Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 8

Πηνελόπη Τριαδά : "Φωτιά" (μτφρ.)

Φωτιά [Catching Fire], Μυθιστόρημα, Σούζαν Κόλινς, μτφρ. Πηνελόπη Τριαδά, Εκδόσεις Πλατύπους, 2010 [Scholastic Press, 2009]

Σφίγγω το φλασκί ανάμεσα στα χέρια μου παρόλο που ο παγωμένος αέρας έχει κλέψει εδώ και ώρα τη ζέστη από το τσάι. Το κρύο κάνει τους μυς μου να σφίγγονται. Αν αυτή τη στιγμή εμφανιζόταν μια αγέλη από αγριόσκυλα, οι πιθανότητες να προλάβω να σκαρφαλώσω σε ένα δέντρο πριν μου επιτεθούν δεν είναι υπέρ μου. Πρέπει να σηκωθώ και να περπατήσω για να διώξω την ακαμψία που έχει κυριεύσει τα άκρα μου. Όμως παραμένω καθισμένη, ακίνητη σαν την πέτρα πάνω στην οποία κάθομαι, ενώ η αυγή αρχίζει σιγά σιγά να φωτίζει το δάσος. Δεν μπορώ να εμποδίσω τον ήλιο να ανατείλει. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τον κοιτάζω αβοήθητη καθώς με σέρνει σε μια μέρα που τρέμω για μήνες.

Μέχρι το μεσημέρι θα έχουν φτάσει όλοι στο νέο μου σπίτι στο Χωριό του Νικητή. Οι δημοσιογράφοι, τα τηλεοπτικά συνεργεία, ακόμα και η Έφι Τρίνκετ, η παλιά μου συνοδός, θα έρθουν από την Κάπιτολ στην Περιοχή 12. Αναρωτιέμαι αν η Έφι θα φοράει ακόμα εκείνη την ανόητη ροζ περούκα, ή αν για την Περιοδεία της Νίκης θα έχει επιλέξει κάποιο άλλο αφύσικο χρώμα. Θα με περιμένουν κι άλλοι. Ένα προσωπικό που θα φροντίζει την κάθε μου ανάγκη στο μακρύ ταξίδι με το τρένο. Μια ομάδα προετοιμασίας που θα με κάνει όμορφη για τις δημόσιες εμφανίσεις μου. Ο στυλίστας και φίλος μου, Κίνα, ο οποίος σχεδίασε τα πανέμορφα ρούχα που έστρεψαν την προσοχή του κοινού επάνω μου στους Αγώνες Πείνας.

Αν ήταν στο χέρι μου, θα προσπαθούσα να ξεχάσω τελείως τους Αγώνες Πείνας. Δεν θα ξαναμιλούσα γι’ αυτούς. Θα προσποιούμουν ότι δεν ήταν παρά ένα κακό όνειρο. Αλλά η Περιοδεία της Νίκης καθιστά κάτι τέτοιο αδύνατο. Τοποθετημένη στρατηγικά σχεδόν ανάμεσα από τους ετήσιους Αγώνες, είναι ο τρόπος της Κάπιτολ να διατηρήσει τη φρίκη φρέσκια και κοντινή. Όχι μόνο ζούμε στις περιοχές που κάθε χρόνο εξαναγκάζονται να θυμηθούν ότι είναι φυλακισμένες μέσα στην ατσάλινη γροθιά της Κάπιτολ, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι και να το γιορτάζουμε. Και φέτος, εγώ θα είμαι ένα από τα αστέρια του σόου. Θα πρέπει να ταξιδέψω από περιοχή σε περιοχή, να σταθώ μπροστά σε πλήθη που θα με επευφημούν αλλά από μέσα τους θα με απεχθάνονται, να κοιτάξω τα πρόσωπα των οικογενειών τα παιδιά των οποίων σκότωσα…

Ο ήλιος επιμένει να ανεβαίνει, κι έτσι αναγκάζω τον εαυτό μου να σταθώ όρθια. Όλες μου οι αρθρώσεις παραπονιούνται και το αριστερό μου πόδο έμεινε σε λήθαργο τόση πολλή ώρα ώστε χρειάζεται να περπατήσω αρκετά λεπτά πριν νιώσω την αίσθηση να επιστρέφει. Έμεινα τρεις ώρες στο δάσος, αλλά καθώς δεν έκανα ουσιαστική προσπάθεια να κυνηγήσω, δεν έχω να παρουσιάσω τίποτα. Δεν έχει σημασία πια για τη μητέρα μου και τη μικρή μου αδελφή, Πριμ. Έχουν αρκετά χρήματα για να αγοράσουν κρέας από τον χασάπη στην πόλη, παρόλο που και οι τρεις μας προτιμάμε το φρέσκο κυνήγι. Όμως, ο καλύτερός μου φίλος, Γκέιλ Χόθορν, και η οικογένειά του εξαρτώνται από τη σημερινή παρτίδα, και δεν μπορώ να τους απογοητεύσω. Ξεκινάω τη διαδρομή της μιάμισης ώρας που χρειάζεται για να ελέγξω όλες τις παγίδες. Όταν ήμασταν στο σχολείο, τα απογεύματα είχαμε χρόνο να τις ελέγχουμε, να κυνηγάμε, να μαζεύουμε χορταρικά και μας περίσσευε χρόνος ακόμα και για να πουλάμε την πραμάτεια μας στην πόλη. Αλλά τώρα που ο Γκέιλ έπιασε δουλειά στα ανθρακωρυχεία –κι εγώ δεν έχω να κάνω τίποτα όλη μέρα– ανέλαβα εγώ αυτό το καθήκον.

