Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 8

Βωμολόχοι, Εrnesto Carnetti & Johnny Handsome VΙ

του Ernesto Carnetti

Παραφορά

Ο ήλιος να βουλιάζει σε μια θάλασσα μαύρη. Τα πεύκα μου κλείνουν το δρόμο στην όραση και δεν βλέπω το χρώμα των δέντρων. Ένα φεγγάρι κόκκινο καίει στην άμμο τη γύμνια μου. Έξι χέρια μαζεύουνε ξύλα για μια φωτιά ανάμεσα σε πέτρες που δεν γευτήκαν ποτέ τους τη γεύση της στάχτης. Σκοτάδι. Τρία κορμιά μες στους λόφους ψαχουλεύουν την άμμο τις ρίζες τα κλαριά ξερά το σκοτάδι τα χέρια και τα κορμιά. Τ’ αστέρια μες το σκοτάδι. Η μυρωδιά της άλμης και του ιδρώτα. Έξι χέρια τρία κορμιά δέρματα δίχως μάτια αφή τυφλή στα σκοτάδια και η στύση αθέλητη και το μουνί υγρασμένο τα βότσαλα στη ράχη σκληρά κι η πέτρα πλάι στην άμμο. Μια φωτιά στο σκοτάδι. Ο ουρανός σκοτεινός και τ’ αστέρια. Τρία κορμιά παράφρονη κίνηση γύρω σε μια φωτιά τυλιγμένα το σκοτάδι του χρόνου. Ξεχασμένοι σκελετοί απ’ το χρόνο σε μια παράλληλη ύπαρξη δίχως διάσταση κι η αγωνία της νύχτας να βαραίνει αρχέγονη πάνω στους ώμους και να φωλιάζει ο φόβος μες στις καρδιές τρεις διαφανείς σαν το βύθος της θάλασσας η αγωνία το άγχος και το μυστήριο. Οι ήχοι της παραλίας των πεύκων το τρίξιμο άγνωστα πλάσματα σέρνονται στα σκοτάδια τα σερπετά κι οι σκορπιοί ο τρόμος κι η καύλα. Δύο άντρες και μια γυναίκα γυμνοί έξω απ’ τον χρόνο μόνοι στον κόσμο είναι δυο άντρες και μια γυναίκα γυμνοί έξω απ’ τον χρόνο μόνοι στον κόσμο. Στα βότσαλα οι σκιές η φωτιά υπογραμμίζει το θάνατο κι οι διεισδύσεις διαδοχικές εξορκίζουν τον επαναλήψιμο φόβο της καθημερινής επανάληψης. Η μυρωδιά του χόρτου βαραίνει αργά τον αέρα της θάλασσας σαν θάνατος αναστρέψιμος. Τα πάντα γυρίζουν μες το σκοτάδι φωτιά σκιές το ναυάγιο στην ξέρα της νύχτας κορμιά το φεγγάρι ναυάγιο σκιές η φωτιά στο σκοτάδι τα πάντα γυρίζουν κι επιμηκύνονται. Ο χρόνος επιμηκύνεται. Πόσες ώρες πόσα χρόνια αιώνες μια νύχτα. Μια νύχτα τρία κορμιά μια γυναίκα τέσσερα χέρια το κορμί της μες το ναυάγιο γλείφουνε γλώσσες τις ρώγες γλείφουν την ήβη γλείφουν τα χείλη γλείφει τα πέη σκληρά πριν τη διείσδυση το αίμα το σπέρμα τη διάσταση και πάλι ξανά την ένωση πιο βαθιά πιο βίαια πρώτη και τελευταία φορά. Ποια σάρκα στο αίμα ποιος πυρετός η φωτιά. Μια γυναίκα δυο πέη σκληρά η ανάταση κι ο λύκος της ξέρας να γρυλίζει τη γύμνια του και ν’ ανατριχιάζουν οι λόφοι καυτοί το φεγγάρι κι οι ήχοι. Και να μεγεθύνονται οι ήχοι να γίνονται κραυγές ουρλιαχτά μέσα στ’ αυτιά τα ρίγη της νύχτας η σάρκα ριγεί στο πετσί της την ύπαρξη. Σαρκώνεται η ύπαρξη πληρούται κορμί κι ο θάνατος αμυχή κι ο φόβος να εξατμίζεται σα λίμνη στεγνή. Μια νύχτα μια θάλασσα τρία κορμιά μια αγκαλιά ένα σώμα κοντά ζεστασιά γύρω-γύρω απ’ τη φωτιά τραγουδώντας χορεύοντας στην άμμο γελώντας και παίζοντας. Νύχτα μη ξημερώνεις ποτέ θαλπωρή νύχτα μη ξημερώνεις ποτέ μιαν αγάπη στιγμή.    

