Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 19

Ονειρόκοσμοι, Ποιήματα του Ε.Α. Πόε

Μεταφράζει ο Αναστάσιος Δρακόπουλος
-διαβάστε την εισαγωγή και τα ποιήματα του Τζ.Ρ.Ρ. Τόλκιν και τα ποιήματα του Χ.Φ. Λάβκραφτ-
 
H ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΗΣ ΤΑΡΑΧΗΣΚάποτε, χαμογελούσε ένα σιωπηλό λαγκάδι,
όπου άνθρωποι δεν κατοικούσαν·
είχαν φύγει σε πολέμους,
αφήνοντας τ’ αστέρια με τα γλυκά τους μάτια,
τη νύχτα, απ’ τους γλαυκούς τους πύργους,
να την προσέχουν πάνω απ’ τα λουλούδια,
ανάμεσα στα οποία όλη τη μέρα,
το φως του κόκκινου ήλιου νωχελικά ρέμβαζε.
Τώρα, κάθ’ επισκέπτης γίνεται μάρτυρας
της αναταραχής που επικρατεί στη θλιβερή κοιλάδα.
Τίποτα ‘κει δε μένει ακίνητο –
τίποτα εκτός απ’ τους αγέρες που κλωσούν
στην κορφή της μαγικής ερημιάς.
Ω, από κανένα αεράκι δε σαλεύουν αυτά τα δέντρα
που τώρα πάλλονται σαν τις παγωμένες θάλασσες
γύρω απ’ την αντάρα των Εβριδών!
Ω, από κανένα αεράκι δεν κινούνται αυτά τα σύννεφα
που θροΐζουν ανήσυχα κατά μήκος του θορυβώδους ουρανού
–απ’ το πρωί μέχρι το βραδάκι–,
πάνω απ’ τις βιολέτες που κείτονται ‘κει,
σε μυριάδες απεικονίσεις τ’ ανθρώπινου ματιού·
πάνω απ’ τους κρίνους που κυματίζουν
και θρηνούν στ’ ανώνυμο ένα μνήμα!

Κυματίζουν: –απ’ τα ευωδιαστά τους άνθη
αιώνιες δροσιές στάζουν.
Θρηνούν: –απ’ τα λεπτεπίλεπτα κοτσάνια τους
αιωνόβια δάκρυα κυλούν, πολύτιμα πετράδια.

ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟ ΠΑΛΑΤΙ

Στην πιο θαλερή απ’ όλες τις κοιλάδες μας
όπου άγγελοι καλοί κατοικούν,
κάποτ’ ένα ωραίο και μεγαλόπρεπο παλάτι –
λαμπερό παλάτι– ύψωνε την κορφή του.
Στης αρχόντισσας Σκέψης την επικράτεια –
εκεί στεκόταν!
Ποτέ Σεραφείμ δεν ξεδίπλωσε φτερό
πάνω απ’ οικοδόμημα με την μισή ομορφιά αυτού εδώ!

Λάβαρα ένδοξα, κίτρινα, χρυσαφένια,
στη στέγη του έστεκαν και κυμάτιζαν,
(αυτά –όλ’ αυτά– γίνονταν τον παλιό καιρό,
σ’ έναν χρόνο περασμένο,)
και κάθε απαλό αεράκι που ταξίδευε αργά
κατά την γλυκιά ημέρα,
γύρω απ’ τις επάλξεις τις σημαιοστολισμένες κι ωχρές,
σα φτερωτό άρωμα περνούσε.

Περάτες της χαρούμενης κοιλάδας έβλεπαν,
μέσα από δυο φωτεινά παράθυρα,
πνεύματα να χορεύουν
στον αψεγάδιαστο ρυθμό ενός λαούτου,
γύρω απ’ έναν θρόνο όπου, καθισμένος,
(Πορφυρογέννητος!)
σε μια κατάσταση αρμόζουσα της δόξας του,
του βασιλείου ο άρχοντας βλεπόταν.

Κι ολόκληρη στολισμένη με μαργαριτάρια και ρουμπίνια γυαλιστερά
ήταν η ωραία πύλη του παλατιού,
μέσα απ’ την οποία έρεε
κι ακτινοβολούσε αενάως
ένας θίασος από αντίλαλους, που είχε ως γλυκό καθήκον
μόνο να εξυμνεί,
με φωνές ανυπέρβλητου κάλλους,
το πνεύμα και τη σοφία του βασιλιά του.

Αλλά δαιμονικά στοιχεία, ντυμένα με πένθιμους χιτώνες,
επιτέθηκαν στου μονάρχη το βασίλειο.
(Ω, ας θρηνήσουμε! –γιατί
επαύριον δε θ’ ανατείλει γι’ αυτόν τον έρημο!).
Και γύρω απ’ την κατοικία του, η δόξα
που κάποτε πορφύριζε κι άνθιζε
δεν είναι παρά μια ξεθωριασμένη ιστορία,
απ’ τον παλιό καιρό ενταφιασμένη.

Κ’ οι ταξιδιώτες που διαβαίνουν την κοιλάδα τώρα,
μέσα απ’ τα πορφυρόχρωμα παράθυρα βλέπουν,
μορφές τεράστιες που σαλεύουν νοερά
σε μια παράφωνη μελωδία,
ενώ, σαν ένας φρικτός βιαστικός ποταμός,
διαμέσου της κάτωχρης θύρας,
ξεχύνεται ακατάσχετα ένα ειδεχθές πλήθος
που σαρκάζει, αλλά ποτέ πια δε χαμογελά.

