Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 19

Ταυτότητα: Πλάνης / Mέρος 1ο: Ο Φλανέρ

Γράφει η Αγγελική Δημουλή
 
 
: [περιπλανώμενος ή πλάνης ή εκείνος που βήμα-βήμα φτιάχνει τη δική του διαδρομή ή εκείνος που με το περπατάν μάχεται ενάντια σε μια πραγματικότητα που παρουσιάζεται σαν ομογενοποιημένη απολυτότητα ή ο μοναχικός γιός του πλήθους ή ο αναγνώστης της πόλης ή ο δανδής που έγινε ποιητής]έχει διαγράψει πολλές διαδρομές στον νεωτερικό και μετανεωτερικό  χωροχρόνο, ξεκινώντας την πορεία του από το Παρίσι και ως πνευματικό δημιούργημα του Σάρλ Μπωντλέρ άρχισε να διαγράφει αστικές πορείες κινώντας το ενδιαφέρον και μεταγενέστερων φιλοσόφων όπως του Σίγκφριντ Κρακάουερ και του Γουόλτερ Μπένζαμιν.

Όταν, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα αρχίζουν να συρρέουν στην πόλη του Παρισιού αγροτικά πλήθη αρχίζουν μοιραία να πραγματοποιούνται και αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι νέοι αυτοί-και κατ’ευφημισμόν-αστοί θα εντάσσονταν στη πόλη. Σημείο αιχμής εκείνων των καιρών είναι η διαδοχή της έννοιας πόλη από τη μεγαλούπολη και ό, τι αυτό συνεπάγεται: ανάπτυξη του σιδηροδρόμου, του τραμ, η καθιέρωση των Μεγάλων Μαγαζιών1 και η συσσώρευση πλήθους εμπόρων στις στοές του Παρισιού. Στα πεζοδρόμια του Παρισιού αρχίζει να συνωστίζεται πλήθος και ο Σάρλ Μπωντλέρ εμπνέεται το αρχέτυπο της μάζας, τον flâneur.

Ένας τυπικός ορισμός του Πλάνη είναι ότι είναι αυτός ο οποίος περιπλανιέται στην τύχη, δίχως κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, αφημένος στην εντύπωση της στιγμής και παραδομένος σε μια οριακή απραξία. Είναι δηλαδή μια φιγούρα της νεωτερικής εποχής, υπηρέτης του εφήμερου, του φευγαλαίου, του απρόοπτου. Αργότερα, ο Μπένζαμιν γράφοντας το τελευταίο και θραυμαστικό έργο του Ο Μονόδρομος2 θα προσπαθήσει να συντάξει μια φιλοσοφία της ιστορίας των στοών του Παρισιού και να ανάγει σε κυρίαρχη μορφή της αστικής περιπλάνησης μέσα στις στοές, τον Πλάνη.

Πνευματικά συγγενής ο Μπένζαμιν με τον Σίγκφριντ Κρακάουερ και τον Θεόδωρο Αντόρνο και επηρρεασμένος καλλιτεχνικά από τους σουρρεαλιστές και ιδίως τον Λουί Αραγκόν και τον Αντρέ Μπρετόν, μανιώδης συλλέκτης εικόνων και σημειώσεων επεδίωξε να ορίσει την τοπιογραφία του Παρισιού ως πρωτεύουσας του 19ου αιώνα και άρα ως μήτρας της νεωτερικότητας την οποία όρισε τελικά ως το καινούριο στο πλαίσιο όμως αυτού που ήδη υπήρξε3.

Αλλά πώς θα ανακαλυφθεί αυτό  το οποίο ήδη υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει, τόσο όμως ρουφηγμένο από την αλλοτρίωση της καθημερινότητας που χάνεται στο βαρετό του οικείου;

     Με την περιπλάνηση.

