Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 45

Οι ‘Ερωτοτροπίες του Χαβιέρ Μαρίας: Μια σαγηνευτική πραγματεία του έρωτα, της προδοσίας και του θανάτου

Γράφει ο Γ.Ν. Σχορετσανίτης

Πρόκειται περί ενός μυστηρίου γύρω από το θέμα μιας περίεργης δολοφονίας, γραμμένο από την πολυτάλαντη πένα του Χαβιέρ Μαρίας, ενός Ισπανού μυθιστοριογράφου με μεγάλο συγγραφικό έργο, πολλαπλές εκδόσεις των βιβλίων του και πωλήσεις εκατομμυρίων αντιτύπων σε περισσότερες από σαράντα γλώσσες, σε σημείο που να προαλείφεται για μεγάλο χρονικό διάστημα ως ένας σοβαρός υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ στη λογοτεχνία. Μεγάλος αριθμός κριτικών συμφώνησε ότι το μυθιστόρημα (‘Ερωτοτροπίες’ από τις Εκδόσεις Πατάκη, 2015, για τη χώρα μας) ήταν το καλύτερο της χρονιάς (Los enamoramientos, 2011, στην Ισπανία) σε μια έρευνα που διεξήχθη από το λογοτεχνικό παράρτημα και ένθετο της Ελ Παΐς, της σημαντικότερης αριστερής εφημερίδας στη χώρα αυτή της Ιβηρικής Χερσονήσου, ενώ σε μια άλλη ψηφοφορία, σε δεξιάς απόκλισης εφημερίδα, αυτή τη φορά, αποκαλύφτηκε ότι το βιβλίο αποτελεί ένα από τα δέκα καλύτερα λογοτεχνικά έργα του νέου αιώνα που ανέτειλε, εδώ και δύο δεκαετίες. Για τους γνώστες και εξοικειωμένους με τις ιδιαιτερότητες της ισπανικής πολιτικής, η συμφωνία μεταξύ των δύο αντίθετων πλευρών του πολιτικού φάσματος και συγκεκριμένα η μυστηριώδης σύμπτωση των απόψεών τους για ένα ισπανικό μυθιστόρημα, είναι μια σπανιότητα για τα δεδομένα πάντοτε της συγκεκριμένης χώρας. Αυτός ο ισπανικός ενθουσιασμός συνεχίστηκε και από το μέρος των διεθνών κριτικών, όσον αφορά τον ρυθμό του κειμένου και την απεριόριστη σοφία που εμπεριέχεται στις σελίδες του εσωτερικού του. Το μυθιστόρημα του Χαβιέρ Μαρίας είναι ένα σκοτεινό αφήγημα γύρω από μια δολοφονία που αγκαλιάζει διάπλατα όλα τα μεγάλα ερωτήματα που συνδέονται ποικιλοτρόπως με τη ζωή, την αγάπη και το θάνατο. Στο μπροστινό κάλυμμα του βιβλίου, το φιλί ενός ευτυχισμένου ζευγαριού αντανακλάται στον στρογγυλό καθρέπτη ενός αυτοκινήτου. Πρόκειται για μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Αμερικανού, αλλά γεννημένου στη Γαλλία, φωτογράφου Elliott Erwitt (1928- ). Πίσω απ’ τον καθρέφτη, αδιευκρίνιστα εν πολλοίς τοπία.

