Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 34

Τζοβάνι Παπίνι: Η ουσία του πραγματισμού

Παπίνι

Μεταφράζει ο Αλέξανδρος Τσαντίλας

Ο Πραγματισμός δεν έχει ορισμό

ΟΠΟΙΟΣ επιχειρήσει να διατυπώσει έναν ορισμό του πραγματισμού με λίγες μοναχά λέξεις θα διαπράξει ό, τι πιο αντιπραγματιστικό δύναται κανείς να διανοηθεί. Για την ακρίβεια, όποιος αποπειραθεί να συμπεριλάβει σε μια και μόνο σύντομη φράση όλες τις τάσεις και τις θεωρίες που συγκροτούν τον πραγματισμό, το μόνο βέβαιο είναι ότι θα καταλήξει σ’ έναν γενικόλογο και ατελή ορισμό • κι αν μισούν δυο πράγματα οι πραγματιστές περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, αυτά είναι η ασάφεια και η αοριστία.

Απ’ την άλλη μεριά, σκοπός μου είναι η συζήτηση να κεντρίσει το ενδιαφέρον σας, ως αναγνώστες • εξάλλου, η αγάπη, όπως λέει κι ο Λεονάρδος, γεννιέται και μεγαλώνει με την γνωριμία. Με ποιο τρόπο, όμως, να συνεχίσω; Θα μπορούσα να παραθέσω δύο ή τρεις ορισμούς του πραγματισμού που έχω άμεσα στη διάθεση μου, οι οποίοι συνοψίζουν όλα τα χαρακτηριστικά και στοιχεία που περιλαμβάνει σε ένα πράγμα • δεν θεωρώ, ωστόσο, ότι θα ήταν πρέπον, κατ’ αυτό τον τρόπο, να συστήσω την πραμάτεια μου.

Θα μπορούσα να σας πω, παραδείγματος χάριν, ότι ο πραγματισμός δεν είναι παρά «μια συλλογή μεθόδων με σκοπό την ενδυνάμωση της ανθρώπινης ισχύος» - αλλά θα μπορούσατε κάλλιστα να μου ανταπαντήσετε ότι βάσει του προτύπου αυτού, ακόμη κι ένα εγχειρίδιο σηραγγοποιίας θα ήταν κομμάτι του πραγματισμού. Περαιτέρω, ένας άλλος πραγματιστής θα σας διαβεβαίωνε ότι το δόγμα του θεμελιώνεται στον στοχασμό του μέλλοντος (τις μελλοντικές συνέπειες και τις προβλέψεις), έτσι που ο πραγματισμός ν’ αποκτά και μια πρόσθετη ονομασία: προμηθεϊσμός. Και για μια ακόμη φορά, θα μπορούσατε να τον ρωτήσετε εάν τα συγγράμματα μετεωρολογίας, ή τα βιβλία προφητικής ερμηνείας των ονείρων, ή ακόμη κι οι Ουτοπίες των αναθεωρητών, αποτελούν κι αυτά κομμάτι του πραγματισμού.

Τα πράγματα θα χειροτέρευαν ακόμη περισσότερο εάν κάποιος ισχυριζόταν ότι η θεωρία του πραγματισμού δίνει έμφαση στο πρακτικό κομμάτι, κι ότι κατά την επιλογή των δογμάτων του αντικαθιστά το κριτήριο της ωφελιμότητας μ’ εκείνο της αλήθειας. Αν και ο ορισμός αυτός είναι εν πολλοίς ορθός, θα πρέπει να εξετάσουμε τι νοείται επακριβώς ως πρακτικό κομμάτι, και τι ως ωφελιμότητα, έτσι ώστε να προσδώσουμε σε αμφότερους τους όρους μία ακλόνητη σημασία. Υπάρχει, όμως, έστω και μία θεωρία που ο επινοητής της να μην δηλώνει ότι διαθέτει πρακτικά συμπεράσματα; Υπάρχει θεωρία που να μην έχει καμία απολύτως ωφελιμότητα; Οι θεωρίες έχουν μια κάποια ωφελιμότητα που συμπίπτει με την αλήθεια τους, όπως για παράδειγμα, τ’ ότι θεωρείται γενικά χρήσιμο να στηριζόμαστε στις θεωρίες που καταλήγουν σε ορθές προβλέψεις • και την ίδια στιγμή, υφίσταται και μια άλλη ωφελιμότητα που αντιβαίνει στην πρώτη, όπως, λόγου χάρη, ο ηθικός ενθουσιασμός που δύναται να μας δώσει μια πεποίθηση, ακόμη κι αν είναι εντελώς παράλογη.    

Τους ορισμούς αυτούς μπορούν να τους διαδεχτούν άλλοι, αλλά το συμπέρασμα στο οποίο είναι πολύ πιθανόν να καταλήξετε είναι ότι ο πραγματισμός, αντί ν’ αποτελεί κάτι το καινούργιο, δομείται από έναν τεράστιο αριθμό ήδη υφισταμένων πραγμάτων, κι ότι τον έχουν αποδεχθεί και τον εφαρμόζουν στην πράξη – ασχέτως του αν το συνειδητοποιούν ή όχι – όλοι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι.

