Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 45

"Η σιωπή σε δύο χώρους" της Ιωάννας Λουτσία

Γράφει η Αναστασία Γκίτση

Αν, σύμφωνα με τον Henri Gouhier, το δράμα του θεατρικού προσώπου της σκηνής είναι το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στον κόσμο, ιδωμένο από μια διαφορετική γωνία, στην πρόσφατη ποιητική συλλογή της ποιήτριας Ιωάννας Λιούτσια με τίτλο, Η σιωπή σε δύο χώρους από τις εκδόσεις Οροπέδιο, το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης εκτυλίσσεται σε δύο τουλάχιστον διαφορετικούς χώρους. Ωστόσο, ακόμη κι όταν μας είναι ξεκάθαρο πως η πραγματικότητα διαδραματίζεται σε πολλαπλά πεδία, η θρυμματισμένη της παρ’ όλα αυτά αλήθεια υφαίνεται και ξε-υφαίνεται, ανάλογα πάντοτε με τη θέση που καλούμαστε να πάρουμε, άλλοτε ως παρατηρητές, άλλοτε ως αφηγητές.

Και τί είναι ο έρωτας;
Κάποιος που υποσχέθηκε να περιμένει
κάποιον που υποσχέθηκε να γυρίσει.
Στο τέλος και οι δυο βγαίνουν ψεύτες.

Το οξύμωρο και το παράδοξο εννοιών εναλλάσσονται με τις επιβεβαιωμένες καταφάσεις των στίχων, τα αντίθετα δεν σημαίνουν πάντα κι αντιφατικά, οι χώροι αριθμούνται δύο, αλλά εγκυμονούν τελικά τρία πεδία δράσης. Όλα σκηνοθετημένα στη λεπτομέρεια, αποκαλύπτοντας την άλλη ιδιότητα της ποιήτριας, αυτή της ηθοποιού και σκηνοθέτιδας. Της δημιουργού εν τέλει, που τοποθετεί τους στίχους στα ποιήματα, τα ποιήματα στις υποενότητες, τις υποενότητες στον μελωδικό ρυθμό της συλλογής, ενορχηστρώνοντας σκηνοθετικά τις τρεις κύριες κατηγορίες του δράματός της: Οι άλλοι. Εγώ. Εμείς. Η ρευστότητα των εννοιών πίσω από τις καλά καρφωμένες λέξεις είναι το μεγάλο αβαντάζ της συλλογής.

Αδίκως προσπαθώ να φτιάξω έναν εαυτό να αγαπήσεις
Κάθε που σε αισθάνομαι,
αλλάζεις.
Δεν είναι το κορμί μου γι’ άλλα πάθη.
Ό,τι μπορούσε να μας σώσει, καταστράφηκε.

Τριάντα οκτώ ποιήματα σε ελεύθερο στίχο, τριάντα οκτώ ποιητικές καταθέσεις για τον έρωτα: άραγε τί έγινε εκείνο που σκεφτόμουνα για σένα; / Ειπώθηκε; /Ξεχάστηκε; / Ξεράθηκε; / Τί κρίμα που οι έρωτες διαλέγουν νυχτολούλουδα. Τη ζωή σε δύο πράξεις, τον χώρο σε πολλαπλά σώματα: αυτή η πόλη είναι ένα σώμα μολυσμένο που σπαράζει /ανοίγει με τα δόντια τις πληγές της / κι έπειτα γλείφουμε εμείς για να τις κρύψουμε. Το γυναικείο πρόσωπο μέσα στο ρου της ιστορίας: Οι γυναίκες ερείπια … Απόκληρες από το ίδιο τους το θρέμμα, /γυναίκες-ερείπια στήνουν τον κόσμο/και κατοικούν έξω απ’ αυτόν.

Τη συλλογιστική πορεία της ανάγνωσης την προσδιορίζει η ίδια η ποιήτρια. Από το εξώφυλλο ήδη, με την ευρηματική σύνθεση τίτλου και φωτογραφίας, ο τίτλος δηλώνει τους χώρους, αυστηρά δύο, η φωτογραφία τον χρόνο (εστιάζοντας σ’ ένα ασυνήθιστο ρολόι με παράκεντρους αριθμούς και λεπτο-ωροδείκτες), μεταξύ τους μεσολαβεί η σιωπή, θα έλεγα του ανθρώπου. Αν ο χώρος και ο χρόνος είναι φλύαρος, η σιωπή είναι αυτή που τους ισορροπεί. Η σιωπή του ανθρώπου που βρέθηκε και στις δυο πλευρές του χώρου, και του εραστή και του ερωμένου, και του νικητή και του ηττημένου, και του θύτη και του θύματος, και του δυνατού και του αδύναμου.

Εγώ που ζούσα για τις σκάλες του Vertigo
να νιώθω ίλιγγο μπροστά στ’ ανάπηρο σκυλί
που δεν μπορεί να επιλέξει να πεθάνει.

Αν ωστόσο, ένα από τα κεντρικά μοτίβα της συλλογής είναι η σιωπή της ώριμης παραδοχής του περάσματος του χρόνου και της επανατοποθέτησης όχι μόνο του υποκειμένου, αλλά και των αντικειμένων στον χώρο, άλλο ένα αξιοσημείωτο σημείο είναι αυτό της ανάδειξης της λεπτομέρειας. Με στίχους που κατακερματίζουν τη ροή του λόγου -χωρίς να χάνεται ωστόσο το μήνυμα-, η ποιήτρια απομονώνει τεχνηέντως το ουσιώδες που φέρουν οι λέξεις του ποιήματος, φωτίζοντας όσο πρέπει στο κέντρο της σκηνής αποσύροντας διακριτικά τους προβολείς από τους δευτερεύοντες ρόλους.

…κοιτούσα τις σόλες από τα παπούτσια.
Έβλεπα βίδες σφηνωμένες
σαπισμένα φύλλα
λάσπες και χλόη
καταχωνιασμένες
κι έφτιαχνα ιστορίες λαμπερές
για τους μυστηριώδεις ταξιδιώτες που
επισκέπτονται τα σπίτια
για βεγγέρες.

Δύο χώροι. Ένα ρολόι. Ανάμεσά τους η σιωπή. Πώς αλλιώς εξάλλου θα μπορούσε να γίνει, ώστε το υπέροχο και ιδιόμορφο “εγώ” του καθενός να μεταπηδήσει από το στενότατο πεδίο “οι άλλοι” και με πλήρη επίγνωση τη συγκεκριμένη ώρα που αυτό θα επιλέξει να διεισδύσει σιωπηλά και αθόρυβα στο ευρύχωρο “εμείς”.