Με τη μέθοδο αυτή ο Πλάνης όχι μόνο ανιχνεύει τα αστικά κείμενα και περικείμενα και τα σχολιάζει αλλά συμμετέχει και ο ίδιος στο αστικό γίγνεσθαι αποτελώντας μέρος της μεθοδολογίας η οποία αποκαλύπτει τα ίχνη του κοινωνικού νήματος και νοήματος στο πολυεπίπεδο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη η πόλη. Άλλωστε ο Πλάνης δεν είναι μόνο γέννημα αλλά και ενσάρκωση του μοντερνισμού4.

     Μη-παραγωγικός στο κέντρο της έξαρσης της παραγωγικότητας μιας κοινωνίας με θεμέλια την εργασία και την κοινωνική δραστηριότητα, ο flâneur, μπορεί κατά τον Μπένζαμιν να είναι ποιητής, ζωγράφος, αναγνώστης αλλά και ρακοσυλλέκτης. Η φιγούρα του συχνά, είναι ο ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στον δρόμο και στο εσωτερικό των σπιτιών. Αντιτίθεται στον κλεισμένο και εγκλωβισμένο αστό οποίος απολαμβάνει τον εγκλεισμό του μέσα σε πολυτελή ή πολυτελίζοντα διαμερίσματα. Ο Πλάνης κάνει σπίτι του το έξω αυτών των διαμερισμάτων, τις προσόψεις τους. Αντί ν’ ακουμπάει σ’ ένα γραφείο για να κρατήσει τις σημειώσεις του, ακουμπά στον τοίχο κάποιας πολυκατοικίας, μετατρέποντας το παραμελημένο έξω των κτηρίων σε μεσάζοντα του να καταθέσει το μέσα, τις σκέψεις του.

Ο Πλάνης αποτελεί ακόμα μια πρώτη μορφή ντετέκτιβ. Δεδομένου οτι το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι δημιούργημα της αστικοποίησης, συχνά ο ντετέκτιβ, βρίσκεται τυχαία παρόν σ’ενα έγκλημα. Έτσι και ο Πλάνης, περπατώντας συμβαίνει να βλέπει και να παρίσταται σε γεγονότα που τον καθιστούν ερήμην του, πρόδρομο μιας περσόνας που συνεχίζει ακόμα και σήμερα ν’αναπαράγεται. Τα ίχνη του ατόμου στη μεγάλη πόλη δε σβήνουν ποτέ αρκεί να υπάρχει κάποιος να τα παρατηρήσει.

Ο Πόε θεωρεί οτι ο πλάνης είναι πέρα απ’όλα ένας δυστυχής που νιώθει άβολα στη συναναστροφή του με το πλήθος, γι’αυτό και το διατρέχει χωρίς να το συναναστρέφεται. Ο πλάνης ξεκουράζεται σε δημόσια μέρη όπως τα πάρκα, οι εκκλησίες και τα πεζοδρόμια. Οι  δημόσιοι κήποι του δίνουν μια κανονικότητα ωραρίου αφού κλείνουν και ανοίγουν σε συγκεκριμένες ώρες κι έτσι το σπίτι του διευρύνεται και σε φυσικό επίπεδο.

Μπορεί εκεί που πίνεις καφέ, πίσω από μια τζαμαρία, να δεις μια αντανάκλαση, έναν άνθρωπο που πίνει καφέ χωρίς φλυτζάνι. Είναι η εξωτερική πλευρά της βιτρίνας, ο πλάνης. Ώσπου να βγεις να εξακριβώσεις το τι είδες, το πλήθος έχει επιστρέψει στην άνιση ροή του.

     Κάπου είναι ο Πλάνης.

Ο τύπος του Πλάνη μπορεί να ανανεώνεται όσο υπάρχουν πόλεις και όσο οι πόλεις θρονιάζονται χωρίς καμία συναίσθηση και ενσυναίσθηση πάνω στα ιδεολογικά ερείπια των προγονικών τους πόλεων και σε όσα αυτές περιλαμβάνουν. Η αποκατάσταση των πεπραγμένων και μια ιστορική συνείδηση του τι συμβαίνει τώρα απαιτεί τη διαδικασία της αφύπνισης5.