Αν όμως καταλήξετε εκεί, θα έχετε υποπέσει σε πλάνη • διότι, ο πραγματισμός όντως περιέχει νέα πράγματα, κι αν είναι πολλοί εκείνοι που τον εφαρμόζουν στην πράξη, αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι τους τον αναγνωρίζουν ή τον αποδέχονται. Η αιτία γι’ αυτό έγκειται στους ορισμούς, που ούτε μπορούν, ούτε και πρέπει να είναι μακροσκελείς όσο τα βιβλία – επειδή οι ορισμοί που συμπυκνώνονται σε μία και μόνο φράση, η οποία αποπειράται να εξηγήσει και να συνοψίσει το σύνολο, καταλήγει, στην καλύτερη των περιπτώσεων, να αποτυγχάνει να ξεκαθαρίσει αυτό που πραγματεύεται. Ακόμη συχνότερα, τέτοιοι ορισμοί καταλήγουν σε αμήχανες αμφισημίες, και σε ψευδείς αναπαραστάσεις. Για να αναδείξουμε την καινοτομία και την ξεχωριστή φύση οποιουδήποτε δόγματος, θα πρέπει να κατέβουμε από το καθολικό στο ειδικό, και να συμπληρώσουμε μεγάλους και αφηρημένους όρους όπως δυναμικότητα, πραγματικότητα, μέλλον κλπ. με τον πλούτο που μας παρέχουν οι εξειδικευμένες θεωρίες και  τα τεκμηριωμένα στοιχεία. Χωρίς καν να το συνειδητοποιήσω ο ίδιος, ήδη σας παρέδωσα ένα βασικό πρώτο μάθημα για τον πραγματισμό.

Τι μπορεί κανείς να περιμένει από τους Πραγματιστές

Με το που καταπιάστηκα με μία δουλειά, αμέσως έρχομαι αντιμέτωπος με μία άλλη. Ένα απ’ τα αγαπημένα γνωμικά των πραγματιστών λέει το εξής: ότι το νόημα των θεωριών προκύπτει εξολοκλήρου απ’ τις συνέπειες που οι ακόλουθοι τους αναμένουν από εκείνες. Το να επιβεβαιώνω κάτι σημαίνει, στην πραγματικότητα, ότι προβλέπω ότι κάποια πράγματα θα ανακύψουν, ή ότι θα καταλήξω σε κάποιες πράξεις.

Εφαρμόστε, τώρα, το γνωμικό αυτό στον ίδιο τον ορισμό του πραγματισμού, και ρωτήστε με: Τί ενέργειες ή πεποιθήσεις μπορούμε να περιμένουμε από κάποιον στοχαστή που δηλώνει πραγματιστής;

Η απάντηση δεν θα αργήσει να έρθει. Οι προσμονές του αφορούν σχεδόν εξολοκλήρου τις επιλογές του στον κόσμο της σκέψης • πράγμα που σημαίνει ότι μπορούμε να προβλέψουμε τι θα του αρέσει και τι δεν θα του αρέσει • ποια προβλήματα θα του φανούν σημαντικά και ποια θα απορρίψει ως άχρηστα • ποιες θα είναι οι συμπάθειες και ποιες οι αντιπάθειες του, τόσο στον κόσμο των ιδεών, όσο και στον κόσμο των ανθρώπων.
    
Θα προσπαθήσει, με κάθε τρόπο, να μην απασχολήσει τον εαυτό του με ένα μεγάλο κομμάτι των κλασικών προβλημάτων της μεταφυσικής (ειδικά όσον αφορά την καθολική και ορθολογική επεξήγηση του συνολικού αθροίσματος των πραγμάτων), που για εκείνον αποτελούν ανύπαρκτα και άνευ νοήματος προβλήματα. Απ’ την άλλη μεριά, θα ασχοληθεί εξαντλητικά με ζητήματα μεθόδων και οργάνων γνώσης και πράξης, διότι θα είναι σίγουρος ότι περισσότερη σημασία έχει να βελτιώσει ή να δημιουργήσει μεθόδους προκειμένου να καταλήξει σε ακριβείς προβλέψεις, ή να μεταβάλλει τον εαυτό του ή άλλους, παρά να περνάει την ώρα του με άδειες λέξεις γύρω από ακατανόητα προβλήματα.

Οι συμπάθειες του θα έχουν να κάνουν με τη μελέτη της συγκεκριμένης περίστασης, με την ανάπτυξη της πρόβλεψης, με ακριβείς και καλά προσδιορισμένες θεωρίες, με τα όργανα εκείνα που ενδείκνυνται για την επίτευξη των σημαντικότερων σκοπών του βίου, με την λακωνικότητα, την οικονομία της σκέψης, κλπ.