του Johnny Handsome

Cannibal Mi

Ήταν μια κανονική Κυριακή σαν όλες τις άλλες. Μόλις είχα ρίξει κάτι στανταράκια σε δύο ιπποδρομίες που μου 'χαν σφυρίξει κάτι λαμόγια. Λίγο πιο πρίν έκανα τις αγορές μου από τον κύριο Χ (αξιότιμος ντήλερ) και τρία κλίκ πίσω έβγαινα από το σπίτι της Υ, μιας γκόμενας που είχα καρφώσει σ' ένα μπάρ το προήγούμενο βράδυ. Συνηθισμένη  ρουτίνα... Εκείνες τις μέρες όλα φλέγονταν γύρω μου. Πορείες, κόσμος να διαδηλώνει, σενάρια καταστροφής της γης, παγκόσμιες συνομωσίες. ΟΥΦ! Οι άνθρωποι είναι μαλάκες και έτσι θα παραμείνουν. Ό,τι και αν κάνεις. Όσο κοντά και να τους φέρεις μπροστά στην αλήθεια εκείνοι θα συνεχίσουν να ειναι μαλάκες. Ο κόσμος δε χρειάζεται ήρωες αλλά θύματα. Να γεμίζουν οι ψυχές με θλίψη προκειμένου να ξεχάσουν τη μιζέρια τους. Μέσα σε όλο αυτό το παρανάλωμα του πυρός εγώ χόρευα ινδιάνικους  χορούς πάνω από τις στάχτες. Γαμήσια, αλκοόλ, ντρόγκες, γαμήσια. Αυτό με γέμιζε. «Μπράβο, επανήλθες, ξαναβρήκες τον παλιό καλό σου εαυτό! Εσύ θα σώσεις τους μαλάκες;», έλεγε ο Μπό, ένας θεόρατος μπράβος που δουλεύαμε μαζι τότε. «Κοίτα τους, πρόβατα στη σειρά που περιμένουν να μπούν στο μαντρί. ΧαΧαΧαΧαΧα»!
Περπατούσα στη via Flaminia, ένα δρόμο γεμάτο λεύκες. Εκεί κοντά έμενε η Μί. Μια κοπέλα με επικίνδυνη γλυκήτητα, τρελά μάτια και επαναστατικό ταπεραμέντο. Γαμιόμασταν ανά διαστήματα για περίπου δύο χρόνια. Έτσι ξαφνικά όπως ξεκίνησε η φάση έτσι και τελείωσε. Είχα να την δώ ένα χρόνο πάνω κάτω. Είχε κάτι το σαγηνευτικό, μυστήρια σαγηνευτικό. Ποτέ δεν έγινα δικός της, πώς θα μπορούσα άλλωστε αφού κατά το ήμιση είμαι νεκρός. Οι φίλοι της συνήθιζαν να την αποκαλούν Μί. Εγώ και οι υπόλοιποι όμως είχαμε δύο διαφορετικές θεωρίες σχετικά με την προέλευση του Μί. Δεδομένου του ότι η Μί δεν ήταν καθόλου φιλελεύθερη στην προσωπική της ζωή, αντιθέτως άγγιζε τα όρια μοναρχικού πολιτεύματος,  τα απαγορευτικά από μέρους της ήταν πολλά και συχνά. Μην κάνεις εκείνο, μην κανεις το άλλο, μη αυτό....μην...μη...μη...Μί! Μια παράνοια εν ολίγoις. Ακόμα κι εκείνη τη φορά που πήγα να την πάρω από τον κώλο, «λίγο πιο αριστερα, δεξιά τώρα, μη όχι τόσο μέσα, λίγο πιο πίσω......». Βρέθηκα  ξαφνικά  να παρκάρω σε πλοίο της γραμμής Πάτρα-Ανκόνα , άντε μπας και σαλπάρουμε!