ΟΝΕΙΡΟΥ ΤΟΠΟΣ

Μέσ’ από διαδρομή απομόναχη και θολερή,
από κακούς αγγέλους μονάχα στοιχειωμένη,
όπου ένα Είδωλον, επονομαζόμενο Νύχτα
στητό σε μαύρο θρόνο βασιλεύει,
έφτασα πρόσφατα σ’ αυτή τη χώρα
απ’ την ομιχλώδη μακρινή Θούλη –
από έναν άγριο και παράξενο τόπο, που κείται μεγαλειώδης
έξω απ’ τον χώρο και τον χρόνο.

Απύθμενες κοιλάδες και κατακλυσμοί ατέρμονοι·
βάραθρα, σπήλαια και τιτάνια δάση
–με μορφές που κανείς άνθρωπος δε μπορεί ν’ ανακαλύψει
εξαιτίας της ομίχλης που στάζει παντού γύρω–,
βουνά που καταπίπτουν αενάως
σε θάλασσες δίχως ακρογιάλι·
θάλασσες που προσβλέπουν αδιάκοπα
να ξεχυθούν στους πυρακτωμένους ουρανούς·
λίμνες που εκτείνουν απέραντα
τα μοναχικά τους νερά –μοναχικά και νεκρά–,
τα σιωπηλά τους νερά –σιωπηλά και παγωμένα
απ’ το χιόνι των κρεμασμένων απάνωθέ τους κρίνων.

Δίπλα στις λίμνες που εκτείνουν απέραντα
τα μοναχικά τους νερά –μοναχικά και νεκρά–,
τα σιωπηλά τους νερά –σιωπηλά και παγωμένα
από το χιόνι των κρεμασμένων απάνωθέ τους κρίνων–,
δίπλα στα βουνά και κοντά στον ποταμό
που ψιθυρίζει σιγά κι αδιάκοπα,
σιμά στα γκρίζα δάση και τον βάλτο
όπου ο φρύνος κ’ η σαλαμάνδρα κατοικούν,
πλάι στις ζοφερές λίμνες των οροπεδίων και τα λασπόνερα,
στης τρομερής λάμιας τη φωλιά·
στα πιο καταραμένα σημεία,
στις πιο βαρύθυμες γωνιές,
εκεί ο ταξιδιώτης συναντά έντρομος
καλυμμένες του Παρελθόντος αναμνήσεις·
σαβανωμένες μορφές που αναπηδούν και στενάζουν
καθώς ο περάτης δίπλα περνά –
λευκοντυμένες μορφές φίλων που επέστρεψαν,
μέσα σε πόνο, στην Γη ή τα Ουράνια.

Για την καρδιά που οι λύπες της αριθμούν λεγεώνα
αυτή είναι μια γαλήνια, καταπραϋντική περιοχή·
για το πνεύμα που περπατά στη σκιά
είναι –ω, είναι ένα Ελντοράντο!
Αλλά ο ταξιδευτής που την περνά
δεν μπορεί –δεν τολμά να την κοιτάξει ανοιχτά·
ποτέ τα μυστικά της δεν εκτίθενται
στο αδύναμο ανοιχτό ανθρώπινο μάτι·
έτσι το θέλησε ο βασιλιάς της, που απαγορεύει
την ανύψωση των κροσσωτών βλεφάρων·
κ’ έτσι η καημένη ψυχή που από ‘δω περνά
μέσα από θαμπές διόπτρες την ατενίζει.

Μέσ’ από διαδρομή απομόναχη και θολερή,
από κακούς αγγέλους μονάχα στοιχειωμένη,
όπου ένα Είδωλον, επονομαζόμενο Νύχτα
στητό σε μαύρο θρόνο βασιλεύει,
πρόσφατα γύρισα στο σπιτικό μου
απ’ την απόμακρη καταχνιά της Θούλης.

ΟΝΕΙΡΟ ΜΕΣΑ Σ’ ΟΝΕΙΡΟ

Δέξου το φιλί αυτό στο μέτωπο!
Τώρα που χωρίζουμε
θα σου ομολογήσω
πως δεν είχες άδικο όταν έκρινες
πως η ζωή μου ήταν ένα όνειρο·
αλλά αν η ελπίδα πέταξε μακριά,
μια νύχτα ή μια μέρα,
σ’ ένα όραμα ή πραγματικά,
είναι γι’ αυτό λιγότερο απολεσθείσα;
Ό,τι θωρούμε ή φαινόμαστε
είναι μόνο ένα όνειρο μέσα σ’ όνειρο.

Στέκω καταμεσής της βοής
μιας θαλασσοδαρμένης ακτής
και κρατώ στην παλάμη μου
κόκκους της χρυσαφένιας άμμου  –
τόσο λίγοι κι όμως γλιστρούν
μεταξύ των δακτύλων στα βάθη της αβύσσου,
καθώς θρηνώ και θρηνώ!
Θεέ μου! Δε μπορώ να τα
κρατήσω πιο σφιχτά·
δε μπορώ να σώσω
έναν κόκκο απ’ το άτεγκτο κύμα;
Είναι ό,τι θωρούμε ή φαινόμαστε
μόνο ένα όνειρο μέσα σ’ ένα όνειρο;