Τι συμβαίνει λοιπόν μέσα στις ‘Ερωτοτροπίες’ του Χαβιέρ Μαρίας; Το κείμενο αφηγείται την απλή, κατά τα φαινόμενα, ιστορία της εκδότριας που ακούει στο όνομα Μαρία Ντολθ, η οποία δείχνει να παρατηρεί με άνεση, περιέργεια και ευχαρίστηση ένα λαμπερό, φαινομενικά τέλειο ζευγάρι κάθε μέρα στο καφέ όπου συνηθίζει να παίρνει το πρωινό καθ’ οδόν προς το γραφείο της. Στη συνέχεια, μια μέρα, κάποιες παράμετροι αλλάζουν, εκείνοι εξαφανίζονται και η αφηγήτρια αισθάνεται κάπως ενοχλημένη χωρίς αυτούς στο πρωινό οπτικό της πεδίο. Αργότερα, ανακαλύπτει ότι ένας ζητιάνος έχει μαχαιρώσει άγρια τον άντρα σε έναν ήσυχο δρόμο της Μαδρίτης, οδηγώντας τον δυστυχώς σε θάνατο. Η Μαρία αρχίζει να διερευνά τα γεγονότα της ιστορίας του ζευγαριού με έναν μάλλον βασανιστικό γι’ αυτήν τρόπο και υπέρμετρη εμμονή. Οι έρευνές της αποκαλύπτουν ότι το περιστατικό απέχει πολύ από μια επαίσχυντη και τυχαία επίθεση εναντίον ενός αθώου και ανυπεράσπιστου πολίτη. Μάλλον, πολλές δυνατότητες φαίνεται να είναι ανοικτές και πιθανές, από ένα απλό ατύχημα μέχρι και την ανθρωποκτονία. Η αφηγήτρια σταδιακά μετατρέπεται σε ανυπόμονο συνεργό του εγκλήματος. Η διαδικασία απόσυρσης απ’ την αφάνεια και ανάδειξης των μυστικών λεπτομερειών της υπόθεσης, συνοδεύεται από μια σειρά γεγονότων που περιλαμβάνουν την Μαρία Ντολθ, την Λουίσα που είναι η χήρα του θύματος, και τον Χαβιέρ, τον καλύτερο φίλο του ζευγαριού. Η αφήγηση περιορίζεται σε λίγους σχετικά χαρακτήρες και, αν και το μυθιστόρημα ξεκινάει με μια πράξη άγριας κτηνωδίας, το μεγαλύτερο μέρος του εξετάζει ζωτικά και καίριας σημασίας μεταφυσικά ερωτήματα σχετικά με τη στιγμή του θανάτου, τη φύση του πένθους, την αγάπη, το χρόνο, τη μνήμη, την πιστότητα, τη φιλία, και ούτω καθεξής. Παρέχει επίσης στους αναγνώστες ένα διαλογισμό πάνω στη λογοτεχνία, αφού ο Μπαλζάκ, ο Δουμάς και ο Σαίξπηρ είναι συνεχείς αναφορές του Ισπανού συγγραφέα.

Τώρα, εάν η όλη ιστορία υποτίθεται ότι είναι δυσεπίλυτο μυστήριο δολοφονίας, τότε η λύση στο πρόβλημα και της επιτυχίας της μπορεί θεωρητικά και πρακτικά να βρεθεί μέσα στο κείμενο. Η ανάγνωσή μας σε αυτές τις περιπτώσεις ιστοριών μυστηρίου, είθισται και πρέπει να συνοδεύεται από εντεινόμενη ένταση, και την αίσθηση τρομερού κινδύνου πριν από την τελική αποκάλυψη του ενόχου. Οι ‘Ερωτοτροπίες’ όμως περιγράφουν και παρουσιάζουν ένα έγκλημα το οποίον βάζει σε δοκιμασία κάποιες αναγνωστικές μας απόψεις, καθώς και την ποικιλότροπη έννοια της δυσπιστίας. Μετατρέπουν τον ντετέκτιβ σε αδύναμο χαρακτήρα, που αδυνατεί να αναλάβει δράση και φαίνεται ανίκανος να επικεντρωθεί σε ικανοποιητική ανάλυση των γεγονότων. Επιπλέον, το μυθιστόρημα εισάγει ένα ‘τελείωμα’ στο μέσο της αφήγησης, ενώ στη συνέχεια ξοδεύει και αφιερώνει τις υπόλοιπες εκατόν πενήντα σελίδες που το εξηγούν με τις σχετικές λεπτομέρειες. Κατά τη διαδικασία, κάθε πιθανή ένταση, αγωνία ή αίσθηση έκπληξης διαλύεται με έναν ωκεανό από εκτεταμένες μεταφυσικές αποκλίσεις και παρατεταμένες ρητορικές ερωτήσεις.

Ως εκ τούτου, έπρεπε να αποδεχτούμε, θεωρητικά τουλάχιστον, ότι το μυθιστόρημα του Μαρίας δεν είναι ένα πραγματικό μυστήριο δολοφονίας, ούτε κανένας αναγνωρίσιμος τύπος μυθιστορήματος εγκλήματος. Δεν είναι αστυνομικό διήγημα, ούτε μια μυθιστοριογραφία νουάρ. Ανεξάρτητα από τις ταξινομήσεις των παρεμφερών ειδών, ήταν προφανές σε αυτό το σημείο ότι η λύση στο μυστήριο του μυθιστορήματος του Χαβιέρ Μαρίας δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να βρεθεί, μέσα στο κείμενο.

