Top menu

Το ντουλάπι - Χρυσοξένη Προκοπάκη

prokopak28kats.jpg

φωτό: Αλ. Κατσής
 
 
Και μια μέρα, απλώς δεν υπήρχαν πια. Ούτε ένα από δαύτα. Το φαντάζεσαι; Ούτε ένα. Τα έψαξα παντού. Ένα ένα ράφι το κοιτούσα με μεγάλη προσοχή. Έψαχνα απεγνωσμένα ένα ίχνος αυτών των μικροσκοπικών τεράτων που για καιρό μου είχαν αναστατώσει τη ζωή. Η καθημερινότητά μου είχε γίνει εφιαλτική. Κοιμόμουν με το φόβο ότι θα υπάρχουν και την επόμενη μέρα μέσα στο ντουλάπι μου, ότι θα εισχωρούσαν στο βαζάκι του καφέ μου και στη συνέχεια στο ίδιο μου το σώμα, σε φιλτραρισμένη μορφή. Έβλεπα εφιάλτες με μυρμήγκια να καταβροχθίζουν τη σάρκα μου, ξυπνούσα έντρομη τις νύχτες και ούρλιαζα κάθιδρη. Τα μυρμήγκια είχαν γίνει το επίκεντρο της προσοχής μου. Ήμουν αιχμάλωτή τους, πάει και τελείωσε.
   Μέχρι που μια μέρα, δεν υπήρχαν πια. Δεν υπήρχαν, σου λέω. Άνοιξε η γη και τα κατάπιε. Και ξέρεις πότε έγινε αυτό; Όταν τα άφησα στην ησυχία τους. Όσο προσπαθούσα να τα εξολοθρεύσω, τόσο αποτύγχανα, τόσο πλήθαιναν. Η Φανή μάλιστα μου είχε πει έναν τρόπο που πάντα πιάνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις: «Ξυλαράκια κανέλας. Θα εξαφανιστούν εν μία νυκτί». Άγρυπνη έμεινα εκείνη τη μία νύχτα, κι όμως τα άτιμα δεν έλεγαν να φύγουν, λες και το ένα καλούσε σε γιορτή το άλλο. Και τι είχε αυτό το ντουλάπι που τα τραβούσε τόσο πολύ; Σχεδόν τίποτα. Κλειστές συσκευασίες σάλτσας ντομάτας, κλειστά πακέτα μακαρόνια, κλειστά βάζα καφέ και ζάχαρης. Δεν είχα αφήσει κανέναν πειρασμό, κι όμως εκείνα έβρισκαν ένα λόγο παρουσίας στο περιβόητο ντουλάπι, και μάλιστα έχοντας περιορίσει τις διαδρομές τους μονάχα στο μισό κομμάτι του ραφιού. Δεν πήγαιναν ούτε χιλιοστό παραπέρα. Αν δεν ζαλιζόμουν από τις συνεχείς διαδρομές τους, θα μπορούσα να κάθομαι να τα χαζεύω με τις ώρες. Όμως γρήγορα έπιανα τον εαυτό μου να κουράζεται, να αγχώνεται κάποιες φορές με την ταχύτητα που διένυαν το ντουλάπι μου. Σαν να έπρεπε να κάνω κι εγώ κάτι άμεσα για τη δική μου ζωή, στο δικό μου «ντουλάπι» μέσα. Με ξεσήκωναν. Και παρόλο που ένιωθα το βήμα μου βαρύ για να ξεκινήσω κάτι, ένιωθα ταυτόχρονα το επείγον του χρόνου. Κι όποτε ήθελα να πάρω δύναμη για να συνεχίσω, αρκούσε να ανοίξω το ντουλάπι, να παρατηρήσω κάμποσα λεπτά τα μικροσκοπικά μου τέρατα και να ξεκινήσω. Μέχρι που μια μέρα… δεν υπήρχαν πια.
   Λυπήθηκα, δεν το κρύβω. Τα αναζήτησα. Μου κρύβονταν; Πού είχαν πάει εν μία νυκτί, χωρίς καν να έχω χρησιμοποιήσει τα ξυλαράκια κανέλας; Και γιατί είχαν αποφασίσει να με εγκαταλείψουν; Και βέβαια επρόκειτο για εγκατάλειψη. Μου είχε πάρει τόσο καιρό να συνηθίσω την παρουσία τους, και τώρα που είχα μάθει να ζω αρμονικά μαζί τους, που είχα καταπολεμήσει όλους μου τους φόβους, ακόμα κι εκείνους της συγκατοίκησης, τα μυρμήγκια μου αποφάσισαν να αλλάξουν τόπο διαμονής.
