Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 28

Αλεξάντερ Σόντερμπεργ: Ο άλλος γιος

0010360_195.jpeg
Ο άλλος γιος, μυθιστόρημα, Αλεξάντερ Σόντερμπεργ, μτφρ. Γρηγόρης Κονδύλης, εκδόσεις Μεταίχμιο 2015

 

1

Μπιαρίτς

 

Ήταν αρκετά ψηλός και αρμονικά σωματώδης, με εκείνη την ιδιαίτερη εξωτερική εμφάνιση που έχει κάποιος που περνάει τις μέρες του κάτω από τον ήλιο: ένα μείγμα αυλακώσεων και ρυτίδων στο δέρμα του, μαζί με εκείνη την υπερβολική δόση ήλιου στα μάτια• μια φρεσκάδα, μια φυσική χαρά.
Η δουλειά του είχε τελειώσει και ο Εντουάρντο Γκαρσία πήγε από την πλώρη, κατά μήκος της μιας μπάντας του πλοίου, μέχρι την πρύμνη του. Εκεί επιβιβάστηκε σε μια ανοιχτή βάρκα που ήταν δεμένη ακριβώς μετά την πρύμνη, φόρεσε ένα αντιανεμικό μπουφάν και σωσίβιο γιλέκο. Ήταν Γενάρης. Η θερμοκρασία κατά την ημέρα ήταν γύρω στους δέκα βαθμούς, αν και ο ψυχρός αέρας από τη θάλασσα ήταν τσουχτερός και αδυσώπητος.
Γύρισε τη βάρκα και την κατηύθυνε με μεγάλη ταχύτητα πάνω στα μεγάλα κύματα της φουσκοθαλασσιάς προς τη στεριά και το Μπιαρίτς.
Ζούσε μια ήσυχη ζωή ο Εντουάρντο Γκαρσία. Μια ζωή που είχε διαλέξει ο ίδιος.
Αν και στην πραγματικότητα λεγόταν Εντουάρντο Γκουσμάν και ζούσε με άλλο όνομα εδώ και μιαν αιωνιότητα. Είχε εγκαταλείψει την Ισπανία και τη Μαρβέγια μόλις πέρασε την εφηβεία, μαζί με τη φίλη του την Άνχελα. Είχαν πάει στη Γαλλία και στο Μπιαρίτς για σερφάρισμα. Βρήκε το μέρος του στον κόσμο και εγκαταστάθηκε εκεί. Νέα ζωή, νέο όνομα, νέα χώρα.
Τώρα, εκατό χρόνια μετά, είχαν δύο αγόρια και από μια δουλειά. Αυτός ως θαλάσσιος βιολόγος, η Άνχελα ως βοηθός δικηγόρου σε μια μικρή δικηγορική φίρμα στην πόλη. Η μοναδική αλλαγή στην οικογενειακή κατάσταση ήταν ο Χασάνι, ένας μεγαλόσωμος Αιγύπτιος που είχε χτυπήσει την πόρτα τους πριν από μισό χρόνο. Ο Χασάνι είχε πάει εκεί κατ’ εντολή του πατέρα του Εντουάρντο, του Ανταλμπέρτο Γκουσμάν. Τα πράγματα δεν είχαν πάει καλά στη Στοκχόλμη. Ο αδελφός του Εντουάρντο, ο Χέκτορ Γκουσμάν, είχε χτυπηθεί από το αυτοκίνητο μιας αντίπαλης συμμορίας.

Ο Εντουάρντο είδε τους γιους του στην προβλήτα καθώς πλησίαζε στη στεριά. Εκεί ήταν κι ο Χασάνι. Μια εικόνα για γέλια. Ο μεγαλόσωμος Αιγύπτιος, πάντα με σακάκι, μαζί με τα δύο χαρωπά αγόρια με τις σχολικές τσάντες τους στον ώμο.
