Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 8

Παγκόσμια ιστορία της τρομοκρατίας Μέρος Ε'

του Γιώργου Μπλάνα

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ

Κατά πάσα πιθανότητα, ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα βαριά χτυπημένο από τη μανία της φύσης να πειραματίζεται άσκοπα, δημιουργώντας άχρηστα όντα - ένα είδος Da Vinci, δηλαδή, ο οποίος σχεδίαζε μηχανήματα μόνο και μόνο για ν’ αποδείξει την ικανότητά του να σχεδιάζει μηχανήματα. Βέβαια, η πρόοδος της ιστορίας απέδειξε πως τα μηχανήματα του μεγάλου καλλιτέχνη κάθε άλλο παρά άχρηστα ήταν. Άσκοπα, πάντως, οπωσδήποτε. Άλλωστε, ποια Ιστορία της Φύσης θα μπορούσε ν’ αποδείξει πως ο άνθρωπος έχει οποιονδήποτε σκοπό; Μια Ιστορία της Φύσης είναι μια Ιστορία της Ιστορίας και οι μόνοι αναγνώστες της θα πρέπει να κατοικούν από καιρό κάπου έξω από την περιοχή που ονομάζουμε Ζωή, επισφραγίζοντας με την απουσία τους τον τετελεσμένο χαρακτήρα που οφείλει να έχει το αντικείμενο της όποιας Ιστορίας. Επιπλέον μια Ιστορία της Ιστορίας προϋποθέτει ένα τέλος της Ιστορίας, άρα κανέναν άνθρωπο που θα χρησιμεύσει ως συγγραφέας. Εκτός αν το τέλος δεν είναι παρά μια αρχή. Εκτός αν δεν υπάρχει άλλο τέλος, δηλαδή, από το προσωπικό, το ατομικό, το τρομερό τέλος αυτού που είναι καθένας μας, μπροστά στο πλήθος όλων, όσοι θα συνεχίσουν να ζουν. Γιατί ο θάνατος αντλεί την ουσία του από το γεγονός πως ο θανών οφείλει να εγκαταλείψει τον κόσμο μόνος του. Η μαζική πορεία προς τον θάνατο απαλύνει την φρίκη. Ο νεκρός απλά και τελεσίδικα πεθαίνει. Οι νεκροί πηγαίνουν λίγο πιο κάτω, για να συμφωνήσουν τον καινούργιο τρόπο ύπαρξής τους.

Ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό της τρομοκρατίας είναι η μαζικότητα του στόχου της. Όταν απειλεί ένα ολόκληρο έθνος, ένα συναισθηματικά παχύσαρκο διάγγελμα του ανώτατου άρχοντα, αρκεί ίσως για να κατευνάσει το άσπλαχνο θηρίο του πανικού. Καθένας μπορεί να κοιτάξει τον γείτονά του και να επιτρέψει στον εαυτό του ένα αθώο υστερικό σύμπτωμα, που μπορεί να διατυπωθεί με τα λόγια: «Τουλάχιστον ή και οι δύο μαζί ή αυτός μόνο». Γιατί σύμφωνα με την αρχή της μαζικότητας του έθνους, κάποιοι θα επιβιώσουν -ένα έθνος δεν πεθαίνει ποτέ- και ανάμεσα σ’ αυτούς θα είναι όσοι αγαπούν τον γείτονά τους τόσο όσο χρειάζεται για να τον θρηνήσουν, να διατηρήσουν την μνήμη του. Μπροστά στον θάνατο, το υποκείμενο αντιλαμβάνεται τη μοναξιά του. Όση κριτική κι αν δέχθηκε η καρτεσιανή νοητική απομόνωση, όσο κι αν έγινε σαφές πως το υποκείμενο έχει δημόσιο χαρακτήρα, ο μέλλων νεκρός τρέμει μπροστά στην ιδέα της μοναχικής πορείας προς τον θάνατο. Μόνον η ιδέα πως μπορεί να πάρει μαζί του όλους τους ανθρώπους ή να πεθάνουν όλοι στη θέση του, μπορεί να του προσφέρει κάποια ανακούφιση. Το υποκείμενο δείχνεται πιο πιστό στην αρχή της επιβίωσης από το σώμα. Ο εγκέφαλος αποδεικνύεται πιο αρχαϊκός από τον νωτιαίο μυελό μπροστά στον θάνατο.