Τώρα πια ο Γκέιλ θα πρέπει να έχει χτυπήσει κάρτα στα ορυχεία, θα έχει πάρει το ασανσέρ για εκείνη την κατάβαση που σου ανακατεύει το στομάχι ως τα έγκατα της γης, και θα χτυπάει τις φλέβες κάρβουνου. Ξέρω πως είναι εκεί κάτω. Κάθε χρόνο στο σχολείο, η τάξη μας έπρεπε να πηγαίνει εκπαιδευτική εκδρομή στα ορυχεία. Όταν ήμουν μικρή, ήταν απλά δυσάρεστο. Τα κλειστοφοβικά τούνελ, ο δύσοσμος αέρας, το αποπνικτικό σκοτάδι από όλες τις πλευρές. Αλλά όταν ο πατέρας μου σκοτώθηκε σε μια έκρηξη μαζί με αρκετούς ακόμα ανθρακωρύχους, με δυσκολία κατάφερνα να πείσω τον εαυτό μου να μπει στον ανελκυστήρα. Η ετήσια εκδρομή μετατράπηκε σε πηγή τεράστιου άγχους. Δυο φορές αρρώστησα τόσο πολύ από την αγωνία ώστε η μητέρα μου με κράτησε στο σπίτι πιστεύοντας ότι είχα κολλήσει γρίπη.

Σκέφτομαι τον Γκέιλ ο οποίος μόνο στο δάσος νιώθει πραγματικά ζωντανός, με τον φρέσκο αέρα, το φως του ηλίου και το καθαρό, γάργαρο νερό. Δεν ξέρω πως το αντέχει. Ή μάλλον…ναι, ξέρω. Το αντέχει γιατί είναι ένας τρόπος να ταΐσει την μητέρα του, τα δυο του μικρότερα αδέλφια και την αδελφή του. Κι ενώ εγώ έχω λεφτά με το τσουβάλι, πολύ περισσότερα από όσα χρειάζονται για να ζήσουν οι οικογένειες και των δυο μας, αρνείται να πάρει ακόμα και ένα νόμισμα. Με το ζόρι με αφήνει να φέρνω ακόμα και το κρέας, παρόλο που αν είχα σκοτωθεί στους Αγώνες σίγουρα θα έφερνε κρέας στη μητέρα μου και την Πριμ. Του λέω ότι μου κάνει χάρη, ότι κοντεύω να τρελαθώ που όλη μέρα κάθομαι. Και πάλι όμως, ποτέ δεν πηγαίνω να αφήσω το κυνήγι όταν είναι εκείνος σπίτι. Κάτι που δεν είναι δύσκολο αφού δουλεύει δώδεκα ώρες τη μέρα.

Τώρα πια μόνο τις Κυριακές μπορώ να βλέπω τον Γκέιλ, όταν συναντιόμαστε στο δάσος για να κυνηγήσουμε μαζί. Εξακολουθεί να είναι η καλύτερη μέρα της εβδομάδας, αλλά δεν είναι όπως ήταν κάποτε, όταν μπορούσαμε να λέμε ο ένας τον άλλον τα πάντα. Οι Αγώνες κατέστρεψαν ακόμα και αυτό. Συνεχίζω να ελπίζω ότι με τον καιρό θα επανακτήσουμε εκείνη την άνεση ανάμεσά μας, αλλά βαθιά μέσα μου ξέρω ότι είναι μάταιο. Δεν υπάρχει γυρισμός.

Οι παγίδες μου αποφέρουν μια γερή παρτίδα –οχτώ λαγούς, δυο σκίουρους, και έναν κάστορα που μπήκε κολυμπώντας μέσα σε μια σιδερένια συσκευή που σχεδίασε ο Γκέιλ. Είναι ιδιοφυΐα με τις παγίδες, λυγίζει τα κλαδιά των δέντρων έτσι ώστε να σηκώνουν το θήραμα ψηλά και μακριά από τους θηρευτές, ισορροπεί κορμούς πάνω σε βέργες που τινάζονται επάνω με το παραμικρό άγγιγμα, πλέκει καλάθια για να πιάνει ψάρια. Καθώς σπεύδω να στήσω ξανά την κάθε παγίδα, συνειδητοποιώ ότι ποτέ δεν θα καταφέρω να μιμηθώ το ταλέντο που έχει στην ισορροπία, το ένστικτό του για το σημείο από όπου θα περάσει το θήραμα. Είναι κάτι περισσότερο από εμπειρία. Είναι ένα φυσικό χάρισμα. Όπως εγώ μπορώ να σκοτώσω ένα ζώο με ένα μόνο βέλος μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.