Προσπαθώντας λοιπόν να εντάξουμε τον τύπο του Πλάνη σε ένα μετανεωτερικό κοινωνικό αστικό πλαίσιο προτείνουμε μια εξελικτική αναθεώρηση της μορφής του. Αν κάποτε ο Πλάνης ήταν ένας τύπος ανθρώπου ο οποίος διέγραψε διαδρομές στις νεοσυσταθείσες μεγαλουπόλεις και ενέπνευσε τον Μπωντλαίρ∙ αν ακόμα ο Μπένζαμιν μετουσίωσε την μη-συνειδητή μπωντλερική πράξη της περιήγησης σε συνειδητή πράξη με σκοπό την εξέλιξη της σκέψης (περπατώ άρα υπάρχω), σήμερα ο Πλάνης κουβαλώντας στο παρελθόν του τα προαναφερθέντα δεν τα αποποιείται αλλά τα αποδέχεται ενώ εξελίσσεται. Έτσι, κατά τη γνώμη μας και με βάση την αστική παρατήρηση, θα λέγαμε ότι μπορεί ακόμα και να πάψει να είναι καλλιτέχνης. Μπορεί να είναι ο εγγράματος άνεργος ο οποίος περιπλανιέται στην πόλη του κρατώντας σημειώσεις. Μπορεί να είναι ο άστεγος: και τότε παρατηρώντας τον κόσμο που περνά μπροστά από το σημείο-σπίτι του είναι η πόλη που περιφέρεται στα μάτια του μπροστά, είναι η ίδια η πόλη που πλανάται.

     Επιλέξαμε ως κορωνίδα των παραπάνω να παρουσιαστούν μερικά ποιήματα γάλλων ποιητών που έχουν γραφεί από ποιητές οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους ως Πλάνητες έχουν λοιπόν και αντίστοιχη θεματολογία:

Jacques Roubaud (1932-): είναι καθηγητής ποίησης και μαθηματικών. Γράφει και δημοσιεύει ποίηση και πεζογραφία. Ήταν και είναι μέλος του OULIPO.

François Caradec (1924-2008): είναι συγγραφέας και βιογράφος. Άτακτο μέλος του OULIPO αποτελεί έναν από τους κορυφαίους γάλλους κομίστες. Μέλος των Δυνητικών Σκιτσογράφων (Oubapo).

Raoul Ponchon (1848-1937): συγγραφέας και ποιητής. Μποέμ του παρισινού περιθωρίου. Η κριτική τον απεχθάνεται.

Jacques Réda (1929-): ποιητής, εκδότης και χρονικογράφος της τζάζ. Στόχος του να ανακαλύψει το μη ορατό, να βρει κάθε γωνιά του Παρισιού. Ψάχνει τις μυστικές, ερμητικές οδούς που τις βλέπει κάποιος με τη δεύτερη ή και την τρίτη βόλτα. Πλανάται συνέχεια.

