Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 45

"Στη Φωτεινή Πλευρά του Δρόμου" της Ν. Ρουμπίνα

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Συνάντησα την Ελένη στους δρόμους της Τασκένδης. Προτού φανεί θυμήθηκαν εκείνη την ποιητική συλλογή για την Σαμαρκάνδη, ίσως επειδή τόσο προσομοίαζαν αυτές οι σβησμένες λέξεις. Η Ελένη ποτέ δεν αργεί. Προβάλλεται πίσω από τις αλλόηχες λέξεις, κομίζοντας έναν οικείο ρυθμό. Η Ελένη ποτέ δεν αργεί. Μεταφράζει τον κόσμο γύρω της, ανασύρει στο φως έναν παλιό αυτοκρατορικό κόσμο, ξεθωριασμένα επαγγέλματα, όπως εκείνα των ανθρώπων του δάσους. Όχι, όχι η Ελένη Κατσιώλη ποτέ δεν αργεί. Φθάνει στην ώρα της, αναδύει πάντα την ίδια γνώριμη μυρωδιά του μεσημεριάτικου ήλιου, απ΄τα χέρια της κρατά τις ρίζες όλων των χαμένων φίλων. Ας πούμε πως οι εργασίες της συνιστούν ένα ισοδύναμο της μνήμης, ας πούμε πως τινάζει πάνω απ΄τα πράγματα χιλιάδες στρώματα ρωσικού χιονιού ώσπου να φθάσει ατόφια στα χείλη και τις καρδιές μας το όραμα μιας άνοιξης, μιας στέπας.

Η Ελένη μεταφράζει τον κόσμο και αυτό δεν συνιστά διόλου μια απλή υπόθεση. Εκείνα τα ερυθρά, οδυσσεϊκά αιμοσφαίρια που σημαίνουν τη ζωή φωτίζονται απ΄τον ταπεινό δαυλό της και η ζωή στην Τασκένδη προβάλλεται εκ νέου τόσα χρόνια μετά, τόσους ανθρώπους μετά. Η Ελένη ποτέ δεν αργεί, μην επιμένετε. Φθάνει στην καρδιά μας από χίλιους παράξενους δρόμους, η ζωγραφική της δεν περιπαίζει. Άλλωστε όσα φτιάχνει με τις λέξεις η Ελένη μιλούν για τις εφήμερες ψυχές, τους πρόσκαιρους κόσμους, σαν αυτόν που σήμερα μαρτυρούμε την κατάρρευσή του προτού γεννηθούμε στην καρδιά ενός άλλους τρυφερού και απροσδόκητου γαλαξία. Όχι, όχι μην πιστέψετε ποτέ πως η Ελένη δεν θα φανεί. Σέρνει πίσω της χιλιάδες χρόνια, ακουμπά τις πέτρες και προφέρει τις ιστορίες τους, μιλά για τους δρόμους και ένας ένας όλοι οι άνθρωποι εκείνης της γενιάς φθάνουν απ΄τα πιο δυσπρόσιτα σημεία. Προτού μιλήσει η Ελένη συμβουλεύεται έναν γιγαντιαίο εξάντα και έτσι γνωρίζει τα ονόματα των άστρων. Ένα μερίδιο της χαράς που δεν γέρασε τ΄οφείλουμε σε πρόσωπα όπως η Ελένη που μεταφράζει τα ποιήματα των ερρειπίων αψηφώντας τον πικρό, κρυφό λυρισμό των νεκρών αγρών.

Η Ελένη, κατά κόσμον Ελένη Κατσιώλη παράγει ένα ζωντανό, ακμαίο κείμενο που αντιστέκεται στη φθορά. Τη φθορά των πόλεων, της ιστορίας, τις στάχτες των ανθρώπων, τ΄απόφωνα από τις χρονολογίες πριν αυτές καταχωρηθούν στο ασύμμετρο βιβλίο της μνήμης. Μεταφράζοντας το μυθιστόρημα της Ρωσσίδας δημιουργού Ντίνα Ρουμπίνα, στήνει απ΄την αρχή τα όργανα ενός παλιού και χαμένου κόσμου. Οι ορχήστρες παίζουν ξανά τα τρυφερά κονσέρτα πλάι στους ποταμούς. Οι στρατιώτες περνούν γερασμένοι μα με τις θηριώδεις στολές τους, το ποτάμι λουφάζει καθώς περνούν χρόνια κυνηγοί. Στην αυλή του μουσικού σχολείου οι μαθητές του χθες εκτελούν σύνθετα, μουσικά έργα. Ζητιάνοι, πυγμάχοι, πολιτικοί, στάρλετ και ερείπια του ανατολικού μπλοκ, κρατούμενοι, περνούν απ΄το μέσον της σκηνής, ρακένδυτοι στην παράξενη εκφορά ενός τρομερού συστήματος.

Η συγγραφέας, Ρωσσίδα με εβραϊκές ρίζες γεννήθηκε στο Ουζμπεκιστάν της σοσιαλιστικής, σοβιετικής δημοκρατίας. Η Ντίνα Ρουμπίνα, που φέρει το όνομα μιας απ΄τις χιλιάδες στάρλετ που μονοπώλησαν την πάλαι ποτέ, αμερικανική βιομηχανία, η Ντίνα που κουβαλά στις πλάτες της μια υποψία του δυτικού κόσμου τραγουδά τους μυθώδικους σκοπούς της Τασκένδης. Σπίτια, δρόμοι, φούρνοι, φωνές, η τραγωδία και η ευτυχία της ζωής, τα δυο της άκρα που περιέχουν όλες τις πιθανότητες, όλες τις δυνατότητες αναβιώνουν διά χειρός Ελένης Κατσιώλη σε μια μετάφραση που διατηρεί αμείωτο τον ρυθμό της αφήγησης και συνάμα όλη την νοσταλγία με την οποία λέγονται οι προσωπικές ιστορίες. Δεν έχει χρόνο το μυθιστόρημα της Ρουμπίνα, μονάχα τόπους, όπως στ΄αλήθεια συμβαίνει.