Όταν επιστρέφω στον φράχτη που περιβάλλει την Περιοχή 12, ο ήλιος είναι ακόμα ψηλά. Όπως πάντα, αφουγκράζομαι για ένα λεπτό, αλλά δεν ακούω τον ενδεικτικό βόμβο του ηλεκτρικού ρεύματος που διαπερνάει το συρματόπλεγμα. Δεν τον ακούω σχεδόν ποτέ, παρόλο που υποτίθεται ότι ο φράχτης έχει συνεχώς ρεύμα. Περνάω από το άνοιγμα στο κάτω μέρος του φράχτη και βγαίνω στο Λιβάδι, ένα βήμα πριν από το σπίτι μου. Το παλιό σπίτι μου. Έχουμε το δικαίωμα να το κρατήσουμε αφού επισήμως είναι η κατοικία της μητέρας και της αδελφής μου. Αν πέσω νεκρή αυτή τη στιγμή, θα πρέπει να γυρίσουν εδώ. Αλλά προς το παρόν είναι και οι δυο εγκαταστημένες και χαρούμενες στο νέο σπίτι στο Χωριό του Νικητή, και τώρα μόνο εγώ χρησιμοποιώ το μικρό σπιτάκι όπου μεγάλωσα. Για μένα, είναι το αληθινό μου σπίτι.

Τώρα πηγαίνω εκεί για να αλλάξω ρούχα. Να αλλάξω το παλιό δερμάτινο μπουφάν του πατέρα μου με ένα φίνο μάλλινο παλτό που με στενεύει στους ώμους. Να αφήσω τις μαλακές, φθαρμένες κυνηγητικές μπότες μου για ένα ζευγάρι ακριβά, φτιαγμένα από μηχανή, παπούτσια τα οποία σύμφωνα με τη μητέρα μου αρμόζουν περισσότερο σε ένα κορίτσι της θέσης μου. Έχω ήδη καταχωνιάσει το τόξο και τα βέλη μου σε έναν κούφιο κορμό στο δάσος. Παρόλο που ο χρόνος περνά, επιτρέπω στον εαυτό μου να καθίσει λίγα λεπτά στην κουζίνα. Μοιάζει εγκαταλελειμμένη χωρίς φωτιά στο τζάκι, χωρίς τραπεζομάντιλο στο τραπέζι. Θρηνώ για την παλιά μου ζωή εκεί. Μετά βίας τα βγάζαμε πέρα, αλλά ήξερα που ταίριαζα, ήξερα ποια ήταν η θέση μου στον καθημερινό αγώνα για επιβίωση που αποτελούσε τη ζωή μας. Εύχομαι να μπορούσα να επιστρέψω εκεί επειδή, εκ των υστέρων, μου φαίνεται τόσο ασφαλές σε σύγκριση με το σήμερα που είμαι τόσο πλούσια, τόσο διάσημη και τόσο μισητή από τις αρχές της Κάπιτολ.

Ένα κλαψούρισμα κοντά στην πίσω πόρτα τραβά την προσοχή μου. Την ανοίγω και βλέπω τον Μπάτερκαπ, τον ψωριάρη γάτο της Πριμ. Σιχαίνεται το καινούριο σπίτι σχεδόν όσο κι εγώ και πάντοτε φεύγει όταν η αδελφή μου είναι σχολείο. Ποτέ δεν συμπαθούσαμε ο ένας τον άλλον, τώρα όμως έχουμε ένα νέο δεσμό. Τον αφήνω να μπει, του δίνω να φάει ένα κομμάτι κρέας από τον κάστορα, και τον τρίβω ανάμεσα στα αυτιά για λίγο. «Είσαι απαίσιος, το ξέρεις, έτσι δεν είναι;» τον ρωτάω. Ο Μπάτερκαπ σκουντά το χέρι μου ζητώντας κι άλλα χάδια, αλλά είναι ώρα να φύγουμε. «Έλα». Τον σηκώνω με το ένα χέρι, με το άλλο πιάνω την τσάντα με το κυνήγι, και βγαίνω έξω στο δρόμο. Η γάτα ελευθερώνεται με ένα τίναγμα και εξαφανίζεται κάτω από ένα θάμνο.

Τα παπούτσια με χτυπάνε στα δάχτυλα καθώς περπατάω στον καρβουνιασμένο δρόμο. Κόβοντας δρόμο μέσα από σοκάκια και πίσω αυλές, φτάνω στο σπίτι του Γκέιλ μέσα σε λίγα λεπτά. Η μητέρα του, Χέιζελ, με βλέπει από το παράθυρο, όπου είναι σκυμμένη πάνω από τον νεροχύτη. Σκουπίζει τα χέρια της στην ποδιά της και εξαφανίζεται για να με υποδεχτεί στην πόρτα.

Τη συμπαθώ την Χέιζελ. Τη σέβομαι. Η έκρηξη που σκότωσε τον πατέρα μου πήρε και τον άντρα της, αφήνοντάς την με τρία αγόρια και ετοιμόγεννη. Λιγότερο από μια βδομάδα αφότου γέννησε, ήταν ήδη στους δρόμους και έψαχνε για δουλειά. Δεν μπορούσε να δουλέψει στα ορυχεία καθώς είχε ένα μωρό να φροντίσει, αλλά έπεισε κάποιου εμπόρους στην πόλη να της δίνουν να τους πλένει τα ρούχα. Στα δεκατέσσερα, ο Γκέιλ, ο μεγαλύτερος από τα παιδιά, έγινε ο κουβαλητής της οικογένειας. Είχε ήδη κάνει αίτηση για ψηφίδες εξασφαλίζοντας έτσι μια πενιχρή ποσότητα σταριού και λαδιού με αντάλλαγμα να βάλει το όνομά του περισσότερες φορές στην κλήρωση για να γίνει φόρος. Επιπλέον, από εκείνη ήδη την ηλικία, ήταν ικανός παγιδευτής. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να συντηρήσει μια πενταμελή οικογένεια κι έτσι η Χέιζελ έπρεπε να γδέρνει τα δάχτυλά της μέχρι το κόκαλο πάνω στη σκάφη. Το χειμώνα τα δάχτυλά της γίνονταν τόσο κόκκινα και σκασμένα, που μάτωναν με την παραμικρή κίνηση. Ακόμα το ίδιο θα γινόταν χωρίς την αλοιφή που είχε παρασκευάσει μητέρα μου. Αλλά η Χέιζελ και ο Γκέιλ είναι αποφασισμένοι ότι τα άλλα αγόρια, ο δωδεκάχρονος Ρόρι και ο δεκάχρονος Βικ, καθώς και η τετράχρονη Πόσι, δεν θα δήλωναν ποτέ το όνομά τους για ψηφίδες.

