) τη δολοφονία της Gladys del Estal από την αστυνομία το 1979.

Κλείνοντας τη σύντομη εισαγωγή παρατηρούμε ότι και το θέμα της διγλωσσίας  δεν τον αφήνει αδιάφορο. Με το ποίημα Απόμακρη γλώσσα, εκφράζει  με «συγκινητικό» ρεαλισμό την επιθυμία η γλώσσα να εκφράζει απλώς την έννοιά της χωρίς ταλαιπωρίες σωματικές και ψυχικές των ομιλoύντων και μάλιστα έχει τον ρομαντισμό να αποδεχθεί ότι αυτή η επιθυμία ανήκει σε μια γλώσσα ιδεατή, μια γλώσσα απομακρυσμένη.

Η ποίησή του ξεκάθαρη αλλά και υπαινικτική συνάμα, ειρωνική και αυτοσαρκαζόμενη, αφήνει στον αναγνώστη μια διάθεση φιλοσοφικού στοχασμού που τον κάνει να θέλει να επανέλθει στα ποιήματα του Sarasola προκειμένου να βρει απαντήσεις.

Αγγελική Δημουλή


[Αποσπάσματα από το βιβλίο: Ένα άδειο κουτί/ Kaxa huts bat, 2007, Susa]


Είναι νεκρή1

Η ποίηση είναι νεκρή κύριε αρχιφύλακα κι ήμουν εγώ,
Ήμουν εγώ αυτός στη γωνία,
11:16 μμ, 17 Απριλίου.
Μην καταδικάσετε αυτόν τον ανθρωπάκο,
μπορεί να βρείτε τα αποτυπώματά του
αλλά κοιτάξτε τον καλύτερα κύριε αρχιφύλακα
Αυτός ο άνθρωπος ακόμα πιστεύει στην ανθρωπιά
Μην τον πάτε στο αστυνομικό τμήμα, αλήθεια,
πάρτε εμένα, εγώ ήμουν.
Σαν να ήταν τόσο εύκολο να σκοτώσω την ποίηση!
Τη μαχαίρωσα και την άφησα εκεί,
να αιμορραγεί στο πάτωμα.
Την έσωσε ο Ερυθρός Σταυρός
με τα νεωτερικά του εφόδια.
Αργότερα την πυροβόλησα πέντε φορές στην πλάτη
την ώρα που αγόραζε πορτοκάλια.
δεν ξέρω αν μπορείτε να καταλάβετε Κύριε αρχιφύλακα
αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο να σκοτώσεις την ποίηση.
έπρεπε να τη σκοτώσω με τα χέρια μου,
τη στραγγάλιζα
μέχρι που φτάσατε.
Είστε σίγουρος οτι πέθανε;
Μετρήσατε το σφυγμό της;
Αλήθεια δεν έχω ιδέα
από πού ήρθε αυτός ο τύπος.
Όχι, μην την καλύπτετε με εφημερίδες.
ελάτε όλοι εδώ,
δημοσιογράφοι, τηλεόραση, φωτογράφοι
Ελάτε και δείτε την!
Και μόλις βρείτε φέρτε και μια μικρή ορχήστρα.
Πείτε η ποίηση είναι νεκρή,
Πείτε ότι εγώ τη σκότωσα.

