Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 34

Γιάννης Σολδάτος: Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια

130076-giannis_soldatos

Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια, μυθιστόρημα, Γιάννης Σολδάτος, εκδόσεις Vakxikon.gr 2016

*

Το απόγευμα της Δευτέρας, ο Γραβάνης είχε τηλεφωνική κλήση από την Ελένη Ραγκούση:
– Κύριε καθηγητά, είμαι για λίγο στην Ελλάδα, μπορούμε να βρεθούμε σε δύο ώρες;
– Γιατί χάθηκες τόσο καιρό;
– Επιθυμία της Ευδοξίας ήταν να μην σας ταράξω μέχρι να κυκλοφορήσει το βιβλίο σας.

Αιφνιδιάστηκε ο άλλος, αν και περίμενε το χτύπημα. Θα πήγαινε έτοιμος σε δύο ώρες στην Πατριάρχου Ιωακείμ που δόθηκε το ραντεβού. Στα μετόπισθεν, στη Δαφνομήλη, περίμεναν η Βασιλεία και η Αναστασία. Η Ελένη ήρθε στην ώρα της.
– Μπορείς να μου μιλάς στον ενικό, της είπε, μετά την χειραψία που αντάλλαξαν.
– Δεν μπορώ, του απάντησε. Σ’ αυτά που θα πω πρέπει να κρατήσω μια απόσταση από εσάς, για το καλό όλων μας.
– Φορτίζεις από την αρχή το κλίμα.
– Είναι φορτισμένο εξ ορισμού. Ό,τι πούμε και ό,τι γίνει σήμερα είναι επιθυμία της Ευδοξίας.

Το ίδιο σκηνικό με το παγόβουνο, αλλά τώρα εκείνος περίμενε πραγματικές πληροφορίες. Η πρώην μαθήτριά του θα φώτιζε πράγματα. Ήδη από την πρώτη φράση της έδειξε μία κατεύθυνση:
– Όλα ξεκίνησαν από την αίθουσα διδασκαλίας σας, σαν φλερτάκι, μετατράπηκαν σε αθώο παιχνίδι και εξελίχτηκαν σε υπόθεση που μας εγκλώβισε όλους. Πρώτη     εγκλωβίστηκε η Ευδοξία, σε έναν έρωτα χωρίς ανταπόκριση. Αντικείμενο του πόθου της είσαστε εσείς, στην αρχή φωτεινό και χωρίς να προβάλει εκείνη καμία απαίτηση. Στη συνέχεια μετατράπηκε σε σκοτεινό σαράκι που την έτρωγε. Ήμουν από τότε δίπλα της.
– Καλά τα λες, μέχρι εδώ, της είπε. Ακόμη και αν επιχειρείς να συνθέσεις κι εσύ το δικό σου μυθιστόρημα.