Η Χέιζελ χαμογελά όταν βλέπει το κυνήγι. Πιάνει τον κάστορα από την ουρά, ζυγίζοντάς τον με το χέρι της. «Θα κάνει καλό στιφάδο». Αντίθετα από τον Γκέιλ, εκείνη δεν έχει πρόβλημα με τη συμφωνία που έχουμε κάνει για το κυνήγι.

«Και καλό τομάρι», απαντώ. Νιώθω άνετα εδώ με την Χέιζελ. Αξιολογούμε το αποτέλεσμα του κυνηγιού. Όπως κάναμε πάντοτε. Μου σερβίρει μια κούπα τσάι από βότανα, και τυλίγω γύρω της τα δάχτυλά μου με ευγνωμοσύνη. «Ξέρεις, σκέφτομαι όταν γυρίσω από την περιοδεία, να αρχίσω να παίρνω μερικές φορές μαζί μου τον Ρόρι. Μετά το σχολείο. Να του μάθω να ρίχνει».

Η Χέιζελ νεύει. «Καλό θα ήταν. Είχε σκοπό να το κάνει ο Γκέιλ, αλλά έχει μόνο τις Κυριακές, και νομίζω ότι του αρέσει να τις φυλάει για σένα».

Δεν μπορώ να εμποδίσω το κοκκίνισμα που σκεπάζει τα μάγουλά μου. Είναι ανόητο, φυσικά. Σχεδόν κανείς δεν με ξέρει καλύτερα από την Χέιζελ. Ξέρει τον δεσμό που μοιράζομαι με τον Γκέιλ. Είμαι σίγουρη ότι πολύς κόσμος πίστευε ότι τελικά θα παντρευτούμε ακόμα κι αν εγώ δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Αλλά αυτό ήταν πριν από τους Αγώνες. Προτού ο συμπαίκτης μου, Πίτα Μέλαρκ, ανακοινώσει ότι είναι τρελά ερωτευμένος μαζί μου. Το ειδύλλιό μας αποτέλεσε τη βασική στρατηγική για την επιβίωσή μας στην αρένα. Μόνο που για τον Πίτα δεν ήταν μια απλή στρατηγική. Όσο για μένα, δεν είμαι σίγουρη τι ακριβώς ήταν. Αλλά τώρα ξέρω ότι για τον Γκέιλ ήταν κάτι που του προκάλεσε πόνο. Το στήθος μου σφίγγεται καθώς σκέφτομαι ότι στην Περιοδεία της Νίκης εγώ και ο Πίτα θα πρέπει να παίξουμε ξανά τους ερωτευμένους.

Κατεβάζω μονορούφι το τσάι μου παρόλο που είναι καυτό και σηκώνομαι από το τραπέζι. «Καλύτερα να πηγαίνω. Να ετοιμαστώ για τις κάμερες».
Η Χέιζελ με αγκαλιάζει. «Καλή όρεξη».
«Εννοείται», λέω.

Η επόμενη στάση μου είναι το Μαγκάλι, εκεί όπου έκανα τις εμπορικές μου συναλλαγές. Πριν από χρόνια ήταν μια αποθήκη για κάρβουνα, αλλά όταν έπεσε σε αχρησία, έγινε το σημείο συνάντησης λαθρεμπόρων και μετά εξελίχθηκε σε κανονική μαύρη αγορά. Αν θεωρεί κανείς ότι προσελκύει ένα, κατά κάποιο τρόπο, εγκληματικό στοιχείο, τότε φαντάζομαι ότι εδώ είναι η θέση μου. Το κυνήγι στο δάσος γύρω από την Περιοχή 12 παραβιάζει τουλάχιστον μια ντουζίνα νόμους και τιμωρείται με θάνατο.

Παρόλο που δεν το αναφέρουν ποτέ, χρωστώ πολλά στους ανθρώπους που συχνάζουν στο Μαγκάλι. Ο Γκέιλ μου είπε ότι η Λαδερή Σέι, η γριά που πουλάει σούπα, ξεκίνησε έναν έρανο για να χρηματοδοτήσει στους Αγώνες εμένα και τον Πίτα. Υποτίθεται ότι ο έρανος θα περιοριζόταν στο Μαγκάλι, αλλά το έμαθαν κι άλλοι και έδωσαν κι εκείνοι κάτι. Δεν ξέρω ποιο ήταν το ακριβές ποσό, ξέρω όμως ότι η τιμή για κάθε δώρο στην αρένα ήταν εξωφρενική. Ωστόσο, για μένα έκανε τη διαφορά ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.

