Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 28

Όπου ο Ζωρζ Σιμενόν επινοεί τον Σαρλ Μπωντλαίρ

kolaz.jpg
Γράφει ο Κυριάκος Μαργαρίτης
1. Οι συνάψεις

Ο καθένας ξέρει ότι οι συγγραφείς (και εννοώ οι αυθεντικοί, που, ευτυχώς, δεν είναι και λίγοι) δεν είναι άνθρωποι (ούτε σύννεφα), αλλά αστραπές, συνήθως χωρίς παντελόνια, και, οπωσδήποτε, ηρακλείτειες.
Πάντα ηρακλείτειες.
Ο καθένας, επίσης, ξέρει ότι οι πιο καλοί τους φίλοι, και σύντροφοι (εννοώ, των συγγραφέων) δεν είναι κάποιοι άλλοι συγγραφείς, ή, γενικώς, άνθρωποι, αλλά οι γάτες, ίσον μάγισσες, πυρά, δαιμόνια, υγρά, και γυναίκες.
Όλα αυτά τα έχουμε δει, και ξαναδεί, στη σοφίτα του Τσαρλς Μπουκόβσκι, στο γραφείο του Τ. Σ. Έλλιοττ, στο σαλόνι της Πατρίτσια Χάισμιθ, και σε ένα εκατομμύριο άλλα, εξίσου απίθανα μέρη.
Συνεπώς, η διαγραφή των συνάψεων κρίνεται περιττή, και εγώ λέω, εδώ πέρα, το αυτονόητο, που είναι το αγαπημένο μου θέμα.
Κάποτε, σκοπεύω να συντάξω έναν κτηνώδη (κυριολεκτικά) άτλαντα, ή μια επίτομη εγκυκλοπαίδεια, η οποία θα ιστορεί την εμπλοκή των γάτων στην κοινή, και λογοτεχνική μας περιπέτεια.
Μέχρι τότε, απομονώνω στιγμιότυπα, και παραθέτω, εδώ, το πιο πρόσφατο, που, ομολογουμένως, μου φάνηκε εντυπωσιακό, επειδή έχω μάθει να εντυπωσιάζομαι με το παραμικρό.
Ο λόγος περί Ζωρζ Σιμενόν, και Σαρλ Μπωντλαίρ, ήτοι le chat, ή, επί το ακριβέστερο, LE CHAT!

2. Το μυθιστόρημα Το 1967, ο πατέρας του επιθεωρητή Μαιγκρέ, και (που είναι ακόμα πιο σημαντικό) παππούς του γαλλικού νουάρ, εκδίδει το μυθιστόρημα υπό τον τίτλο, Ο Γάτος, το οποίο έγινε και ταινία, ίσως περισσότερες από μία φορές.
Το κείμενο του Σιμενόν, που μετέφρασε η Αργυρώ Μακάρωφ, για τις εκδόσεις Άγρα, συνιστά το απελπισμένο χρονικό μιας σχέσης, ή συμβίωσης η οποία καταρρέει με τον τρόπο της ομιλίας: βουβά, ή με ένα λυγμό.
Το ζευγάρι (που, αν θυμάμαι σωστά, είναι χήροι, και έχουν αποφασίσει να ενώσουν τα απομεινάρια της ζωής τους) διατελεί σε καθεστώς ψυχρού πολέμου ήδη από το ξεκίνημα της ιστορίας: ζουν μαζί, αλλά δεν μιλάνε ο ένας στον άλλο.
Η επικοινωνία γίνεται με σημειώματα, ένα από τα οποία, στη σελίδα με τον σημαδιακό αριθμό 13, μας αποκαλύπτει την αιτία της ρήξης. Το σημείωμα, το οποίο πετά ο ήρωας στη γυναίκα του, λέει: «Ο ΓΑΤΟΣ».
Η αποξένωση του ζεύγους, που θα κλιμακωθεί, και θα λήξει με το θάνατο της γυναίκας, αποδίδεται στην υποψία του ήρωα ότι η γυναίκα σκότωσε τον αγαπημένο του γάτο – και τον αντικατέστησε με έναν παπαγάλο.
Περιττό να πω ότι ο άντρας σκότωσε τον παπαγάλο, όπως θα έκανε ο καθένας στη θέση του, για να εκδικηθεί.
Έτσι είναι αυτά, και όποιος αντέξει.
Ο ήρωας δεν αντέχει, γι’ αυτό ξυπνά στο νοσοκομείο, όπου μαθαίνει ότι θα χρειαστεί να περάσει πολύ καιρό, και, μάλιστα, μένοντας φρόνιμος.
Η τελευταία φράση είναι ανείπωτη. «Ήταν… Δυσκολευόταν να σκεφτεί… Το χαμόγελο του γιατρού… Ήταν… Έψαχνε τη λέξη… Δεν την έβρισκε… Δεν ήταν πια τίποτα…- »
Τίποτα, που είναι προτιμότερο, έλεγε ο Νίτσε, και γι’ αυτό χειρότερο από το μηδέν.