Ασυναίσθητα ο  δείκτης μου βούλιαζε στο σαραβαλιασμένο κουδούνι.

«Ποιός;», ακούστηκε μια φωνή από μέσα.
«Τζόνι», απάντησα.
Η πόρτα άνοιξε μπροστά μου. Το διαμέρισμα ήταν ένα μεγάλο στούντιο, χωρισμένο σε  επίπεδα. Αριστερά της εισόδου βρισκόταν το μπάνιο και στο βάθος  η κρεβατοκάμαρα μέσα σε ένα τοίχο φτιαγμένο από ριζόχαρτο. Στο κέντρο το καθιστικό και δεξιά η κουζίνα με την ξύλινη τραπεζαρία. Μέσα απ’ το ριζόχαρτο παρατήρησα μια φιγούρα ξαπλωμένη στο κρεβάτι.
«Αν έχεις παρέα να φύγω...».
«Όχι μείνε», μου απάντησε και πήγε πίσω από το πάσο της κουζίνας παίρνοντας ξανά θέση σε ότι έκανε πριν.
«Το ξέρεις πως είσαι μεγάλο καθίκι να εμφανίζεσαι έτσι ξαφνικά μετά από την τελευταία φορά Θέλει θράσος», είπε χαριτωμένα.
«Πέρασα να πω ένα γεια και να πιούμε ένα τσιγάρο. Πίνεις ακόμα, έτσι δεν είναι;».
«Ναι. Αστειεύομαι. Κάτσε».
Έκατσα στο σκαμπό μπροστά της. Φορούσα ακόμα τα γυαλιά μου και ξεκίνησα να στρίβω ένα τσιγάρο. Το σπίτι τριγύρω μου ήταν άρτια συμμαζεμένο και καθαρό. Τα αντικείμενα  όλα όπως τα είχα αφήσει. Με μια στοίχιση που άγγιζε τα όρια του ανώμαλου. Η Μί έπλυνε δύο πιπεριές στο νεροχύτη της κουζίνας, μια κίτρινη και μια κόκκινη, έπειτα ένα κρεμμύδι καθαρισμένο και λίγο μαϊντανό. Πλησίασε πρός το μέρος μου και άρχισε να τα κόβει σε μικρά κομμάτια πάνω σε μια ξύλινη τάβλα. Έδειχνε τόσο ήρεμη και γαλήνια, απόλυτα συγκεντρωμένη σε αυτό που έκανε. Αν ήταν σκύλος στοιχηματίζω  θα ήταν πιτ μπουλ. Έχουν την ίδια ηρεμία και γαλήνη στα μάτια και όταν βάζουν ένα στοχο μένουν εκεί συγκεντρωμένα και τίποτα μα τίποτα δεν τους αποσπά την προσοχή.