Ακόμα μου φαίνεται περίεργο να ανοίγω την εξώπορτα με την τσάντα του κυνηγιού άδεια, χωρίς να έχω τίποτα να ανταλλάξω στο Μαγκάλι, και αντίθετα να νιώθω στον γοφό μου την τσέπη μου βαριά από τα νομίσματα. Προσπαθώ να πάω σε όσο το δυνατόν περισσότερους πάγκους, αγοράζοντας καφέ, κουλουράκια, αβγά, νήμα και λάδι. Μετά από λίγο, αγοράζω και τρία μπουκάλια λευκό λικέρ από μια μονόχειρη γυναίκα με το όνομα Ρίπερ, θύμα ενός ατυχήματος σε ένα ορυχείο η οποία ήταν αρκετά έξυπνη για να βρει έναν τρόπο να μείνει ζωντανή.

Το λικέρ δεν είναι για την οικογένειά μου. Είναι για τον Χέιμιτς, ο οποίος είχε στους Αγώνες είχε αναλάβει το ρόλο του μέντορα για τον Πίτα κι εμένα. Είναι δύστροπος, βίαιος, και τις περισσότερες ώρες της ημέρας, μεθυσμένος. Αλλά έκανε καλά τη δουλειά του –κάτι παραπάνω από τη δουλειά του– επειδή για πρώτη φορά στην ιστορία, μπόρεσαν να κερδίσουν δυο φόροι. Έτσι, όποιος κι αν ήταν ο Χέιμιτς, χρωστάω και σ’ αυτόν. Και αυτό είναι για πάντα. Αγοράζω το λευκό λικέρ επειδή πριν από λίγες εβδομάδες του τελείωσε, δεν μπόρεσε να βρει στην αγορά και έπαθε κρίση, έτρεμε και ούρλιαζε σε τρομακτικά πράγματα που μόνο εκείνος μπορούσε να δει. Κατατρόμαξε την Πριμ και, ειλικρινά, ούτε και για μένα ήταν ιδιαιτέρως ευχάριστο να τον βλέπω έτσι. Από εκείνη τη μέρα, φροντίζω να έχω απόθεμα από αλκοόλ σε περίπτωση που ξεμείνει πάλι.

Ο Κρέι, ο Επικεφαλής Ειρηνοποιός μας, κατσουφιάζει όταν με βλέπει με τα μπουκάλια. Είναι ηλικιωμένος και έχει μερικές ασημένιες τούφες μαλλιών πλεγμένες στο πλάι πάνω από το κατακόκκινο πρόσωπό του. «Αυτό το πράγμα είναι πολύ δυνατό για σένα, κορίτσι μου». Ξέρει αυτός. Ο Κρέι πίνει περισσότερο από κάθε άλλον που ξέρω, μετά τον Χέιμιτς.
«Το χρησιμοποιεί η μητέρα μου στα φάρμακα», λέω με απάθεια.
«Είναι ικανό να σκοτώσει τα πάντα», λέει και αφήνει ένα νόμισμα για να πάρει ένα μπουκάλι.

Όταν φτάνω στον πάγκο της Λαδερής Σέι, σκαρφαλώνω για να καθίσω στον πάγκο και παραγγέλνω σούπα, η οποία όπως φαίνεται είναι ένα μίγμα νεροκολοκύθας και φασολιών. Όσο τρώω πλησιάζει ένας Ειρηνοποιός με το όνομα Ντάριους και παραγγέλνει. Από όλα τα όργανα επιβολής του νόμου, αυτός είναι από τους αγαπημένους μου. Ποτέ δεν το έπαιξε εξουσία και του άρεσε να αστειεύεται. Πρέπει να είναι γύρω στα είκοσι, αλλά δεν φαίνεται μεγαλύτερος από εμένα. Κάτι στο χαμόγελό του, τα κόκκινα μαλλιά του που πετάνε προς κάθε κατεύθυνση, τον κάνουν να μοιάζει με παιδί.

«Δεν θα έπρεπε να προετοιμάζεσαι;» με ρωτά.
«Θα έρθουν να με πάρουν το μεσημέρι», απαντώ.
«Δεν θα έπρεπε να είσαι πιο περιποιημένη;», ρωτά με έναν δυνατό ψίθυρο. Παρά την άσχημη διάθεσή μου, δεν μπορώ να μη χαμογελάσω στο πείραγμά του. «Μήπως να έβαζες ένα φιόγκο στα μαλλιά ή κάτι τέτοιο;» Τινάζει την πλεξούδα μου με το χέρι του κι εγώ το αποδιώχνω.
«Μην ανησυχείς. Όταν τελειώσουν μαζί μου θα είμαι αγνώριστη», λέω.
«Ωραία», λέει. «Ας κάνουμε την περιοχή μας λίγο υπερήφανη, δεσποινίς Έβερντιν. Τι λες;» Κουνά το κεφάλι του κοροϊδευτικά στην Λαδερή Σέι και απομακρύνεται προς τους φίλους του.
«Να μου επιστρέψεις την κούπα», φωνάζει πίσω του η Λαδερή Σέι, αλλά καθώς γελάει, δεν ακούγεται ιδιαιτέρως αυστηρή. «Θα σε ξεπροβοδίσει ο Γκέιλ;» με ρωτά.
«Όχι, δεν ήταν στη λίστα», λέω. «Τον είδα την Κυριακή, όμως».
«Νόμιζα ότι θα τον έβαζαν στη λίστα. Αφού είναι ξάδελφός σου», λέει ειρωνικά.

