Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 34

Μπεγόνια Πόθο: Τρία ποιήματα

Πόθο

Μεταφράζει η Άτη Σολέρτη

H Μπεγόνια Πόθο μέσω της γραφής της εξερευνά τον άνθρωπο. Κάθε ανθρώπινο κομμάτι, μοιάζει να αποτελεί κλαδί του δέντρου της γνώσης, του ανθρώπινου σκελετού που μας ορίζει, και αποκτά νοηματική διάσταση, μεταμορφωτική δύναμη. Τα στοιχεία της φύσης ψιθυρίζουν μυστικά που κρύβονται ανάμεσα στα φύλλα του και ερμηνεύουν σκέψεις, συναισθήματα, ανθρώπινες συνήθειες, μόνο σε όσους αντέχουν να δουν τη γύμνια τους. Τα όνειρα και οι αναμνήσεις έχουν χρώμα, οσμή, γεύση, αφή, προβληματίζουν κάθε συλλογισμό, αμφισβητούν την ύπαρξη, θέτουν αινίγματα… Οι αισθήσεις κινούν τα νήματα σε μια προσπάθεια αναθεώρησης του καταγεγραμμένου στη μνήμη χρόνου. Με μάρτυρες το φως και το σκοτάδι, η γλυκόπικρη προσμονή για κάτι πιο ανθρώπινο, μας ωθεί σε μια εσωτερική αναζήτηση και τελικά στη συνειδητοποίηση πως οι απαντήσεις βρίσκονται ήδη μέσα μας.

Η Μπεγόνια Πόθο (Begonya Pozo, Βαλένθια 1974), έχει σπουδάσει ισπανική και ιταλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Βαλένθια και εργάζεται εκεί ως καθηγήτρια ιταλικής φιλολογίας. Το μεγαλύτερο μέρος της επιστημονικής της έρευνας επικεντρώνεται στο αντικείμενο της συγκριτικής λογοτεχνίας, και ειδικότερα στη σύγχρονη ποίηση. Διευθύνει τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Βαλένθια, είναι μία από τους δημιουργούς του τομέα ποίησης του εν λόγω πανεπιστημίου και ακόμα είναι υπεύθυνη για θέματα κουλτούρας και πολιτισμού στην πόλη της Βαλένθια. Έχει εκδώσει περίπου 10 βιβλία (κάποια από αυτά έχουν γραφτεί απευθείας από την ίδια στα καταλανικά, στα ισπανικά και στα ιταλικά) και έχει συμμετάσχει σε ανθολογίες ποίησης. Έχει βραβευτεί για το έργο της. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ρουμάνικα, αραβικά, ισπανικά, γερμανικά, πορτογαλικά, σαρδηνιακά, σλοβένικα, βασκικά, γαλικιανά, ινδικά, ελληνικά, βουλγάρικα και γουόλοφ. Διατηρεί το: http://begonyapozo.blogspot.com.es/.

*

Ένα βιβλίο σαν δικαιολογία

Ξέρω πως με περιμένεις καπνίζοντας με την επιτακτική ηρεμία  
αυτού που ξέρει πως κάθε αναχώρηση είναι τα πάντα και καθεμία από τις προηγούμενες,
τα πάντα και καθεμία από αυτές που θα έρθουν.

Ξέρω πως με περιμένεις γιατί σου είχα υποσχεθεί ένα βιβλίο
σε ξένη γλώσσα που, από το μαύρο φόντο των γραμμάτων,
τραγουδά ελπίδες σαν τα εξόριστα μάτια σου.

Ξέρω πως, αφού χάιδεψες το θάνατο, γεμάτος από όλους τους φόβους, με περιμένεις.
Κι έρχεσαι περπατώντας, αργά, προς αυτό το σώμα πουλιού που τρέμει ανάμεσα στα χέρια σου.

Ξέρω πως με περιμένεις για να με υποδεχτείς στο βάθος του γαλήνιου στήθους σου
όπου θα ήθελα να κρυφτώ σαν ένα ποίημα ημιτελές.

Ξέρω πως με περιμένεις αυτό το πυρακτωμένο πρωινό του χειμώνα
που ήρθε στον κόσμο για να σου μεταφέρω εγώ τους στίχους της Αντζουμάν*.

Ξέρω πως με περιμένεις γιατί κανένα βιβλίο δεν δικαιολογεί αυτή την επιτακτική ανάγκη,
αυτή την αγκαλιά που μας ριζώνει στον καθοριστικό χρόνο της ζωής.

Σήμερα όλα είναι λίγο παραπάνω ανθρώπινα.

Και ξέρεις πως σε περιμένω.

*Η Νάντια Αντζουμάν (Nadia Anjuman) ήταν αφγανή ποιήτρια. Γεννήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 1980 και δολοφονήθηκε από τον σύζυγό της στις 4 Νοεμβρίου του 2005, λόγω της δημοσιότητας και της διεθνούς αναγνώρισης που είχε λάβει το έργο της. Το μεγάλο της έγκλημα ήταν η αγάπη της στη λογοτεχνία και το ταλέντο της κατ’ επέκταση. Η ποίησή της αποτελεί κραυγή πόνου για την καταπίεση των γυναικών στο Αφγανιστάν και καταφέρνει πάντα να συγκινεί.

*

Κάποιες φορές…

(Διάλογος με τον Μιγκέλ Άνχελ Άρκας)

Υπάρχουν μέρες σαν ήλιοι
που το να ανοίγεις τα μάτια είναι να συναντάς τον εαυτό σου
γεμάτο με σκοτάδι και φράουλες.
Υπάρχουν μέρες σαν χέρια
που η μυρωδιά του σανδαλόξυλου διατρυπά τη λήθη
και μέρες σαν ένα μυστήριο
που η ομορφιά είναι έντονη κιμωλία έτοιμη να εκραγεί.
Ακόμα, υπάρχουν μέρες δίχως Μπαχ
όπως υπάρχουν μέτωπα δίχως φιλιά,
ή μέρες σαν ολόγιομα φεγγάρια
που περιμένουν ένα βλέμμα κορεσμένης λαγνείας.
Κι υπάρχουν μέρες γυμνές
που, κάποιες φορές, ξημερώνει πάνω από μια φορά.

*

Αγκίστρι

Μια παλιά λέξη σου καρφώνεται στο δέρμα
ανάμεσα στο φως εικόνων διαφανών:
σαν να ήσουν ένα μαξιλάρι, ένα κουρέλι ή μια φούστα,
κάποια χέρια εκτοξεύουν τη μετέωρη πτήση σου
από το μπαλκόνι ως το παράθυρο του δεύτερου ορόφου.
Όλα σε ισορροπία. Όλα τόσο αναληθώς άσχετα.
Όλα σχεδόν ξεχασμένα, όπως η κίνηση των χεριών
που ψάχνουν με ταχύτητα το αγκίστρι και την πετονιά,
που σου μαθαίνουν την τέχνη της καθημερινής υπομονής
και που κάνουν απ’ τον καιρό του έρωτα το πιο επιθυμητό φόρεμα.
Κάποιος σου ζήτησε ένα αγκίστρι αυτό το πρωινό του Απρίλη
και ξέρεις πως υπάρχουν ζωές που χωράνε σε μια μόνο λέξη.

*

Ποιήματα από την ανθολογία (Ημι)διαφανείς ((Tras)lúcidas), εκδ. Bartleby, 2016.