Πήρε ένα μεγάλο τηγάνι, το κάλυψε με ελαιόλαδο και το έβαλε σε σιγανή φωτιά. Πέταξε μέσα τα λαχανικά, πρόσθεσε αλάτι, τριμένο πιπέρι, λίγη ρίγανη και τα άφησε να τσιγαρίζονται αργά και βασανιστικά! Γύρισε την πλάτη της και κατευθύνθηκε προς το ψυγείο, επέστρεψε με ένα πιάτο στο χέρι σκεπασμένο με αλουμινόχαρτο. Αφαίρεσε το κάλυμμα και τοποθέτησε το κομμάτι κρέας πάνω στην ξύλινη τάβλα. Πήρε ένα κοφτερό μαχαίρι απ’ το πρώτο συρτάρι στα δεξιά της και άρχισε να  κόβει με μεγάλη δεξιοτεχνεία.
«ΤΙ ΣΚΑΤΑ; ΣΚΑΤΑ! Αυτή είναι μια καρδιά Μί! ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΡΔΙΑ» «Τον σκότωσα σήμερα το πρωί, είναι φρέσκια ακόμη. Θα το σβήσω με λίγο λευκό κρασί και θα προσθέσω και μία κουταλιά μουστάρδα. Τα υλικά θα δέσουν με το αίμα και η σάλτσα θα γίνει πεντανόστιμη», είπε και συνέχισε να κόβει την καρδιά σε μικρά κομμάτια.
«Τρελάθηκες; Σου λάσκαρε καμία βίδα; Αυτό το πράγμα είναι ανθρώπινο. Κάτι πρέπει να κάνουμε,  να πάρουμε τηλέφωνο την αστυνομία...».
«Αστυνομία; Μα γιατί; Ότι έγινε έγινε,  δε θα αλλάξει κάτι τώρα...».
Έτρεξα στην κρεβατοκάμαρα. Πάνω στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένο ανάσκελα ένα πτώμα. Του έλειπαν κεφάλι, γεννητικά όργανα και καρδιά. Στο θώρακα είχαν μείνει μόνο τα κόκκαλα, κάποιος είχε αφαιρέσει πολύ προσεκτικά το κρέας από πάνω τους. Το αίμα είχε ποτίσει τα μπλε σεντόνια έχοντας δημιουργήσει τεράστιες μωβ κηλίδες. Τα αυτιά μου άρχισαν αρχικά να βουίζουν, μέχρι που το βουητό έγινε μελωδία. Παμπαμπαμπαμπαμ παμπαααμ  παμπαμπαμπαμπαμ  παμπαααμ... Ξαφνικά όλα γύρω μου χόρευαν στο ρυθμό, από εκείνο το τάνγκο στο "Άρωμα Γυναικας", κι έπαψαν να είναι πραγματικά. Μετατράπηκαν σε σκίτσο. Λευκό φόντο και μαύρες γραμμές χαραγμένες που δημιουργούν εικόνες. Και όλα γύρω μου τακτοποιημένα σε εκείνη την αρρωστημένη, ψυχωτική στοίχιση. Τα πάντα, τα γαμημένα  κουκλάκια, τα κουτάκια, οι κορνίζες στα ράφια και όλα τα σκατοαντικείμενα στο δωματίο. Μια γροθιά από το στομάχι μου κατευθυνόταν προς τον οισοφάγο. Κατάπια λίγο σάλιο και ξεχύθηκα στο μπάνιο. Ξέρασα στη χέστρα. Άφησα το νερό να τρέξει στο νιπτήρα, έριξα  λίγο στο πρόσωπο, ήπια και μια γουλιά. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, δε θυμάμαι τί ειδα.
Γύρισα πίσω στην κουζίνα και έκατσα στη θέση μου. Ακούμπησα τα γυαλιά στο πάσο. Κόλλησα τρία χαρτάκια μεγάλα και έστριψα ένα τσιγάρο βάζοντας μέσα όσο περισσότερο χόρτο μπορούσα. Το άναψα, τράβηξα τρείς μεγάλες τζούρες και το γύρισα στη Μί. Το έβαλε στο στόμα της κάθώς ανακάτευε το φαγητο. Σκέπασε το τηγάνι με ένα μεταλικό καπάκι, με κοίταξε στα μάτια και προσπάθησε να χαμογελάσει. Τίναξε τη στάχτη στο νεροχύτη και μου ξαναγύρισε το τσιγάρο.