Ο Εντουάρντο σήκωσε το χέρι και έγνεψε. Τα παιδιά τον χαιρέτησαν με τη σειρά τους ενθουσιασμένα. Ο Χασάνι έκανε το ίδιο, πιο συγκεκριμένα ωστόσο, σαν να καταλάβαινε ότι ο χαιρετισμός του Εντουάρντο δεν απευθυνόταν και σε αυτόν. Αλλά ταυτόχρονα δεν ήθελε να φανεί αγενής. Τέτοιος τύπος ήταν ο Χασάνι.
Ο Εντουάρντο έφυγε από τη μαρίνα μικρών σκαφών για την πόλη, χέρι χέρι διέσχισαν τους δρόμους που τους έβγαλαν στη συνοικία μακριά από εκεί που σουλατσάριζαν οι τουρίστες. Το ίδιο έκαναν κάθε μέρα, ακολουθούσαν την ίδια ρουτίνα. Τα παιδιά τον συναντούσαν μετά το σχολείο, πήγαιναν να φάνε και να πιουν κάτι πριν ψωνίσουν και πάνε στο σπίτι για να μαγειρέψουν το βραδινό. Κι ο Χασάνι τούς ακολουθούσε συνεχώς, μερικά βήματα πιο πίσω και λαχανιασμένος.
Τα αγόρια πρότειναν τον Λόρδο Νέλσον. Το ενυδρείο με τα ζωντανά ψάρια και τους αστακούς τούς άρεσε πολύ. Ο Εντουάρ­ντο αρνήθηκε, ήθελε να καθίσει έξω, αδιαφορώντας για την εποχή και τον γενικώς δροσερό προς ψυχρό καιρό. Πήγαν σε ένα μαγαζί σε μια μικρή πλατεία. Ο Εντουάρντο πήγαινε συχνά εκεί. Υπήρχε πολυκοσμία και ο Εντουάρντο με τα παιδιά κάθισαν σε ένα από τα τραπέζια στην εξωτερική πλευρά. Ο Χασάνι δύο τραπέζια παρακάτω.
Ο Εντουάρντο έκανε νόημα στον σερβιτόρο και του ζήτησε τα συνηθισμένα, δύο πορτοκαλάδες και έναν καφέ, όταν χτύπησε το κινητό που είχε στην τσέπη του παντελονιού.
«Sí?»
Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η Άνχελα, του είπε ότι θα αργούσε, ότι ο εκτιμητής θα πήγαινε σε λίγο στο σπίτι τους και ότι ο Εντουάρντο θα έπρεπε να του ανοίξει.
Είχαν συζητήσει να μετακομίσουν σε μεγαλύτερο σπίτι. Τώρα θα έπαιρναν μια εκτίμηση για το σπίτι που είχαν και θα εξέταζαν τις δυνατότητές τους. Ο Εντουάρντο ήθελε να γίνει αυτή η αξιολόγηση. Αλλά ήθελε επίσης να καθίσει λίγο ακόμα εκεί έξω.
«Εντάξει» είπε και έκλεισε. Έκανε νόημα στον Χασάνι για να τραβήξει την προσοχή του. «Πήγαινε στο σπίτι με τα παιδιά και άνοιξε την πόρτα σε αυτόν που θα έρθει να κάνει την εκτίμηση του σπιτιού. Εγώ θα έρθω μετά».
Τα αγόρια διαμαρτυρήθηκαν, αλλά ο Εντουάρντο δεν τα άκουγε. Ήθελε να είναι τα παιδιά μαζί με τον Χασάνι, πάντα, το είχε συνηθίσει πια. Αν και δεν κινδύνευαν άμεσα από κάτι συγκεκριμένο, ο Χασάνι αποτελούσε μια επιπρόσθετη ασφάλεια.
Τα αγόρια έφυγαν από εκεί με τον Χασάνι και εξαφανίστηκαν στο βάθος της πλατείας. Ο Εντουάρντο τα κοίταζε καθώς απομακρύνονταν, χαμογελώντας για τη στάση του σώματός τους, η οποία φανερά μαρτυρούσε ότι ένιωθαν πως είχαν αδικηθεί. Και το χαμόγελό του έγινε πλατύτερο όταν εκείνα ξέχασαν εντελώς την αδικία που είχαν υποστεί και άρχισαν να κυνηγιούνται.