Την ώθησε να μπει πιο γρήγορα στο θέμα. Άνοιξε τα χαρτιά της:
– Συνθέτω το μυθιστόρημα που είπατε. Μόνο που εγώ κάνω ντοκιμαντέρ, όπως λένε στην κινηματογραφική γλώσσα. Οι άλλοι καταπιάστηκαν με fiction, που μετατράπηκε σε science fiction. Καταγράφω και καταθέτω αυτά που συνέβησαν, ή, αν θέλετε, αυτά που εγώ γνωρίζω και αυτά που υποπτεύομαι πως συνέβησαν.
– Συμφωνούμε σε ένα: Θα μου δώσεις πληροφορίες που δεν γνωρίζω.
– Αυτό είναι σίγουρο, αλλά η αλήθεια δεν είναι πάντα θελκτική. Συνεχίζω: Παρακολουθούσε τη δραστηριότητά σας, βρήκε υλικό γα τον Παπαναστασίου και εμφανίστηκε ως συγγενής του. Δεν είχε καμία συγγένεια μαζί του, αλλά επρόκειτο για αθώο ψέμα-πρόσχημα, που σας ώθησε να ασχοληθείτε και με την ίδια, παράλληλα με τον κατά φαντασίαν συγγενή της. Της ήρθε βολικά η πρόταση του αρχισυντάκτη να γραφτεί μια μελέτη για τον Ιωαννίδη κι εκείνη άρπαξε την ευκαιρία και ανέθεσε τη συγγραφή σε εσάς. Αυτά τα γνωρίζετε, εγώ φώτισα περισσότερο τους ακριβείς λόγους που σας πλησίασε η Ευδοξία, χωρίς αυτό να μειώνει την εκτίμηση και των δυο μας στην επιστημονική αξία του έργου σας. Η μεταξύ σας απόσταση μίκρυνε, της ζητήσατε να σας μιλήσει στον ενικό, πράγμα που αποφεύγω εγώ τώρα, σας αποκάλεσε Παναγιώτη. Παράλληλα μεγάλωσε και η απόσταση, γιατί εκείνη έβλεπε να πλησιάζει η μεγάλη ώρα, για την οποία δεν αισθανόταν έτοιμη. Το ερώτημα που θα μου θέσετε είναι αυτό που θέτω κι εγώ στον εαυτό μου: Γιατί είχε μυθοποιήσει τόσο πολύ το σημείο σύγκλισής σας; Προφανώς η σχέση μεταξύ δασκάλου και μαθητή, όταν εξελίσσεται σε ερωτική διαφέρει από τις ανάλογες καθημερινές περιπτώσεις.
– Δεν θα το σχολιάσω, προς το παρόν, με αφορά η συνέχεια.
– Επιστρέφοντας από το μάθημά σας, μου είπε: «Μπαίνω σε αχαρτογράφητες περιοχές». Τη ρώτησα τι εννοεί και μου απάντησε πως κάτι την τρομάζει. Όχι σε εσάς, αλλά στον εαυτό της. Έπρεπε να διαχειριστεί ένα απωθημένο που είχε μετατραπεί σε μύθο.
– Γιατί όλος αυτός ο τρόμος για μια ανθρώπινη σχέση, που τελικά μετατράπηκε σε μεταφυσική αγωνία;
– Κύριε καθηγητά, τα είπατε όλα με μία φράση: «τρόμος για μια ανθρώπινη σχέση, που μετατράπηκε σε μεταφυσική αγωνία». Είχατε πάντα το χάρισμα να συνοψίζεται τα πάντα με μία φράση.
– Ερώτηση έκανα, και δεν πήρα απάντηση.
– Αν δεν απαντήσετε εσείς πως θα απαντήσουν οι μαθητές σας;
– Με ξεπεράσατε.
– Αστειεύεστε. Της ανοίξατε ένα ευρύτερο πεδίο, πέρα από το εδώ και τώρα. Μου είπε πως «ίσως συναντηθείτε με πολύ καλύτερους όρους, κάποτε και κάπου αλλού». Η Ευδοξία αντιμετώπιζε τα πρακτικά θέματα με μαθηματική λογική και τα συναισθηματικά με μεταφυσική. Κατά συνέπεια παραμένει εδώ και μας παρακολουθεί, ακόμα και αυτή την ώρα.
– Αρχίζεις να χάνεις την αφήγησή σου με υποθέσεις...
– Το ξέρω, αλλά αυτά ήταν θέσεις δικές της, σας το είπα από την αρχή... Όταν άρχισε η ανταλλαγή των μηνυμάτων σας, αρχικά με τις μικρές προσχηματικές πληροφορίες γύρω από την ιστορική σας έρευνα, εκείνη βίωνε τον έρωτα της έφηβης που συνάντησε το βασιλόπουλό της. Οι μέχρι τότε ερωτικές της περιπέτειες ήταν ασήμαντες, «σαχλαμαρίτσες», τις αποκαλούσε, όπως αυτή με τον Σπύρο Φώτη, το προηγούμενο καλοκαίρι ή οι αδελφικές τρυφερότητες με τον τζούνιορ κι εκείνο το αγόρι που της γνώρισε ο αδελφός της και της φερόταν βίαια. Μιλούσαμε κάθε μέρα για εσάς, είτε από το τηλέφωνο, είτε όταν ερχόταν στο Λονδίνο ή ερχόμουν εγώ στην Αθήνα. Τα μικρά σας συνθηματικά, το μπαράκι με την τεκίλα, το Φίλιον, όλα έφτιαχναν τον μικρό ερωτικό περίγυρο μια ευτυχισμένης ερωτευμένης, που κάθε άλλο παρά αυτό ήταν.
– Γιατί; την έκοψε ο άλλος. Όλοι φτάνετε μέχρι αυτό το σημείο και δεν με βοηθάτε παρακάτω.
– Κανένας δεν θα σας απαντήσει, όπως δεν σας απάντησε η ίδια. Εγώ σας δίνω πληροφορίες που πιθανόν θα σας οδηγήσουν στην αλήθεια. Όταν της στείλατε το μήνυμα: «Είσαι πολύ γλυκιά», ενοχλήθηκε. Κάτι άλλο περίμενε, τη σιωπή και μετά την έκρηξη, ελπίζω να καταλαβαίνετε... Γι’ αυτό και σας απάντησε: «Δεν με ξέρεις καλά».
– Πιθανόν να έκανα λάθος...
– Δεν κάνατε λάθος, εκείνη είχε στο μυαλό της μια κατασκευή, πέρα από την καθημερινότητα. Δεν μπορούσατε να πράξετε διαφορετικά, ανταποκριθήκατε σαν ερωτευμένος. Εκείνη μου τηλεφώνησε για να μου πει: «Με ξενέρωσε, αλλά και αύριο μέρα είναι...»