Αν δεν ήταν λοιπόν τέτοια η ιστορία, ποια θα μπορούσαν να είναι, ή καλύτερα, να ήταν τα θέματα με τα οποία ασχολείται το βιβλίο; Ο συγγραφέας αναγνώρισε πολλάκις την συγγραφική εμμονή του σε ορισμένα προαιώνια θέματα, τα οποία επαναλαμβάνονται στα μυθιστορήματά του, κι’ αυτά είναι η προδοσία, η μυστικότητα, η αδυναμία να γνωρίζουμε όλα ή έστω κάποια από τα πράγματα που μας αφορούν άμεσα, οι άνθρωποι γύρω μας κι’ ο εαυτός μας, βέβαια, πάνω απ’ όλα! Φυσικά θα μπορούσαμε να προσθέσουμε εύκολα την πειθώ, τις σχέσεις, το γάμο και την αγάπη. Όπως ισχυρίζονται πολλοί, το μυθιστόρημα θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως μια μεταφυσική φανταστική δολοφονία αγκαλιάζοντας όλα τα μεγάλα ερωτήματα για τη ζωή, την αγάπη και το θάνατο. Αυτά περιγράφονται και αναλύονται διεξοδικώς με άφθονες εκφάνσεις για την αγάπη, τη στιγμή του θανάτου, του ανίκανου χρόνου που περνά, της μνήμης, της ευθραυστότητας του φυσιολογικού, της φιλίας, της προδοσίας, της αδυναμίας επικοινωνίας ή της αλήθειας ή της γνώσης, της επιθυμίας, της ζωής, και μια ομάδα μικρών μη καθορισμένων άλλων παρεμφερών στοιχείων και εννοιών. Είναι λοιπόν ο Μαρίας, αναρωτιόμαστε, ο αφηγητής νουάρ μυθιστορήματος που παρατηρεί τη σκηνή χωρίς να κατανοεί απαραίτητα όλα, αμφισβητεί όμως τα πάντα ως ένα είδος απαιτητικού φιλόσοφου; Είναι εν τέλει οι ‘Ερωτοτροπίες’ μια αριστοτεχνική μεταφυσική εξερεύνηση που μεταμφιέζεται και παρουσιάζεται ως μυστήριο δολοφονίας; Μάλλον, όχι! Είναι αλήθεια ότι οι μονόλογοι, οι διάλογοι και οι πειραματισμοί του αφηγητή μπερδεύονται σε συνεχόμενη βάση, περιπλανιούνται και αγγίζουν τα θέματα που ενδιαφέρουν την ανθρωπότητα από την αρχή της ιστορίας της. Στην πραγματικότητα, η συντριπτική πλειοψηφία των σελίδων του μυθιστορήματος είναι αφιερωμένη στην εξέταση σχεδόν αποκλειστικά τέτοιων θεμάτων. Κεφάλαιο με κεφάλαιο, σελίδα σε σελίδα, με κάποια αίσθηση διδακτικού ίσως τρόπου, η αφήγηση δεν αφήνει τίποτα χωρίς διερεύνηση, ούτε καν αποφεύγει την πλεονασμό και την πολλαπλή επανάληψη και μερικές φορές την κυριολεκτικά βαρετή επανάληψη. Στο τέλος όμως της καταρρακτώδους ανάγνωσης μπορούμε, ως αποτέλεσμα, να διακρίνουμε μερικά βασικά διαφωτιστικά συμπεράσματα. Η έννοια της αγάπης είναι ιδιότροπη, φαντασιόπληκτη και μπορεί να διαρκέσει ή όχι για πάντα. Ποτέ δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την αλήθεια για τους ανθρώπους πλήρως, παρά τις κοινωνικές και σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις. Ο θάνατος πρέπει να είναι κάτι πραγματικά τρομακτικό για τους περισσότερους από εμάς. Η ζωή και τα πράγματα είναι αρκετά χαοτικές καταστάσεις και οι σύγχρονοι συγγραφείς φαίνονται αρκετά μπερδεμένοι. Η πραγματεία του Μαρίας, δεν είναι μόνο κουραστική, ανιαρή και πεζή, αλλά και χτισμένη πάνω σε κοινές θέσεις και κλισέ σύγχρονης κοινής λογικής. Επιπλέον, τα ίδια θέματα βρίσκονται στον πυρήνα των μυθιστορημάτων του για τα τελευταία σαράντα χρόνια. Μήπως λοιπόν, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε εύλογα, η επανάληψη και η ρηχότητα οφείλονται σε έλλειψη λεπτομερέστερου προγραμματισμού από μέρους του συγγραφέα; Ο ίδιος παραδέχθηκε πάντως ότι αισθάνεται πως αυτοσχεδιάζει σε όλη του τη λογοτεχνική καριέρα. Αυτό το στυλ και το ύφος που υιοθετεί, προφανώς, είναι το τέλειο όχημα που φιλοξενεί και πηγαινοφέρνει τις μακρές φιλοσοφικές εκτροπές και περιπλανήσεις του μέσα στα βιβλία που γράφει. Οι κριτικοί της λογοτεχνίας έχουν επανειλημμένα επικαλεστεί τους Προυστ και Γουλφ όταν περιγράφουν την άσπιλη πεζογραφία του. Αλλά διαβάζοντας τις ‘Ερωτοτροπίες’, ένα πράγμα γίνεται εμφανές, κι’ αυτό είναι ότι ο Μαρίας δεν είναι, με κανέναν τρόπο, Προυστ.