Ο καφές και οι πορτοκαλάδες έφτασαν σε έναν δίσκο. Ο σερβιτόρος κοίταξε γύρω του για τα παιδιά.
«Να πάρω τα αναψυκτικά πίσω;»
Ο Εντουάρντο κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
«Θα τα πάρω μαζί μου στο σπίτι, αν γίνεται» είπε και έδειξε μια εφημερίδα που είχε διπλωμένη κάτω από τη μασχάλη ο σερβιτόρος. «Και θα έριχνα ευχαρίστως μια ματιά σε αυτήν εκεί».
Ο Εντουάρντο ήπιε μια γουλιά καφέ και έριξε μια γρήγορη ματιά στα νέα που υπήρχαν στο πρωτοσέλιδο, τα βρήκε μεμιάς αδιάφορα, ξεφύλλισε την εφημερίδα και πήγε στα αθλητικά, έψαξε για τα νέα στο ποδόσφαιρο.
Ένα ποδήλατο πλησίασε. Ένα ποδήλατο με πολλές ταχύτητες και με τον χαρακτηριστικό ήχο που έκανε η πλήμνη. Ο Εντουάρντο σήκωσε το βλέμμα από την εφημερίδα. Ο ποδηλάτης σταμάτησε λοξά μπροστά του, στην εξωτερική σειρά τραπεζοκαθισμάτων της καφετέριας που έβλεπε προς την πλατεία. Ο άντρας που κατέβηκε από το ποδήλατο ήταν κοντός και είχε ένα σακίδιο στον ώμο. Κάθισε σε ένα ελεύθερο τραπέζι δίπλα στον Εντουάρντο και του έγνεψε όταν τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Ο άντρας ήταν χλωμός, κοντοκουρεμένος… υπήρχε κάτι στο βλέμμα του…
Ο Εντουάρντο τού ανταπέδωσε το χαμόγελο και συνέχισε να διαβάζει την εφημερίδα του. Βρήκε τον κατάλογο με τα διεθνή πρωταθλήματα, διάβασε και στενοχωρήθηκε με τις ελάχιστες προόδους της ομάδας του, της Μάλαγας, δεν ήθελε να αναγκαστεί να υποστηρίξει την Μπάρτσα ή τη Ρεάλ – είτε τη Μάλαγα είτε καμία.
Ένας άνεμος σάρωσε την πλατεία, άρπαξε προσεκτικά την πάνω μεριά των σελίδων από τις εφημερίδες και τις γύρισε προς τα μέσα, τις έκανε να ανεμίσουν αθόρυβα. Και μέσα σε όλα αυτά, και το ποδήλατο με τον χαρακτηριστικό ήχο πλήμνης που έφευγε από την καφετέρια. Ο Εντουάρντο σήκωσε το βλέμμα και παρακολούθησε για λίγο τον ποδηλάτη, αλλά μετά το έστρεψε ξανά στην εφημερίδα.
Ξαφνικά εμφανίστηκε μια εικόνα στο μυαλό του, μια εικόνα του ποδηλάτη. Μια εικόνα που έλεγε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ότι κάτι έλειπε. Ο Εντουάρντο σήκωσε ξανά το κεφάλι του, ο ποδηλάτης είχε εξαφανιστεί. Το βλέμμα του μετακινήθηκε στο τραπέζι που εκείνος είχε καθίσει. Τι είχε δει; Του φάνηκε όντως ο άντρας εκείνος πιο μικρόσωμος όταν έφυγε, έλειπε κάτι; Είχε ξεχάσει κάτι; Ένα μπουφάν; Όχι, κάτι άλλο ήταν. Ο Εντουάρντο έψαξε καλά στη μνήμη του… Το σακίδιο!
