Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 28

Η ιστορία του Μιγέλ ντε Ουναμούνο

malakate28.jpg
Γράφει η Κατερίνα ΜαλακατέΟ Μιγέλ ντε Ουναμούνο ήταν ένας πνευματικός άνθρωπος γεμάτος αντιφάσεις και εντάσεις, ένας διανοητής που στην Ισπανία πάντα δημιουργούσε έντονες συμπάθειες και αντιπάθειες, τόσο για το έργο του, όσο και την προσωπικότητά του. Γεννήθηκε το 1864 στο Μπιλμπάο και η βάσκικη καταγωγή του με ο,τι αυτό συνεπάγεται δεν σταμάτησε ποτέ να τον απασχολεί. Μια από τις πρώτες μνήμες του περιλαμβάνει μια βόμβα να σκάει στο διπλανό σπίτι όταν ήταν μόλις τεσσάρων χρόνων κατά τη διάρκεια του δεύτερου πολέμου των Καρλιστών. Λένε πως φοιτητής στην Μαδρίτη πήγαινε στα στέκια των Βάσκων, ίσα ίσα για να ακούει να μιλάνε την γλώσσα γυναίκες από τον τόπο του. Ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν έξι ετών και η μητέρα του μεγάλωσε τα επτά παιδιά της ως αυστηρούς καθολικούς. Στα δεκαέξι του, λίγο πριν φύγει για την Μαδρίτη πέθανε η γιαγιά του, ένας άνθρωπος εξαιρετικά προοδευτικός κι ο νεαρός Μιγέλ βρέθηκε πρώτη φορά αντιμέτωπος με το υπαρξιακό θέμα του θανάτου που θα τον απασχολούσε για το υπόλοιπο της ζωής του.
Στην Μαδρίτη άρχισε να κλονίζεται η βαθιά θρησκευτικότητα που καλλιέργησε η μητέρα του- ως έφηβος ήθελε να γίνει παπάς ή μοναχός-  και αντικαταστάθηκε από την ακόρεστη δίψα για την γνώση και την επιστήμη. Το 1880 σταμάτησε να πηγαίνει στην λειτουργία κι έγινε αδηφάγος αναγνώστης της θετικιστικής φιλοσοφίας, της ψυχολογίας και της Αγγλικής και Ιταλικής ποίησης. Έμαθε τον εαυτό του Γερμανικά για να διαβάσει Χέγκελ και Αγγλικά για να διαβάσει Σπένσερ και Καρλάιλ. Αργότερα έμαθε και Δανέζικα για να διαβάσει Κιρκενγκάρντ, σε μια εποχή που ακόμα δεν τον είχε ανακαλύψει κανείς. Συνολικά ως φοιτητής μελέτησε 11 γλώσσες, ενώ ως το τέλος της ζωής του μιλούσε 14.
Τα φοιτητικά του χρόνια τον μετέτρεψαν σε οπαδό της επιστήμης παρά της θρησκείας. «Ψάξε το βασίλειο της επιστήμης και την ορθότητά της, κι όλα τα υπόλοιπα θα έρθουν μόνα τους», συνήθιζε να λέει. Σύντομα έγινε μέλος μιας ομάδας φοιτητών που οι καθηγητές τους αποκαλούσαν χαϊδευτικά «Το μικρό μαγαζάκι της βλασφημίας της οδού Μοντέρα». Θεωρείται μέρος της γενιάς του 1898, ενός μάλλον ετερόκλητου πλήθους συγγραφέων που προσπάθησαν να αναμορφώσουν ο καθένας με τον τρόπο του την κοινή γνώμη στην Ισπανία, να την κάνουν να πιστέψει σε ριζοσπαστικές αρχές και νέες ιδέες δίχως να αρνηθεί τις εθνικές καταβολές της.
Μετά τις σπουδές του στην Φιλοσοφία γύρισε στο Μπιλμπάο και το 1891 έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα στην έδρα των Ελληνικών, αφού απέτυχε να καταλάβει την έδρα της Φιλοσοφίας αρχικά, κι έπειτα των βασκικών σπουδών.  Παντρεύτηκε την Κονσεπτιόν, τον παιδικό του έρωτα, μόλις μπόρεσε να σταθεί οικονομικά στα πόδια του και μαζί της απέκτησε 8 παιδιά. Είχαν μια ιδιαίτερα ευτυχισμένη συζυγική ζωή, και η εμπειρία του με ένα από τα παιδιά του που είχε σοβαρά προβλήματα νοητικής στέρησης, τον οδήγησε να αναθεωρήσει την γνώμη μου για τα θεία, και να πιστέψει πια πως τον θεό ή καλύτερα την ανάγκη για πίστη στο θεό, μπορούμε να την προσεγγίσουμε μόνο από μεταφυσική πλευρά.