– Τόσο απλά όλα...
– Ξεκίνησαν απλά... Έγιναν απλούστερα για σας όταν της συστήσατε τον πίνακα με τη γυμνή πρώην σύζυγό σας, και ακόμη πιο απλά όταν το βράδυ της ζητήσατε να ανέβει ξανά στο διαμέρισμά σας. Προφανώς για να ολοκληρώσετε τη σχέση σας. Σας φίλησε στο στόμα και έφυγε, για να κλάψει όλη νύχτα.
– Δεν ήξερα πως είναι τόση ευαίσθητη.
– Καθόλου, ήταν σκληρός άνθρωπος. Σε εσάς άφησε να φανεί η αδύναμη πλευρά της και αυτό είναι που δεν το συγχώρεσε στον εαυτό της. Και φυσικά δεν σας κατηγόρησε για τίποτε. Βίωνε τον ανεκπλήρωτο έρωτα και όταν δεν μπορούσε να σας προσεγγίσει και όταν σας είχε, αν ήθελε.
– Αρχίζω να κατανοώ το δράμα της.
– Κατανοείτε τα αυτονόητα και αυτά που γνωρίζατε, δεν ξέρω αν είστε διατεθειμένος να κατανοήσετε αυτά που θα πω στη συνέχεια. Το μεταίχμιο είναι εκείνη η βραδιά που κοιμήθηκε στο διαμέρισμά σας, κάτι που το επιθυμούσατε και το επιθυμούσε κι εκείνη, αλλά όχι έτσι τυπικά, σαν μια συνηθισμένη βραδιά δύο φίλων ή δύο εραστών, με όνειρα γλυκά, πρωινό καφέ και ξεκίνημα της καθημερινότητας. Δεν ήθελε να είναι άνθρωπος κανονικός που έχτιζε την καριέρα της και δεν θα ήθελε να αφήνει την καθημερινή ζωή να την πάει εκεί που της έμελλε. Θα μπορούσε να ζήσει χωρίς άνδρα για όλη της τη ζωή και το εννοούσε, όμως όταν θα γινόταν η συνάντηση, θα έπρεπε να έχει διαστάσεις κοσμογονίας κι εσείς δεν το καταλάβετε. Έφυγε και σας άφησε με την Αναστασία, την κόρη σας και την κυρία Φεβρωνία. Σας είπε πως κάνει χιούμορ, αλλά δεν έκανε. Ήταν η τελευταία μέρα του Οκτώβρη. Ο επόμενες τριάντα οκτώ ημέρες ως το βράδυ στις 7 Δεκεμβρίου, που εκείνη έφυγε από τη ζωή σας για πάντα, είναι οι μέρες που φαντάζομαι σας αφήνουν τα ερωτήματα.
– Ακριβώς, γιατί κανένας δεν είναι ακριβής στις μαρτυρίες του. Ελπίζω σ’ εσένα.
– Περάσατε από το Φίλιον που ήταν με τον παιδικό της φίλο. Σας είδε στον καθρέφτη. Σας είδε μετά και στην γωνία Αμερικής και Ακαδημίας.
– Έχεις καταγράψει τα πάντα.
– Από εκείνη την ημέρα άρχισε να μην ελέγχει τις πράξεις της.
– Η κατάθλιψη που μου είπες;
– Προσπαθήσατε να μπλοφάρετε τη βραδιά στο σπίτι των πεθερικών μου και με ρωτήσατε αν γνώριζα πως η Ευδοξία έπασχε από βαριά κατάθλιψη. Μπλόφαρα κι εγώ, και σας είπα πως το γνώριζα από τα φοιτητικά της χρόνια. Ήταν μία ακόμη ζώνη άμυνας που είχε επινοήσει εκείνη και μου την ενεχείρισε για να είμαι σε θέση να μιλάω αντί αυτής, όταν θα χρειαζόταν στο μέλλον. Δεν σας έλεγε την αλήθεια και η εξαδέλφη της για τα περί Αμερικής. Κάποιες φωτογραφίες τραβηγμένες κάπου και με τη βοήθεια της τεχνολογίας συσκοτίζουν παρά φωτίζουν την υπόθεση. Υπονόμευε η ίδια τις ζώνες άμυνας, όπως κάνει αυτή τη στιγμή που με διατάζει να οπισθοχωρήσω. Έχετε συνηθίσει τις ανατροπές, τις εκπλήξεις, τις μεταφυσικές επεμβάσεις εκείνης και περιμένετε να σας πω πως έρχεται κάθε βράδυ στον ύπνο μου, όπως έρχεται στον δικό σας και μου δίνει οδηγίες.
– Πού ξέρεις πως έρχεται στον ύπνο μου;
– Μου το είπε εκείνη.
– Δηλαδή έρχεται και στον δικό σου;
– Μου είπε, όταν ζούσε πως θα έρχεται στον ύπνο σας.
– Αυτό δεν είναι μεταφυσική;
– Εκπροσωπώ την Ευδοξία, σαν φυσικός κληρονόμος της σκέψης της.
– Συνέχισε, άλλα ό,τι και να πεις ελέγχεται για την αλήθειά του.
– Μου ξηλώσατε το μηχανάκι της σκέψης μου.
– Τόσο εύκολα;
– Γίνεται ένα κλικ και απορυθμίζεσαι. Ειδικά όταν ο άλλος σε αμφισβητήσει στο κρίσιμο σημείο.
– Κι εγώ που περίμενα από εσένα τη μεγάλη ανατροπή, την αλήθεια, το φως και το τέλος στην υπόθεση;
– Προφανώς δεν θα πιστέψετε τίποτε από αυτά που είπα ή που θα έλεγα, και καλά κάνετε. Έχασα και βρίσκομαι υπό αμφισβήτηση. Είναι η επόμενη ζώνη άμυνας που είχε επινοήσει εκείνη, η τελευταία, κύριε καθηγητά: Η συστηματική κατασκευή του θολού τοπίου. Μας τοποθέτησε όλους σ’ αυτό το τοπίο, ορίζοντας συγκεκριμένη θέση για τον καθένα, σε απόσταση τέτοια που να μην έχουμε καλή οπτική επαφή.
– Και η εξαδέλφη της;
– Η Ευδοξία κατασκεύασε το τέλειο είδωλό της...
– Θα με τρελάνεις, κορίτσι μου... Νομίζω πως πήγε αργά και είναι ώρα να πάμε για ύπνο.
– Θα γινόμουν πολύ φθηνή αν σας έλεγα να κοιμηθούμε μαζί;
– Καθόλου, θα ήταν υπέροχο αν το έλεγες, αλλά φθηνό αν το κάναμε την ώρα της μεγάλης μας ήττας.