Έσκυψε. Ναι, το σακίδιο ήταν εκεί, κάτω από την καρέκλα. Ήταν μαύρο, εκεί, ακίνητο, όπως γίνεται εν γένει με τα σακίδια. Αλλά αυτό εκεί φαινόταν να έχει ζωή. Σαν ο Εντουάρντο να μπορούσε να δει κάτι που δεν γινόταν να δεις, μια ζωή εκεί μέσα που σύντομα θα έκανε το σακίδιο να κινηθεί.
Κάτι που το σακίδιο έκανε.
Η ταχύτητα σε μια αίσθηση είναι ίσως κάπως μεγαλύτερη από την ταχύτητα του φωτός. Ως εκ τούτου ο Εντουάρντο πρόλαβε να νιώσει για ένα νανοδευτερόλεπτο ευγνωμοσύνη. Μια σύντομη αλλά γεμάτη θέρμη και ένταση ευγνωμοσύνη που το χέρι του Θεού είχε οδηγήσει μακριά τους δύο αγαπημένους γιους του από τούτη την άχρηστη κατάσταση η οποία την ίδια στιγμή τον άρπαξε και κομμάτιασε όλη τη ζωή του.
Η θερμότητα από τη βίαιη και ισχυρή έκρηξη ατμοποίησε τα πάντα γύρω του, τον καφέ του, τις πορτοκαλάδες. Αλλά ακόμα και τα σάλια του, τα δάκρυά του, τον ιδρώτα του, το αίμα του, τα σωματικά υγρά του.
Όλα εκείνα που μόλις πριν από λίγο ήταν ο Εντουάρντο Γκουσμάν χάθηκαν στο απέραντο τίποτα.

2

Στοκχόλμη

 

Οι παγοκρύσταλλοι κρέμονταν μακρουλοί από τις υδρορροές. Το κρύο είχε έρθει, χωρίς ωστόσο πολύ χιόνι. Ο χειμώνας ήταν αναποφάσιστος τούτη τη χρονιά.
Η Σοφί έκανε περίπατο και ο Άλμπερτ δίπλα της, στην αναπηρική πολυθρόνα, γύριζε αργά τις ρόδες, στον δικό της ρυθμό.
Σπάνια μιλούσαν τόσο νωρίς το πρωί. Εκείνη άγγιζε μερικές φορές με το χέρι τον ώμο του. Με την άκρη του ματιού θα τον περνούσες για μικρό παιδί. Αλλά δεν ήταν. Σύντομα θα γινόταν δεκαεπτά χρόνων. Ένας έφηβος που πρόσεχε την εξωτερική του εμφάνιση, που αθλούνταν και έκανε τα πάντα για να ζει μια κανονική ζωή, στον βαθμό που μπορούσε με την κάκωση του νωτιαίου μυελού.
Η ζωή βέβαια ήταν διαφορετική μετά το χτύπημα που δέχτηκε από αυτοκίνητο πριν από μισό χρόνο, οι φίλοι ήταν λιγότεροι, αλλά η Άννα είχε μείνει. Η Σοφί έβλεπε τον έρωτα που αναπτυσσόταν μεταξύ τους, έβλεπε ότι ήταν πραγματικός. Κι αυτό της έφτανε και της περίσσευε. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο: Μια θλίψη που εκείνος δεν μπορούσε να χειριστεί, μια θλίψη που ούτε η ίδια μπορούσε να χειριστεί, μια θλίψη για την οποία δεν μπορούσαν να μιλήσουν.
Αγκαλιάστηκαν έξω από την είσοδο για το μετρό στον σταθμό του Πολυτεχνείου.
«Φιλιά, αγάπη μου, θα τα πούμε μετά στο σπίτι».
Εκείνος απάντησε με ένα εφηβικό χαμόγελο και κύλησε την καρέκλα του προς το ασανσέρ που θα τον κατέβαζε στην αποβάθρα.
Ήταν μεγάλος τώρα. Εκείνης δεν της άρεσε. Τον ήθελε παιδί για πάντα, διότι έτσι θα μπορούσε να παραμείνει μαμά και θα είχε παρέα. Η αίσθηση αυτή ήταν θλιβερή και οικτρή ταυτόχρονα.
