Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 15

Τσίλι (διήγημα) - Κωνσταντίνος Κοττάς

Οι ακτίνες του πρωινού ήλιου με φώτισαν. Ένα δροσερό αεράκι παρέσυρε τις σταγόνες της πάχνης από πάνω μου. Αν και η φύση γύρω μου φαινόταν ήρεμη, οι ψίθυροι της χθεσινής καταιγίδας ακούγονταν ακόμα στο θρόισμα των δέντρων.  Η αυλή όπου βρίσκομαι  διατηρεί έντονα τα σημάδια της θεομηνίας που είχε προηγηθεί.  Τσακισμένα κλαδιά, σκισμένα κλωνάρια και καφετιά, ξεραμένα φύλλα σκορπισμένα παντού.

…ξεραμένα φύλλα, θρυμματισμένα και σκορπισμένα στο πλακόστρωτο… αυτή είναι η κατάληξη που με περιμένει; Δεν είμαι σίγουρος, ποτέ δεν θα είμαι…

Πλέον όλες οι αισθήσεις μου είναι ενεργές. Αφουγκράζομαι την φύση γύρω μου. Τώρα μπορώ να νιώσω την αποδιοργάνωση της. Μα, η φύση σε αποδιοργάνωση; Αυτό είναι αμαρτία. Ναι, ο κόσμος είναι αμαρτωλός ∙ κι εγώ είμαι μέρος του κόσμου, μέρος της φύσης.
    
Η αυλή είναι χτυπημένη από τον χθεσινό χειμώνα. Ένα κόκκινο πέπλο έχει σταθεί πάνω από τα λουλούδια. Ο καιρός είναι μουντός τελικά, κι ας έχει ήλιο, ποιος είπε εξάλλου ότι ο ήλιος δεν λυπάται; Δίπλα μου το γιασεμί είναι μαραμένο. Κάποιος ξέχασε να το ποτίσει. «Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί» , τώρα όμως είναι καφέ, νεκρό. «Η δυσκολότερη ώρα είναι πριν την αυγή», έχει όμως ήδη ξημερώσει...
    
Εμένα ποιος με ποτίζει ακόμα και γιατί; Για να ανθίσω και να ξεραθώ, να συμβάλλω έτσι στην Αποδιοργάνωση; Μα, κοίτα πως στέκομαι έτσι αγέρωχος στη μέση της αυλής και ατενίζω το περιβάλλον γύρω μου. Θαρρείς πως είμαι από αλλού εγώ, θαρρείς πως δεν με πιάνει η λήθη ή ο πόνος ή η καταστροφή, ίσως ούτε η Αποδιοργάνωση καλά καλά.
    
Τι έπιναν (και πίνουν ακόμα) οι θεοί του Ολύμπου; Νέκταρ, νέκταρ της φύσης, νέκταρ από τη φύση, για τη φύση. Το αθάνατο για τους αθάνατους, ο θάνατος για τους θνητούς. Ποιος τα καθορίζει αυτά; Οι άνθρωποι ζουν σε μια ευθεία, η φύση όμως, μέσα στην αποδιοργάνωσή της, σ’ έναν κύκλο ο θάνατος είναι η αρχή για μια νέα ζωή. Άραγε η ζωή είναι η αρχή για έναν νέο θάνατο;
    
Η αυλή είναι χτυπημένη από τον χθεσινό χειμώνα. Εγώ, όμως, είμαι ακόμα εδώ, (παθητικός θεατής των γεγονότων; ) και αγναντεύω… τι αγναντεύω αλήθεια; Το βλέμμα μου περιπλανιέται, «αιωρείται» θα έλεγα. Καλύτερα έτσι, η ματιά κουράζει, η ματιά προκαλεί, το βλέμμα μαγνητίζει, το βλέμμα αποσυντονίζει, παραπλανεί, αποδιοργανώνει.

