Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 34

"Ρολόγια και άλλοι χτύποι" της Μαρίας Κουλούρη

κουλούρη34

Γράφει ο Θωμάς Τσαλαπάτης

Ρολόγια και άλλοι χτύποι, ποίηση, Μαρία Κουλούρη, εκδόσεις Μελάνι 2015

Όλοι έχουν πεθάνει
Πέθανε η ντόνα Αντωνία, η ασθματική, που έφτιαχνε φτηνό ψωμί στο χωριό.
Πέθανε ο παπα-Σαντιάγκο, που του άρεσε να τον χαιρετάν οι νέοι και τα κορίτσια, αντιχαιρετώντας όλους, δίχως διάκριση: «Καλημέρα, Χοσέ! Καλημέρα, Μαρία!»
Πέθανε εκείνο το ξανθό κορίτσι, η Καρλότα, αφήνοντας πίσω της ένα μωρό μηνών, που μετά πέθανε κι εκείνο στα οχτάμερα της μάνας.
Πέθανε στο περίστροφό μου η μάνα μου, στη γροθιά μου η αδελφή μου κι ο αδελφός μου στα ματωμένα σπλάχνα μου, οι τρεις μαζί δεμένοι από ένα θλιμμένο γένος θλίψης, τον Αύγουστο μήνα κατοπινών χρόνων.
Πέθανε η αιωνιότητά μου και την ξενυχτάω.
Σέζαρ Βαγιέχο, «Η βία των ωρών» (αποσπάσματα)

Ας μιλήσουμε λοιπόν για τους ζωντανούς όπως μας προτείνει ήδη από την αφιέρωση του βιβλίου της η ποιήτρια Μαρία Κουλούρη και κόντρα στο ποίημα του Καίσαρα Βαγιέχο. Άλλωστε η δημιουργία είναι τελικά, ακόμα και στην πιο απέλπιδα καταγραφή της κατάφαση, κατάφαση και προσφορά.

Στους ζωντανούς.

Ήθελα να αρχίσω από την αφιέρωση ακόμη και πριν από τον τίτλο του βιβλίου γιατί νομίζω πως προηγείται. Κατ αρχήν μας συνδέει με το προηγούμενο βιβλίο της Μαρίας. Το ‘’Μουσείο Άδειο’’. Στο πρώτο αυτό βιβλίο έχουμε την αφιέρωση ‘’στους ποιητές’’.  Αισθητικά και ως επιλογή, οι δύο αφιερώσεις μοιάζουν κοντινές. Με τι όρους όμως; Ως αντίθεση μεταξύ των ποιητών και των ζωντανών; Ως κλιμάκωση της ποίησης μέσα στη ζωή, όπως θέλουν τόσα παραδείγματα στην ιστορία της ποίησης με πιο χαρακτηριστικό εκείνο του Ρεμπώ που παράτησε την πέννα για να αδράξει τη ζωή στη ζωή του τυχοδιώκτη. Ως στοιχεία συμπληρωματικά, αποκλίνοντα ή ταυτιζόμενα; Νομίζω πως τελικά η ποιήτρια προσδιορίζει τον χώρο της ακριβώς στο σημείο που οι δύο κύκλοι των δύο αφιερώσεων συναντιούνται, στο σημείο όπου η ζωή είναι ποίηση και η ποίηση ζωή όχι ως δύο στοιχεία αλλά ως δυο πλευρές μιας κόλλας χαρτιού. Έτσι η ποίηση γίνεται στάση αποδεχομένη τη ζωή σε όλο το βουβό της μυστήριο, σε όλο το επικίνδυνο και σε όλο το άγνωστο:
 
‘’Εν αναμονή του αγνώστου
τρώγοντας λέξεις σώζονται οι προσδοκίες’’
γράφει προσδιορίζοντας την αγωνία σωματικά, τη σχέση γλώσσας και επιβίωσης, ποίησης και ανάγκης.