Η Σοφί περίμενε εκεί, προκειμένου να βεβαιωθεί πρώτα ότι το τρένο του Άλμπερτ είχε φύγει. Τότε κατέβηκε κι αυτή από τις κυλιόμενες σκάλες και πήρε το επόμενο.

Το τρένο διέτρεχε με ταχύτητα τις υπόγειες γραμμές του μετρό. Η Σοφί κοιτούσε έξω στο τίποτα. Κατέβηκε στον σταθμό της Πλατείας Έστερμαλμ κι έκανε πρώτα μια βόλτα γύρω στους δρόμους του Στούρεπλαν. Αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν την ακολουθούσαν, βγήκε στον δρόμο και έκανε νόημα σε ένα ταξί.
Κάθισε στο πίσω κάθισμα και έδωσε στον σοφέρ μια διεύθυνση στο κέντρο.
Καθώς πλησίαζαν στον κυκλικό κόμβο της Πλατείας Σέργκελ, εκείνη έσκυψε μπροστά.
«Περίμενε, άλλαξα γνώμη. Μπορείς να κάνεις δύο κύκλους στον κόμβο και μετά να βγεις στη Σβιαβέγκεν και να συνεχίσεις προς το Φρεσκάτι;»
Ο ταξιτζής τής έριξε μια ματιά από τον καθρέφτη.
«Σίγουρα, κυρία. Κανένα πρόβλημα».
Η Σοφί στράφηκε και κοίταξε προς τα πίσω. Δεν ήταν βέβαια ό,τι καλύτερο, αλλά ήταν μία από τις χιλιάδες μικρολεπτομέρειες ασφαλείας που της είχε επιβάλει ο Λέσεκ. «Ποτέ μην υποτιμάς τίποτα» της είχε πει πάμπολλες φορές.
Δεν τους ακολούθησε κανένα αυτοκίνητο μετά τον ολοκληρωμένο κύκλο που έκανε το ταξί, αλλά ούτε κι εκείνη περίμενε να συμβεί κάτι τέτοιο.
Η Σοφί στράφηκε ξανά μπροστά. Έξω κυκλοφορία, άνθρωποι, αυτοκίνητα και μια θολή αντανάκλαση της ίδιας στο τζάμι. Πρόλαβε να διακρίνει κάτι κρίσιμο στο πρόσωπό της. Κρίσιμο σαν να ετοιμαζόταν να απαντήσει σε μια προσβολή. Αλλά δεν ήταν έτσι. Το κρίσιμο στην εμφάνισή της ήταν ένα φυσικό αποτέλεσμα του γεγονότος ότι είχε μέσα της σταθερά συναισθήματα, όπως εκείνα του φόβου, του τρόμου και του θυμού ταυτόχρονα.
Το ταξί σταμάτησε στο Κρεφτρίκετ, δίπλα από μερικά παλιά τούβλινα κτίρια, ορισμένα από τα οποία ανήκαν στο πανεπιστήμιο που βρισκόταν στην απέναντι πλευρά του αυτοκινητόδρομου.
Πλήρωσε τον ταξιτζή με μετρητά και μπήκε σε ένα τριώροφο κτίριο που φιλοξενούσε μερικές μικρές εταιρείες. Ανέβηκε στον πρώτο όροφο από μια πέτρινη σκάλα και άνοιξε μια άγνωστη πόρτα, διέσχισε έναν διάδρομο, κατά μήκος του οποίου υπήρχαν άδεια και χωρίς εσωτερικό διάκοσμο γραφεία και μια μικρή αίθουσα συσκέψεων με τζαμένιες πόρτες. Πρόλαβε να δει ότι κάποιος είχε κάνει μαθηματικούς υπολογισμούς με μαύρο μαρκαδόρο στον ασπροπίνακα. Ήταν περίπλοκο, και δίχως να το καλοσκεφτεί αποφάσισε ότι ήταν πέρα από τις δυνατότητές της.
