Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 45

Εξ αφορμής. “εν τω μεταξύ” - Στήλη της Αναστασίας Γκίτση

photo © Αγγελική Λάλου

Την πρώτη φορά που κατήργησε τον χρόνο ήταν τη μέρα της γέννησής του. Εννέα μήνες ανέπνεε υγρό και άνοιγε το στόμα για να μασήσει ήχους. Παραποιημένοι απόηχοι θραυσματικών λέξεων, φωνών, εκ των οποίων μία υπερίσχυε. Η γλυκύτατη μελωδία της ζωής τού ζέστανε στόμα και ραχοκοκαλιά. Το φιλόξενο τοπίο από αίμα και χνώτα εσωτερικών οργάνων, που τόσο θεσπέσια τον προφύλασσε από το τίποτα. Το τίποτα της ύπαρξης, που τόσο προστατευτικά έκλεινε τις πόρτες σ’ ένα αβέβαιο ύστερα.

“μα πάλι
Τόσος οδυρμός, γιατί;
Τί μας κρατάει σε αγωνία
Και δεν τελειώνουμε
Μες τα σαγόνια ενός αμφίσημου χρησμού του; ”

Δερμάτινο χιτώνα σαν φόρεσε, έσπασε μέσα του το σιδερένιο χέρι του πατέρα. Μόνος του θα περπατήσει, άλλοτε όρθιος, άλλοτε μπουσουλώντας, στις άκριες από τους λεπτοδείκτες εποχών. Ανάμεσα στα πρώτα δέκατα αυτοκρατορικών και παπικών ημερολογίων, θα παραπατήσει μετρώντας τον χρόνο ανάποδα. Ένας εγκλεισμός με αμφίσημες κατηγορίες να του κρατούν χέρια και πόδια και τον νου, κυρίως τον νου, κάτω στη λάσπη. Δεν μιλούσε. Όταν μιλούσε, έφτυνε αλήθειες.

“Δεν έχω απάντηση.
Κι ας βλέπω γύρω τους καπνούς
Να εκτυλίσσονται
Σαν ρητορεία
Μυθεύματος
Περί των εγκοσμίων.”

Η συλλογή του από ρολόγια θα συγκινούσε μέχρι και βασιλιάδες. Τους βασιλιάδες τους λοιδορούσε (όχι όλους), που τίποτα δεν έραψαν πάνω τους που να αξίζει. Μια λέξη να μείνει. Μια έννοια να καίγεται σαν κούτσουρο, τους άλλους να ζεστάνει. Μια στιγμή να σταματήσει τον χρόνο, να μην πάει προς το μετά, να πάει προς τα πίσω. Να πάει προς τα μέσα, προς τα βαθιά, να σταματήσει στο κόκαλο, στη ραχοκοκαλιά των πρώτων των πραγμάτων.

“Ή μήπως πάλι, σκέφτομαι,
Πάει απρόβλεπτα βαθιά
Τόσο βαθιά
Ως την άβυσσο
-την άλλη εκείνη άβυσσο
Των αιώνιων πραγμάτων”

Από το μικρό φιλντισένιο του σεντούκι έβγαζε τότε πράγματα που δεν είχανε όνομα, μήτε κραυγές τα αγγίζανε. Δεν έβγαζε ρολόγια, μα τον χρόνο με το πλαδαρό γλοιώδες περίβλημά του. Δεν έβγαζε χαρτί, ούτε μολύβια μαλθακά που σπάγανε την κρούστα, έβγαζε τις μαυριδερές τριχιές των λέξεων που λερώνουν τα χέρια. Δεν έβγαζε συλλαβές μ’ ένρινα ή χειλικά σύμφωνα τον ήχο για να ξεκινήσει – αν κι είχε μια προτίμηση στα συριστικά που κατευνάζουν την ορμή και έλκουν τη λήθη. Έβγαζε μια γλώσσα παράξενη, μια δίχως σάρκα γλώσσα και καλούσε τους φίλους του να ‘ρθούνε από όπου βρίσκονται, να μείνουνε για λίγο.

“Οι πεθαμένοι μιλούν
Μια παράξενη γλώσσα
Γεμάτη φωνήεντα βρυγμών
Και λυγμούς εξόδιους”

Μόνο όποιος ζει στο εν τω μεταξύ μπορεί και τους ακούει, του ‘λέγαν οι νεκροί του κι εκείνος τα μάτια ανοιγόκλεινε σαν να φυσάει χώμα, το στόμα ανοιγόκλεινε σε σχήμα όμικρον του κύκλου όχι για να βγάλει ήχους. Τη γλώσσα την ακατανόητη των αιώνιων πραγμάτων την κατάπιε σαν γεννήθηκε, σφηνώθηκε στο μέσα της, σχεδόν στο φάρυγγά της, όσο την κατάπινε τον κατάπινε, σε χρόνο παρατεταμένο, λεπτοδείκτες που τρεμουλιάζουνε δίχως να σταματάνε, χρεώνονται το πέρασμα, την έλευση του χρόνου, ακατανόητα περνούν κι όμως δεν υπήρξαν.

“Ξανά η άβυσσος του νου.
Δεν έχει εντέλει τίποτα
Πραγματικό δικό της;
Μια μικρή στιγμή;
Κάτι δανείζεται από πριν
Κάτι απ’ το αύριο
Το ξεπληρώνει
Με το υστέρημα του άλλου”

 

*Σημείωση: Οι πλάγιοι στίχοι ανήκουν στον ποιητή Αντώνη Φωστιέρη.