Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 28

Στήλη: Το χαμένο πρόσωπο [Μέρος 4ο] - Της Άτης Σολέρτη

solertisthlh28.jpg
Das Abendläuten του Bernhard Stange
ΙΙΙ. Η ΤΙΜΩΡΙΑ

Στην πορεία της μοίρας πιστά στρατευμένος ο γενναίος ιππότης, δειλά υπάκουσε και αμέσως κίνησε το πιόνι του. Ξεκίνησε για το κέντρο της πόλης. Μόνο ο ίδιος γνώριζε αν όντως είχε άλλη επιλογή. Κάθε του βήμα υπάκουε στον άναρχο σκοπό που του υπαγόρευε το ανικανοποίητό του ένστικτο. Μ’ ενοχικό ρυθμό, με φθονερό θάρρος, με αλόγιστη ορμή και φλογισμένο τώρα πια βλέμμα πορευόταν… Κάθε του βήμα ήταν κι ένας αλύτρωτος σταθμός, ένας αξιοζήλευτος προορισμός, για κάθε επίπονη αρχή και κάθε αναμενόμενο τέλος. Η διαθήκη που μαζί του κουβαλούσε περιοριζότανε στα σύμβολα που του ‘πλεκε η αμαρτία. Ο ορκισμένος τιμωρός του, θα του φανερωνόταν ισχυρότερος σε λίγο. Όμως εκείνος δεν μπορούσε να το ξέρει. Είχε το νου προσηλωμένο στην αμύθητη αμοιβή. Στη δίκαιη ανταμοιβή των χρόνων του. Είχε υπογράψει εξάλλου και εκείνος τη συνθήκη της τιμής, αιώνια δεμένος παραμένοντας μ’ εκείνο το κυνηγητό για το χαμένο πρόσωπο. Παραδομένος…
Κι όμως… εκείνη η διαδρομή κάτι του θύμιζε. Κάτι τον έκανε να ψάχνει μια αφορμή για να γυρίσει πίσω. Στην επίπονη αρχή. Πίσω στο χρόνο, στα πρόσωπα, στα μέρη, στις σκέψεις… Σ’ εκείνες τις λησμονημένες απαντήσεις που πήρε κάποτε ένας άλλος εαυτός. Χαμένος. Ο ίδιος. Πίσω… Πίσω στο ξεχασμένο του χωριό. Τώρα θα γύριζε στο όνομα μιας άλλης αναζήτησης. Αυτής της ταπεινής καταγωγής του. Σ’ εκείνο το απομονωμένο ιερό μέρος, απ’ το οποίο προήλθε η καταδίκη για το ατσαλένιο προσωπείο και ο αγώνας για την ανταμειφθείσα εύρεση. Τώρα κάτι τον έσπρωχνε να θάψει το αποτύπωμα που έφερνε απροκάλυπτα μαζί του, στη σκόνη. Κάποια απεγνωσμένη φωνή μεσ’ απ’ τη γη της σάρκας του, τον πρόσταζε ν’ αλλάξει δέρμα. Κι ο γενναίος ιππότης γεμάτος αφοσίωση παρακαλούσε… Παρακαλούσε όλες τις προτροπές να πάψουν δύο φορές πριν τον υποδεχτούν εντολοδόχο υπασπιστή στα οχυρωμένα κάστρα τους. Παρακαλούσε άλλη μια κόκκινη βροχή να κάνει την επιδρομή της, ιστορικά αναχαιτίζοντας μια αιμοβόρα, μεθυσμένη καταδίωξη. Σαρωτικά και τελειωτικά ικέτευε να εξαγνίσει το αίμα του βρεγμένου δρόμου κάτω απ’ τα βήματα ενός λαθραίου κυνηγού πριν την ολέθρια άλωση. Παρακαλούσε… Να διαπεράσει η ματιά του το φως του κεριού, το σχήμα του αινιγματικού αποτυπώματος, την ορατή μαύρη σκιά, το αόρατο βλέμμα του άτυπου τιμωρού του Σκότους. Παρακαλούσε να μην τον στοιχειώνει τίποτα πια. Όμως, το ίδιο γεμάτος αφοσίωση, παρακαλούσε να μην παρεκκλίνει από τον καλοστρωμένο δρόμο του. Δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να γλιστρήσει. Να υποκύψει σε μιαν άσκοπη παραίτηση. Ν’ ακολουθήσει μια αδιέξοδη κι ανώμαλη πορεία προς ένα αναμενόμενο, μοιραίο τέλος. Κι ας είχε λησμονήσει να κρατήσει πάνω στο δέρμα του την ατσαλένια πανοπλία του.

Ο ήχος μιας εξόριστης καμπάνας αιφνιδιαστικά διέκοψε την ένοχη, κυρίαρχη σιωπή. Τρία αργά, έντονα κι επιβλητικά μελωδικά χτυπήματα σημάδεψαν τα στάδια κι αυτής της γένεσης που πρόσταζε ο χρόνος. Ο γενναίος ιππότης, άφησε την προστακτική, ελπιδοφόρα μελωδία ν’ αποτελέσει εφαλτήριο για το αύριο. Ύστερα έστρεψε το συγχυσμένο βλέμμα του στην εκκλησία της λογικής, κρατώντας τα εχέγγυα της περιφρονημένης όψης της στα μάτια και στα χέρια. Τώρα τα σύμβολα της εξουσίας αναζητούν το όνομα της αμαρτίας τους να βρουν. Το ευαγγέλιο της τελεσφόρας προσμονής, τώρα συνθέτει αναίμακτα τα εκτενή τροπάρια μιας κολασμένης ιερότητας. Στο όνομα της μνήμης και της λήθης! Στους προσωπάρχες αδελφούς του μέλλοντος! Το κάλεσμα του ξύλινου σταυρού που έστεκε αγέρωχος, βαρύς και προδομένος στην οροφή της εκκλησίας, του ψιθύριζε κι αυτό τα μυστικά του…