Στο τέλος του διαδρόμου, η Σοφί άνοιξε μια πόρτα και μπήκε μέσα.
«Συγγνώμη που άργησα».
Ο Ερνστ Λούντβαλ δεν απάντησε, καθόταν και ξεφύλλιζε ένα πλήθος χαρτιών. Παραπέρα, σε μια καρέκλα, καθόταν ο Λέσεκ.
«Γεια σου, Λέσεκ» είπε εκείνη.
Ούτε αυτός χαιρέτησε. Δεν ήταν θέμα αγένειας, απλώς δεν χαιρετούσε.
Η Σοφί κάθισε από τη μεριά του τραπεζιού που υπήρχε ένα κινητό τηλέφωνο.
Κοίταξε τους άντρες. Ο Ερνστ ο Εβραίος, ο ανώτερος νομικός και οικονομικός υπεύθυνος με μια σχεδόν σουρεαλιστική ικανότητα εποπτείας στην οργάνωση. Ένα περίπλοκα πανέξυπνο άτομο το οποίο διακατεχόταν από μια ιδιαίτερη αδιαφορία για άλλα άτομα.
Και ο Λέσεκ Σμιάλι, σωματοφύλακας του Ανταλμπέρτο Γκουσμάν, πατέρα του Χέκτορ, εδώ και πολλά χρόνια. Τώρα ήταν συνεχώς δίπλα της, σαν ένα αόριστο μείγμα προστάτη, σωματοφύλακα και επόπτη.
Έριξε μια ματιά γύρω της στο δωμάτιο. Μεγάλα, ψηλά παράθυρα που έβλεπαν προς το Μπρουνσβίκεν. Η διακόσμηση, τα όμορφα παλιά έπιπλα, έδιναν μια ενιαία αίσθηση στιλ και ποιότητας. Ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν εδώ, και δεν θα ξαναρχόταν. Έτσι ήταν με αυτές τις συναντήσεις που επαναλαμβάνονταν μια φορά την εβδομάδα. Πάντα σε διαφορετικό μέρος, για το οποίο την πληροφορούσαν λίγες ώρες νωρίτερα.
Το κινητό μπροστά της δονήθηκε. Εκείνη περίμενε κάνα δυο δευτερόλεπτα πριν το σηκώσει και απαντήσει:
«Ναι;»
«Ποιοι είναι στο δωμάτιο;» Η φωνή του Άρον.
«Ο Λέσεκ και ο Ερνστ».
«Είσαι σε ανοιχτή ακρόαση;»
Η Σοφί πάτησε την ανοιχτή ακρόαση του κινητού και το άφησε πάνω στο τραπέζι. Ακούστηκαν μερικά παράσιτα, ίσως επειδή το σήμα δεν ήταν τόσο καλό πάνω στα βουνά της νότιας Ισπανίας, όπου βρισκόταν ο Άρον.
Παράσιτα και μετά η φωνή του Άρον ξανά:
«Ο αδελφός του Χέκτορ, ο Εντουάρντο, δολοφονήθηκε χτες στο Μπιαρίτς».
Η σιωπή που επικρατούσε στο δωμάτιο πριν από το τηλεφώνημα δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που συνέβαινε τώρα.
Η Σοφί κοίταξε τα χέρια της που ήταν ακουμπισμένα στα γόνατα. Δεν γνώριζε τον Εντουάρντο, είχε απλώς ακούσει γι’ αυτόν, για τον αδελφό του Χέκτορ…
«Τι συνέβη;» ρώτησε εκείνη.
«Μια βόμβα σε μια καφετέρια».
Πάλι σιωπή.
«Την είχαν βάλει γι’ αυτόν;» συνέχισε εκείνη.
«Έτσι υποθέτουμε».