Κεντρικός άξονας του μυθιστορήματος που τιμά απόψε αυτό το λιτό σημείωμα οι ζωές των ανθρώπων. Παράλληλες, να συναντιούνται σαν πλοκάμια ονείρου, όπως αρχαία μνημεία που γεννούν τη σύγχρονη θλίψη. Η μοίρα των ανθρώπων φαντάζει απαράλλαχτη, πρόκειται για μια ιστορία παλιότερη και από τους θεούς, μια ιστορία μπολιασμένη με την θηριωδία της ελπίδας, τις μικρές και τις μεγάλες ανατροπές που μπορούν να συντρίψουν δίχως κόπο την ευάλωτη κανονικότητα που βαφτίσαμε ζωή μας. Ένα είδος μυθολογικής πίστης, μια σιωπηρή συμφωνία νοσταλγίας και αισθημάτων τινάζει τις χορδές του εξαιρετικού μυθιστορήματος της Ν. Ρουμπίνα, επιβεβαιώνοντας πως πρόκειται για την λαϊκή ιστορία, όταν κάνουμε λόγο για τους όρους και τις ωδύνες της μνήμης. Η Κάτια, η Βέρα, η κτηνώδης μητέρα που έχει δοκιμάσει με το στιλέτο της ανθρώπινο αίμα, οι χρονικές μετατοπίσεις, το συντελεσμένο που φαντάζει αδιάφορο αν γράφτηκε σήμερα ή χθες ή αν συνιστά το λογοτεχνικό υλικό του μέλλοντος, συνθέτουν μαζί με μια αθάνατη Τασκένδη τα βασικά, δομικά στοιχεία της πολυγραφότατης Ν. Ρουμπίνα. Στις σελίδες της Φωτεινής Πλευράς του Δρόμου των εκδόσεων Λέμβος το παλιό και το νέο, το κοινότυπο που έμαθε να μεταμορφώνεται σε ιστορία για να κρατιέται δήθεν ζωντανό αφού με ασφάλεια υπάρχει στις ζωές των πραγμάτων και των ανθρώπων, σμίγουν αναπαράγοντας μια φοβερή εποχή, μια αφετηρία πριν τις ξέφρενες στροφές που παίρνει ο κόσμος αλλάζοντας προσωπεία.

Κάπως έτσι, απομένει μονάχα ένα άδειο προσωπείο, κάτι σαν την ολόχρυση μάσκα της Ασίνης. Πίσω της όλα τα πρόσωπα έχουν σβηστεί και είναι μονάχα τα λαμπερά φώτα της Τασκένδης που αξίζει να φανούν. Φαίνεται πως τις ομορφότερες ιστορίες τις μεγαλώνουμε εντός μας. Και ακόμη φαίνεται πως αρκεί η σύμπραξη κάποιου απ΄την ευγενή τάξη των μεταφραστών αυτού του κόσμου, ώστε να προκύψει αβίαστο και εμβληματικό το βάθος, οι σημασίες και τα σύμβολα ενός ολόκληρου κόσμου.

Στο τέλος του μυθιστορήματος των εκδόσεων Λέμβος και έτσι ασυναίσθητα, σαν τάχα όλες οι απαντήσεις να έχουν γραφτεί μες στην μεγάλη επετηρίδα του ανθρώπινου αισθήματος, ανακαλώ εκείνη την αποφασιστική προμετωπίδα. Είναι η Ντίνα Ρουμπίνα και ίσως κάποια από τις ηρωίδες της που θα μπορούσαν να εκφέρουν μ΄όλη την μεγαλοπρέπεια δυο τρεις λέξεις.

...Που ταξίδεψαν στο Ντένβερ, που πέθαναν στο Ντένβερ, που ξαναγύρισαν στο Ντένβερ. Που ζουν πάντα στο Ντένβερ θα συμπληρώσει τούτο το σημείωμα, έχοντας ως αντικείμενό του μία από τις καλύτερες μεταφράσεις της χρονιάς.

Ήξερε πώς να καθαρίζει τα παλιά καστόρια, να γυαλίζει τα μαυρισμένα ασημικά, να βγάζει οποιονδήποτε λεκέ από τα υφάσματα. Αυτά τα πράγματα, -το ΄γραψε η Ελένη, το ΄γραψε με πλάγιες γραμματοσειρές σαν να τ΄αγγίζει-, συνιστούν την προστιθέμενη αξία ενός μυθιστορήματος. Συνθέτουν το υλικό της τέχνης που μαιρεύει τη λύπη μας όταν η απόσταση κορυφώνεται.

Η Ελένη ψιθύρισσε, παράξενος κόσμος! Είναι αλήθεια λοιπόν, πως όλα τα πράγματα ξανά μας πλησιάζουν, όπως αυτός ο κόσμος, που μας γνέφει απ΄την Φωτεινή Πλευρά του Δρόμου, ειρηνικά κωπηλατώντας. Και μας αφοπλίζουν, κάνοντας κομμάτια τις καρδιές μας. Είναι αλήθεια, πως τίποτε δεν ξεθώριασε, μήτε το τραμ για το Αλάισκι ή το τραίνο και οι σκηνές της συνάντησης, ενός αποχωρισμού.