Όπως είναι αναμενόμενο, θα τρέφει μια αντιπάθεια προς όλες τις μορφές του μονισμού, προς όλες τις καθολικές φράσεις που είτε δεν δηλώνουν τίποτα ή δηλώνουν πάρα πολλά, και προς συγκεχυμένες φλυαρίες που αφορούν παράλογες και αδιανόητες ερωτήσεις. Περαιτέρω, θα έλεγα ότι θα διατηρεί ισχυρές επιφυλάξεις για τα υποτιθέμενα τεκμήρια και την διαισθητικότητα των αρχών, όπως και για την πίστη σε μια μοναδική και αμετάβλητη αλήθεια, καθώς και προς όλες τις αγνωστικιστικές θεωρίες που μετατρέπουν ό, τι υπάρχει στο επέκεινα σε συνώνυμο του πέραν κάθε προσέγγισης αγνώστου. Θα απορρίψει κάθε τι που αρνείται να αλλάξει ή να προσαρμοστεί, και κάθε τι που ισχυρίζεται ότι κυριαρχεί εν ονόματι του ελέω Θεού δικαιώματος του απόλυτου. Δεν θα δείξει κανένα σεβασμό και καμία υποταγή στην περιβόητη «πραγματικότητα» του συνηθισμένου ανθρώπου, ούτε στην επιγειότητα, το terre à terre του εμπειριστή.

Μ’ άλλα λόγια, ο πραγματιστής περιφρονεί τα δόγματα που παριστάνουν ότι εξηγούν τον κόσμο μέσα από τρεις ή τέσσερις μυστηριώδεις φράσεις, εξ ονόματος κάποιας ξεχωριστής αρχής ∙ με παρόμοιο τρόπο, περιφρονεί εξίσου τα δόγματα εκείνα που στηρίζονται σε ακατέργαστα τεκμήρια, με τη μορφή που παραδίδονται σ’ εμάς από την εμπειρία, δίχως να προσπαθούν να τα ανάγουν σε θεωρία (κατά το παράδειγμα του στενοκέφαλου εμπειρισμού και ωφελιμισμού της αποκαλούμενης κοινής λογικής) ή σε πράξη (κατά τα πρότυπα του ηθικού εξελικτισμού της «παραίτησης έναντι των νόμων της φύσεως»). Αντ’ αυτού, βλέπουμε τον πραγματιστή να φλέγεται από ένα συναίσθημα ενθουσιασμού για οτιδήποτε αποκαλύπτει την πολυπλοκότητα και την πολλαπλότητα των πραγμάτων, όπως και για οτιδήποτε μεγεθύνει την δύναμη μας να δράσουμε επί του κόσμου, καθώς και για όλα όσα συνδέονται πιο στενά με την πράξη, την δραστηριότητα, και τη ζωή.       

Αν, παρ’ όλα αυτά, τα χαρακτηριστικά αυτά αποτυγχάνουν να προσδιορίσουν με επαρκή πληρότητα και ακρίβεια το τί είναι ο πραγματισμός, καταφέρνουν να δώσουν, εντούτοις, μια κάποια ιδέα των τάσεων του.

Μπορώ, όμως, να κάνω κάτι ακόμα για να προσδιορίσω καλύτερα τις παραπάνω ιδέες: μπορώ, δηλαδή, να δείξω σε ποια σημεία ο πραγματισμός δεν μοιάζει με τα προγενέστερα συστήματα της φιλοσοφίας.

Ο Πραγματισμός δεν είναι «Φιλοσοφία»

Πάνω απ’ όλα, ο πραγματισμός διαφέρει απ’ τις υπόλοιπες φιλοσοφίες χάρη σ’ ένα πολύ απλό χαρακτηριστικό του: δεν είναι φιλοσοφία – εάν, τουλάχιστον, με τη λέξη φιλοσοφία εννοούμε ένα σύστημα μεταφυσικής, ένα σύστημα του σύμπαντος, ένα Weltanschauung ή κάτι άλλο παρόμοιο. Ο πραγματιστής, εφόσον είναι όντως πραγματιστής, δεν πρεσβεύει τον ιδεαλισμό έναντι του υλισμού, ούτε ενστερνίζεται το δόγμα της δημιουργίας έναντι του δόγματος της εκπόρευσης. Για εκείνον, από τις κατανοήσιμες μεταφυσικές θεωρίες (και δεν υπάρχουν πολλές από δαύτες) μπορούν να προκύψουν μόνο διαφορετικές ηθικές επιπτώσεις – αφού οι πρακτικές και πειραματικές προσμονές είναι ίδιες σε όλες τις θεωρίες. Αυτό σημαίνει ότι τόσο ο φανατικός ιδεαλιστής, όσο και ο άτολμος υλιστής θα κοίταζαν εξίσου να αποφύγουν ένα αυτοκίνητο που πάει να τους πατήσει, μολονότι οι πεποιθήσεις του πρώτου θα έτειναν περισσότερο προς κάποια ηθικά ιδανικά όπως η περηφάνια, η ευγένεια, το πλατωνικό όνειρο του κοσμοποιού, κλπ. απ’ ότι οι πεποιθήσεις του δεύτερου.