Η γενιά μας

Η γενιά μας είναι άχρηστη, η γενιά μας είναι ένα μηδενικό. Δε μπορούμε να σκοτώσουμε τους γονείς μας• δεν μπορούμε να φύγουμε από το πατρικό μας σπίτι, να πάμε σε ένα χίπικο κοινόβιο. Οι γονείς μας θέλησαν να μας καταλάβουν, καπνίζαμε τριγαριλίκια που εκείνοι είχαν στρίψει, στάθηκαν πάντα στο πλευρό μας. Οι δάσκαλοί μας χρησιμοποίησαν τις πιο νεωτερικές παιδαγωγικές μεθόδους• παίξαμε στο σχολείο, μιλήσαμε για ναρκωτικά, σχεδόν μας είπανε πώς να γαμάμε. Όταν φτάσαμε, η Ιστορία είχε τελειώσει, και η Τέχνη είχε δολοφονηθεί από τους προκατόχους μας. Τα πάντα είναι ήδη γραμμένα, δεν υπάρχει κάποιο λογοτεχνικό ρεύμα για να ταχθούμε ενάντια• ωστόσο, κανονίζουνε βραβεία και υποτροφίες προκειμένου να προωθήσουνε την λογοτεχνική μας σταδιοδρομία. Δεν υπάρχει χώρος για ουτοπία και ιδεολογίες. Κανείς απ’τη γενιά μας δε θα πεθάνει κατεστραμμένος απ’την τρέλα, πνιγμένος  απ’την πείνα. Τα μοντέλα και οι ποδοσφαιριστές έχουν τατουάζ σε όλο τους το σώμα, αυτή είναι η ανυποταξία τους. Στο C &A  έχουν το πρόσωπο του Τσε Γκεβάρα για την ανοιξιάτικη συλλογή τους. Δεν πήγαμε στο κατηχητικό. Δε μπορέσαμε να επαναστατήσουμε κατά των παπάδων. Στη δουλειά μας βοηθά το Τμήμα Ανθρώπινων Πόρων, κάνουμε συσκέψεις για ανταλλαγή ιδεών προκειμένου να βελτιωθεί η παραγωγικότητα της εταιρείας μας, τα συνδικάτα μας προστατεύουν με τις συλλογικές συμβάσεις. Άλλωστε η γενιά μας δε γνώρισε καμιά δικτατορία, μέρα και νύχτα είχαμε δημοκρατία. Η γενιά μας έχει βιβλίο παραπόνων για να διοχετεύει τη ματαιότητά της.

Απόμακρη γλώσσα

Σε μια απόμακρη γλώσσα,
«zuhaitz» σημαίνει λύπη
αντί για «δέντρο»
«tristezia»σημαίνει δόξα
αλλά όχι λύπη
«loria» είναι το σκιάχτρο
«txorimalo» σημαίνει ο κούκος-ρολόι
και λέγεται «kuku»
όταν λένε «epaitu»
με ό,τι εμείς εννοούμε να κρίνουμε
εκείνοι καταλαβαίνουν να δούμε
όταν λένε «ikusi»
καταλαβαίνουν να μαγέψω
«sorgindu» σημαίνει να καλλιεργώ
κι όταν ακούς «laboratu»
πρέπει να καταλαβαίνεις να πιστεύεις
και όχι να καλλιεργείς
«sinetsi» σημαίνει μπάλλα
«baloi» σημαίνει πάχος
χρησιμοποιούν «gizen» αντί για «exodus»
«exodoa» είναι γι’αυτούς
το μηχάνημα που χρησιμοποιούμε για να μετράμε την ώρα.

Στη γλώσσα αυτή δεν έχουν
προβλήματα όπως το να μιλήσουν τη γλώσσα τους μπροστά σ’ένα δικαστή,
σ’αυτή την απομακρυσμένη γλώσσα δε θ’ακούσεις λέξεις όπως
«diglosis» ή «normalization»
δε διοργανανώνουν μεγάλα φεστιβάλ
προκειμένου να υποστηρίξουν τη γλώσσα τους,
στην πραγματικότητα κανείς δεν είναι υπέρ αυτής της γλώσσας
κανείς δεν βάζει λουκέτο στις εφημερίδες και στα ραδιόφωνα.

Σ’ αυτή την απομακρυσμένη γλώσσα,
«hizkuntza» σημαίνει απλώς γλώσσα

[Απόσπασματα από το βιβλίο: Ο κύβος/ Alea, 2009, Susa]