Διαρθρωτική επανάληψη μετά από προηγούμενη επανάληψη, το ένα κλισέ μετά το άλλο, μια επιμήκης φράση μετά από άλλη, εδώ όπως και σε κάποια προηγούμενα μυθιστορήματα, γίνεται εμμονική πραγματικότητα. Στο βιβλίο αυτό, επίσης, ο Μαρίας είχε αποδεχτεί και υιοθετήσει την πρόκληση να χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά στην καριέρα του μια γυναίκα αφηγητή του εκτεταμένου κειμένου του. Το όνομα της Μαρίας, της αφηγήτριας, είναι πανταχού παρόν σε όλο το μυθιστόρημα, ώστε η φωνή της να πνίγει και υπερκαλύπτει σε μεγάλο βαθμό τις φωνές των άλλων χαρακτήρων. Η Μαρία ακούγεται σαν τον Χαβιέρ Μαρίας. Οι αφηγητές του Μαρίας είναι πάντα απαραίτητοι για τη μυθοπλασία του και οι περισσότεροι από αυτούς έχουν ισχυρές καθησυχαστικές φωνές. Στις ‘Ερωτοτροπίες’, η φωνή που αφηγείται, καθώς φαίνεται, είναι μόνο μία, και ανεξάρτητα από το αν είναι άνδρας ή γυναίκα, κακοποιός ή συγγραφέας, δεν παύει να αποτελεί μια κουραστική και ανιαρή ηχώ πολλών σελίδων των προηγούμενων μυθιστορημάτων του. Το μυστήριο της επιτυχίας του βιβλίου, όμως, θα παραμείνει μάλλον άλυτο. Δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε, βεβαίως, κάποιες περιπετειώδεις περιγραφές, όπως η αρχική απεικόνιση της αγάπης του παντρεμένου ζευγαριού του μυθιστορήματος. Θα μπορούσαμε ακόμα να προσθέσουμε κάποια χιουμοριστικά αποσπάσματα, όπως η αντίδραση του ύποπτου κακούργου στο ημίγυμνο σώμα της Μαρίας ή τα ανελέητα πορτραίτα του Καθηγητή Ρίκο και κάποιων φανταστικών συγγραφέων. Μέσα σε όλα αυτά, φυσικά και κάποιες ευθείες προτάσεις για την αντιμετώπιση των μυστηρίων της ζωής, χωρίς όλα αυτά να δύνανται να εξηγήσουν επιτυχώς το μυστήριο του μυθιστορήματος.