Αυτό είναι άλλο ένα κομμάτι του ψέματος που έχει μηχανευτεί η Κάπιτολ. Όταν εγώ και ο Πίτα καταφέραμε να μπούμε στους τελευταίους οχτώ στους Αγώνες Πείνας, έστειλαν δημοσιογράφους για να μάθουν για την προσωπική μας ζωή. Όταν ρώτησαν για τους φίλους μου, όλοι υπέδειξαν τον Γκέιλ. Αλλά με όλο εκείνο το ειδύλλιο που εξελισσόταν στην αρένα δεν ήταν δυνατόν ο καλύτερός μου φίλος να είναι ο Γκέιλ. Ήταν υπερβολικά όμορφος, υπερβολικά άντρας, και καθόλου πρόθυμος να χαμογελάσει και να παίξει τον καλό για τις κάμερες. Η αλήθεια είναι πάντως ότι μοιάζουμε αρκετά μεταξύ μας. Έχουμε την εμφάνιση της Ραφής. Σκούρα ίσια μαλλιά, σταρένιο δέρμα, γκρίζα μάτια. Έτσι, κάποια ιδιοφυΐα τον μετέτρεψε σε ξάδελφό μου. Το έμαθα όταν γυρίσαμε στην πατρίδα, και στον σιδηροδρομικό σταθμό όταν μητέρα μου είπε, «Τα ξαδέλφια σου ανυπομονούν να σε δουν!» Μετά γύρισα και είδα τον Γκέιλ και την Χέιζελ και όλα τα παιδιά να με περιμένουν, οπότε δεν μπορούσα παρά να παίξω το παιχνίδι τους.

Η Λαδερή Σέι ξέρει ότι δεν είμαστε συγγενείς, αλλά ακόμα και κάποιοι από τους ανθρώπους που μας γνωρίζουν χρόνια δείχνουν να το έχουν ξεχάσει.
«Δεν βλέπω την ώρα να τελειώσει όλο αυτό», ψιθυρίζω.
«Το ξέρω», λέει η Λαδερή Σέι. «Αλλά πρέπει να το περάσεις για να φτάσεις στο τέλος. Γι’ αυτό καλά θα κάνεις μην αργήσεις».

Καθώς επιστρέφω στο Χωριό του Νικητή, αρχίζει να χιονίζει ελαφρά. Απέχει περίπου ένα χιλιόμετρο περπάτημα από την πλατεία στο κέντρο της πόλης, αλλά μοιάζει με έναν τελείως διαφορετικό κόσμο. Είναι μια ξεχωριστή κοινότητα χτισμένη γύρω από ένα όμορφο πάρκο, διάσπαρτο με ανθισμένους θάμνους. Υπάρχουν δώδεκα σπίτια, το καθένα τους αρκετά μεγάλο για να χωρά δέκα σαν εκείνο στο οποίο μεγάλωσα. Τα εννιά είναι άδεια, όπως ήταν πάντοτε. Τα τρία που κατοικούνται ανήκουν στον Χέιμιτς, τον Πίτα κι εμένα.

Τα σπίτια που κατοικούνται από τη δική μου οικογένεια και από την οικογένεια του Πίτα αναδύουν μια ζεστή λάμψη ζωής. Φωτισμένα παράθυρα, καπνός από τις καμινάδες, μπουκέτα από ανοιχτόχρωμα στάρια διακοσμούν τις εξώπορτες με αφορμή το επερχόμενο Φεστιβάλ Συγκομιδής. Το σπίτι του Χέιμιτς, όμως, παρά τη φροντίδα του επιστάτη, μοιάζει εγκαταλειμμένο και παραμελημένο. Φτάνοντας στην εξώπορτα προετοιμάζομαι καθώς ξέρω ότι θα βρωμάει, και μετά μπαίνω μέσα.

Η μύτη μου ζαρώνει αμέσως από αηδία. Ο Χέιμιτς δεν αφήνει κανέναν να μπει για να καθαρίσει και ο ίδιος δεν κάνει καθόλου καλή δουλειά. Με τα χρόνια, οι οσμές αλκοόλ και εμετού, βραστού λάχανου και καμένου κρέατος, άπλυτων ρούχων και ακαθαρσιών των ποντικών έχουν συνδυαστεί σε μια βρώμα που μου φέρνει δάκρυα στα μάτια. Περιφέρομαι ανάμεσα σε σκόρπια χαρτιά, σπασμένα ποτήρια και κόκαλα και κατευθύνομαι εκεί όπου ξέρω ότι θα βρω τον Χέιμιτς. Κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας, με τα χέρια του απλωμένα πάνω στο ξύλο, το πρόσωπό του βυθισμένο σε μια λίμνη από αλκοόλ, και ροχαλίζει σαν τρένο.