Αλλά τελικά ποιοι είναι η ζωντανοί; Η ίδια η ποιήτρια αναβάλει τις βεβαιότητές μας γράφοντας:

Δε θα μιλήσουμε για ζωή
Ούτε για ουρανό
Ο θάνατος είναι το θέμα

Ποιοι είναι λοιπόν οι πρωταγωνιστές μας; οι νεκροί ή οι ζωντανοί; Οι ζωντανοί νεκροί; Οι άταφοι; Όσοι ζουν χωρίς παλμό, τυχαία χαμένοι στην καθημερινότητα αφήνοντας τον θάνατο να ρέει στη ζωή, ως ακινησία και ως στασιμότητα; Ή αντιστρόφως οι αθάνατοι νεκροί αυτοί που συντηρήθηκαν μέσα από φήμη, μέσα από λέξεις ή μέσα από ποιήματα; Όλα αυτά και τίποτα από αυτά θα έλεγα. Άλλωστε στην ποίηση της Μαρίας Κουλούρη ένα από τα χαρακτηριστικά που εγώ ξεχωρίζω είναι η συνειδητή έλλειψη ενός καθαρού θεματικού άξονα, μιας λεπτομερούς και ενδελεχούς εξέτασης. Αντίθετα τα θέματα εμφανίζονται σε στίχους για να χαθούν λίγο αργότερα και να συναντηθούν ξανά σε άλλο σημείο μέσα στα πλαίσια μια υπαρξιακής, ποιητικής και λεκτικής αγωνίας. Όλα συμπλέκονται στο πεδίο όπου τα αντίθετα δεν βρίσκονται σε αντίθεση, εδώ όπου κάτω από τον στίχο όλα συνυπάρχουν. Μπορεί π.χ. όπως αποκάλυψε ο παραπάνω στίχος να μην μιλήσουμε για ουρανό, αλλά η ποιήτρια μας έχει ήδη προειδοποιήσει σε προηγούμενο στίχο της:

‘’Τόσος ουρανός υπήρξαν άνθρωποι’’

Και για ανθρώπους μιλά τελικά το σύνολο του βιβλίου της. Παράδοξο; Ίσως. Άλλωστε το παράδοξο είναι ένα από τα θέματα του βιβλίου. Πως αλλιώς θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ένα βιβλίο που ξεκινά με το ποίημα με τίτλο ‘’Επίλογος’’; Και υπάρχει τελικά μεγαλύτερο παράδοξο από τον ίδιο τον θάνατο;

Όπως είπαμε, τα διάφορα θέματα στο βιβλίο πάντα επιστρέφουν για να φύγουν ξανά, θέματα διαφορετικά αλλά όλα τους διαποτισμένα από θάνατο. Δεν θα ήταν λοιπόν υπερβολή να πούμε πως βρισκόμαστε εντός μιας φούγκας θανάτου.

Ξεκινούμε λοιπόν από τους ζωντανούς για να μιλήσουμε για τον θάνατο, ξεκινούμε από τον επίλογο για να μιλήσουμε για ό, τι προηγείται αυτού. Η ποιήτρια βέβαια μας έχει και εδώ προειδοποιήσει:

‘’ Κλαίω πολύ πριν
Πριν αρχίσω να λέω’’

Να λέμε, ποίημα το ποίημα και στίχο τον στίχο. Σαν χτύπους στην επιφάνεια της ανάγνωσης. Σαν τους χτύπους στον τίτλο του βιβλίου.

Στον τίτλο, ο χτύπος γίνεται μονάδα μέτρησης, ο κάθε χτύπος όμοιος με τον χτύπο του ρολογιού, το χτύπημα που μετρά τις μέρες και τις ώρες μας, το βίωμα ως μελανιά στον χρόνο, ως σημάδι που θυμίζει, κυρίως θυμίζει. Τόσο την εμπειρία όσο και το τέρμα της.