Όταν όμως η τρομοκρατία στοχεύσει άτομα; Δεν έχει σημασία πόσα μπορεί να είναι. Έστω κι αν πρόκειται για αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες, καθένας έχει να σκεφτεί το ενδεχόμενο του δικού του θανάτου, αφού μερικά ζωντανά εκατομμύρια, θα παρακολουθήσουν τον θρήνο των οικείων του και των οικείων των άτυχων αγνώστων, που πέθαναν μαζί του, για ν’ ακολουθήσουν τη δική τους μοναχική πορεία στο σκοτάδι της λήθης.

Στον τρόμο του μοναχικού θανάτου συνωστίζονται πλήθος οι ειδικοί: πραγματικοί Ζηλωτές, Ασασίνοι, ψυχοπαθείς δολοφόνοι και φανταστικοί λυκάνθρωποι, βρικόλακες, δαιμονισμένοι. Μπορεί να τους δει κανείς να στήνουν καρτέρι στα θύματά τους παντού. Από τις πολυάνθρωπες αγορές, μέχρι τις σκοτεινές γωνιές της νύχτας, για να κόψουν μια γερή μπουκιά από το ανθρώπινο κοπάδι και να χαθούν εκεί απ’ όπου προέρχεται κάθε κακό, στο Αλλού. Σ’ αυτό το Αλλού, που δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στο Μέλλον, αφού το παρελθόν έχει ήδη παρέλθει και ο γήινος χώρος έχει ήδη οικιστεί: όσο σκοτεινά κι αν είναι τα δωμάτια, κάποιος μπορεί πάντα ν’ ανάψει το φως, έστω κι αν αυτό συμβεί μετά τον πρώτο ή τους πρώτους θανάτους. Με λίγη τύχη, ο κόσμος είναι το σπίτι μας! Το Μέλλον είναι που τρομάζει. Γιατί, όταν θα έρθει με τη μορφή του παράλογου θανάτου, αφαιρεί από το υποκείμενο τη λύση της φυγής. Ο δρόμος είναι ένας και οδηγεί προς το Μέλλον, προς το Μέλλον του μέλλοντος, άρα προς το μετά του θανάτου. Το παρελθόν είναι κάτι πολύ περισσότερο από «ρέμα». Είναι ένας στέρεος τοίχος, που εξασφαλίζει στον θάνατο το απρόσκοπτο της αιματηρής εργασίας του.