Αποδιοργάνωση…  μήπως, λοιπόν, ένα βλέμμα είναι υπεύθυνο γι αυτό;  Ποιος όμως κοιτάει εδώ; Σε μια γωνιά ξεχασμένη, σε μια γωνιά φτωχική, σε μια γωνιά περιθωριοποιημένη  ∙ για τους περιθωριοποιημένους. Ένα βλέμμα προϋποθέτει μια δυάδα, ναι, όντως, υπάρχει μια δυάδα εκεί, πάνω, ψηλά. Δυο και ένας ο κόσμος μας εδώ, σύνολο τρεις,  Αγία Τριάς.

Βλάσφημε, πως τολμάς και ανασυνθέτεις μια Αγία Τριάδα; Ποιός σου έδωσε το δικαίωμα, τη δύναμη; Η αυλή είναι χτυπημένη από τον χθεσινό χειμώνα. Η φύση γύρω μου μου υπενθυμίζει ότι ζω ακόμα ∙ αλλά για τι;  Ποιος είναι ο σκοπός της επιβίωσης αν όχι η ίδια η ζωή, μα, ποιος είναι ο σκοπός της ζωής αν όχι η ίδια η επιβίωση; Το συναίσθημα, ναι, το συναίσθημα. Κάποιοι το ακυρώνουν κι όμως, είναι συνιστώσα της ζωής, συνεπώς και της επιβίωσης.

Πόσο το φοβάμαι, το συναίσθημα και τον εαυτό μου, με φοβάμαι. Ποιόν; Εμένα, το φωνάζω, εμένα, αυτό το μεγάλο τίποτα στο λιμάνι της ζωής. Περιμένω να έρθει το καράβι, αργεί, ανησυχώ, να ‘το πάλι, το συναίσθημα αλλάζει, με κυριεύει. Γίνομαι κτήνος; Είμαι μέρος της φύσης, γίνεται λοιπόν να μεταμορφωθώ σε κτήνος; Ναι, όλα επιτρέπονται μέσα στην Αποδιοργάνωση, για αυτό υπάρχει ακόμα, για αυτό επιβιώνει κιόλας ∙ τρέφεται από το κτήνος μέσα μας.

«Υπάρχουν χρυσόψαρα εδώ;» Αμφιβάλλω. Υπάρχουν κτήνη στον Παράδεισο; Δεν ξέρω. Νοιώθω μπερδεμένος. Ο καιρός είναι μουντός, ετοιμάζεται για βροχή. Καταιγίδα, άλλη μια απόδειξη ως προς το ότι ο κόσμος δεν υπάρχει απλά, αλλά ισορροπεί ανάμεσα σε δύο… δυο τι; Δυο συναισθήματα, καλό-κακό.  Ποιος ανήγαγε τα τρία σε δύο και ποιος θα αναγάγει τα δύο σε ένα, το ένα σε κανένα; Έτσι θα γίνει, δεν ανησυχώ, έτσι κάνει η ζωή… Μείωση, φθορά. Το θέμα είναι αν υπάρχει αναγέννηση. Υπάρχει;
    
Η αυλή είναι χτυπημένη από τον χθεσινό χειμώνα. Το γιασεμί δίπλα μου είναι ακόμη ξεραμένο. Πόσοι αιώνες πέρασαν άραγε από τότε;  Ποιος μετράει τους αιώνες; Ποιος όρισε το χρόνο και γιατί; Γιατί να υπάρχει χρόνος; Για να μετράει την ταχύτητα της φθοράς . Τα αποτελέσματά της όμως τι θα τα μετρήσει; Ο άνθρωπος. Για αυτό είναι εδώ, ή μάλλον και γι αυτό.
Άκου με, κοίτα με, μύρισέ με. Προσδιόρισέ με. Το έχω ανάγκη… Θαύμασέ με, στέκομαι εδώ, ακίνητος, πάντα περιμένω κάποιον άλλο να έρθει να με μεταφέρει. Αν ήταν στο χέρι σου θα με άφηνες εδώ; Είμαι τυχερός που ζω ακόμα ∙ το γιασεμί δίπλα μου μαράθηκε κι ας έχει ήδη ξημερώσει. Το χάρηκε κανείς το γιασεμί άραγε; Τι νόημα έχει ένα άνθος που μοσχοβολά όταν κανείς δεν σκύβει να το μυρίσει;  Όχι, δεν είναι έτσι, κάποιος έσκυψε και για το γιασεμί, δυστυχώς όμως έσκυψε τόσο που το προσπέρασε, έσκυψε τόσο που δεν ξανασηκώθηκε, ούτε έμεινε, αντιθέτως, σκυμμένος… δεν έμεινε καθόλου είναι η αλήθεια.