Ως εκ τούτου, για τον πραγματιστή καμία μεταφυσική υπόθεση δεν περιέχει περισσότερη αλήθεια από μια άλλη. Αυτός που νιώθει την ανάγκη για μια τέτοια υπόθεση, θα επιλέξει μία ανάλογα με τους σκοπούς και το γούστο του στις ιδέες, αλλά δεν θα κομπάσει ότι η υπόθεση του δύναται να αναγνωριστεί ως η πιο γερή και βέβαιη, ούτε ως η πιο καλύτερα αποδεδειγμένη και δοκιμασμένη.

Συνεπώς, ο πραγματισμός δεν περιέχει μεταφυσική, είτε αυτή δηλώνεται ανοικτά, είτε υφίσταται σαν υπαινιγμός. Για τον πραγματισμό, οι θεωρίες του κόσμου, εφόσον γίνουν κατανοητές με ορθό τρόπο, δεν είναι παρά ποικίλοι τρόποι επιβεβαίωσης των ίδιων συνηθισμένων στοιχείων, και η αξία τους έγκειται μοναχά στην μορφή που έχουν, η οποία μπορεί να είναι περισσότερη ή λιγότερο δηλωτική, και περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκά διακείμενη προς συγκεκριμένους στόχους και προτιμήσεις του νου μας. Για τον πραγματιστή, οι μεταφυσικές θεωρίες είναι στοιχεία πλάι σε άλλα στοιχεία, κι αυτό που έχει για εκείνον σημασία είναι η ικανότητα να προβλέπει τις διαφορές στην συμπεριφορά των διαφόρων ανθρώπων που πιστεύουν στις θεωρίες αυτές.

Απ’ αυτά που είπα έως τώρα, θα φανεί ίσως καθαρά ότι ο πραγματισμός δεν αποτελεί τόσο φιλοσοφία, όσο μέθοδος για να πορευόμαστε χωρίς την φιλοσοφία. Αγωνιζόμενος, αφενός, εναντίον προβλημάτων που στερούνται νοήματος, όπως η μεταφυσική, ο μονισμός, κι άλλα παρόμοια, ο πραγματισμός καταφέρνει να περιορίσει το πεδίο δράσης εκείνου που, από ιστορικής άποψης, καλείται φιλοσοφία ∙ κι ωθώντας, αφετέρου, τους ανθρώπους περισσότερο να πράττουν παρά να μιλάνε, να αλλάζουν τα πράγματα αντί να τα στοχάζονται, να τα αναγκάζουν να υπάρχουν με σαφή τρόπο αντί να αποδεικνύουν την ήδη υφιστάμενη τους ύπαρξη, ο πραγματισμός καταφέρνει να επεκτείνει το πεδίο της δράσης, ελαττώνοντας την επικράτηση της καθαρής εικασίας. Έτσι, ο πραγματισμός θα φαινόταν εκ των πραγμάτων όχι μόνο ως κάτι διαφορετικό από την φιλοσοφία, αλλά ως κάτι εχθρικό προς τη μεταφυσική με την παραδοσιακή κοσμολογική της έννοια.

Και οι διαφορές δεν σταματούν εκεί. Μια εξίσου σημαντική διάκριση είναι ο πλουραλιστικός χαρακτήρας των πραγματιστικών θεωριών, σε αντίθεση με την ενότητα και την τυπική οργάνωση των συστημάτων που δημιουργούνται από ένα και μόνο μυαλό. Είναι πολλοί, πάρα πολλοί εκείνοι που δεν έχουν ακόμη αντιληφθεί πως δεν υπάρχει ένα μόνο πράγμα που να καλείται πραγματισμός, αλλά ότι υπάρχουν μόνο πραγματιστικές θεωρίες, και στοχαστές που είναι περισσότερο ή λιγότερο πραγματιστές. Ας γίνει κατανοητό ότι στις θεωρίες των στοχαστών αυτών υπάρχουν συγγένειες, καθώς και σημεία επαφής στις τάσεις τους, διότι στην αντίθετη περίπτωση δεν θα είχε νόημα να χρησιμοποιούμε επίθετο που δηλώνει σύνολο και κοινότητα. Αυτό, όμως, δεν ακυρώνει το γεγονός ότι ο πραγματισμός αποτελεί συνασπισμό θεωριών που προέρχονται από διάφορες πηγές και ιδιοσυγκρασίες, αντί για κάποιο καλαίσθητο σύστημα που απορρέει απ’ το μυαλό ενός μεμονωμένου φιλοσόφου ή από κάποια ομοιογενή και καλά οργανωμένη σχολή. Αν συγκρίνουμε την κατά κάποιο τρόπο τυχαία συγκρότηση του – που περιλαμβάνει συνεισφορές από πάρα πολύ κόσμο και πολλές χώρες – με άλλους ορθολογικά και καλά διαμορφωμένα συστήματα σκέψης όπως ο ντετερμινισμός στα έργα του Σπινόζα, ο απόλυτος ιδεαλισμός στα έργα του Χέγκελ, και η εξέλιξη στον Σπένσερ, τότε η διαφορά του είναι άμεσα ορατή.