Τον σκουντάω στον ώμο. «Σήκω!» λέω δυνατά, επειδή έχω πλέον μάθει ότι με τον ήρεμο τρόπο δεν ξυπνάει με τίποτα. Το ροχαλητό του σταματά για ένα λεπτό με απορία, και μετά συνεχίζεται. Τον σκουντάω πιο δυνατά. «Σήκω, Χέιμιτς. Σήμερα αρχίζει η περιοδεία!» Ανοίγω το παράθυρο εισπνέοντας με βαθιές ανάσες τον καθαρό αέρα απ’ έξω. Τα πόδια μου πατάνε ανάμεσα στα σκουπίδια στο πάτωμα, ξεθάβω μια τσίγκινη καφετιέρα και την γεμίζω στον νεροχύτη. Η φωτιά στην εστία δεν έχει σβήσει εντελώς και καταφέρω να ανασκαλέψω τα λίγα αναμμένα κάρβουνα μέχρι να ξεπηδήσει μια φλόγα. Ρίχνω λίγο αλεσμένο καφέ στην καφετιέρα, αρκετό για να είμαι σίγουρη ότι το ρόφημα θα είναι δυνατό, και το βάζω στην εστία για να βράσει.

Ο Χέιμιτς βρίσκεται ακόμα σε λήθαργο. Εφόσον τίποτα άλλο δεν είχε αποτέλεσμα, γεμίζω μια λεκάνη με παγωμένο νερό, την αδειάζω στο κεφάλι του, και τινάζομαι μακριά του. Ένας βρυχηθμός βγαίνει από τον λαιμό του. Πετάγεται επάνω, τινάζοντας την καρέκλα τρία μέτρα πίσω του και ανεμίζει ένα μαχαίρι. Ξέχασα ότι πάντοτε κοιμάται με ένα μαχαίρι στο χέρι. Έπρεπε να το είχα πάρει μέσα από τα δάχτυλα του, αλλά είχα πολλά στο κεφάλι μου. Βλαστημώντας, μαχαιρώνει για λίγη ώρα τον αέρα πριν συνέλθει. Σκουπίζει το πρόσωπό του στο μανίκι του και γυρίζει προς το πρεβάζι του παραθύρου όπου έχω κουρνιάσει σε περίπτωση που χρειαστεί να κάνω μια βιαστική έξοδο.

«Τι κάνεις;» ψευδίζει.
«Μου είπες να σε ξυπνήσω μια ώρα πριν έρθουν οι κάμερες», λέω.
«Τι;» λέει.
«Δική σου ιδέα ήταν», επιμένω.
Δείχνει να θυμάται. «Γιατί είμαι μούσκεμα;»
«Δεν μπορούσα να σε ξυπνήσω», λέω. «Κοίτα, αν ήθελες κάποιον να σε νταντεύει έπρεπε να το ζητήσεις από τον Πίτα».
«Να μου ζητήσει τι;» Ο ήχος και μόνο της φωνής του κάνει το στομάχι μου να σφιχτεί σε ένα κόμπο από δυσάρεστα συναισθήματα όπως ενοχή, θλίψη, και φόβο. Και νοσταλγία. Καλά θα κάνω να παραδεχτώ ότι υπάρχει και λίγο από αυτό. Μόνο που έχει τόσο έντονο ανταγωνισμό ώστε δεν θα μπορούσε ποτέ να νικήσει.

Παρακολουθώ τον Πίτα να πλησιάζει στο τραπέζι, ενώ το φως του ηλίου που μπαίνει από το παράθυρο αστράφτει πάνω στο φρέσκο χιόνι που έχει κολλήσει στα ξανθά του μαλλιά. Δείχνει δυνατός και υγιής, πολύ διαφορετικός από το άρρωστο, μισοπεθαμένο από την πείνα αγόρι που είχα γνωρίσει στην αρένα, και τώρα πλέον δεν κουτσαίνει καθόλου. Ακουμπά ένα καρβέλι φρεσκοψημένο ψωμί στο τραπέζι και τεντώνει το χέρι του προς τον Χέιμιτς.

«Να σου ζητήσω να με ξυπνήσεις χωρίς να μου προκαλέσεις πνευμονία», λέει ο Χέιμιτς, δίνοντάς του το μαχαίρι του. Βγάζει τη βρώμικη μπλούζα του, αποκαλύπτοντας μια εξίσου βρώμικη φανέλα, και σκουπίζεται με το στεγνό της μέρος.

Ο Πίτα χαμογελά και ξεπλένει το μαχαίρι του Χέιμιτς με λευκό αλκοόλ από ένα μπουκάλι που σηκώνει από το πάτωμα. Σκουπίζει το μαχαίρι με την άκρη της μπλούζας του και κόβει το ψωμί. Ο Πίτα μας προμηθεύει με φρεσκοψημένες λιχουδιές. Εγώ κυνηγάω. Εκείνος ψήνει. Ο Χέιμιτς πίνει. Ο καθένας μας έχει βρει έναν τρόπο να απασχολείται, να κρατάμε τις αναμνήσεις μας από την περίοδο που ήμασταν διαγωνιζόμενοι στους Αγώνες Πείνας, μακριά. Μόνο όταν δίνει στον Χέιμιτς τη γωνία με κοιτά για πρώτη φορά «Θέλεις ένα κομμάτι;»

«Όχι, έφαγα στο Μαγκάλι», λέω. «Σ’ ευχαριστώ , όμως». Η φωνή μου είναι τόσο επίσημη μου δεν μοιάζει με τη δική μου. Όπως ακριβώς είναι όλες τις φορές που έχω μιλήσει στον Πίτα από τη μέρα που οι κάμερες σταμάτησαν να τραβάνε την χαρούμενη επιστροφή μας και επιστρέψαμε στις αληθινές μας ζωές.
«Παρακαλώ», μου απαντά το ίδιο άκαμπτα.
Ο Χέιμιτς πετά την μπλούζα του κάπου μέσα στο χάος. «Μπρρ. Εσείς οι δυο χρειάζεστε ένα καλό ζέσταμα πριν την παράσταση».