Και που πήγε; Φωνάζω αλλά ποιος με ακούει; Φωνάζω; Μήπως απλά ψιθυρίζω; Δεν μπορώ να κάνω κάτι παραπάνω, λυπάμαι. Η φωνή μου με ξεκουφαίνει. Πονάω… πονάει το άυλο, πονάει η ύλη; Τι είναι πόνος; Σε ρωτώ, γιατί δεν απαντάς; Δεν ξέρεις; Δεν μπορεί, έχεις νοιώσει κι εσύ πόνο. Ο καιρός είναι μουντός. Ο ήλιος φωτίζει, αλλά το φως του μένει πίσω από τα σύννεφα. Ποιος είπε ότι ο ήλιος δεν λυπάται, δεν πονάει. Μην κοιτάς που δεν το αντιλαμβάνεσαι, εγώ το ξέρω, μου το είπε κάποτε, μια μέρα, ένα πρωινό, όταν με χάιδευε με τις ακτίνες του. Λυπάται, στεναχωριέται για το ξεραμένο γιασεμί δίπλα μου. Τι νοιώθει άραγες το γιασεμάκι;

Μια πασχαλίτσα κάθισε πάνω του ∙ είναι πολύ βαριά όμως για το γιασεμί και τα πέταλά του πέφτουν, η πασχαλίτσα όμως εκεί, πετάει σ’ άλλο άνθος το οποίο με τη σειρά του τσακίζεται στο έδαφος, γκρεμίζεται στον αέρα, χαλιέται στη σκιά του, σβήνει στη σκιά του. Το ένα μετά το άλλο πέφτουν, όλα μαζί, σαν βροχή από γιασεμο-πέταλα, καφετιά ξεραμένα. Η πασχαλίτσα ακόμα εκεί. Δεν τελείωσε την δουλειά της… κοίτα την, είναι Φύση κι όμως, τόσο ΠαραΦύση…

Ζαλίζομαι. Ένα μεθυστικό άρωμα πλανάται στην ατμόσφαιρα, σαν ψυχή χαμένου που επίμονα στοιχειώνει το μέρος. Είναι το άρωμα της λήθης, ήδη κάποια πράγματα χάνονται από τον ορίζοντα, θολώνουν. Ποιος τα παίρνει μακριά; Ποιος εγωιστής Θεός  της Βαβυλώνας τα κλέβει από την αυλή, την αυλή μου, τον Κήπο της Εδέμ; Ποιος ταράζει την ηρεμία ενός τέτοιου τόπου; Όχι, δεν είναι οι Θεοί της Βαβυλώνας, είναι οι Ταραγμένοι…

«Ποιος έχτισε την Θήβα την επτάπυλη; [ …] Και την Βαβυλώνα που την κατέστρεψαν πολλές φορές, ποιος, τόσες πολλές φορές την έχτισε πάλι;» Οι Ταραγμένοι, οι ψυχές αυτές που το σκάσαν απ’ τον Άδη και τώρα λυσσασμένα τους Βασιλιάδες τους ζητούν, τις ζωές τους για ν’ ανταλλάξουν. Οι Ταραγμένοι, τα παιδιά ενός κατώτερου θεού. «Τα παιδιά μου» φωνάζει ο θεός αυτός απελπισμένα, απλώνοντας τα χέρια από τον ουρανό, τον κόσμο να αδράξει    αλλά δεν φτάνει. «Τα παιδιά μου». Τα παιδιά που με το αίμα τους τις ποδιές των κοριτσιών λερώσαν, τα παιδιά που ακόμα και τώρα σε μιαν άλλη διάσταση ελευθερία ψάχνουν, τα δεσμά τους για να σπάσουν και στον κήπο μας, εδώ, να έρθουν.