Μια ωραία ιστορία δολοφονίας, λοιπόν, είναι σαν μια μεγάλη ερωτική σχέση, τουτέστιν μια απέραντη κατακόμβη ενθουσιασμού, θλίψης και επιθυμίας. Εκτός από τις ιστορίες της αγάπης και του θανάτου, τι άλλο έχει σημασία για τον ανθρώπινο εγκέφαλο σήμερα; Ενώ συνεχίζουμε να απομακρύνουμε ολοένα και μακρύτερα τα όρια της γνώσης, και πιο πρόσφατα στην ψηφιακή κατά κύριο λόγο τεχνολογία, εν τούτοις η συνείδησή μας παραμένει σκληρή και καθηλωμένη με μερικές πολύ πρωτόγονες ιστορίες. Η διαρκής πρόκληση στη λογοτεχνία, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη μας, είναι να επιτευχθεί ένας ικανοποιητικός συνδυασμός μεταξύ της ‘υψηλής’ λογοτεχνίας και των χαμηλών εκφάνσεων μιας απλής μυθιστορηματικής υπόθεσης. Η τελευταία, όμως, είναι συνήθως πολύ πιο απαιτητική από την πρώτη. Η εύρεση μιας τέτοιας προσέγγισης στις σελίδες ενός μυθιστορήματος είναι πράγματι σπάνια απόλαυση, όπως είναι ετούτες οι σελίδες του μυθιστορήματος του Χαβιέρ Μαρίας, ενός από τους μεγαλύτερους σύγχρονους συγγραφείς της Ισπανίας. Γιος θύματος της δικτατορίας του Φρανθίσκο Φράνκο, ο Μαρίας είναι μια χαρακτηριστική ευρωπαϊκή εκδοχή λογοτέχνη. Διακεκριμένος μεταφραστής, έχει δική του στήλη στην εφημερίδα Ελ Παΐς, και ασχολείται και με τον δικό του εκδοτικό οίκο. Είναι επίσης συγγραφέας μικρών ιστοριών και αρκετών μυθιστορημάτων, μέσα στα οποία το λυρικό στοιχείο και το σκανδαλώδες στυλ έχουν προκαλέσει ευρύτατο λογοτεχνικό θαυμασμό. Ο συγγραφέας, τονίζει, μπορεί μόνο να πει ιστορίες για το τι δεν έχει συμβεί ποτέ, κάτι που επινοεί ή φαντάζεται. Οι ‘Ερωτοτροπίες’, είναι ακριβώς ένα τέτοιο μυθιστόρημα, μια ιστορία δολοφονίας αρχέτυπης απλότητας, της οποίας το αργό ξετύλιγμα γίνεται ένα όχημα για να μεταφερθούν μπροστά μας όλα τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα. Υπάρχουν αποσπάσματα και φράσεις σχεδόν σε κάθε σελίδα που παίρνουν εύκολα τη θέση αποφθεγμάτων. Ενδεικτική φράση: ‘… δεν μπορούμε να αξιώνουμε να είμαστε οι πρώτοι, ή οι πιο προσφιλείς, είμαστε απλώς ότι είναι διαθέσιμο, τα απομεινάρια, τα περισσεύματα, οι επιζήσαντες, ότι απομένει, τα υπόλοιπα, και με αυτό το ελάχιστα ευγενές υλικό είναι που χτίζονται οι μεγαλύτεροι έρωτες και θεμελιώνονται οι καλύτερες οικογένειες, απ’ αυτό προερχόμαστε όλοι, καρποί της σύμπτωσης και του κομφορμισμού, των απορρίψεων και της ατολμίας και των αποτυχιών των άλλων…’.

Ο Μαρίας παίζει με την αντίληψη, τη μνήμη και την ενοχή σαν ένας έμπειρος και ταλαντούχος τορεαντόρ. Το βιβλίο είναι ένα θρίλερ που είναι επίσης μια μεγάλη τραγωδία, μια ιστορία δολοφονίας που αποτελεί επίσης μια βαθιά μελέτη της μοιραίας εμμονής. Η Μαρία Ντολθ, έχει γοητευτεί από το λαμπερό ζευγάρι που βλέπει κάθε μέρα στο καφενείο όπου παίρνει το πρωινό στο δρόμο της για την εργασία, κι’ όταν δεν είναι πλέον εκεί, αισθάνεται σαν χαμένη χωρίς αυτούς. Αργότερα, όταν βλέπει μια φωτογραφία σε εφημερίδα με εκείνον ξαπλωμένο στο δρόμο, αρχίζει να μαθαίνει περισσότερα για αυτό το μυστήριο ζευγάρι και προσπαθεί σταδιακά να αποκαλύψει την ιστορία τους. Όταν η δική της ρομαντική ζωή, που σκιαγραφείται έξοχα από τον Χαβιέρ Μαρίας, την συνδέει με τη χήρα του δολοφονημένου άνδρα, τη Λουίσα, μια προφανώς τυχαία δολοφονία λαμβάνει χώρα, αναπόφευκτα, μια πολύ πιο σκοτεινή ιστορία της δρομολογημένης ανθρωποκτονίας. Καθ’ οδόν, η αφηγήτρια Μαρία γίνεται άθελά της συνεργός και συνένοχος σε ένα φοβερό έγκλημα, η νεαρή γυναίκα βρίσκεται παγιδευμένη σε μια τεχνητή φυλακή ζοφερής ενοχής. ‘Στο κάτω-κάτω κανείς δεν πρόκειται να με κρίνει…’, λέει στο τέλος, ‘…ούτε υπάρχουν μάρτυρες των σκέψεών μου’.