Πουθενά δεν απαντάται ο τρόμος του επερχόμενου μοναχικού θανάτου με περισσότερη ένταση και ευκρίνεια από τα προφητικά κείμενα – της φωνής και της γραφής. Ο προφήτης είναι πάντα προφήτης κακών. Δεν έχει νόημα να προφητέψει κανείς ένα μέλλον καλό. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η γραφή ή η φωνή του προφήτη θα ακύρωνε τον εαυτό της, σπαταλώντας τη ρητορική περιουσία της. Ένας ζωικός μινιμαλισμός κάνει τον άνθρωπο να θεωρεί καλό ό,τι δεν μπορεί να θεωρηθεί καταστροφικό. Συνεπώς, ένα καλό μέλλον είναι το απολύτως αναμενόμενο, αν δεν πάει κάτι στραβά. Δεν χρειάζεται να είσαι προφήτης για να το ξέρεις.
Φυσικά, όταν ο Αγαμέμνων -αγριεμένος από τη διένεξή του με τον Αχιλλέα, για την ιδιοκτησία μιας νεαρής γυναίκας που δεν ανήκει σε κανέναν- φωνάζει στον Κάλχα: «Μάντη κακών, καλό δεν άκουσα απ’ το στόμα σου ποτέ· μου φαίνεται σου αρέσει να μαντεύεις μονάχα συμφορές», τον αδικεί κατάφορα. Αλλά, επειδή μια καλή προφητεία θα σήμαινε αυτόματα την επιβεβαίωση της θέσης του Ατρείδη, ο βασιλιάς απ’ τις Μυκήνες, ξεχνά πως δουλειά του προφήτη είναι να επισημαίνει τους μελλοντικούς κινδύνους. Το ξεχνά ή κάνει πως το ξέχασε και ζητά από τον Κάλχα να δηλώσει ενώπιον όλων των Αχαιών πως το μέλλον είναι μια χαρά και πως δεν τον χρειάζονται πια. Κι αυτό, μόνο και μόνο για να βγάλει έναν πεισματάρη βασιλιά από το δύσκολο παρόν. Διότι όταν η επισήμανση ενός μελλοντικού κινδύνου αποδιδόταν σχεδόν πάντα στις απαιτήσεις των θεών, ο ηγέτης είχε να διαχειριστεί μιαν υπόθεση που αφορούσε στην σχέση του Ιερού με το ανθρώπινο κοπάδι. Κι αν τελικά οι θεοί δεν φρόντιζαν να ενεργήσουν σύμφωνα με την στοιχειώδη λογική -πράγμα που έμαθε καλά ο Οιδίπους στο πετσί του- το πολύ πολύ να περνούσε στην μνήμη των επερχόμενων γενιών, μέσα σ’ έναν περίλαμπρο θολωτό τάφο, του οποίου την αντοχή ίσως και να φανταζόταν, διαιωνίζοντας έτσι το καθεστώς του.

Ο προσωπικός χαρακτήρας κάθε προφητείας είναι βαθιά ριζωμένος στην πολιτική διάστασή της. Γιατί, βέβαια, δεν διαθέτουμε ούτε μία, δίχως πολιτικό περιεχόμενο. Ούτε μία που να μην δημιουργεί ένα πλαίσιο διανομής της ολέθριας περιουσίας της ανάμεσα στον προφήτη και τον αναγνώστη ή τον ακροατή. Η πολιτική διάσταση κατατέμνει αυτόματα το κοινωνικό σώμα σε δύο περιοχές: στην ιδιωτική αυτού που δέχεται το τρομοκρατικό μήνυμα και στη δημόσια αυτών που το προκάλεσαν και πρέπει να διορθώσουν το σφάλμα τους το συντομότερο δυνατόν. Η αναγνωστική διάσταση δημιουργεί έναν στεγανό χώρο εντός του οποίου προφήτης και αναγνώστης καθίστανται γνώστες του ολέθριου μέλλοντος. Φυσικά, αφού ο προφήτης απευθύνεται στον αναγνώστη και αφού δεν υπάρχει μη προσωπική ανάγνωση, το κείμενο αφορά πρώτα και κύρια σε αυτόν που εγκλωβίζεται ανάμεσα στη γνώση του μέλλοντος και στο ίδιο το μέλλον. Το κείμενο μνημειώνει την κατάσταση της συνείδησής του, τέμνοντας την προσωπική του ιστορία σε ένα αμαρτωλό παρελθόν και σε ένα εκδικητικό μέλλον. Προσωπικό λίγο ως πολύ. Γιατί αν δεν είχε δεχθεί την προφητεία, δεν θα πέθαινε μόνος. Αλλά, από την στιγμή που την δέχθηκε, απομονώθηκε στον ρόλο του προνομιακού αναγνώστη. Κανείς δεν μπορεί να τον πείσει πια πως η προφητεία δεν τον αφορά προσωπικά. Εξάλλου, δεν είναι φιλόλογος, για να αναλύσει την επικοινωνιακή διαδικασία που τίθεται σε ενέργεια.