O δρόμοι του Παρισιού

Είναι γενικός κανόνας ότι
οι δρόμοι του Παρισιού έχουν δύο μεριές
Δεν υπάρχει ούτε ένας δρόμος στο Παρίσι που να μην έχει ούτε μια μεριά
(εξάλλου δεν καταλαβαίνω πώς θα ήταν δυνατό να υπάρχει ένας
     δρόμος στο Παρίσι (ή άλλού) που να μην έχει καμία απολύτως μεριά)
Δεν υπάρχει ούτε ένας δρόμος στο Παρίσι που να έχει μόνο μια μεριά
(δεν καταλαβαίνω εξάλλου πώς θα ήταν δυνατό να υπάρχει ένας
     δρόμος στο Παρίσι (ή αλλού) με μια μονάχα μεριά)
ένας παρισινός δρόμος δύσκολα θα είχε τρεις μεριές
ένας παρισινός δρόμος θα μπορούσε να έχει βέβαια τέσσερεις μεριές
Θα αρκούσε να χτιστούν σπίτια στο κέντρο ένος συνηθισμένου δρόμου,
     με δυο μεριές
ωστόσο αυτό δε συμβαίνει
εν τέλει
οι δρόμοι του Παρισιού έχουν δυο μεριές
Είναι γενικός κανόνας ότι
οι δρόμοι του Παρισιού έχουν σπίτια και στις δύο μεριές όμως
εάν σε έναν παρισινό δρόμο στη μια πλευρά δεν υπάρχουν σπίτια
και εάν στην άλλη μεριά περνάει ο Σηκουάνας
τότε δεν πρόκειται για δρόμο αλλά για αποβάθρα
η οδός των Μεδίκων δεν έχει σπίτια απ’τη μεριά του Κήπου του
     Λουξεμβούργου
ούτε ο δρόμος της οδού Λουτετίας (απ’τη μεριά της Αρένας)
ούτε η οδός Σκάφης που αποτελεί τη μεγάλη πλευρά του Βοτανικού Κήπου
σε αυτή την περίπτωση
θα υποστηρίζαμε σύμφωνα με τη Γκαβάννα στο βιβλίο του Νάγια-Σούτρα ότι ένας δρόμος
     έχει μη-σπίτια στην πλευρά όπου δεν υπάρχουν σπίτια
και οτι αυτά τα μη-σπίτια διακρίνονται από τη μη-παρουσία
      σπιτιών
σ’ εκείνη τη συγκεκριμένη πλευρά του δρόμου
ένα γεγονός το οποίο δεν αποτελεί επουδενί μια αρνητική παρατήρηση
είναι ότι  η απουσία των θορύβων δεν είναι
παρά μια θετική θεώρηση της σιωπής
εάν λοιπόν ένας παρισινός δρόμος δεν έχει σπίτια ούτε απ’τη μια ούτε απ’την άλλη πλευρά
συνεπώς σε κάθε μεριά του δρόμου υπάρχουν μη-σπίτια
Οι δρόμοι του Παρισιού έχουν μια δεξιά και μια αριστερή πλευρά
όπως κι εμείς
είναι γενικός κανόνας ότι
η αριστερή πλευρά ενός παρισινού δρόμου είναι αυτή όπου τα μονά
     νούμερα των σπιτιών αυξάνονται στα αριστερά σας καθώς
     περπατάτε
η δεξιά πλευρά ενός παρισινού δρόμου είναι αυτή όπου οι ζυγοί αριθμοί
     των σπιτιών αυξάνονται στα δεξιά σας καθώς περπατάτε
(όταν κάνω βόλτα στους παρισινούς δρόμους φροντίζω
     να εξακριβώσω εαν πληρείται η παραπάνω συνθήκη
(μια συνθήκη η οποία θα ήταν ανεφάρμοστη για τα σπίτια της
     Ρέους στην Καταλονία
ή πρόκειται αντιθέτως για ένα
τέχνασμα της συγκεκριμένης πόλεως προκειμένου να εξάρει τη
     μοναδικότητά της
(στην πόλη Κόνς-Mινερβουά υπάρχει μια και μοναδική αρίθμηση για
     όλα τα σπίτια
άρα δεν υπάρχει αριστερή και δεξιά πλευρά σε κανένα
     δρόμο
(εάν μεταφέραμε πέτρα-πέτρα όλα τα σπίτια της Κόνς-Mινερβουά
στην Καλιφόρνια και εάν τα ευθυγραμμίζαμε κατά παράταξη
των αύξοντων αριθμών θα είχαμε μια νέα πόλη
την οποία θα αποκαλούσαμε Κόνς- Mινερβουά (Καλιφ.) όπου θα υπήρχε
ένας μόνο δρόμος με μια μονάχα πλευρά• και όλα αυτά χωρίς να χρειαστεί
να προϋποθέσουμε καμιά ιδιαίτερη τοπολογία όπως εκείνη του
δακτύλιου του Μούμπιους
(εάν η μεταφορά των σπιτιών θεωρηθεί ακριβή θα μπορούσαμε απλούστατα να κατασκευάσουμε
     αντίγραφα των σπιτιών όπως έγινε με τον Παρθενώνα της Νασβίλ. Και όπως στη Νασβίλ,
     προκειμένου το αντίγραφο να φαίνεται πιο αυθεντικό απ’το αληθινό,
     αντικατέστησαν στη ζωφόρο του Παρθενώνα τα αγάλματα που έλειπαν,
     έτσι και στην Κόνς-Mινερβουά (Καλιφ.) θα μπορούσαμε να αντικαταστήσουμε
     τα κεραμίδια που λείπουν από τις στέγες των αντίγραφων σπιτιών
(και βεβαίως να προσθέσουμε, εάν το επιθυμούμε, έναν σκεπαστό κήπο μπροστά και μια
      πισίνα πίσω
(εφόσον τελικά αυτό που μετράει είναι μόνο
     το νούμερο του σπιτιού
(ωστόσο θα είναι αδύνατο δυστυχώς να στρώσουμε
     άσφαλτο μπροστά από τα σπίτια γιατί έτσι
     ο δρόμος θα αποκτούσε και δεύτερη πλευρά))))))))
και εάν ένας παρισινός δρόμος έχει νούμερα από μια
     πλευρά
σύμφωνα με τη συμφωνία των αριθμών, αυτή η πλευρά θα είναι η αριστερή
     (ή η δεξιά)
και τα μη-σπίτια της απέναντι πλευράς θα βρίσκονται εν απουσία
     αριθμού ο οποίος θα είναι μονός εάν βρίσκονται στην αριστερή πλευρά και
 ζυγός στην αντίθετη περίπτωση
Αναγνωρίζω ότι με απασχολούν
οι δρόμοι δίχως σπίτια
καθώς και οι δρόμοι με μη αριθμημένα σπίτια
Αλλά σταματώ εδώ αυτό το ποίημα λόγω της έκτασής του
μολονότι υπάρχουν πολλά ακόμα να πω σχετικά με τους δρόμους του Παρισιού

