Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 34

"H σκιά του στρατιώτη" του Αντώνη Ξυραφά

ξυραφάς34

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου

Η σκια του στρατιώτη, νουβέλα, Αντώνης Ξυραφάς, εκδόσεις Γαβριηλίδη 2015

«Λίγο πιο αριστερά είδε το χιόνι πάλι ολόλευκο και τον κόσμο άδειο, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι τα πόδια του άντρα της το δρασκέλιζαν από πάνω. Μια έκπληξη ανακατεμένη με τη φρίκη που νιώθει κανείς όταν βλέπει για πρώτη φορά κάτι τελείως αποτροπιαστικό, αλλά και με τον βαρύ, παραλυτικό φόβο απέναντι στο άγνωστο, γέμισε την καρδιά της. Τον άντρα της δεν τον ακολουθούσε καμιά σκιά, γλίστραγαν γυμνά τα πόδια του πάνω στο χιόνι!»

Αν όλα στον κόσμο μας δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα αντικαθρέφτισμα, εικόνες που διασώζουν την παρουσία τους όταν αποτυπώνεται το είδωλό τους πάνω σε άλλες αμφίβολες παρουσίες, τότε η απώλεια της σκιάς είναι μια σοβαρή οπωσδήποτε υπόθεση. Και αποκτά ιδιαίτερο λογοτεχνικό βάρος, όταν αποτελεί θέμα για το πολύ ξεχωριστό μικρής έκτασης μυθιστόρημα του Αντώνη Ξυραφά «Η σκιά του στρατιώτη». Προτιμώ τον όρο μυθιστόρημα και όχι νουβέλα, στην οποία ίσως θα παρέπεμπε η έκταση της αφήγησης, καθόσον η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στα δύο είδη δεν έγκειται στο πλήθος των σελίδων αλλά στο θέμα, το οποίο σε μια νουβέλα (όπως λέει και η λέξη) πρέπει να αναφέρεται σε σύγχρονα γεγονότα. Εδώ, όμως, ο συγγραφέας οδηγεί τη γραφή του και τη φαντασία του στον 19ο αιώνα, στα γεγονότα του Κριμαϊκού πολέμου. Μυθιστόρημα λοιπόν, κι ας είναι σχετικά μικρής έκτασης. Ας συμφιλιωθούμε με την ιδέα πως γράφονται πλέον συντομότερες αφηγήσεις με τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος.

Ο στρατιώτης Αντρέι Νικολάγιεβ στη διάρκεια μιας μάχης κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο τραυματίζεται και σχεδόν αγγίζει τον θάνατο.

[…]και τότε είδε μια φωτεινή γραμμή να κρέμεται μπροστά του και την άρπαξε κι αναρριχήθηκε πάνω της, στην αρχή δισταχτικά, σαν να ήταν ένα λεπτό σχοινί επίφοβο να κοπεί, μέχρι που το φως μεγάλωσε κι έγινε ολόκληρος ο κόσμος που τον καλούσε με τις φωνές του και τα θαύματά του. Όλα ήταν, βέβαια, στην αρχή θολά, αλλά όταν καθάρισε το βλέμμα του, είδε έναν γιατρό και δυο νοσοκόμες από πάνω του να τον κοιτούν με μεγάλη έκπληξη. Εστίασε με κόπο ξανά τη ματιά του πάνω τους. Είχε γυρίσει πίσω στη ζωή απρόσμενα.[…]

Μόνο που νιώθει αποξενωμένος από το περιβάλλον αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό του. Είναι διαφορετικός. Θα επιστρέψει στη Μόσχα νιώθοντας κάποια νοσταλγία για «το ψυχρό, κόκκινο φεγγάρι της», όχι όμως και για τη Ντάσα, τη γυναίκα του. Ανάλαφρος στο βάδισμά του, σαν να έχει χάσει πια το ανθρώπινο βάρος του αλλά και τόσο μόνος. Και σύντομα θα ανακαλύψει ότι η σκιά του δεν τον έχει ακολουθήσει σ’ αυτή την επιστροφή του στη ζωή. Είναι ένας άνθρωπος που δεν αφήνει το μαύρο αποτύπωμά του πάνω σε ό,τι τον περιβάλλει. Εισπράττει τον ίσκιο όλων των αντικειμένων γύρω του αλλά αυτός δεν ακουμπά πουθενά το βάρος του δικού του ίσκιου. Είναι σαν να μην υπάρχει. Σαν η ζωή να του χαρίστηκε εν μέρει. Και σαν να άφησε πίσω του ένα κομμάτι του εαυτού του. Αυτός ο αιωρούμενος άνθρωπος είναι ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας.