Έχει δίκιο, φυσικά. Το κοινό θα περιμένει το ερωτευμένο ζευγάρι που νίκησε στους Αγώνες Πείνας. Όχι δυο άτομα που με το ζόρι αντέχουν να κοιταχτούν στα μάτια. Αλλά το μόνο που λέω είναι, «Πήγαινε να κάνεις μπάνιο, Χέιμιτς». Μετά βγαίνω από το παράθυρο, προσγειώνομαι στο έδαφος και κατευθύνομαι μέσα από το πάρκο στο σπίτι μου.

Το χιόνι έχει αρχίσει να κολλάει και πίσω μου αφήνω μια γραμμή από ίχνη. Όταν φτάνω στην εξώπορτα, σταματάω για να τινάξω το χιόνι από τα παπούτσια μου πριν μπω μέσα. Η μητέρα μου δούλευε μέρα νύχτα για να είναι όλα στην εντέλεια για τις κάμερες, γι’ αυτό δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να αφήσω ίχνη στα γυαλιστερά της πατώματα. Δεν προλαβαίνω να μπω μέσα όταν εμφανίζεται μπροστά μου και αρπάζει το χέρι μου σαν να θέλει να με σταματήσει.

«Μην ανησυχείς, θα βγάλω εδώ», λέω, αφήνοντας τα παπούτσια μου στο χαλάκι.
Η μητέρα μου αφήνει να της ξεφύγει ένα παράξενο, αδύναμο γέλιο και παίρνει την γεμάτη προμήθειες τσάντα από τον ώμο μου. «Χιόνι είναι μόνο. Είχες καλό περίπατο;»
«Περίπατο;» Ξέρει ότι πέρασα τη μισή νύχτα στο δάσος. Μετά βλέπω τον άντρα που στέκεται πίσω της στην πόρτα της κουζίνας. Μια ματιά στο καλοραμμένο του κοστούμι και τα χειρουργικά τέλεια χαρακτηριστικά του φτάνει για να καταλάβω ότι είναι από την Κάπιτολ. Κάτι δεν πάει καλά. «Περισσότερο σκέιτινγκ έκανα παρά περίπατο. Αρχίζει και γλιστρά πολύ εκεί έξω».

«Ήρθε κάποιος να σε δει», λέει η μητέρα μου. Το πρόσωπό της είναι κατάχλωμο και στη φωνή της διακρίνω την αγωνία που προσπαθεί να κρύψει.
«Νόμιζα ότι θα έρχονταν αύριο». Προσποιούμαι ότι δεν έχω προσέξει την κατάστασή της. «Ήρθε νωρίτερα ο Κίννα για να με βοηθήσει να ετοιμαστώ;»
«Όχι, Κάτνις, είναι –» αρχίζει να λέει η μητέρα μου.
«Από ‘δω, παρακαλώ, δεσποινίς Έβερντιν», λέει ο άντρας. Κάνει ένα νεύμα προς το χολ. Είναι περίεργο να σε καθοδηγούν μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, αλλά ξέρω καλά ότι δεν πρέπει να το σχολιάσω αυτό.

Καθώς μπαίνω, χαμογελώ καθησυχαστικά στη μητέρα μου πάνω από τον ώμο μου. «Μάλλον θα θέλει να μου δώσει κι άλλες οδηγίες για την περιοδεία». Μου έχουν στείλει διάφορες συστάσεις σχετικά με το πρόγραμμά μου, και το πρωτόκολλο που θα πρέπει να τηρηθεί σε κάθε περιοχή. Αλλά καθώς κατευθύνομαι προς την πόρτα του γραφείου, μια πόρτα που μέχρι τη στιγμή αυτή δεν έχω ξαναδεί κλειστή, το μυαλό μου αρχίζει να τρέχει. Ποιος είναι εδώ; Τι θέλουν; Γιατί η μητέρα μου είναι τόσο χλωμή;

«Μπες μέσα», λέει ο άντρας από την Κάπιτολ, ο οποίος με ακολούθησε στον διάδρομο.

Γυρίζω το γυαλισμένο μπρούτζινο πόμολο και μπαίνω μέσα. Η μύτη μου συλλαμβάνει τις συγκρουόμενες μυρωδιές από τριαντάφυλλα και αίμα. Ένας μικρόσωμος, ασπρομάλλης άντρας που μου φαίνεται γνωστός διαβάζει ένα βιβλίο. Υψώνει το δάχτυλό του σαν να λέει, «Δώσε μου ένα λεπτό». Μετά γυρίζει προς το μέρος μου και η καρδιά μου αρχίζει να βροντά.
Κοιτάζω στα φιδίσια μάτια του Προέδρου Σνόου.

H έκδοση είναι προγραμματισμένη να κυκλοφορήσει τον χειμώνα του 2010.
Η Πηνελόπη Τριαδά είναι μεταφράστρια αγγλόφωνης και ιταλικής λογοτεχνίας