Κι έτσι, ο Ιωάννης -ο Απόστολος, ο Ευαγγελιστής ή ο επιλεγόμενος «της Πάτμου»- πριν καταπιαστεί με την πρωτο-μπαρόκ αφήγηση των μαρτυρίων που θα υποστεί το ασεβές γένος των ανθρώπων, φροντίζει να περάσει στον λαιμό του αναγνώστη τον βρόχο της προσωπικής ευθύνης, όχι για την πρόκληση του φρικιαστικού μέλλοντος, αλλά για τη ραθυμία απέναντι στη δυνατότητα αποφυγής του:

«Αποκάλυψις Ιησού Χριστού, ήν έδωκεν αυτώ ο Θεός, δείξαι τοίς δούλοις αυτού ά δεί γενέσθαι εν τάχει, και εσήμανεν αποστείλας διά τού αγγέλου αυτού τώ δούλω αυτού Ιωάννη, ός εμαρτύρησε τον λόγον τού Θεού και την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού, όσα είδε. Μακάριος ο αναγινώσκων και οι ακούοντες τους λόγους της προφητείας και τηρούντες τα εν αυτή γεγραμμένα· ο γάρ καιρός εγγύς».

Αφού η Αποκάλυψη, με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα της, δεν είναι παρά είναι κείμενο επικοινωνιακού χαρακτήρα, αφού σκοπός του είναι να «σημάνει» (και εσήμανεν αποστείλας διά τού αγγέλου αυτού) θα ήταν καθαρή απερισκεψία από την πλευρά του αναγνώστη και καθαρή πλάνη από την πλευρά μας να μην το αντιμετωπίσουμε σαν τέτοιο. Ο αναγνώστης θα απολαύσει ένα πλούσιο σε αλλόκοτες εικόνες και ερεθιστικές αλληγορίες κείμενο, υποκείμενος στον κίνδυνο να «κινηθεί η λυχνία του εκ τού τόπου αυτής», να επιδράμει ο Ιησούς «κατ’ αυτού ως κλέπτης», οποιαδήποτε στιγμή ή να τον «ξεράσει από το στόμα του», μεταξύ άλλων. Εμείς, απλά θα συνεχίσουμε να διαβάζουμε ένα μνημείο πολιτικής τρομοκρατίας ως μνημείο ενός είδους λογοτεχνίας πλούσιας σε αλλόκοτες εικόνες και ερεθιστικές αλληγορίες.

Ο συγγραφέας, λοιπόν, παραλαμβάνει από έναν άγγελο μήνυμα του Ιησού, δοσμένο από τον θεό. Είναι γνωστή η νεοπλατωνική «φτώχια» του χριστιανισμού των πρώτων ημερών, σύμφωνα με την οποία τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος σκοντάφτουν το ένα πάνω στο άλλο, κι όλα μαζί πάνω στον Λόγο, αλλά εκείνο που μας ενδιαφέρει μπορεί να παρασταθεί: Θείος Λόγος – Άγγελος – Προφήτης και τελικά Αναγνώστης.

