Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 8

Έλενα Μαρούτσου : "TO NØHMA"

TO NØHMA, Νουβέλα, Έλενα Μαρούτσου, Εκδόσεις Κέδρος, 2010


Οι Άγγλοι έχουν το εξής ρήμα για το ξεπαρθένεμα: deflower. Παίρνω το άνθος μιας κοπέλας. Την ξελουλουδιάζω. Δεν τη ξεφυλλίζω, όπως ένα βιβλίο – τι θα μπορούσε να γράφει μέσα, σκέφτομαι, μια ιστορία εισχωρήσεων κι εκχωρήσεων.
Εγώ, εκχώρησα πρώτη φορά το άνθος μου σε έναν Άγγλο. Τον έλεγαν Τζέισον. Εκείνος, περιπαικτικά, με έλεγε Μήδεια. Το άνθος μου το έλεγε Χρυσόμαλλο Τέρας. Ήμουν, έλεγε, μια μάγισσα, που μ’ είχε κλέψει απ’ τη Χώρα του Ήλιου και με πήγαινε στη Χώρα του Σκότους. Η Χώρα του Σκότους ήταν η Λέρος. Ο Τζέισον σπούδαζε δημοσιογράφος κι είχε αναλάβει να κάνει μια εργασία για τα τρελοκομεία. Όπου αυτά υπήρχαν ακόμη. Στη Λέρο, είχε ακούσει, υπήρχε ένα τρελοκομείο – κολαστήριο. Έτσι το είχε πει, την πρώτη μέρα που είχαμε γνωριστεί, βραδάκι ήτανε, αρχές Σεπτεμβρίου, στο λιμάνι του Πειραιά. Εγώ είχα κατέβει για βόλτα μετά απ’ το φροντιστήριο – στο τέλος του έτους έδινα Πανελλήνιες - εκείνος επέστρεφε από κάποιο νησί. Με σταμάτησε σαν κάτι να ήθελε να με ρωτήσει, ίσως πού είναι ο ηλεκτρικός σταθμός, υπέθεσα, όμως εκείνος με ρώτησε αν ήξερα τίποτα για το ψυχιατρείο – κολαστήριο της Λέρου. Υπνωτίστηκα απ’ το παράδοξο της ερώτησης και στη διάρκεια των αμήχανων λεπτών που ακολούθησαν ο Τζέισον με βομβάρδισε με ένα κάρο ερωτήσεις τις οποίες εγώ απαντούσα σαν αυτόματο. Μου εξήγησε πως μιλούσε τόσο καλά ελληνικά επειδή η μάνα του ήταν ελληνίδα. Είχε γνωρίσει τον πατέρα του σε κάτι ανασκαφές στη Σαντορίνη, ήταν κι οι δυο τους αρχαιολόγοι, εξ ου και το αρχαιοπρεπές όνομα που του είχαν δώσει.

Η φλυαρία του μας είχε οδηγήσει σαν μαγικός αυλός προς ένα παγκάκι. Κι εκεί την διαδέχτηκε μια μακρόσυρτη, κολλώδης σιωπή στην οποία έμοιαζε να βουλιάζουμε ηδονικά μέχρι τη στιγμή που ο Τζέισον έπιασε το πρόσωπό μου στα χέρια του σαν κάποιο σπάνιο αρχαιολογικό εύρημα, το κοίταξε με απορία και πίεσε τα χείλη του στα δικά μου λες για να δοκιμάσει κάποιο πείραμα που είχε στο νου του. Θα πρέπει οι γλώσσες, ερήμην μας, να δώσανε κάποιον όρκο. Την άλλη μέρα έφευγε.
Ξαναήρθε όμως. Το Νοέμβριο. Για τα γενέθλιά μου. Είπα στη μητέρα μου πως θα πήγαινα τριήμερο στο εξοχικό της φίλης μου, της Γιάννας, στη Σύρο να διαβάσουμε παρέα. Κι έφυγα με τον Τζέισον.