Το ιδιαίτερο δώρο του βιβλίου στους αναγνώστες του, είναι να φέρει αυτές τις δύο διαδικασίες, την έρευνα και την αφήγηση, σε ένα συνδυασμό, δημιουργώντας, ανακαλύπτοντας και επινοώντας τα πράγματα. Οι ‘Ερωτοτροπίες’ συνεχίζουν να διερευνούν τη σχέση της αφηγήτριας (Μαρία Ντολθ) με τη χήρα (Λουίσα Αλδάυ) και με τον καλύτερο φίλο του δολοφονημένου Μιγέλ Ντεσβέρν, τον Χαβιέρ Ντίαθ-Βαρέλα. Στην αρχή ο Μιγέλ Ντεσβέρν φαίνεται να έχει σκοτωθεί από έναν περιπλανώμενο τρελό. Η πλοκή, μερικές φορές αλλάζει δραματικά την προοπτική μας για τη δολοφονία, λειτουργεί πολύ καλά σαν ένα θρίλερ, αλλά είναι ουσιαστικά ένα πρόσχημα για την προώθηση της σκεπτικής κοσμοθεωρίας του συγγραφέα που ενσωματώνει το συγκεκριμένο στυλ γραψίματος του μυθιστορήματος. Η αρχική φράση των ‘Ερωτοτροπιών’ είναι προσωρινή, προσφέροντας εναλλακτικές εκδοχές του ονόματος ενός κεντρικού χαρακτήρα του βιβλίου. Διαβάζουμε έτσι, ‘Η τελευταία φορά που είδα τον Μιγέλ Ντεσβέρν ή Ντεβέρν, ήταν και η τελευταία φορά που τον είδε η γυναίκα του, η Λουίσα…’. Οι άνθρωποι δεν αποτελούνται μόνο από αυτά που είναι, αλλά και από αυτά που δεν είναι, αυτά που τους λείπουν, από ότι θα ήθελαν να είναι, κ.ο.κ. Ο Μαρίας προσκαλεί όλα τα φαντάσματα να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και να λογαριαστούν αν είναι δυνατόν με ανοιχτά χαρτιά. Οι προτάσεις του συχνά παρουσιάζονται μπλεγμένες, αφού κάνουν τα πάντα για να υπονομεύσουν τη μεγαλοπρεπή απλούστευση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος υπέρ της αναμενόμενης προσδοκίας ή του προβληματισμού και της κακομεταχείρισης.