Η διασκορπισμένη κατάσταση των ιδεών που έχουν συγκεντρωθεί υπό την κοινή ονομασία του πραγματισμού καθιστά δύσκολο να βρεθεί ένας στοχαστής που να είναι πραγματιστής απ’ την κορφή ως τα νύχια. Ορισμένοι άνθρωποι είναι πραγματιστές – αν και μάλλον δεν το συνειδητοποιούν – όσον αφορά ορισμένα ζητήματα ή χαρακτηριστικά, ενώ δεν είναι πραγματιστές, ή παρουσιάζουν αντιπραγματιστικό χαρακτήρα απέναντι σε άλλα ζητήματα και χαρακτηριστικά ∙ διαπιστώνουν ότι το ίδιο πνεύμα ελευθερίας, η ίδια απελευθέρωση απ’ την ακαμψία που οι πραγματιστές έχουν διαπιστώσει ότι υφίσταται στο πεδίο των επιστημών, είναι εξίσου υπαρκτή και στο δικό τους δόγμα.

Ο Πραγματισμός διαφέρει από τον Θετικισμό

Κατά τη σύνταξη αυτής της επί τροχάδην επισκόπησης των διαφορών ανάμεσα στον πραγματισμό και τις άλλες φιλοσοφίες, άφησα επίτηδες τον θετικισμό κατά μέρος, διότι το ζήτημα της σχέσης του με τον πραγματισμό είναι πολύ πιο περίπλοκο.

Για την ακρίβεια, υπάρχουν κάποιοι που υποστηρίζουν – είτε από δειλία, είτε από άγνοια – ότι ο πραγματισμός δεν είναι παρά εκδοχή, ή ανούσια αναθεώρηση, αυτού που είναι γνωστό ως θετικισμός, ή αγνωστικισμός. Φυσικά, υπάρχουν κι εκείνοι που λένε ότι ο πραγματισμός είναι μια τελειοποιημένη τους μορφή, κι άλλοι που δηλώνουν ότι αποτελεί εκφυλισμό του θετικισμού. Ο Μάριο Καλντερόνι, μολονότι διαπιστώνει πως η ονομασία πραγματισμός εκφράζει «μια αληθινή πρόοδο στο σύστημα του θετικισμού», επιβεβαιώνει εντέλει την «θεμελιακή ταυτοσημία» των δύο δογμάτων. Πέραν τούτου, στον αγώνα του Περς κατά των άνευ περιεχομένου ερωτημάτων, ο Καλντερόνι δεν βλέπει τίποτε άλλο πλην μιας απλής συνέχισης της διαμάχης των θετικιστών ενάντια στη μεταφυσική. Στο σημείο αυτό διαφωνώ με τον Καλντερόνι, και μου κάνει βαθιά εντύπωση πως ένας τόσο παθιασμένος εραστής των διακρίσεων αδυνατεί να δει τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των δύο δογμάτων.

Δύο είναι τα σημεία που ο πραγματισμός φαίνεται να συμφωνεί με τον θετικισμό: στην σημασία της πρόβλεψης, και στην απόρριψη των μάταιων και παράλογων ερωτημάτων ∙ υπάρχουν, εντούτοις, διαφορές ακόμη κι όσον αφορά τα δυο αυτά σημεία, χώρια τα υπόλοιπα που θα εξετάσουμε παρακάτω.

Διότι ο πραγματισμός δεν θεωρεί την πρόβλεψη απλά και μόνο σαν άνοιγμα προς τις πρακτικές εφαρμογές, ή σαν βοήθημα για την επαλήθευση θεωριών, αλλά και σαν μέσο ορισμού και ερμηνείας των ίδιων των θεωριών. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, μια τέτοια πρόβλεψη διαμορφώνει μια τελείως νέα προσθήκη στην μέθοδο του θετικιστή.