Jacques Roubaud, La forme d’une ville change plus vite,
hélas, que le cœur des humains, 1999.


Σάκρ-Κερ!

Σάκρ-Κερ!
σε θωρώ
Ω Μπιμπερό
με την τεράστια θηλή σου σε μορφή σταυρού

Σακρ-Κερ!
είστε επτά μπιμπερό!
Σας θωρώ χαμηλά, στην κλίση της
πλατείας του Αγίου Πέτρου
τρία μικρά μπιμπερό
τρία μεσαία μπιμπερό
και ένα χοντρό

Είναι η βραδιά που
σχίζεται η δόξα τ’ουρανού
και οι άγγελοι θα κατέβουν να θηλάσουν
από τρία μικρά μπιμπερό
από τρία μεσαία μπιμπερό

Αλλά εσύ
χοντρό μπιμπερό
προορίζεσαι για το Μικρό Χριστό
αχ!
θα μπορέσει άραγε να μη πληγώσει τα χείλια του
με τη θηλή σου σε μορφή σταυρού

Jacques Roubaud, La forme d’une ville change plus vite,
hélas, que le cœur des humains, 1999.

Το Μετρό Μιραμπώ

     Κάτω από το Μετρό στη στάση Μιραμπώ κυλά το αίμα
                           πρόκειται γι’αυτοκτονία
                     πρέπει να υποφέρουμε
τα δάκρυα εν τέλει έρχονται πάντα

        Έρχεται ο συρμός που πεθαίνω
    οι πυροσβέστες φεύγουν εγώ μένω

 Η αγάπη φεύγει όπως κυλά το αίμα
                            η αγάπη φεύγει
 όπως αργός είναι ο συρμός
και όπως βιολετία είναι η λάμα

                  Έρχεται ο συρμός που πεθαίνω
              οι πυροσβέστες φεύγουν εγώ μένω

François Caradec, Les nuages de Paris, 2007.

Άγιος Σουλπίκιος

Απεχθάνομαι τους πύργους του Αγίου Σουλπίκιου
Κι’όταν κατά τύχη τους συναντώ
Κατουρώ
Πάνω τους.

