Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 45

Βιτόριο Σερένι: Τέσσερα ποιήματα

 

Μεταφράζει ο Θεοδόσης Κοντάκης

Ο Vittorio Sereni (Λουίνο, 1913 - Μιλάνο, 1983), σπουδαίος Ιταλός ποιητής της γενιάς που ωριμάζει μέσα στη δίνη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, καθιερώνεται με τη συλλογή Diario d’ Algeria (1947), η οποία επικεντρώνεται στην εμπειρία του από τον πόλεμο (μια ενότητα της συλλογής είναι αφιερωμένη στο αναγκαστικό πέρασμά του από τη χώρα μας) και την αιχμαλωσία.

Ο Σερένι ποτέ δεν σταμάτησε να αντλεί το υλικό του από τα προσωπικά του βιώματα: πιστός φίλος και, στη συνέχεια, «κληρονόμος» του γηραιότερου ποιητή Ουμπέρτο Σάμπα, ο Σερένι δεν παύει να αναφέρεται συχνά -μέσα στο στο δικό του ώριμο ποιητικό έργο- στον μεγάλο ομότεχνό του. Χαρακτηριστικά είναι κάποια ποιήματα από την εξαιρετική συλλογή Gli strumenti umani: το ποίημα «Saba», λ.χ., ξεκινά με μια αναφορά στα αντικείμενα που συνόδευαν τον Σάμπα όσο ζούσε, τα οποία είναι γνωστό ότι ο Σερένι κράτησε στο σπίτι του, όταν εκείνος απεβίωσε. Δεν κράτησε όμως από τον Τριεστίνο ποιητή μόνο τα προσωπικά του αντικείμενα, αλλά και τον γνήσια εξομολογητικό τόνο που πάντοτε χαρακτήριζε το έργο του∙ την αναφορά σε λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής, οικουμενικές συχνά μέσα στην ασημαντότητά τους, συγκινητικές παρά το ότι κάποτε καταντούν απωθητικές -ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό.

Τα παραπάνω στοιχεία διατηρούνται, κυριαρχούν μάλιστα, στην ύστατη συλλογή που εξέδωσε ο Σερένι, Stella variabile (1979). Όπως και σε πολλά ποιήματα του Σάμπα, ο ποιητής φαίνεται καταδικασμένος να είναι αταίριαστος κι ανήσυχος, ακόμα και μέσα στον γενέθλιο τόπο του. Ανάλογα, η οικογένεια μοιάζει να είναι, όπως και στον Σάμπα, μια φωλιά κρυφών κι ανομολόγητων συγκρούσεων και μικροπρεπειών: να είναι ο ίδιος ο, γέροντας πια σχεδόν, ποιητής το «μικρό εβραιόπουλο» που φέρεται μ’ αυτόν τον παιδιάστικο, εκδικητικό τρόπο στην εγγονούλα του, Λάουρα;

**

Θα ’ναι η πλήξη

των μακρών, καυτών ημερών
μα σήμερα η μικρή
η Λάουρα είναι πράγματι εκνευριστική.
Κόφ’ το -λέω- γιατί αλλιώς…
ενώ μ’ απωθημένη σκληράδα
της στρίβω αργά το μπρατσάκι.

Δεν με πονάς δεν
με πονάς, τραγουδιστά με προκαλεί
κοιτάζοντάς με από κάτω προς τα πάνω
με θράσος κι όμως
στο τσακ να βάλει τα κλάματα,
βλέπεις, δεν κλαίω καν.

Βλέπω. Μα είν’ ο άγγελος
ο μαύρος ο εξολοθρευτής
κείνος που τώρα δα βλέπω
να λάμπει μες στις φανταχτερές του φορεσιές
του θανάτου
και σε κείνον στρέφομαι εκστατικά
το μικρό εβραιόπουλο
προκαλώντας τον στο παιχνίδι
της σφαγής.

*

Kάθε φορά που σχεδόν

στα κρυφά διασχίζω ξανά το Λουίνο
στης λίμνης την πλατεία
πετάγεται έξω από ένα μαγαζί
ένας κάποιος να μ’ αγκαλιάσει
ψελλίζοντας της μάνας μου τ’ όνομα.
Το ίδιο έκανε χρόνια πριν
ένας μεγαλύτερος αδελφός του
κι όπως τότε έτσι και τώρα στα ξαφνικά
ξεφυτρώνει από τοίχο πήλινο
κι ανάστροφα πάνω στην πορεία
των νεκρών μάς ταράζει ένα χέρι.

*

Πρώτος φόβος

Κάθε σοκάκι και γωνιά κάθε στιγμή είναι καλή
για το φονιά που με πηγαίνει καταπόδι
μέρα νύχτα εδώ και χρόνια.
Ρίξε μου ρίξε μου -του λέω
και του προσφέρομαι για σημάδι
μπροστά στο πλάι στην πλάτη-
να τελειώνουμε να μ’ αποτελειώσεις.
Και λέγοντας αυτά το βλέπω
πως μονάχος μου μιλώ.
Μα
δεν ωφελεί, δεν ωφελεί. Μονάχος
δεν τα καταφέρνω να με δικάσω.

*

Δεύτερος φόβος

Δεν είναι τούτο τίποτε τρομερό
η φωνή που με καλεί
εμένα ακριβώς
από το δρόμο κάτω απ’ το σπίτι
κάποια ώρα μες στη νύχτα:
είν’ ένα στιγμιαίο ξύπνημα του ανέμου,
μια μπόρα περαστική.
Λέγοντας τ’ όνομά μου δεν απαριθμεί
τα κρίματά μου, δε με κατηγορεί κατάμουτρα για τα παλιά.
Με γλυκύτητα (Βιττόριο,
Βιττόριο) με αφοπλίζει, με οπλίζει
εναντίον μου εμένα τον ίδιο.