   Τα περίμενα πολλά βράδια. Καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας, μ’ ένα ποτήρι κρασί και ψωμί φρέσκο. Πάντα φρέσκο ψωμί και λίγη ζάχαρη, για να τα δελεάσω. Τίποτα. Πουθενά. Έπρεπε ξανά να μάθω να ζω με την απουσία τους. Είχα ξεχάσει όμως. Ξεχνάει κανείς εύκολα να ζει μόνος. Συνηθίζει την παρέα, την ύπαρξη, την οποιαδήποτε ύπαρξη, και πορεύεται ευτυχής, κάπως ευτυχής τέλος πάντων. Κι άντε πάλι απ’ την αρχή. Και δεν είναι τόσο που του λείπει ο άλλος. Του λείπουν οι φόβοι, οι ανασφάλειες, τα σκιρτήματα που του προκαλούσε η παρουσία του άλλου.
   Σφράγισα το ντουλάπι χωρίς να μετακινήσω καμία από τις συσκευασίες που υπήρχαν εκεί. Έκοψα τον καφέ, τη ζάχαρη, τα μακαρόνια. Όλα παρέπεμπαν σ’ ό,τι είχα χάσει. Δεν είχα πια να πολεμήσω τίποτα. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη δυστυχία μου. Μετά από κάμποσο καιρό αναγκάστηκα να μετακομίσω κι εγώ η ίδια. Δεν μπορούσα να ανεχτώ το σπίτι αυτό, ιδίως την κουζίνα. Οι μνήμες με είχαν καταβάλει. Θα πήγαινα σ’ ένα μέρος απαλλαγμένο από μνήμες.
   Το προηγούμενο βράδυ της μετακόμισης, συνέβη κάτι μαγικό. Τα δωμάτια ήταν κατάμεστα από κούτες και εγώ, ξαπλωμένη στον καναπέ, κατάκοπη, τις μετρούσα μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Έχανα συνεχώς το μέτρημα. Ξεκινούσα ξανά και ξανά. Βράδιαζε επικίνδυνα. Λίγο ακόμα και θα με προλάβαινε το ξημέρωμα. Και τότε ακριβώς, μέσα στο απόλυτο χάος του σπιτιού, εντόπισα τους μικροσκοπικούς μου φίλους. Ζωγράφιζαν σχέδια πάνω στο πάτωμα, μου άφηναν μηνύματα με το σώμα τους. Προσπαθούσα να διαβάσω τι έγραφαν. Να αποκρυπτογραφήσω τις λέξεις τους. Είχαν επιστρέψει λοιπόν. Αυτό αρκούσε για να νιώσω και πάλι ασφαλής.
   Ξύπνησα από το κουδούνι. Είχαν έρθει οι μεταφορείς για τις κούτες. Κοίταξα στο πάτωμα. Πεντακάθαρο. Δεν ήταν δυνατόν. Ήμουν σίγουρη ότι θα μου είχαν αφήσει ένα μήνυμα, μια λέξη έστω, μια ένδειξη της ύπαρξής τους. Τίποτα. Οι μεταφορείς πατούσαν ελαφρά τη καρδία στο πάτωμα όπου πριν από λίγες ώρες ήταν διάσπαρτο από τα υπέροχα αυτά πλάσματα. Τους έλεγα να είναι προσεκτικοί. «Θα τα διαλύσετε, δεν τα λυπάστε;» Εκείνοι με κοιτούσαν με απορία. «Θα έρθουν πάλι σε λίγο. Φταίει που αποκοιμήθηκα και δεν τους έδωσα τη δέουσα προσοχή». Οι μεταφορείς ατάραχοι, αμίλητοι, δεν με πήραν στα σοβαρά. Μονάχα όταν πια είχε αδειάσει ολοκληρωτικά το σπίτι και σχεδόν τους πρόσταξα να φέρουν πίσω τα πράγματά μου από το φορτηγό, όπου τα είχαν φορτώσει, μονάχα τότε τα μάτια τους έλαμψαν από θυμό, τα σώματά τους έμειναν ακίνητα. Δεν ήξεραν τι να πουν. Δεν καταλάβαιναν. Εγώ όμως τους είχα προειδοποιήσει. Αναλύθηκα σε γέλια και, πατώντας στις μύτες για να μην σκοτώσω τους μικρούς μου φίλους, βγήκα στο δρόμο. «Μέχρι να γυρίσω, να είναι όλα τα έπιπλα στη θέση τους. Και προσοχή πού πατάτε» τους φώναξα  καθώς απομακρυνόμουν.

Η Χρυσοξένη Προκοπάκη έχει εκδώσει τη νουβέλα Μέλαινα χολή (εκδόσεις Άπαρσις 2013). Ζει κι εργάζεται στην Αθήνα.