Μια δυστυχισμένη κατηγορία ανθρώπων που ανίκανη να δει κατάματα την δυστυχία της και την έλλειψη αγαπητικών προϋποθέσεων στη σκέψη και στην πρακτική της έχει δρομολογήσει / περιορίσει την ανάγκη της για αγάπη και τρυφερότητα μόνο στον ίδιο της τον εαυτό. Ένας διεστραμμένος νευρωτικός ναρκισσισμός που αναπαύεται μόνο όταν βρίσκεται μόνος με το είδωλό του ή μόνο όταν οι άλλοι λειτουργούν καθρεπτικά της αρεσκείας και κολακείας του. Μια κατηγορία ανέραστων ανθρώπων που προκειμένου ν’ανέβουν από τα σκοτάδια της ψυχής τους και το λασπώδες της ιδιοσυγκρασίας τους ταπεινώνουν τους άλλους καθώς αυτή η μεταρσίωση στην κλίμακα της αυτοεκτίμησης τους είναι ευκολότερη.
Και τότε οι άλλοι οι ταπεινωμένοι, οι ειρηνοποιοί που υφίστανται την κακία και το ανέλπιστο ξέσπασμα τους, σωπαίνουν και δεν αντιτάσσουν λόγια παρά μόνο μια ηθελημένη δυναμική σιωπή καθώς γνωρίζουν καλά ότι «Εἰ οὐκ ὠφελεῖται ἐν τῇ σιωπῇ μου, οὐδέ ἐν τῷ λόγῳ μου ὠφεληθῆναι ἔχει». Και ίσως να τους κατηγορήσουν τρίτοι για απραξία, για αδυναμία, για παραίτηση ή και για αναισθησία χωρίς να ξέρουν πως τα βράδια κλαίμε κρυφά στον ύπνο μας, κρυφά για να μην πληγώσουμε άλλον κανέναν εκτός από εμάς, για να επιστρέφουμε πάντοτε σε κείνη τη συγχώρηση που σώζει την ψυχή μας από κάθε κακό λογισμό με την εξιλεωτική παλιγγενεσία των δακρύων.
«Καί κάθε φορά πού μέ ταπεινώνουν, νιώθω μίαν ἀνείπωτη ἀγαλλίαση πού τούς ξεγέλασα – γιατί ἐγώ εἶμαι καλά προφυλαγμένος στό πατρικό σπίτι, πίσω ἀπό τό κόμο, ἐκεῖ πού κρυβόμαστε γιά νά κλάψουμε χωρίς ποτέ νά μάθουμε γιά τί κλαῖμε»