Ποιος θα μπορούσε ν’ αποφύγει το αίσθημα της υπερηφάνειας για μια τέτοια εκλογή; Πόσοι άνθρωποι βρέθηκαν στο τελευταίο έστω επιπέδου της θείας ιεραρχίας; Πόσοι απέκτησαν το δικαίωμα να γνωρίζουν αυτοί πρώτοι; Το κείμενο, όπως κάθε κείμενο, στήνει την παγίδα που το καθιστά δυνατό να υπάρξει. Κάθε λόγος απαιτεί μιαν ανταπόκριση. «Μακάριος», λοιπόν, «ο αναγινώσκων». Ωστόσο, μακάριος μόνον επειδή έχει τη δυνατότητα ν’ αποφύγει τη μοίρα του, μια μοίρα που -τελικά- δεν είναι μόνο δική του• επτά Εκκλησίες απειλούνται από τον προφήτη. Αλλά καμία από αυτές δεν μπορεί να ιδρύσει κάποιο είδος ταυτότητας με τον αναγνώστη, στο πλαίσιο της ανάγνωσης. Ο αναγνώστης θα πρέπει με τη σειρά του να κοινοποιήσει το κείμενο, για να καταφέρει να βρεθεί μεταξύ ομοίων και –το πιθανότερο- να πεθάνει ανάμεσά τους πάντα μόνος, ως χρεωμένος την αδυναμία να χειριστεί τη θέση του στη θεία ιεραρχία: να σώσει τους άλλους και τον εαυτό του. Μπορεί, ωστόσο, να κρατήσει για τον εαυτό του την προφητεία και να σωθεί, μόνος αυτός. Αλλά ποιος τον διαβεβαιώνει πως είναι ο μόνος που διάβασε το κείμενο; Κι αν ήδη ετοιμάζεται ο Άλλος αναγνώστης να καταλάβει τη θέση του εκλεκτού; Εξάλλου, ο προφήτης είναι ξεκάθαρος επί του ζητήματος της ατομικής λύσης: «Μνημόνευε ούν πώς είληφας και ήκουσας, και τήρει και μετανόησον». Καθένας μπορεί, ενδεχομένως, να μετανοήσει, τηρώντας τα επιβαλλόμενα από τον θεό και να σωθεί. Αλλά να γυρίζει και να μνημονεύει πως πήρε το μήνυμα, πως άκουσε τα λόγια του θεού, παραείναι μεγάλη απαίτηση! Να σώσει τον εαυτό του, ναι! Αλλά να σώσει όλον τον κόσμο! Αυτό καταντά καταναγκαστική άσκηση πολιτικής! Ποιος άσπλαχνος θεός ζητά κάτι τέτοιο; Κανείς. Αν κάποιος ζητά κάτι είναι ο προφήτης, ο δαίμονας της πολιτικής ως συλλογικής δράσης με στόχο την πολτοποίηση των ατομικών στερεών. Αλλά ο αναγνώστης δεν έχει εντρυφήσει στην Ιστορία της πολιτικής σκέψης, δεν είναι -σαν να λέμε- προφήτης. Είναι ένα υποκείμενο γεμάτο πάθη, όπως κάθε υποκείμενο και νοιώθει κάπου μέσα βαθιά του πως είναι μόνος, πολύ μόνος, και υποχρεωμένος να πληρώσει σκληρά την άγνοια των άλλων;

Κι αφού η τρομοκρατική τακτική της προφητείας δοκιμάστηκε αρκετά, ώστε ν’ αποδείξει την αξία της για τη διακυβέρνηση του όχλου των πιστών, μπορούμε να δούμε το θύμα της, τον μοναχικό ταξιδιώτη του μελλοντικού θανάτου, να περιφέρεται στους δρόμους των σύγχρονων πόλεων, κραυγάζοντας την προφητεία του Κυρίου, σχεδόν παράφρων, εμφανώς πανικόβλητος, πραγματικά εξαγριωμένος με την απάθεια των άλλων. Και όταν ουρλιάζει: «Μετανοείτε! Έρχεται το Τέλος!» θα ήθελε να συμπληρώσει: «Τι φταίω εγώ αν εσείς δεν μετανοείτε;» Και ίσως σκέπτεται: «Κι αν αυτή τους η απάθεια κρύβει το γεγονός πως μετανόησαν; Κι αν αυτοί έκαναν ήδη αυτό που έπρεπε κι έμεινα μόνος εγώ, με το χρέος της διαφώτισης των διαφωτισμένων; Θα μπορούσα να πέσω εδώ, τώρα, νεκρός από την οργή του Κυρίου, και να περνούν δίπλα μου απαθείς, σωσμένοι στον αιώνα! Μετανοείτε! Δεν Ακούτε; Το Τέλος ήρθε!»