Η Σοφί περιεργάστηκε τον Ερνστ και τον Λέσεκ. Ο Ερνστ δεν αντέδρασε, απλώς καθόταν εκεί με το ίδιο ανέκφραστο πρόσωπο όπως πάντα. Ο Λέσεκ αντιθέτως φαινόταν θλιμμένος, με τους αγκώνες στα γόνατα, το βλέμμα στο πάτωμα, λες και είχε χάσει όλο τον αέρα που είχε μέσα του. Εκείνη ήξερε πως ήταν ο μοναδικός στο δωμάτιο που γνώριζε τον Εντουάρντο καλύτερα απ’ όλους, έστω και λίγο. Αυτός ήταν που είχε στείλει τον Χασάνι στο Μπιαρίτς, κατ’ εντολή του Ανταλμπέρτο, για να προστατεύει τον Εντουάρντο και την οικογένειά του. Αλλά τι να σου κάνουν οι σωματοφύλακες όταν σκάνε βόμβες;
Ο Λέσεκ σήκωσε το βλέμμα του.
«Τα παιδιά; Η Άνχελα;»
«Προστατεύονται. Ο Χασάνι τούς μετακίνησε».
«Πρέπει να φροντίσετε επίσης για την ασφάλεια της Ινές και της οικογένειάς της».
Η Ινές, η αδελφή του Χέκτορ, είχε επίσης κρατήσει τις αποστάσεις της από τις δουλειές του αδελφού της. Ζούσε στη Μαδρίτη, παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών, ενός αγοριού και ενός κοριτσιού.
«Θα το φροντίσω κι αυτό» ακούστηκε η απάντηση του Άρον από το ηχείο.
Η Σοφί έτριψε τα χέρια της.
«Ποιος το έκανε;» ρώτησε.
Παράσιτα στο ηχείο, που εξαφανίστηκαν όταν ακούστηκε η φωνή του Άρον ξανά.
«…Δεν ξέρω».
«Είναι δυνατόν να ήταν τυχαίο, να έγινε κάποιο λάθος;»
«Όχι».
«Μα αυτός είχε ψεύτικη ταυτότητα, όλη η οικογένεια είχε, έτσι δεν είναι;» συνέχισε η Σοφί.
«Ναι, έτσι είναι» είπε ο Άρον, δίχως περαιτέρω εξηγήσεις.
«Γιατί τώρα; Και γιατί τον Εντουάρντο;»
«Έλα ντε…»
Ο Άρον άλλαξε ύψος.
«Ερνστ;» έκανε.
«Ναι;» είπε εκείνος, συνεχίζοντας να είναι προσηλωμένος στα έγγραφα.
«Παράτα όλα αυτά που δεν είναι επείγοντα τώρα. Υπάρχει κάτι που πρέπει να προσέξουμε;»
Ο Ερνστ πίεσε τα γυαλιά στη μύτη του.
«Τρία πράγματα» είπε. «Πρώτον, ο Ντον Ιγκνάσιο πιέζει ξανά, θέλει να επεκταθεί, ανυπομονεί, ρωτάει για τον Χέκτορ, θέλει να μιλήσει μαζί του οπωσδήποτε».
«Τι του λες εσύ;»
«Το ίδιο που του λέω πάντα, ότι αυτή είναι η συμφωνία, για λόγους ασφαλείας».
«Το πιστεύει;»
«Όχι, και νομίζω ότι το έχουμε τραβήξει όσο παίρνει, δεν πάει άλλο».
«Το δεύτερο;» ρώτησε ο Άρον.
Ο Ερνστ πήρε ένα άλλο χαρτί και του μίλησε για άλλες δουλειές. Του μίλησε για τη βιομηχανία πλαστών προϊόντων που είχαν στήσει, όπου έριχναν μεγάλα ποσά σε πλαστές ετικέτες τροφίμων, άλλων επώνυμων αγαθών και φαρμάκων, για άτομα σε εισηγμένες εταιρείες, τα οποία πίεζαν για να παίρνουν πληροφορίες.
Η Σοφί στριφογύρισε μια φορά το δαχτυλίδι στον δεξιό της παράμεσο.