Γύρω του οι άλλοι χαρακτήρες. Η Ντάσα, η γυναίκα του, σε αντίθεση με αυτόν, πατάει γερά και με τα δυο της πόδια στη γη και αφήνει ένα έντονο απολύτως ρεαλιστικό αποτύπωμα στο πέρασμά της. Έτοιμη να αποδεχθεί το παράδοξο που της παρουσιάζεται, μόνο και μόνο γιατί είναι φτιαγμένη για τα δύσκολα της ζωής, αφού έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να ζητάει κανείς ένα καλύτερο αύριο. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι μια γυναίκα χωρίς όνειρα. Ο Σεργκέι Αλεξέγιεβ, «ο διανοούμενος και ρομαντικός της γειτονιάς του», που είχε πάντοτε ανοιχτή τη πόρτα του σπιτιού του γι’ αυτόν που θα ζητούσε τη βοήθειά του, στον οποίο ο συγγραφέας θα εστιάσει το ενδιαφέρον του, μια που είναι ο μόνος που ο  Αντρέι Νικολάγιεβ εμπιστεύεται και ίσως ο μόνος από τον οποίο αναμένει και μια εξήγηση στο παράλογο που βιώνει.

[…]λέγανε ότι ο Σεργκέι Αλεξέγιεβ, που μόναζε με τον δικό του, ολότελα προσωπικό τρόπο μέσα στον κόσμο σαν ένας αλλόκοτος καλόγερος, δίχως όμως να απαρνιέται πού και πού τις ηδονές του, είχε κάποιες μέρες την πόρτα του λίγο ανοιχτή για να περνάει όποιος ήθελε μέσα. Το φτωχικό υπόγειό του συνήθως κουκούλωνε η βαριά αποφορά της νερόβραστης λαχανόσουπας. Ψάρι παστό ή κρέας έβλεπε πολύ σπάνια το σπίτι του. Δυο καρέκλες, ένα τραπέζι, μια  μικρή βιβλιοθήκη κι ένα ντιβάνι σκεπασμένο με μουσαμά στη γωνία ήταν όλα κι όλα τα υπάρχοντά του. Καθόταν πολλές φορές στο τραπέζι του και διάβαζε για ώρες με έναν βιαστικό και φαινομενικά ασύνταχτο τρόπο, αλλά το αξιοπερίεργο ήταν ότι πάντα στο τέλος είχε πάρει τις γνώσεις που ήθελε από τα βιβλία. Το μέτωπό του συχνά φωτίζανε περαστικές σκέψεις, τα λιπόσαρκα μάγουλά του ρουφιόνταν θαρρείς ακόμα πιο μέσα από την έγνοια, «τη φροντίδα του», όπως έλεγε, «για τον κόσμο»• ωστόσο, ήταν φορές που έδειχνε να φορτίζεται από ανοίκεια ως τότε σε κείνον συναισθήματα. Τότε το πρόσωπό του κοκκίνιζε από την έξαψη, η ανάσα του βάραινε, τα μάτια του, απλανή, σαν να βρισκόταν σε κάποια απόγνωση ή έντονη ονειροπόληση, στυλώνονταν πάνω από το βιβλίο και πολύ λίγα πράγματα μπορούσαν να του αποσπάσουν από το μοναχικό του έργο την προσοχή[….]

Πρέπει να σχολιαστεί εδώ η ικανότητα του συγγραφέα να δίνει με ακρίβεια φωτογραφική και σκηνοθετική ματιά τον χώρο μέσα στον οποίο εντάσσονται τα πρόσωπα του έργου του και διαδραματίζεται η πλοκή,  από τα ζητούμενα μιας αξιόλογης γραφής. Δεν το καταφέρνουν πολλοί, ίσως από αδυναμία ίσως από αδιαφορία, εκτιμώντας πως η αξία του λόγου τους μετριέται περισσότερο στη δράση, όπως αυτή αναπτύσσεται στην αφήγηση. Να παρατηρήσουμε, ωστόσο, ότι η αφήγηση, όσο γλαφυρή κι αν είναι, κινδυνεύει να μείνει μετέωρη, αν δεν της παρασχεθεί ο κατάλληλος χώρος ανάπτυξης. Και, φυσικά, μια αιωρούμενη δράση τι να την κάνεις; Χρειάζεται πλαίσιο με σαφήνεια περιγραφική δηλωμένο, προκειμένου και οι ήρωες να σταθούν στα πόδια τους, να ενταχθούν ομαλά μέσα του,  και να εξελιχθεί η υπόθεση.

Στο παραπάνω απόσπασμα θαρρείς και είσαι μέσα σ’ αυτό το λιτό και απέριττο σπίτι του ιδιόμορφου Σεργκέι Αλεξέγιεφ, ότι κάθεσαι στο τραπέζι του και μοιράζεσαι μαζί του τη φτωχή λαχανόσουπα, χαζεύεις και φυλλομετράς τις σελίδες των βιβλίων του και παρατηρείς με τη σειρά σου, ως αναγνώστης πια αλλά και ως αόρατος ήρωας του βιβλίου, το συννεφιασμένο του πρόσωπο.