Ο πραγματισμός, όπως και ο θετικισμός, καταδικάζει και απορρίπτει τα παράλογα και κενά ερωτήματα που αποτελούν πολύ μεγάλο τμήμα της μεταφυσικής, αλλά δεν τα απορρίπτει επειδή είναι άλυτα ∙ όλοι σχεδόν οι θετικιστές είναι αγνωστικιστές, κι υποστηρίζουν ότι ο ανθρώπινος νους αδυνατεί να επιτύχει την επίλυση των προβλημάτων αυτών. Οι πραγματιστές, τουναντίον, είναι όλοι τους αντιαγνωστικιστές, και υποστηρίζουν ότι τα προβλήματα αυτά δεν είναι μεγαλεπήβολα για την νοημοσύνη μας, αλλά υπερβολικά στερημένα νοήματος, πολύ ανόητα, κι η απροθυμία τους να απασχοληθούν με τέτοια ζητήματα δεν συνιστά τεκμήριο ανικανότητας, αλλά απόδειξη της δύναμης του νου. Οι θετικιστές αποκηρύσσουν την μεταφυσική, αλλά από τη στιγμή που δεν εξηγούν το γιατί την αποκηρύσσουν, αφήνουν ένα παράθυρο ανοικτό για να επιστρέψουν τα αποδιωγμένα προβλήματα στο προσκήνιο. Έτσι, αυτό που προκύπτει είναι ακόμη χειρότερο, αφού το έλλειμμα μιας αρκετά βαθιάς ανάλυσης στις θεωρίες, τις επιστημονικές μεθόδους, και της ίδιας της φιλοσοφίας τους, προσφέρει στην αράχνη της μεταφυσικής τη δυνατότητα να πλέξει για μια ακόμη φορά τον ιστό της τόσο εντός των θετικιστών, όσο και στην σκέψη τους. Αυτό είναι εμφανές ακόμη και στους καλύτερους εκπροσώπους των θετικιστικών μεθόδων, μιας και ετούτοι, ενώ υψώνουν τη φωνή τους όπου σταθούν κι όπου βρεθούν ενάντια στην μάταιη και κενή μεταφυσική, αδυνατούν εντέλει να αντιληφθούν την φτωχή και αδύναμη μεταφυσική στα βιβλία και στις συζητήσεις τους. Ο αγνωστικισμός, ο μονισμός, ο υλισμός, η εξέλιξη, που πάντα συνδέονται ή συγχέονται στα μυαλά των θετικιστών, αποτελούν μεταφυσικά δόγματα που προϋποθέτουν, με τη σειρά τους, μεταφυσικές προκείμενες. Ο αγνωστικισμός υποδηλώνει την πίστη σ’ έναν κόσμο πιο αληθινό απ’ ότι ο δικός μας. Ο μονισμός απευθύνεται σε καθολικές και αδιανόητες συλλήψεις. Η εξέλιξη προτείνει ένα τρόπον τινά προνοιακή απλότητα του σύμπαντος και ούτω καθεξής. Ως εκ τούτου, ο θετικισμός είναι αντιμεταφυσικός στα λόγια, ενώ ο πραγματισμός είναι αντιμεταφυσικός επί της ουσίας.

Οι διαφορές δεν σταματάνε εδώ. Ο πραγματισμός εμπεριέχει τρεις τάσεις, οι οποίες δεν υπάρχουν καθόλου στον αγνωστικιστικό θετικισμό, ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, υπάρχουν μόνο σε μια κατάσταση εν τη γενέσει.

Η πρώτη απ’ τις τάσεις αυτές είναι η αρχή της οικονομίας της σκέψης, που ίχνη της μπορούμε πιο εύκολα να βρούμε στον Όκαμ και στον Λάιμπνιτζ, παρά στους θετικιστές. Δεύτερη έχουμε την επαναφορά του Βακωνιανού αξιώματος «γνώση ίσον δύναμη», δηλαδή την επίδειξη του τμήματος που κατέχει η ιδέα της δύναμης, και οι προοπτικές της δύναμης στις πεποιθήσεις και τις θεωρίες μας. Τρίτη και τελευταία είναι η χειραφέτηση της σκέψης, τόσο από τα άμεσα τεκμήρια, όσο και από τον καθαρό ορθολογισμό. Ο πραγματισμός περιλαμβάνει και τα δύο, τόσο στις θεωρίες του για την ελεύθερη «δημιουργία» τεκμηρίων και υποθέσεων στην επιστήμη, αλλά και στις απόψεις του για τ’ ότι δεν είναι αναγκαίο, όσον αφορά τα πορίσματα, οι βάσεις των συλλογισμών να είναι «ορθολογικές» ∙ ο πραγματισμός, δηλαδή, για να χτίσει νέες θεωρίες και νέες επιστήμες, μπορεί κάλλιστα να επιλέξει να θέσει ως βάσεις συλλογισμού παράλογες ή παράδοξες υποθέσεις. Οπότε, κατά την γνώμη μου, αυτό αρκεί προκειμένου να δικαιολογήσει τον διαχωρισμό σε διαφορετικές ονομασίες μεταξύ των δύο τρόπων σκέψης, πόσο μάλλον αφού από ιστορικής άποψης, είναι φανερό ότι οι διαφορές μεταξύ πραγματισμού και θετικισμού είναι πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που υπήρχαν μεταξύ του θετικισμού και της προγενέστερης σχολής με τ’ όνομα «Αγγλική Φιλοσοφία». Είναι αλήθεια ότι ο πραγματισμός, σε ορισμένα σημεία, πατάει πάνω στη δουλειά που έκαναν μερικοί απ’ τους καλύτερους θετικιστές, αλλά μπορεί κάλλιστα να δηλώνει, αν τον εξετάσουμε εκ του σύνεγγυς, ότι στην πραγματικότητα συγκροτείται από διαφορές του θετικισμού. Αυτό και μόνο συνιστά τη μεγαλύτερη απόδειξη της μεταξύ τους διαφοράς!