3. Ο ποιητής
Η εικόνα του κατάκοιτου, ανήμπορου ανθρώπου, ο οποίος αδυνατεί να μιλήσει, ή, πιο σωστά, να βρει τις απαραίτητες λέξεις (που είναι όλες μία, και μοναδική) με παραπέμπει στον ετοιμοθάνατο Σαρλ Μπωντλαίρ.
Η σύναψη, όμως, ανάμεσα στον Μπωντλαίρ (που είναι, πιο πολύ από ποιητής, ένα ποίημα) και στο έργο του Σιμενόν, εντοπίζεται πρωτίστως στην εμβληματική λειτουργία, και μυθολογία, του Γάτου.
Ο Μπωντλαίρ, ως γνωστόν, πολύ θα ήθελε να γράψει μια νουάρ ιστορία, και ίσως το επιχείρησε, αλλά, σύμφωνα με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, παραήταν καλός αναγνώστης του Σαντ, για να γίνει ιδιωτικός ντετέκτιβ.
Εγώ λέω ότι ήταν εξίσου καλός αναγνώστης του Μπαλζάκ, που είναι ο προπάππους του γαλλικού νουάρ, αλλά και μια πηγή έμπνευσης που ρέει όπως οι καταρράκτες. Αίφνης, οι συνάψεις πυκνώνουν.
Εφόσον δεν κατάφερε να γράψει νουάρ, ο Μπωντλαίρ φρόντισε να μεταφράσει μερικά, και πολύ θα ήθελα να ήξερα τι ένιωσε όταν διάβασε για πρώτη φορά τον Μαύρο Γάτο, του ομογάλακτου αδελφού του, Έντγκαρ Άλλαν Πόε.
Δεν ξέρω, αλλά ξέρω τι έγραψε σε μια επιστολή, με ημερομηνία 27 Μαρτίου 1852, όπου, σε έξαλλη κατάσταση, τα βάζει με την ερωμένη του, που λεγόταν Ζαν, γαλλιστί Jeanne.
[Να σκεφτούμε την Jane, του Μπουκόβσκι, που όταν έφυγε, πήρε σχεδόν τα πάντα; Ίσως, ίσως.]
Αφού απαριθμήσει τους λόγους (και δεν είναι λίγοι, ούτε ασήμαντοι) για τους οποίους η Ζαν του έχει σπάσει τα νεύρα, ο Μπωντλαίρ περιγράφει μια συγκεκριμένη αιτία για τη σύγκρουσή τους, και αναφέρεται, όπως όλοι περιμένουμε, στο γάτο του.
Είναι αδύνατον, λέει, να ζήσει με ένα πλάσμα «που ξεφορτώνεται το γάτο μου, τη μία και μοναδική πηγή ευχαρίστησης που έχω στο σπίτι, και, αντί αυτού, φέρνει σκυλιά, επειδή η θέα τους και μόνο με αρρωσταίνει».
Αν αλλάξουμε τα σκυλιά, με τον εκνευριστικό παπαγάλο του Σιμενόν, και διαβάσουμε το γράμμα σωστά, όπως οι ερωτευμένοι, θα το συνοψίσουμε σε μια μαγική λέξη.
Ο ΓΑΤΟΣ – με κεφαλαία, εννοείται.

4. Το δίδαγμαΌπως όλα δείχνουν, ο σιωπηλός ήρωας του Ζωρζ Σιμενόν, προτού γεννηθεί στη μαύρη φαντασία του συγγραφέα, είχε προλάβει να ζήσει ως σιωπηλός ποιητής της στοάς, ιδρυτής της λέξης flaneur, και κηπουρός στο παγκόσμιο νεκροταφείο.
Οι γάτοι δεν είναι εφτάψυχοι, ούτε κατοικίδιοι. Είναι ψυχές – και εννοώ φερέοικες. Όσο διαρκεί η καταδίωξη, και αλωνίζουν οι ιεροεξεταστές, η λογοτεχνία μας θα είναι νουάρ, διαφορετικά θα λέει ψέματα.
Ο Σαρλ Μπωντλαίρ ήταν ηθοποιός, που σημαίνει ότι δεν έλεγε ποτέ ψέματα. Το ίδιο ισχύει και για τον Ζωρζ Σιμενόν.
Το ίδιο, προφανώς, ισχύει και για τους γάτους.
Νιάου: ιδού το δίδαγμα, που οι αναγραμματισμοί του, και λίγη καλή νουάρ φαντασία, μας πάνε κατ’ ευθείαν στην Τυβίγγη, και τον τρελό τύπο ονόματι Σκαρντανέλλι, που ήταν ο Χαίλντερλιν, ιδρυτής της λέξης Pallaksch.
Θα πει, ίσως, ναι-όχι, ή, μάλλον, ναιόχι. Με άλλα λόγια, αποκατεστημένη ενότητα, παλίντροπος αρμονία, χαρμολύπη, και αναστάσιμο γίγνεσθαι.
Μία λέξη θέλουμε, αλλά τι τραβήξαμε για να την βρούμε.

5. Υστερόγραφο
Δήλον εστί ότι αυτό το κείμενο συνελήφθη, αύτανδρο, στον πάγκο του μπαρ Μαύρος Γάτος, Κωλέττη & Σόλωνος γωνία, Εξάρχεια. Υγιαίνετε.