‘… Υπάρχει ακόμα καιρός να πεθάνει αύριο, που θα είναι το χθες της μέρας μετά το αύριο, υποθέτοντας ότι θα είμαι ζωντανός στη συνέχεια…’, λέει στο κείμενο ο Μαρίας, μ’ έναν τρόπο αρκούντως χαρακτηριστικό του γραψίματός του. Παντού σε όλη την έκταση του βιβλίου, οι ίδιες μακρυές προτάσεις, γεμάτες από σκέψεις που οι άλλοι συγγραφείς θα μπορούσαν να διαχωρίσουν με ένα διάλειμμα, με στάση και τελείες, συχνά εδώ παρουσιάζονται και υποδηλώνονται μόνο με πολλαπλά κόμματα. Ο Μαρίας τοποθετεί επίσης τις σκέψεις των χαρακτήρων του σε εισαγωγικά, θολώνοντας τη διάκριση ανάμεσα σε αυτό που λέγεται και σε αυτό που σκέφτονται μόνο. Ο κύριος αντίκτυπος αυτής της τεχνικής είναι να τονισθεί ότι οι σκέψεις είναι ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας. Η ταυτότητα στηρίζεται σε μια συνεχή και αδιάκοπη διαδικασία που παρέχεται από τη μνήμη και η τελευταία εξαρτάται από τη μετατροπή της εμπειρίας σε αφήγηση. Θυμόμαστε τις ιστορίες μας πολύ καιρό αφού οι εντυπώσεις και οι αισθήσεις μας εξαφανισθούν. Αυτές οι ιστορίες είναι ιδιαίτερα προβληματικές από μόνες και ακόμα κι αν καταφέρουμε να κατανοήσουμε οτιδήποτε δεν είναι πολύ πιθανό, η κατανόησή μας λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο του σκότους που περιβάλλει κάθε αφήγηση. Όλοι οι χαρακτήρες στις ‘Ερωτοτροπίες’ βρίσκονται δεμένοι με μια αλυσίδα ρομαντικής απογοήτευσης, ξαπλώνουν και κοιμούνται με υποκατάστατα του προσώπου που πραγματικά αγαπούν, και ονειρεύονται σχεδιάζοντας σχέσεις που ελπίζουν να βελτιώσουν αργότερα, με την απόρριψη του προσώπου που φαντάζονται ότι βρίσκεται στο δρόμο τους. Ο φθόνος εδώ μετατρέπεται με την πάροδο του χρόνου σε προάγγελο πιθανότατης προδοσίας. Η δολοφονία που ακολουθεί υποχρεώνει τον αφηγητή να μεταβληθεί αναγκαστικά σε ντετέκτιβ. Άλλωστε και οι μυθιστοριογράφοι είναι κατά βάση κατάσκοποι της ζωής και των ενεργειών άλλων προσώπων, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε με τη σειρά μας. Οι ‘Ερωτοτροπίες’ του Χαβιέρ Μαρίας, παριστούν έναν ιδιόρρυθμο διαλογισμό σχετικά με το έγκλημα και την τιμωρία, και καταλαμβάνουν μια μεταβαλλόμενη θέση κάπου μεταξύ της επιείκειας και της επικείμενης απελπισίας των πρωταγωνιστών. Τόσες και τόσες εγκληματικές πράξεις παραμένουν εσαεί ατιμώρητες, θα ήταν άδικο να τιμωρηθεί κάποιος για έναν συγκεκριμένο θάνατο! Ο Μαρίας δείχνει την επιθυμία να διασαφηνίσει τον τρόπο που σκεφτόμαστε τα πράγματα στη ζωή μας, θέλει να μεταδώσει στους αναγνώστες του μια νοοτροπία, κι’ όχι μόνο μια ιστορία: ‘… ότι συμβαίνει στις νουβέλες και τα μυθιστορήματα δεν έχει σημασία και λησμονιέται μόλις τα τελειώσει κανείς. Το ενδιαφέρον είναι οι δυνατότητες και οι ιδέες που μας ενσταλάζουν και μας μεταβιβάζουν μέσα από τις φανταστικές τους υποθέσεις, μας μένουν με μεγαλύτερη σαφήνεια απ’ ότι τα πραγματικά συμβάντα και τις λαμβάνουμε πιο πολύ υπόψη…’.

Σε ένα σημείο ο αφηγητής δίνει φωνή στα υπάρχοντα του αποθανόντος Μιγέλ, τα ρούχα που κρέμονται στη ντουλάπα του, το μυθιστόρημα που διάβαζε και τόσα άλλα, αμβλύνοντας κάπως την λογοτεχνική σκέψη και ροή των σκέψεων του συγγραφέα. Ο Μαρίας δημιουργεί, ταυτόχρονα, την καρικατούρα ενός αναμενόμενου υποψηφίου για Βραβείο Νόμπελ, και πιθανώς η ενέργεια αυτή να έχει να κάνει με την φημολογία ότι και ο ίδιος υπήρξε πολλάκις υποψήφιος και πιθανός νικητής του βραβείου αυτού. Για τους καθιερωμένους και πιστούς οπαδούς του Χαβιέρ Μαρίας, οι ‘Ερωτοτροπίες’ του αποτελούν μια ακόμα ευπρόσδεκτη πρόκληση, ενώ για τους καινούργιους, ένα καλό μυθιστόρημα να ξεκινήσουν να έρθουν σε επαφή με το έργο του μεγάλου Ισπανού συγγραφέα.