Είχε ασχοληθεί με αυτά για κάνα εξάμηνο τώρα, είχε ακούσει τις συζητήσεις τους, έκανε ό,τι της έλεγαν. Ταξίδευε και συναντούσε διάφορα άτομα που απεχθανόταν. Οι περισσότεροι ήταν ενήλικες με μυαλό μωρού, χρησιμοποιούσαν κλισέ και ήταν εν γένει κάκιστοι στον ρόλο τους ως γκάνγκστερ.
Είχε παίξει κι αυτή έναν ρόλο, είχε γίνει κάποια που δεν ήταν πραγματικά. Είχε καθησυχάσει τους άλλους και είχε δώσει τον λόγο της ότι ο Χέκτορ ήταν μια χαρά και τα έλεγχε όλα από την κρυψώνα του. Αλλά αυτό ήταν ψέμα. Τίποτα δεν πήγαινε καλά, και ο Χέκτορ δεν ασκούσε έλεγχο από την κρυψώνα του. Ήταν ακόμη σε κώμα. Ο Άρον έκανε κουμάντο. Όπως επίσης ο Ερνστ, ο Λέσεκ και η ίδια, σε ένα ταιριαστό συνονθύλευμα. Έκαναν τα πάντα για να κρατήσουν στην επιφάνεια το σκάφος που βούλιαζε.
Μισούσε αυτή την κατάσταση. Φοβόταν όταν πήγαινε στο κρεβάτι τα βράδια, και φοβόταν ξανά όταν ξυπνούσε. Δεν ήθελε να συμμετέχει. Δεν είχε όμως άλλη επιλογή. Ο Άρον της το είχε ξεκαθαρίσει αυτό. Το παράδοξο ήταν πως παρ’ όλα αυτά κάπου ένιωθε σίγουρη και ασφαλής, σαν να βρισκόταν ανάμεσα σε φίλους. Ιδιαίτερα με τον Λέσεκ. Εκείνος ήταν μονίμως δίπλα της και φρόντιζε να είναι προστατευμένη, πάντα της θύμιζε την κατάστασή τους, τη θέση που είχαν, τη σοβαρότητα του θέματος. Στο κάτω κάτω η ασφάλειά της ήταν ολοφάνερα τεχνητή.
Της φάνηκε πως άκουσε το όνομά της. Ο χωροχρόνος επέστρεψε, η φωνή του Άρον ακουγόταν τώρα τριζάτη από το μικρό ηχείο.
«…Σοφί; Σήκωσε το τηλέφωνο».
Πήρε το τηλέφωνο από το τραπέζι, έκλεισε την ανοιχτή ακρόαση και το έφερε στο αυτί της.
«Ναι;»
«Θέλω να κανονίσεις συνάντηση με τον Ντον Ιγκνάσιο».
«Γιατί;»
«Να τους καθησυχάσεις. Να τους περιγράψεις την κατάσταση, όχι ολόκληρη όμως». Ακουγόταν συγκρατημένα ανήσυχος. «Πρέπει να τους έχουμε στο πλευρό μας αλλά όχι να επεκταθούμε, όχι τώρα. Παρακάλεσέ τους να κάνουν υπομονή. Αύξησε τις πληρωμές αν χρειαστεί».
«Αυτό τους το πρότεινε ήδη ο Ερνστ, ένα σωρό λεφτά».
«Πρότεινέ το πάλι».
«Δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα».
Άφησε τα λόγια της να αιωρούνται.
«Χρειαζόμαστε χρόνο. Αυτή είναι η διαφορά, δες πώς θα το καταφέρεις».
«Δεν είναι καλή ιδέα, Άρον».
«Ναι, είναι».
Άκουσε μια μικρή δόση απελπισίας στη φωνή του. Εκείνος είχε πολλά να κάνει, πάρα πολλά πράγματα να ελέγξει.
«Πού θα τους συναντήσω;»
«Να πας εσύ σ’ αυτούς, βάλε τον Ερνστ να σου κλείσει το ραντεβού».
«Στην Κολομβία;»
«Εκεί μένουν, έτσι δεν είναι;»