«Χρειαζόμαστε τον θεό, όχι για να καταλάβουμε γιατί, αλλά για να αισθανθούμε και να διατηρήσουμε το απόλυτο κι έτσι να δώσουμε ένα νόημα στο σύμπαν», είπε.
Αν και προσπάθησε να γυρίσει ενεργά στον Καθολικισμό, απέτυχε. Για κάποιο καιρό ήταν γραμμένος στο Σοσιαλιστικό κόμμα, όμως από αυτό έφυγε νωρίς. Έτσι στράφηκε πάλι στην φιλοσοφία. Εκείνη την εποχή το βασικό θέμα που τον απασχολούσε ήταν ο θάνατος.
Το πρώτο του έργο Περί καθαρότητας εξεδόθη το 1895, ενώ το πρώτο του μυθιστόρημα Ειρήνη στον πόλεμο, το 1897. Το 1901 έγινε πρύτανης του Πανεπιστημίου της Σαλαμάνκα. Αυτό δεν τον εμπόδισε να αρθρογραφεί κατά της μοναρχίας, και σε κάποια φάση ο Βασιλιάς της Ισπανίας του απαγόρευσε την έξοδο από την πόλη. Αργότερα τον συγχώρησε και μάλιστα του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό. Κατά την αποδοχή της τιμής ήταν εξαιρετικά αυθάδης και υπερόπτης. «Εμφανίζομαι μπροστά σας γιατί που απομείνατε τον Σταυρό του Αλφόνσου του 7ου, που τον αξίζω», είπε στον Βασιλιά. «Περίεργο» του απάντησε εκείνος «όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι που είχαν αυτή την τιμή με βεβαίωσαν πως δεν τον άξιζαν». «Και είχαν δίκιο», απάντησε ο Ουναμούνο.
Στα επόμενα χρόνια της δικτατορίας του Πρίμο Ριβέρα συνέχισε να είναι δηκτικός με το καθεστώς κι έτσι απαλλάχτηκε από τα καθήκοντα του ως πρύτανης το 1914. Είχε προλάβει να εκδώσει το 1913 το πιο ολοκληρωμένο φιλοσοφικό του βιβλίο Το τραγικό αίσθημα της ζωής που συμπυκνώνει όλη την αντιφατικότητά του και καθορίζει τον τρόπο που σκέπτεται από κει και μπρος. Το 1914 εκδόθηκε και το πιο φιλοσοφικό από τα μυθιστορήματά του, η Καταχνιά, από όπου καθιερώθηκε κι ο όρος nivola για τον οποίο θα μιλήσουμε σε λίγο.
Το 1923 εξορίστηκε στα Κανάρια νησιά κάτι που τον έκανε διάσημο στην Ευρώπη και την Αμερική. Φεύγοντας, είπε στο πλήθος που τον ακολουθούσε, «Θα γυρίσω πίσω, όχι με την ελευθερία μου που δεν μετρά για τίποτα, αλλά με την δική σας». Έξι μήνες αργότερα το έσκασε για την Γαλλία. Μετά από έναν χρόνο στο Παρίσι εγκαταστάθηκε σε ένα χωριό στα  Γαλλικά σύνορά, όσο πιο κοντά στο δικό του γινόταν, χωρίς να μπει στην Ισπανία.
Το 1930 που έπεσε η δικτατορία του Ριβέρα και εγκαθιδρύθηκε η δεύτερη δημοκρατία επανήλθε στην θέση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου της Σαλαμάνκα. Ξεκίνησε το μάθημά του με τις διάσημες λέξεις «Όπως λέγαμε και χθες…», όπως ακριβώς τέσσερεις αιώνες παλιότερα είχε κάνει ο Φρέι Λουίς ντε Λέον όταν επανήλθε στην έδρα έπειτα από 4 χρόνια φυλάκισης από την Ιερά Εξέταση.
Εξελέγη βουλευτής, όμως η βιαιότητα του καινούργιου καθεστώτος και η αυξανόμενη του αγάπη για καθετί Ιβηρικό -είχε μεγάλη αγάπη και στην Πορτογαλία και θεωρείται από τους ανθρώπους που προώθησε τον Ιβηρικό εθνικισμό- τον έκαναν να μην είναι πια διεθνιστής κι έτσι αρχικά μετά τον Εμφύλιο δεν αντιτέθηκε στον Φράνκο. Βλέποντας την τρέλα του πάντως, το 1936 επέλεξε δημοσίως να αντιτεθεί στον Άστρι, έναν από τους βασικούς στρατηγούς του Φράνκο. Τον γλίτωσε από το λιντσάρισμα η ίδια η γυναίκα του Φράνκο και τελικά παύθηκε πάλι από πρύτανης και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Πέθανε μόνος και δυστυχής κοντά δέκα εβδομάδες αργότερα, την πρώτη του έτους.