Ο Μιγέλ, έχει δολοφονηθεί, βέβαια, αυτό είναι αλήθεια και το ξέρουμε σχεδόν από την πρώτη σελίδα, όπως ήδη είπαμε, αλλά όχι για το πώς έλαβε χώρα η πράξη ούτε και ο βαθύτερος και καλά κρυμμένος λόγος της δολοφονίας, ο οποίος παρουσιάζει ένα μυστήριο κάπως διαφορετικότερο απ’ ότι στα συμβατικά θρίλερ. Ο Χαβιέρ Μαρίας ενδιαφέρεται λιγότερο για την επίλυσή του και περισσότερο για να επεξεργαστεί ιδέες και ερωτηματικά, όπως για παράδειγμα, τι πρέπει να σημαίνει ο θάνατος κάποιου, τόσο για τον νεκρό όσο και για τους ανθρώπους γύρω του, που συνεχίζουν βέβαια να ζουν. ‘…Οι άνθρωποι αφήνουν τελικά τους νεκρούς να φύγουν, όσο συνδεδεμένοι κι’ αν είναι μαζί τους, όταν διαπιστώνουν ότι διακυβεύεται η ίδια τους η επιβίωση και ότι είναι ένα μεγάλο βάρος…’.

Καθώς η αφήγηση προχωρά, η Μαρία, επιμένει επανειλημμένως στις σκέψεις της. Δεν είναι επαγγελματίας ντετέκτιβ, αφού εργάζεται σε εκδοτικό οίκο, αλλά αυτό που μετράει πάνω απ’ όλα είναι η συνεχής φιλοσοφική της διάθεση. Αναλογίζεται την ανθρώπινη ύπαρξη, την αγάπη και τις συνέπειες τόσο για το θάνατο όσο και για το πέρασμα του χρόνου. Είναι μια γυναίκα που σκέφτεται αρκετά και φαντάζεται ακόμα περισσότερο. Δεν πιστεύει πολύ στην καθημερινή πραγματικότητα. Δεν νοιάζεται, όπως μας λέει περιφρονητικά πολλές φορές, για το πρόβλημα της δικαιοσύνης και της αδικίας. Η Μαρία, δεν έχει παρελθόν. Δεν μαθαίνουμε τίποτα σχεδόν, διαβάζοντας, για την οικογένεια ή τους φίλους της ή για τους προηγούμενους εραστές της, πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων. Από την συνηθισμένη ζωή της μαθαίνουμε μόνο ότι απ’ το κρεβάτι της αρέσκεται να παρατηρεί τα δέντρα έξω από το κτίριο του διαμερίσματός της, όταν ταράζονται από τον άνεμο. Συζήτηση παρεκβατική, επαναλαμβανόμενη, μιλάει σε ένα στυλ που θυμίζει ένα είδος περίεργου γαλλικού μυθιστορήματος. Οι σκέψεις, οι δηλώσεις και οι γνώμες επαναδιατυπώνονται, επιβεβαιώνονται, εξειδικεύονται και τροποποιούνται συνεχώς. Υπάρχουν μακρά κείμενα αφιερωμένα σε νουβέλες και έργα άλλων, των οποίων η πλοκή βρίσκεται σε παράλληλη σχέση με τη δολοφονία του Μιγέλ. Η αμφισβητούμενη φύση της πραγματικότητας, η μεγαλύτερη αλήθεια των μύθων, τα μυστήρια της αγάπης και του θανάτου. ‘… Ναι, δεν κάνουν καλά οι νεκροί να γυρίζουν πίσω, παρ’ όλα αυτά όλοι γυρίζουν, δεν παραδίνονται, και αγωνίζονται να γίνουν το φορτίο των ζωντανών, ώσπου αυτοί να τους αποτινάξουν από πάνω τους για να προχωρήσουν…’, διαβάζουμε προς το τέλος του κειμένου, όταν αναφέρεται στην περίεργη διεργασία εξασθένησης και την πράξη αδιαφορίας της μνήμης, του πειρασμού της μνήμης η οποία μεταμφιέζεται τόσο συχνά σε ασφαλές καταφύγιο. Στο κάτω-κάτω επαναλαμβάνει χωρίς να κουράζεται ο Χαβιέρ Μαρίας, κανείς δεν πρόκειται να μας κρίνει, και ούτε βεβαίως υπάρχουν μάρτυρες των βαθύτερων σκέψεών μας!