Χαίρομαι να συναντώ τέτοια δείγματα γραφής, κυρίως όταν αυτό συμβαίνει σε βιβλία πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων, όπως εδώ είναι η περίπτωση του  Αντώνη Ξυραφά.

Δύο συνάδελφοι του Αντρέι Νικολάγιεβ, στη δημόσια υπηρεσία που εργάζεται, θα σκιαγραφηθούν επίσης διεξοδικά, δίνοντας έτσι το σωστό μέτρο στη γραφή ενός μυθιστορήματος. Μπορεί ο βασικός ήρωας να είναι στο κέντρο του ενδιαφέροντος, όμως μόνον τότε μας παρουσιάζεται ως ολοκληρωμένος χαρακτήρας, όταν προβάλλονται πάνω του οι υπόλοιποι και με τη σειρά του αυτός  επηρεάζεται από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες. Για να συμβεί αυτό είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει και αυτοί να είναι διακριτοί. Έτσι έχουμε από τη μια τον Ανατόλι Μιλγιούκοβ, έναν «κάτισχνο ανθρωπάκο», έναν άνθρωπο χωρίς ζωή, με τη μίζερη μοίρα του ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Είναι τόσο ξεκάθαρη η μυθοπλαστική μορφή του, που θα μπορούσε ένα νέο μυθιστόρημα να γραφεί με αυτόν ως βασικό ήρωα. Από την άλλη συναντάμε τον Ιγκόρ Μιχαήλοβ, έναν άνθρωπο χωρίς ηθική «σαν αρπακτικό έτοιμο να επιτεθεί στη λεία του».

Ξεχωριστή η παρουσία του Εβγκένι Εβδοκίμοβ. Όλοι οι παραπάνω έχουν μια έλλειψη, ένα χωρίς, να καθορίζει την εικόνα τους. Έτσι και  ο Εβδοκίμοβ, ο άνθρωπος χωρίς τιμή, φτιάχνει μια τραγική φιγούρα δίπλα τους. Θύμα της ζωής του και της δειλίας του να αντιμετωπίσει τις αντιξοότητες που βρήκε μπροστά του, θα καταλήξει στο φρενοκομείο.

Παρατηρώντας τους χαρακτήρες αυτούς σκέφτεσαι αν η έλλειψη του Αντρέι  Νικολάγιεβ είναι η σημαντικότερη. Πώς ζεις χωρίς τη σκιά σου και, κυρίως, πώς συμφιλιώνεις και εκλογικεύεις μέσα σου την απουσία της; «Όταν χαθεί η σκιά κάποιου, τότε γίνεται σκιά του εαυτού του, γιατί η φύση δεν αγαπά το κενό», δηλαδή ο ήρωας θα αναγκαστεί σε έναν κόσμο φαινομένων και σκιών να δει τα πράγματα όπως είναι αληθινά. Ίσως αυτός, με το μοναδικό προνόμιο(;) να μην μπορεί να δει το είδωλό του να εγγράφεται πάνω στους άλλους, ούτε καν μέσα σ’ έναν καθρέφτη, να είναι σε θέση τώρα να βιώσει τους έσχατους φόβους, «έχω αρχίσει να λοξοδρομώ προς την κόλαση του εαυτού μου την ίδια», θα εξομολογηθεί στον φίλο του.

Υπάρχουν σκέψεις και διαβάσματα που πρέπει τελικά να τα θεωρούμε θεμελιακά. Ολοένα γυρνάμε σ’ αυτά και αναγνωρίζουμε την αξία τους. Δεν είναι φυσικά ίδια για όλους. Πιστεύω, όμως, ότι κάποια από αυτά έχουν θέσει την καθοριστική τους σφραγίδα στη λογοτεχνία, ίσως γι’ αυτό συναντάμε συχνά τον απόηχό τους σε πολλά κείμενα. Στην ιστορία που αφηγείται ο Αντώνης Ξυραφάς αναγνωρίζω το βαθύ υπόστρωμα του Αλμπέρ Καμύ, τη φιλοσοφική του κατάθεση πάνω στο παράλογο, πολύ πιο πέρα από τον Σαρτρ και πολύ πιο τραγική η ανθρώπινη εικόνα εδώ, που πλησιάζει τις γραφές του Κάφκα με θέμα τον αλλοτριωμένο, αποξενωμένο άνθρωπο από τον κόσμο και από τον εαυτό του, αυτόν που τολμά να βλέπει πόρτες ανοιχτές – αποκλειστικά γι’ αυτόν – εκεί που όλοι τις βλέπουν θεόκλειστες.