Πόσο ικανή μπορεί να ήταν η ματιά του γενναίου ιππότη αθόρυβα για να μπορέσει να διαπεράσει το σταυρικό εκείνο σύμβολο της αδικίας; Ξύλινο είχε παραμείνει όπως τότε… Το ίδιο βαρύ σαν το φορτίο που έφερε η πορεία της τιμωρίας του. Το ίδιο προδομένο όπως και η κατεύθυνση που του έδειχνε το σώμα του ναού του, ενάντια στο θυελλώδες ρεύμα που του έστελνε ένας ακόμα εχθρικός νότιος άνεμος. Οι ξύλινες εγκάρσιες τομές του έμοιαζαν εκδικητικά να έχουν στραφεί προς έναν αφιλόξενο βορρά. Το στυλωμένο βλέμμα τους, νοσταλγικά είχανε στρέψει αναπολώντας την αλλοτινή ανατολή που ωστόσο θαρραλέα επερχόταν… Κι ύστερα… ένας γλυκός εσπερινός συνόδευσε την ιερή αυτή ακολουθία του τρίπτυχου της γένεσης της μέρας λίγο πριν την ηρωϊκή της δύση.

Άραγε τι μετέδωσε στ’ αυτιά του η αρμονία της ξεχασμένης προσευχής; Ήταν η μελωδία της, ο έκρυθμος, αρχαίος γρίφος του γνωστού περάσματος στην τελευταία πράξη της τραγικής του ιστορίας; Ή μήπως σήμανε το ύστατο εγερτήριο σάλπισμα του θρόνου της χαμένης λογικής; Εκείνος ήξερε… Τώρα πια ήξερε! Κάτι συνόδευε εκείνη την ηχώ, που τώρα έσερνε τους προδομένους του εφιάλτες. Κάποιος γνωστός, χαμένος εαυτός. Κάποιος που έδενε τα χέρια με τα μάτια. Κάποιος που έκρυβε τα ξένα πρόσωπα από τις μαύρες, γνώριμες σκιές που τους ανήκαν. Κάποιος που χώριζε, βάζοντας στοίχημα, τα άβουλα κλεμμένα πιόνια από τα σύμβολα των μυημένων, σταυροφόρων ιπποτών. Μία κατεύθυνση τώρα του χάραζε το σώμα του ασάλευτου σταυρού στα μάτια. Κάποιο μυστήριο ζητούσε ν’ αποκαλυφθεί. Με μάρτυρα τον άτυπο δεσμώτη-τιμωρό του, και πάλι δεν θα δίσταζε. Σ’ ένα παιχνίδι νικητή και ηττημένων, όσο κι αν οι σκιές παραμιλούσαν τα δικά τους…, ο γενναίος ιππότης, κίνησε πάλι προς τα εμπρός το πιόνι του.

Αιφνιδιαστικά, εικόνες ξεπετάχτηκαν μπροστά του. Πήραν προς έκπληξη των πλανεμένων θεατών τους, εφήμερη ζωή και άρχισαν απεγνωσμένα κι επικίνδυνα να τρέχουν… Μαζί μ’ εκείνες και τα πιόνια και ακόμα οι απροστάτευτες, υπάκουες σκιές τους. Εικόνες που υπαγόρευε το αγχωμένο υποσυνείδητο μιας άναρχης βεβιασμένης λογικής για μία λύση. Κάποιες ωχρές και παγωμένες, από του νόμου τη θωριά πότισαν συγκατάβαση και σάπισαν. Κάποια στιγμή προέβαλλαν αντίσταση στις τολμηρές, όμως μετά ολότελα μετανιωμένες, ενδεχομένως ευσυνείδητες, το βήμα μάζεψαν. Δε σάλεψαν. Κάποιες ζεστάθηκαν από τη φόρα του κυνηγητού της εναντίωσης, και παραδόξως μέθυσαν για άμεση εκδίκηση. Ύστερα με γητειές κρεμάστηκαν στον άνεμο και τις μοιραίες λέξεις που τις κάρφωσαν αρχίσανε πεισματικά να μεταφέρουν, την τιμωρία που τους πρέπει αποζητώντας, δικαιοσύνη με αγκάθια απονέμοντας. Άτακτα εικόνες φυλαγμένες, σε αιχμαλωσία ορκισμένες μένοντας άφθαρτες στου χρόνου τις στοές, τώρα πως τόλμησαν έτσι αναίτια και εκδηλωτικά να δραπετεύσουν; Τι ήθελαν πάλι να κλέψουν; Κάποιο κειμήλιο ιερό, ανάθημα της αντανάκλασης ενός αθώου παρελθόντος; Ή μήπως στόχευαν αντιπερισπασμό σ’ εκείνο το κυνηγητό για το χαμένο πρόσωπο, να επιφέρουν; Κάποια παράβαση μετρούσε τώρα το παιχνίδι της χαμένης αναζήτησης. Έμοιαζε με παραίτηση το άξαφνο σκόρπισμα των θηρευτών της, όμως κάτι ψιθύριζε γενναία στον ιππότη. Κάτι του έλεγε πως μόνο αυτό δεν θα του ήταν αρκετό. Η ανατροπή δεν είχε καταφέρει να τον πείσει ακόμα για την επιλογή του στρατοπέδου της.