Γιατί είναι Καλό να είναι κάποιος Πραγματιστής

Έπειτα απ’ όλα όσα είπα, οι αναγνώστες μου μάλλον θα ξεκινούν να διακρίνουν τι σημαίνει να είσαι πραγματιστής ∙ αν και δεν θα μου έκανε έκπληξη αν άκουγα κάποιον να ρωτάει: αφού λοιπόν οι πραγματιστές φαίνεται να προτιμούν θεωρίες που έχουν κάποια χρησιμότητα, πες μας, σε παρακαλώ, ποια είναι η χρησιμότητα στο να είναι κάποιος πραγματιστής.

Το ερώτημα, έπειτα απ’ όσα έχω ήδη αναπτύξει, δεν είναι δύσκολο ν’ απαντηθεί. Τα πνευματικά οφέλη για κάποιον που είναι ή που γίνεται πραγματιστής, δεν είναι διόλου αμελητέα. Το πρώτο όφελος είναι η εξοικονόμηση χρόνου, μιας και ο πραγματιστής δίνει μια χαριστική βολή, ένα οριστικό quietus στα αποκαλούμενα ως «άλυτα προβλήματα», και στα υποτιθέμενα «αινίγματα του σύμπαντος», που δεν είναι παρά μόνο ανύπαρκτα ή κακώς διατυπωμένα προβλήματα που επιλύονται όταν διατυπώνονται με τον πραγματιστικό τρόπο. Έτσι, ο χρόνος που εξοικονομείται κατ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να αξιοποιηθεί για την μελέτη άλλων προβλημάτων, ή για την πρακτική εφαρμογή θεωριών που έχουν ήδη επαληθευτεί από την εμπειρία.

Το δεύτερο όφελος είναι η πνευματική διέγερση που προκύπτει από τη συνειδητοποίηση του ανθρώπινου ελέγχου επί των επιστημονικών εννοιών και επί του νου μας, απ’ την αίσθηση της πλαστικότητας που διαθέτει η αλήθεια, από τ’ ότι ενώπιον μας ανοίγονται ολοένα και πιο διευρυμένες σφαίρες δυνατοτήτων για την επαγωγική φαντασία, κι από τις δυνάμεις της ανθρώπινης ψυχής επί του σύμπαντος.

Η εξοικονόμηση χρόνου, η δύναμη, κι η αύξηση της ικανοποίησης και του ενθουσιασμού αρκούν, κατά τη γνώμη μου, για την ευχαρίστηση εκείνων που έχουν την πρόθεση να γίνουν πραγματιστές. Εάν δεν αρκούν, θα επισημάνω μερικά ακόμη πλεονεκτήματα: δεδομένου ότι ο πραγματισμός διαθέτει τα χαρακτηριστικά κάποιου πράγματος που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, δεν έχει ακόμη τελειοποιηθεί εντελώς, δεν έχει παγιωθεί, ούτε αποκρυσταλλωθεί, αυτό μπορεί να προσφέρει σε κάποιον υποψήφιο πραγματιστή τη δυνατότητα να αναπτύξει, ή ακόμη και να μεταπλάσει  τον πραγματισμό ∙ οπότε, αντί να είναι απλά ένας οπαδός, μπορεί την ίδια στιγμή να είναι κι ένας εκ των δημιουργών του. Οπότε, ο πραγματισμός προσφέρει το πλεονέκτημα ότι μπορεί μεν να μην περιλαμβάνει κάτι το μεταφυσικό, αλλά επιτρέπει την αισθητική ή ηθική απόλαυση της δυνάμει ή υφιστάμενης μεταφυσικής.

Ποιοι θα γίνουν Πραγματιστές;

Μένει να απαντηθεί μια τελευταία ερώτηση: ποιοι είναι εκείνοι που θα γίνουν άμεσα πραγματιστές; Υπάρχει η πιθανότητα να προβλεφθεί ποιες κατηγορίες πνευματικής ιδιοσυγκρασίας είναι εκείνες που διαθέτουν τις προδιαγραφές για να λάβουν τα διδάγματα του πραγματισμού;

Για να απαντήσω, υποθέτω ότι θα πρέπει να οικοδομήσω την ψυχολογία του πραγματιστικού τύπου ανθρώπου ∙ διότι οι θεωρίες, ακόμη και στην πιο αγνή και αφηρημένη τους μορφή, έχουν τις πραγματικές τους βάσεις και πηγές σε βιολογικές ανάγκες, και στα βαθύτερα αισθήματα του γενικότερου ανθρώπινου γένους, ή των ειδικότερων ξεχωριστών ατόμων.