«Μ’αρέσει το ανθρώπινο κρέας... Κυρίως από τη μέση και πάνω, καμιά φορά και τα γεννητικά όργανα. Και έπειτα αυτοί οι άντρες μ’αγάπησαν, με λάτρεψαν, έγιναν δικοί μου. Δε μπορώ έτσι απλά να τους ξεχάσω, να τους αφήσω πίσω μου... Ξέρεις τί σημαίνει αγάπη Τζόνι;».

«Αυτό εδώ είναι....αγάπη;».
«Τους τρώω και μένουν για πάντα μέσα μου, δε χρειάζεται να τους αποχωρηστώ ποτέ...ποτέ...».
Ήπια λίγες τζούρες ακόμα και σχεδόν χαμογέλασα.
«Αυτοί οι άνθρωποι έκαναν πράγματα για μένα που εσύ ούτε καν μπορείς να κατανοήσεις. Νοιαζόντουσαν, έμεναν και κοιμόντουσαν μαζί μου ακόμα και τις νύχτες που δεν κάναμε σεξ. Ήταν πάντα παρόντες και πρόθυμοι να με βοηθήσουν οποιαδήποτε στιγμή είχα κάποια ανάγκη...».
Παρατηρούσα συνεχώς τα χείλη της καθώς μιλούσε.
«Και με μένα Πώς και;», ρώτησα.
«Σε σένα; Λάτρευα το κενό μέσα σου...».
«Το κενό;».
«Ναι, και όσο ο χρόνος περνούσε τόσο εκείνο μεγάλωνε».
«Πώς και δεν έγινα κάποιο γεύμα σου; Να υποθέσω με έβρισκες... άνοστο;».
«Χαχαχα.. Μα το μόνο που μπορούσες να αγαπήσεις  ήταν εκείνο το κενό.. Είναι κάπως ειρωνικό μα...».
«Τί;».
«Ξέρεις, ένα βράδυ ενώ εσύ κοιμόσουν εγώ ήμουν από πάνω σου και σε κοιτούσα για ώρα κρατώντας στο χέρι μου αυτό εδώ το χασαπομάχαιρο.....».
Τα μάγουλά της κοκκίνιζαν καθώς συνέχισε να μιλάει. Το βλέμμα μου ξεκόλλησε απο τα σαρκώδη χείλη της. Έπεφτε συνεχώς προς τα κάτω, στις γραμμές του κορμιού της που τόνιζε το εφαρμοστό μπλουζάκι, στον αφαλό της, στο καυτό κοντό σορτσάκι της,  στα ζουμερά της μπούτια.
«...... λίγα μόλις χιλιοστά χώριζαν την κοφτερή λεπίδα από το λαιμό σου... και εσύ απλώς κοιμόσουν...».
Ο πούτσος  μου άρχισε να σκληραίνει μέσα απ’ το παντελόνι.

«... μα είχες ένα στύλ, σα μοντέλο που ποζάρει  στην Kαλών Tεχνών. Είδα το θάνατο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό σου και ο θάνατος μου έμοιασε ελκυστικός. Είδα πως κάτι είχε πεθάνει μέσα σου. Και τ' απομεινάρια του  πνίγονταν σιγά σιγά μέσα στα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Σε θεώρησα ήδη πεθαμένο, έβαλα στη θέση του το μαχαίρι, σε πήρα αγκαλιά και αποκοιμήθηκα μαζί σου.... Το επόμενο πρωί θυμάμαι κάναμε ξανά  σεξ με το που ανοίξαμε τα μάτια μας. Για νεκρός κάνεις καλό σεξ μπορώ να πώ... Χαχαχαχαχαχα....».