Λογοτεχνικά καθιέρωσε τον όρο nivola αντί για novela για τα μυθιστορήματά του που σηματοδοτούσε μόνο το δικό του έργο. Η Καταχνιά (niebla)  ήταν το πρώτο του κείμενο που χαρακτηρίστηκε έτσι, και από τον συγκερασμό του niebla και του novela(μυθιστόρημα στα Ισπανικά) προέκυψε ο καινούργιος όρος. Ο όρος nivola έρχεται σε αντίστιξη με τα ρεαλιστικά μυθιστορήματα της εποχής του Ουναμούνο και τους παντογνώστες αφηγητές τους. Σε μια nivola  πρωταρχική σημασία έχουν οι ιδέες κι όχι η μορφή ή η ιστορία. Οι ήρωες του έχουν ένα βασικό χαρακτηριστικό αλλά δεν εξελίσσονται. Το περιβάλλον περιγράφεται πολύ λίγο έως καθόλου∙ είναι αδιάφορο. Μιλάμε για κείμενα γραμμένα γρήγορα, χωρίς ιδιαίτερη έρευνα, σκέψη και προετοιμασία, με πολλούς διαλόγους, και στατική πλοκή. Αποτελούν την ειρωνική ματιά του Ουναμούνο στην «λογοτεχνικότητα» και παρ’ όλα αυτά είναι εξόχως απολαυστικά.
Ο Ουναμούνο είχε συνεχή επαφή με τον Δον Κιχώτη, στα βιβλία του εμφανίζονται συχνά πυκνά αναφορές, ενώ για αρκετούς και η ίδια του η ζωή μοιάζει Δονκιχωτική. Το 1905 άλλωστε έγραψε το Η ζωή του Δον Κιχώτη και του Σάντσο, μια προσωπική ανάγνωση του πρώτου αληθινού μυθιστορήματος στην ιστορία της λογοτεχνίας.
Με τον θάνατό του η Ισπανία έχασε την φωνή της συνείδησής της. Ήταν η αλογόμυγα που τους τσιγκλούσε, ένας άνθρωπος σε συνεχή εσωτερική αναζήτηση, η έγνοια του οποίου ήταν η ψυχή του καθενός και το να δει το σύμπαν στην καθεμιά ψυχή.  Οι ανησυχίες του πέρα από την πολιτική κατάσταση περιελάμβαναν τα βασικά ερωτήματα της φιλοσοφίας και της ανθρώπινης ύπαρξης. Ποιος είμαι, Γιατί είμαι εδώ. Υπάρχει ζωή μετά το θάνατο. Τι είναι ο θάνατος. Μήπως η πίστη και όχι ο ίδιος ο θεός είναι που έχει σημασία. Για τον Μιγέλ ντε Ουναμούνο, η αθανασία, με οποιονδήποτε τρόπο, ήταν το ζητούμενο. Ταύτιζε την ψυχή με την συνείδηση και θεωρούσε πως για να είσαι πραγματικά άνθρωπος, θα έπρεπε να ζεις την ζωή σου συνεχώς προς τον θάνατο. Είπε «Ο άνθρωπος δεν πεθαίνει από αγάπη, το συκώτι του, ούτε καν από προχωρημένο γήρας∙ πεθαίνει γιατί είναι άνθρωπος». Η πίστη στην ατομικότητα και η θέαση της ιστορίας μέσα από τις απλές καθημερινές ιστορίες των ανθρώπων κι όχι τα μεγάλα γεγονότα, έγιναν με τον καιρό το κέντρο της σκέψης του.
«Η θρησκεία μου είναι η αναζήτηση της αλήθειας στη ζωή και της ζωής στην αλήθεια, παρ’ ότι γνωρίζω ότι όσο ζω δεν θα τις βρω. Η θρησκεία μου είναι ο αδιάκοπος κι ακαταπόνητος αγώνας με το μυστήριο. Η θρησκεία μου είναι ο αγώνας με τον Θεό… Απορρίπτω την αιώνια άγνοια. Και οπωσδήποτε θέλω να αναρριχηθώ στο ακατόρθωτο».
Ο Ουναμούνο υπήρξε με τρόπο πολύ έντονο ρυθμιστής των πραγμάτων, τόσο στην Ισπανία όσο και στην λογοτεχνία. Άνθρωπος με πολιτική άποψη, αν και όχι πάντοτε σαφή, στοχαστής και λογοτέχνης από τους λίγους, έγραψε εκτός από φιλοσοφικά κείμενα, ποίηση, και θέατρο. Τα κείμενά του ανήκουν στον μοντερνισμό και βοήθησαν να διαμορφωθεί η λογοτεχνική μορφή του σύγχρονου μυθιστορήματος. Πειραματίστηκε με όλες τις μορφές του λόγου κι είναι ένας από σπουδαιότερους Ισπανούς λογοτέχνες. Στην Ελλάδα τον είχαμε για καιρό ξεχάσει, αλλά οι πρόσφατες εκδόσεις έργων του τον σύστησαν ξανά στο κοινό.