Μέσα στην φούγκα αυτή του θανάτου συναντούμε τα σημεία της αποσύνθεσης, τα αντικείμενα που μας υπενθυμίζουν τον θάνατο μέσα στη ζωή: οστά, ανασκαφές, το χώμα, τα χέρια του νεκρού. Ειπωμένα σε γλώσσα απλή, αλλά ταυτόχρονα πυκνή με μια αμφισημία που συχνά εκβάλει στην πολυσημία, με κοφτό ρυθμό και απότομες εκτροπές η Μαρία Κουλούρη προσπαθεί να πετύχει τη δημιουργία της ρωγμής, της σχισμής μέσα σε βεβαιότητες και απογοητεύσεις:

Με τις παλάμες ανοίγω σχισμές
Και αλιεύω αντίδωρα

Αυτή η σχισμή είναι το σχήμα των ποιημάτων. Μα ποιος είναι ο τόπος; Η Ελλάδα ως τόπος υπάρχει ως λεπτομέρεια. Οι Μυκήνες ή το Αιγαίο υπάρχουν περισσότερο ως τοπικές οικειότητες και λιγότερο ως γεωγραφικοί προσδιορισμοί  φορτισμένοι με περαιτέρω συμπαραδηλώσεις. Ο τόπος που μοιάζει να έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ο μικρόκοσμος, τα οικεία αντικείμενα και τα γεγονότα που πέφτουν πάνω τους σαν σκόνη: το σεντόνι, το κρεβάτι , το νυχτικό. Μέσα στον οικείο αυτό χώρο εμφανίζονται δύο δυνάμεις ειπωμένες πάντοτε ποιητικά και φιλτραρισμένες πάντοτε από θάνατο: από τη μια μία μεταφυσική η οποία μοιάζει πάντοτε να σιωπά ενώ εμφανίζεται, να απογοητεύει το υποκείμενο των ποιημάτων και να μένει μετέωρη χωρίς όμως να εξαφανίζεται και από την άλλη μια έντονη φυτική (συγχωρέστε μου την έκφραση) δύναμη, η ζωή όπως εμφανίζεται στους χυμούς, στα κλαδιά και στα στοιχεία της φύσης, σε ό, τι φυτρώνει κουβαλώντας το άρρητο, διδάσκοντας μια μεταφυσική του χώματος, του νερού και της σκόνης.

Τα στοιχεία αυτά μοιάζουν με εργαλεία εξέτασης του θανάτου, με στοιχεία προς χρήση, προς ερμηνεία ή προς διαχείριση του φαινομένου ποτέ όμως αρκετά ώστε να σβήσουν την αγωνία, ώστε να άρουν την αποδοχή ή και την ματαιότητα που συναντούμε σε κάποια από τα ποιήματα. Ίσως μια από τις μεγαλύτερες αρετές του βιβλίου είναι πως παρά το δύσκολο του θέματος η ποιήτρια δεν ξεφεύγει ποτέ προς την συναισθηματολογία ή τον εύκολο λυρισμό. Η αγωνία υπάρχει με έναν τρόπο τέτοιο ώστε να μην ξεφεύγει στην κραυγή, ώστε να διαπερνά τα ποιήματα χωρίς να επιβάλει το ένα θέμα αφήνοντας περιθώριο για ποιήματα με π.χ. ερωτικό ή πολιτικό περιεχόμενο.

Και για να γυρίσουμε στην αρχή ίσως τελικά οι ζωντανοί της αφιέρωσης να μην είναι άλλοι απ όσους στέκουν όρθιοι μπροστά στους χτύπους του χρόνου, μπροστά στα χτυπήματα του θανάτου, μπροστά σε όσα πολιορκούν την ίδια τη ζωή. Αυτός που δεν αποφεύγει, αλλά αυτός που μιλά με στίχους, με θέατρο με μουσική και με βιβλία όπως το ‘’Ρολόγια και άλλοι χτύποι’’ της Μαρίας Κουλούρη.