RaoulPonchon

Στην Αρένα

Τι να διαβάζε άραγες στον βαρύ αυτό τόμο
     η νεαρή αναγνώστρια των Αρένων της Λουτετίας; Μήπως
κάποιον κατάλογο, ένα εγχειρίδιο ή κάποιο μυθιστόρημα τελείως βαρετό;
     Λέω: διάβαζε, ενώ προφανέστατα
Τίποτε δε μπορεί να την εμποδίσει  να διαβάζει ακόμα για χρόνια:
     Είναι φτιαγμένη από λευκό μάρμαρο.
                                                                              Στο κέντρο της Αρένας,
Λαχανιασμένες φωνές
 μαρτυρούν το μέρος όπου παίζουνε ποδόσφαιρο.
     Εκεί είναι που ταγγίζει το γαλακτώδες φως σαν σε κοίλο σκεύος.
Ολόγυρα, τα σοφά δέντρα εξασκούνται στις δημηγορίες.
     Αθόρυβα οι ερωτευμένοι καταρτίζονται στις προσωπικές τους γλώσσες.
Ωστόσο, εκείνη διαβάζει. Αλλά διαβάζει όντως;
     Εάν κοιτάξουμε λιγάκι εκείνο το μικρό μνημείο
Του οποίου η αξιολάτρευτη τεχνική λύγισε την ακαμψία της πέτρας,
     Παρατηρούμε ότι τα φίνα ζυγωματικά
Κοιτάνε πάνω από το βιβλίο: για την ακρίβεια κοιτάνε
     στο γκαζόν ή πιο καλά σ’έναν αχανή ορίζοντα
που ίπτατο ήδη από πριν ανάμεσα στις γραμμές του βιβλίου.
     Μπά! Δε διαβάζει, περιπλανιέται μόνο
σ’αυτό τον κόσμο, τον τόσο ευάλωτο, τον τόσο αχνό,
όσο και τα χαρακτηριστικά της.
     Γιατί αμέλησα να πω οτι η νεαρή αναγνώστρια είναι πολύ
Όμορφη.
                Δε θα διαβάσει άλλο. Αναμένει πάνω απ’ τη βαρετή σελίδα,
     Αναμένει ένα χάδι στο χέρι από τη σκιά του πολυαναμενόμενου άλλου χεριού.
Μ’έναν κρότο λοιπόν θα κλείσει το βιβλίο
και θα την κάνει.
 
Jacques Réda, L’adoption du système métrique, 2004 


Βιβλιογραφία:
Jacques, Jouet, Poèmes de Paris, une anthologie à l’usage des flâneurs, Parigramme, Paris, 2009.
Walter Benjamin,The Arcades Project, Ed. Rolf Tiedemann, New York, Belknap Press, 2002.
Walter, Benjamin, Charles Baudelaire, Petite Bibliothèque Payot, Paris, 1979.
Georg, Simmel, Mélanges de philosophie relativiste. Contribution à la culture philosophique, Paris, F. Alcan, 1912.
Deborah, Stevenson, Πόλεις και αστικοί πολιτισμοί, πρόλογος και επιστημονική επιμέλεια: Γιάννης Γιαννιτσιώτης, Κριτική.

Παραπομπές:

1. LesGrandsMagasins. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Georg, Simmel, Mélanges de philosophie relativiste. Contribution à la culture philosophique, Paris, F. Alcan, 1912.
2. DasPassagenwerk. Γιατηναγγλική μετάφραση βλ. Walter Benjamin, The Arcades Project, Ed. Rolf Tiedemann, New York, Belknap Press, 2002.
3. Walter, Benjamin, Charles Baudelaire, Petite Bibliothèque Payot, Paris, 1979.
4. ό. π., σελ. 78.
5. Σχετικά με τη θέση του περιπατητή στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις βλ. Deborah, Stevenson, Πόλεις και αστικοί πολιτισμοί, πρόλογος και επιστημονική επιμέλεια: Γιάννης Γιαννιτσιώτης, Κριτική.