Καθώς γελούσε φαντασιονόμουν τον πούτσο μου μέσα στο στόμα της...
«Το φαγητό είναι έτοιμο
», είπε και έβγαλε το τηγάνι απ’ την φωτιά.
Πριν το καταλάβω η Μί είχε βρεθεί ανάμεσα στα πόδια μου, τα ζεστά της χείλη φιλούσαν τα δικά μου και με το ένα χέρι της ξεκίνησε να μου τον παίζει. Με κοίταξε στα μάτια και είπε :
«Πρέπει κάπως να μου ανοίξει η όρεξη ...».
Την άρπαξα απ’  τα μαλλιά και την έσειρα μπροστά στο ψυγείο. Την έστησα στα τέσσερα και ξεκίνησα να την παίρνω με μανία, με τρέλα, σαν ζώο, έχοντας για θέα την καταπληκτική κωλάρα της. Εκείνη φώναζε δυνατά και έσκουζε σα σκύλα... Έχυσα μέσα της... Σηκώθηκα και ανέβασα  το παντελόνι μου...
«Και τώρα φύγε, θέλω να φάω...», είπε καθώς ήταν γυμνή μπρούμυτα στο πάτωμα.
Μαζεψα τα πραγματά μου και φόρεσα τα γυαλιά.
«Γειά χαρά...», ψιθύρισα και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Γύρισα και κοίταξα το σαραβαλιασμένο κουδούνι.
Πέρασαν περίπου δυο βδομάδες. Ο κόσμος τρελαινόταν όλο και περισσότερο. Περισσότερες οι διαδηλώσεις, οι φωνές, οι φωτιές. Τα πάντα τυλιγμένα σε φλόγες. Στ’ αρχίδια μου! Εγώ θα ρίξω ένα τελυταίο χορό πριν γίνουν όλα αποκαίδια. Στοιχήματα, μερικά μπουκέτα σε ανεγκέφαλους πελάτες, αλκοόλ, ντρόγκες, γαμήσια, έτσι περνούσαν οι μέρες μου. Σε κάποιο ρεπό ήμουν σπίτι κάνοντας ζάπινγκ στα κανάλια την ώρα των νυχτερινών ειδήσεων...
Έψαχνα στα τελετέξτ για να βρώ τ' αποτελέσματα της 4ης ιπποδρομίας. Ξαφνικά τα κανάλια συγχρονίστηκαν όλα στο ίδιο θέμα:
«ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΝΙΒΑΛΟΣ ΜΑΓΕΙΡΕΥΕ ΚΑΙ ΕΤΡΩΓΕ ΤΟΥΣ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ»
«ΚΑΝΙΒΑΛΟΣ ΜΙ»
«ΣΕ 10 ΑΝΕΡΧΟΝΤΑΙ ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΗΣ CANNIBAL  MI»
«CANNIBAL  MΙ»
«ΦΑΤΟΥΣ  Ή ΘΑ ΣΕ ΦΑΝΕ»
«ΕΞΩΚΑΝΙΒΑΛΙΣΜΟΣ»
«CANNIBAL  MΙ»
«ΕΤΡΩΓΕ ΜΟΝΟ ΑΝΤΡΕΣ»
«CANNIBAL  MΙ»
«ΕΛΙΩΝΕ ΤΑ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΑ  ΣΤΗ ΜΠΑΝΙΕΡΑ ΜΕ ΟΞΥ»
«CANNIBAL  MΙ»
«SOCIAL DEVIANCY»
«CANNIBAL  MΙ»
«Η ΑΓΑΠΗ ΣΚΟΤΩΝΕΙ»
«CANNIBAL  MI»
«ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕ ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΗΣ ΓΕΥΜΑ»
«CANNIBAL  MΙ»
«CANNIBAL  MΙ»
«CANNIBAL  MΙ» ...
Marry Fuckin’ Christmas” J.H.