«Να αντιμετωπίζεις με αξιοπρέπεια τη μοίρα σου, να τι σου χρειάζεται μόνο σ’ αυτή τη ζωή. Να έχεις ψυχή λιονταριού, να μάχεσαι κάθε μέρα, είπε μέσα του, να είσαι άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης. Και να σκεφτεί κανείς ότι το κορόιδευε αυτό μέχρι τότε, γιατί πίστευε ότι κανείς δεν μπορεί να σταθεί σε βάθος αξιοπρεπής απέναντι σε μια μοίρα, σ’ έναν κόσμο που τον ξεπερνάει!»
 
Νομίζω πως η «σκιά του στρατιώτη» με τον τρόπο που έχει γραφτεί, συνταιριάζοντας τη μυθοπλαστική πλοκή με τον διαλογισμό, αγγίζει τα όρια του φιλοσοφικού δοκιμίου. Είναι από τα βιβλία που τα διαβάζεις και συχνά σταματάς και σημειώνεις σκέψεις που σου έρχονται συνειρμικά. Παρακολουθείς τις συζητήσεις του Αντρέι με τον διανοούμενο φίλο του και συμμετέχεις, ως ενεργός αναγνώστης πια, στην προσπάθεια να λυθεί το μυστήριο αυτής της σκιάς που αυτονομήθηκε και εξαφανίστηκε από τη ζωή του ήρωα. Τι θα συμβεί μ’ αυτόν τον άνθρωπο που δεν μπορεί πουθενά να καθρεφτιστεί, ενώ όλα με απλό και φυσιολογικό τρόπο καθρεφτίζονται πάνω του;

Ένα παιχνίδι, ένα φιλοσοφικό αίνιγμα, μεταμφιεσμένο σε μυθοπλαστική πλοκή μας έδωσε εδώ λοιπόν ο συγγραφέας; Ένα αντικαθρέφτισμα φαινομενικών εικόνων και πραγματικότητας; Αν είναι έτσι, όμως, όλο αυτό δεν παραπέμπει στην άλλη θεμελιώδη αντιστοιχία ανάμεσα στη ζωή και στο όνειρο; Και η αλήθεια πού βρίσκεται; Ο Αντρέι Νικολάγιεβ ένιωσε αποσυνάγωγος, όταν τον εγκατέλειψε η σκιά του, όταν βρέθηκε ανάλαφρος χωρίς το βάρος της μέσα σ’ ένα κόσμο σκιών και φαινομένων. Τι θα συμβεί, αν ακολουθήσει τη συμβουλή του φίλου του;

«Αφεθείτε, λοιπόν, ώστε η σκιά σας να σας ονειρευτεί[…]κι αν για μια στιγμή εκεί μέσα δείτε τον εαυτό σας έστω κι από μακριά, αν αισθανθείτε και πάλι ότι βλέπετε τον αληθινό κόσμο μέσα από τα μάτια του ονείρου σας κι έχετε εκείνη την κρίσιμη ώρα αυτή τη στιγμιαία φωτεινή συνείδηση ότι ατενίζετε γαλήνια τα πάντα, τότε μπορεί να σας συμβεί.[…]θα στραφεί η ψυχή σας και πάλι σ’ αυτό τον απατηλό κόσμο, τον φτιαγμένο από σκιές.»

Ό, τι θα συμβεί από το σημείο αυτό και μετά στον ήρωα είναι ανοιχτό σε συζήτηση, ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα για τους αναγνώστες εκείνους που αγαπούν να ανταλλάσσουν απόψεις πάνω σε πολύ ξεχωριστά βιβλία. Θα μπορούσε να είναι διαφορετική η εξέλιξη της ιστορίας από αυτήν που επέλεξε ο συγγραφέας; Ίσως. Αλλά δεν είναι αυτό που μετράει εδώ. Για να φτάσει ο αναγνώστης στο σημείο να «συνδιαλέγεται» με την πλοκή και να συμπληρώνει ή να αντιπροτείνει λύσεις, σημαίνει ότι το βιβλίο τον κέρδισε, τον μετέτρεψε από παθητικό δέκτη μιας ιστορίας σε ενεργό συνομιλητή του συγγραφέα αλλά και του ήρωα. Και αυτό θα πρέπει να συναριθμηθεί στα πολύ θετικά του συγκεκριμένου βιβλίου αλλά και του συγγραφέα, που με αυτή την πρώτη  γραφή του μας συστήνεται. Μια τελευταία μνεία για το εξώφυλλο του Θάνου Γκιώνη, τόσο ταιριαστό με το περιεχόμενο, έτσι όπως φωτίζεται η φιγούρα του στρατιώτη και μεγεθύνεται πίσω του η σκιά του, πιστή ακόλουθος.