Το πλοίο ξεκινούσε από Πειραιά το απόγευμα κι έπιανε Λέρο ξημερώματα. Είχε κακοκαιρία και στο καράβι ήμασταν ελάχιστα άτομα: κάποιοι φαντάροι, λίγοι ντόπιοι, ένας παπάς με την οικογένειά του, όλοι μαζεμένοι σ’ έναν χώρο που το καλοκαίρι θα λειτουργούσε μάλλον σα ντίσκο γιατί είχε μια μικρή στρογγυλή πίστα στη μέση. Ο Τζέισον είχε πάρει μια μπύρα απ’ το μπαρ και προσπαθούσε να πείσει το μπάρμαν να βάλει το London calling να χορέψουμε.
Παρένθεση: Ο Τζέισον ασκούσε ένα είδος γοητείας σε ανθρώπους ανεξαρτήτου φύλου, μια γοητεία που σίγουρα δεν θα την απέδιδα στην ομορφιά του – ήταν από αυτούς τους κοκκινομάλληδες που έχουν υπερβολικά άσπρο δέρμα διάστικτο από αμέτρητες φακίδες – αλλά οφειλόταν μάλλον σε έναν ιδιοφυή χαμαιλεοντισμό: όποιος ερχόταν αντιμέτωπος με τον Τζέισον ένιωθε τις περισσότερες φορές μια αυθόρμητη οικειότητα, συχνά και κάτι παραπάνω: ήταν σαν να κοιταζόταν μπροστά σε καθρέφτη, έναν καθρέφτη που όμως αντανακλούσε μια ωραιοποιημένη εκδοχή του. Όταν κάποιος μιλούσε με τον Τζέισον, άρχιζε ν’ αγαπάει τον εαυτό του όχι ακριβώς για αυτό που ήταν αλλά γι αυτό που θα μπορούσε να είναι.

Κι ο μπάρμαν, εκεί που φαινόταν να απολαμβάνει το συνηθισμένο πρόγραμμα που κυμαινόταν από ελληνικά ποπ μέχρι ανήκουστα σκυλάδικα, βρέθηκε να τσουγκρίζει με τον Τζέισον και να σιγοτραγουδάνε παρέα τους στίχους των Clash. Στο ρεπερτόριο δεν άργησαν να προστεθούν οι Sex Pistols, ο Tom Waits, μέχρι και Nick Cave τραγούδησαν σχεδόν αγκαλιασμένοι αφού από ένα σημείο και μετά ο Τζέισον είχε πηδήξει απ’ το πίσω μέρος της μπάρας κι έκανε πρόγραμμα μόνος του: Do you love me? ούρλιαζαν το ρεφρέν οι δυο τους προς το μέρος μου κάνοντας κάτι θεατρινισμούς που ο παπάς έμοιαζε να αποδοκιμάζει πιάνοντας το σταυρό που κρεμόταν στο στήθος του αν και μετά από λίγο έμοιαζε να τον χτυπάει ελαφρά στο στέρνο του στο ρυθμό του τραγουδιού.
Όταν στα decks μπήκε – μα πόσο καιρό είχα να το ακούσω; - το The house of the rising sun, ο Τζέισον πήδηξε πάλι τη μπάρα για να με ζητήσει με υπόκλιση σε χορό. Ο τελευταίος χορός λίγο πριν φτάσουμε στο Σπίτι του Δύοντος Ηλίου, μου είπε βάζοντας τα χέρια του γύρω απ’ τη μέση μου. Τότε, μέσα στον καθρέφτη του προσώπου του, είδα τον εαυτό μου σα μια κοπέλα που με ζηλευτή χάρη θα στροβιλιζόταν στην ολισθηρή πίστα του έρωτα χωρίς να σπάσει τα μούτρα της ποτέ.

Η έκδοση είναι προγραμματισμένη να κυκλοφορήσει την άνοιξη του 2010.

Η Έλενα Μαρούτσου είναι συγγραφέας. Έχει εκδώσει τη συλλογή ιστοριών «Του ύψους και του βάθους» (Αλεξάνδρεια, 1998), τη συλλογή διηγημάτων «Οι προδοσίες των ονομάτων» (Αλεξάνδρεια, 2004) και το μυθιστόρημα «Μεταξύ συρμού και αποβάθρας» (Καστανιώτης, 2008).