Γκλάντις
Όπως στην εποχή όπου οι ηρωικές πράξεις είχαν νόημα,
Οι προλετάριοι έχασαν το «είναι» τους.
«Άλλαξαν!» θα πουν οι αισιόδοξοι κοινωνιολόγοι.
Το διάβασα σε μια δωρεάν εφημερίδα, ενώ περίμενα
Να καθαρίσουν το δρόμο, ότι πρόκειται να αλλάξουν
Τα βαγόνια της κίτρινης γραμμής. Η Άνοιξη
Δεν έχει έρθει ακόμα αλλά κάθε φορά που μπαίνω
Σ’αυτόν τον σταθμό μου φαίνεται οτι ζω σε
Μια κομμουνιστική χώρα. Και μερικές φορές
Βρίσκω τη δύναμη να συνεχίσω,
Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, διότι,
Τίποτα δεν είναι ατυχές. Και μετά θυμάμαι
Την Γκλάντις Ντελ Εστάλ, και το πόσο ανήλεα σκοτώθηκε
Από την αστυνομία στις 3 Ιουνίου του 1979.
Και οι άνθρωποι τραγούδησαν: «Fuera yankees de Navarra »,
Και ο αντιπυρηνικός ήλιος έκλαψε για πρώτη φορά.
Το παρελθόν δεν είναι κάτι για το οποίο μπορούμε να είμαστε περήφανοι,
Και τι να πούμε για το παρόν; Για το παρόν να πούμε
ότι είμαστε ικανοί να μισούμε και ν’αγαπάμε ταυτόχρονα;
Πόσο συχνά ζητήσαμε λίγη ησυχία; Ησυχία από τις
Ευθύνες που μας φορτώσανε από τα νιάτα μας;
Ησυχία απ’τα βάρη που μας επέβαλαν χωρίς να μας ρωτήσουνε.
«Φίλη μου», της είπα, «ας κάνουμε έστω και για ένα λεπτό,
Κάτι αξιομνημόνευτο». Με κοίταξε σοβαρά
Και τελείωσε τον καφέ της. Δεν απάντησε τίποτα.
Και ακόμα μια φορά η ανάγκη να ξεφύγουμε
Παρά την υποψία ότι όλα είναι μια ψευδαίσθηση.
Αυτή η πόλη έχει σύνορα όπως και ό,τιδήποτε άλλο.
Αύριο, θα χαιρετηθούμε σε έναν σκονισμένο δρόμο.
Θα πάω σε ένα όμορφο πάρκο και αφού κάτσω στο γρασίδι,
Θα ζητήσω μια ερμηνεία για τον κόσμο.

Ο Τομ φεύγει

Ο Τομ πάει να βρει μιαν άλλη χώρα. Θυμάται ότι πριν από μερικές εβδομάδες,
ήταν ευτυχισμένος και έγινε δυστυχισμένος. Πασχίζει να δει το ειδωλό του στην
αφίσα της στάσης αλλά κάποιος μπήκε ανάμεσά τους. Με τα χέρια στις τσέπες, κάτι
ψάχνει. Ήταν φθινόπωρο τότε και ο ήλιος έδυε γρήγορα.

-Δε μπορώ να το κάνω-της είπε. Είμαι ανίκανος να καταλάβω τι σκέφτεσαι.

Κι όταν το παρελθόν είναι τόσο αδίστακτο όσο το παρόν, πώς μπορούμε να πούμε οτι
τα μέρη είναι το μόνο που μένει; Έκατσε σ’έναν πάγκο και έβαλε τον δείκτη και τον
αντίχειρα κάτω απ’το πηγούνι του. Έπειτα άρχισε να σκέφτεται τα πρωτοσέλιδα των
εφημερίδων. Παραιτηθήκαμε νέοι και φύγαμε μακριά απ’τη γλώσσα. Κοιτάει το μεγάλο
ρολόι και συνοφρυώνεται.

Παραπομπές: 

1. Το ποίημα αποτελεί απάντηση στο ποίημα του Joseba Sarrionandia, Η ποίηση είναι νεκρή αλλά δεν το έκανα εγώ (μετάφραση από τα ισπανικά Μαρία Ανδριά) : Η ποίηση είναι νεκρή αλλά δεν τη σκότωσα εγώ./ Ίσως βρείτε τα δακτυλικά μου αποτυπώματα/ στο σώμα της/ πλησίασα σε περίπτωση που/το πτώμα ήταν ακόμα ζωντανό./ Με πιάσατε με τα χέρια πάνω στο σώμα/ γιατί προσπαθούσα να το ξαναφέρω στη ζωή./ Αλλά όταν έφτασα εγώ ήταν ήδη χωρίς αισθήσεις/ και στην τελευταία της πνοή./ Κάποιες φορές ερχόταν να παίξει στα πόδια μου./ Εγώ δεν ήθελα να γίνω ποιητής./ Ποιος σας είπε ότι με είδε; Εγώ περπατούσα/ κάνοντας βόλτες απ’εδώ./ Δεν ξέρω ποιος τη σκότωσε, όταν πλησίασα/ ήταν περιτριγυρισμένη από κόσμο, νεκρή./ Ίσως να την έπνιξε ένας απ’αυτούς τους ποιητές/ που κάνουν τους ποιητές./ Μη με συλλαμβάνετε, δεν το έκανα εγώ/ και δε μ’αρέσουν οι φυλακές./ Επιπλέον, πώς θα τη θάψετε; Η ποιήση/ δε χωράει σ’αυτό το κερασένιο φέρετρο/ φέρτε τουλάχιστον μερικές εφημερίδες /για να τη σκεπάσετε...