Η ιδέα που συνέλαβε ο Νίτσε – την οποία πήραν και ανέπτυξαν περαιτέρω οι πραγματιστές – για τις ζωτικές και ηθικές πηγές  του καλούμενου ως «καθαρού νοείν», όταν εφαρμόζεται στον πραγματισμό, μας αποκαλύπτει τρεις ομάδες συναισθημάτων που βρίσκονται κρυμμένα στις ψυχές των πραγματιστών. Η πρώτη ομάδα είναι αυτή των ζωτικών συναισθημάτων, δηλαδή οι ενστικτώδεις επιθυμίες που έχουμε για μεγαλύτερη και πλουσιότερη ζωή, και για εκτενέστερη δύναμη. Η αγάπη μας προς τα βάσιμα, τα υπαρκτά και ξεχωριστά πράγματα, ανήκει σ’ αυτή την ομάδα συναισθημάτων, όπως και η συμπάθεια που δείχνουμε στα όνειρα που «γίνονται πραγματικότητα». Σ’ αυτή την ομάδα, επίσης, ανήκει και το μίσος μας για άχρηστες λέξεις και για όνειρα που παρεμβάλλονται στην πραγματικότητα, και που ούτε μας αφήνουν να την αποδεχτούμε ικανοποιητικά, αλλά ούτε μας δίνουν την δυνατότητα να την αλλάξουμε.

Τα συναισθήματα της δεύτερης ομάδας θα μπορούσαν να ονομαστούν ως πεσιμιστικά συναισθήματα. Αυτά παρουσιάζονται στην τάση να ευχόμαστε να αλλάξουν όλα όσα υπάρχουν, στοιχεία και θεωρίες. Μια ακόμη εκδήλωση των συναισθημάτων αυτών είναι μια κάποια αποστροφή προς οτιδήποτε φτάνει σ’ εμάς ισχυριζόμενο ότι είναι ήδη πλήρες, και μας αναγκάζει να το αποδεχτούμε, είτε δηλώνοντας ότι είναι επιστημονική υπόθεση, είτε νόμος της φύσης.

Η τρίτη ομάδα, αντιθέτως, έχει αισιόδοξα χαρακτηριστικά. Αποτελείται από συναισθήματα υπερηφάνειας. Αυτά φαίνονται στον δισταγμό μας – που αποτελεί τιμή για εμάς – να αποδεχτούμε πράγματα που μας έρχονται ετοιμοπαράδοτα αντί να τα έχουμε κατασκευάσει εμείς οι ίδιοι, και στην απροθυμία να δεχτούμε την πνευματική μας κληρονομιά χωρίς δικαίωμα έφεσης ή αναθεώρησης. Φαίνονται επίσης, μεταξύ άλλων, στην αντιπάθεια μας να υποταχτούμε σ’ αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν αναπόφευκτο, ή αμετάβλητο κι αιώνιο, και στην περήφανη ελπίδα μας να μπορέσουμε να αλλάξουμε τα υπάρχοντα πράγματα μέσω απλής πνευματικής ισχύος.

Για να περάσω απ’ αυτήν την υποθετική ψυχολογία σε μια πιο επακριβή πρόβλεψη, θεωρώ, σε γενικές γραμμές, ότι όλοι όσοι σκέπτονται με σκοπό να πράξουν, όλοι όσοι προτιμούν προσωρινές αλήθειες που φέρνουν αποτελέσματα, αντί για υπεραφηρημένους όρους, όσο γοητευτικοί κι αν είναι, θα εκδηλώσουν μια συμπάθεια προς τον πραγματισμό.

Αυτοί που αποκλείονται εκ των προτέρων, σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι οι σχολαστικοί που αφοσιώνονται σε σταθερές φόρμουλες, και οι λάτρεις της συστηματικοποίησης που βλέπουν τον κόσμο υπό τον δεσποτισμό ενός συμβόλου ∙ όλοι οι εραστές της αμετάβλητης αλήθειας, της αγνής λογικής, των υπερβατικών ιδεών ∙ συνολικά, όλοι οι συντηρητικοί με την προβιά του ρασιοναλισμού. Υπάρχουν, όμως, δυο κατηγορίες νου που πιστεύω ότι προορίζονται να συγκροτήσουν τον κορμό της στρατιάς των πραγματιστών: αναφέρομαι στους πρακτικούς ανθρώπους, και στους Ουτοπιστές. Οι πρώτοι, επειδή στον πραγματισμό θα βρουν την θεωρητική εξήγηση της περιφρόνησης τους απέναντι σε ερωτήματα που δεν έχουν ούτε νόημα, ούτε πρακτική εφαρμογή, καθώς και εξήγηση για την συμπάθεια που νιώθουν σε κάθε τι ξεκάθαρο, δραστικό και χωρίς περιττά βάρη. Οι δεύτεροι, επειδή στον πραγματισμό θα ανακαλύψουν ενδεικτικές απόψεις που θα τους ενθαρρύνουν να φανταστούν και να ελπίσουν σε αξιοθαύμαστα πράγματα. Οι ιδέες του πραγματισμού σχετικά με παράλογες υποθέσεις, με φαντασιακές επιστήμες, με την επιρροή της βούλησης επί της πεποίθησης, και της πεποίθησης επί της πραγματικότητας, φαίνονται φτιαγμένες επίτηδες για να διεγείρουν τους ποιητές και τους οραματιστές του κόσμου της σκέψης. Συνεπώς, ο πραγματισμός, όσον αφορά αυτή τη συγκεκριμένη έκφανση του, μοιάζει με την διαλεκτική του Χέγκελ, και καταφέρνει, εντέλει, να συμβιβάζει τα αντίθετα.