Ολοκληρώθηκε μια συνάντηση που ξεκίνησε με προϋποθέσεις για την προσέγγιση της αλήθειας και κατέληξε, για τον Γραβάνη, στην πιο θολή βραδιά. Το πλέον ελπιδοφόρο χαρτί μετατράπηκε σε πουκάμισο αδειανό. Πού αλλού θα μπορούσε να απευθυνθεί εκείνος για να συλλέξει πληροφορίες; Πουθενά.
Ήρθε η Ευδοξία στον ύπνο του, θολή κι αυτή και δεν κατάλαβε τι του έλεγε. Ήρθε και η Νέα Ευδοξία, ακόμη πιο θολή.

 
Ξύπνησε το πρωί και τα είδε όλα θολά, το σπίτι, τη  Βασιλεία, το γραφείο του στην εφημερίδα, με την ντουλάπα της Ευδοξίας άδεια. Είχε συμπληρωθεί ένα εξάμηνο μιας φανταστικής περιπέτειας για τον Γραβάνη. Πέρασαν όλα, δημιουργήματα της φαντασίας του ήταν, ένα όνειρο σαν αυτά που έβλεπε κάθε βράδυ. Ήπιε τον καφέ του, πήρε χαρτί και στυλό και κατέγραψε αυτά που απέμειναν από την εξάμηνη περιπέτεια: Η Βασιλεία, ένα μωρό που ερχόταν, ένα σπίτι στο Νέο Ψυχικό, ένα διαμέρισμα στην Πατριάρχου Ιωακείμ, δύο διαμερίσματα στην Αμερική, τρεις μαύρες Ford, αρκετές καταθέσεις στην Ελλάδα και την Αμερική, μια καλή θέση στην εφημερίδα, γι’ αυτόν και την Βασιλεία και καλές προοπτικές καριέρας για την ευρύτερη οικογένειά του.