Η αυλή είναι χτυπημένη από τον χθεσινό χειμώνα. Ο κήπος της Εδέμ ερήμωσε. Το γιασεμί δίπλα μου ξεράθηκε και, ω!, τι είναι αυτό; Μια κυρία, ηλικιωμένη, με σύννεφα στο κεφάλι της κι ομίχλη στα μάτια της, το χέρι απλώνει και μια πιπεριά τσίλι κόβει. Μια ακτίνα του ήλιου χορεύει με την πιπεριά, στο χέρι της γιαγιάς και η λάμψη απλώνεται παντού, σαν κύμα του ωκεανού.

Η κυρία γεύεται την πιπεριά, τον απαγορευμένο κόκκινο καρπό. Μα, που είναι το μήλο; Σάπισε, να, δες εκεί, στα δεξιά, στο παρτέρι, ένας σωρός μήλα πεταμένα. Το τσίλι βασιλεύει στα χείλη της γυναίκας, το κόκκινο με το κόκκινο, η φωτιά με τη φωτιά. Δυο χείλη που σφραγίζουν και μειδιούν από ευχαρίστηση καθώς η γυναίκα απλώνει το χέρι να πιάσει τον άγνωστο ∙ και η γυναίκα πιάνει εμένα, εμένα το άγνωστο, εμένα το απροσδιόριστο. Η ηλικιωμένη μου κάνει νεύμα εμπιστευτικά και με φέρνει με βήμα σιγανό, συνωμοτικό στα σκαλιά του σπιτιού.

Η πόρτα είναι ανοιχτή. Η κυρία, σαν την Μοίρα, με παροτρύνει να ακολουθήσω τα σκαλιά του πεπρωμένου και να διαβώ την πόρτα της αλήθειας. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι είναι συνάμα ελαφριά και αβάσταχτη. Είναι το «είναι» του Κούντερα κι ο εφιάλτης του Κάφκα που βαραίνουν τη ζωή στο μικρό σαλονάκι. Στα δεξιά, ένας κύριος με άσπρο καπέλο και πάλλευκη ενδυμασία, είναι σκυμμένος, σκεπτικός πάνω από το τραπεζάκι, έχοντας έναν μισάνοιχτο χαρτοφύλακα δίπλα του. Το βλέμμα του είναι άδειο, η στάση του ασθενής και η παρουσία του αβέβαιη. Στο χέρι του κρατά λιγοστά έγγραφα, τα οποία φαίνεται ν’ αγνοεί καθώς η σκέψη του ταξιδεύει στην Εδέμ.

Από το σκότος, αναδύεται, τότε, μια άλλη φιγούρα, μαυροφορούσα , αλλά επίσημη και με βήμα σταθερό πλησιάζει το τραπεζάκι. Οι δυο άντρες δεν αντικρίζονται καν. Ο Μαυροφορεμένος ανοίγει αργά τον χαρτοφύλακα και βγάζει δέματα από έγγραφα. Με μια περιφρονητική κίνηση τα παρουσιάζει στον Λευκό. Η υπεροχή του είναι έκδηλη και αυταπόδεικτη. Ένα εγωιστικό μειδίαμα παραμορφώνει το στόμα του πρώτου καθώς σκοπεύει να μιλήσει και να εκφράσει την ευχαρίστησή του. Ο Λευκός κύριος δεν πτοείται. Επικαλείται το γεγονός ότι βρίσκεται σε εποχή θολή ∙ η λαλιά του όμως προδίδει πως είναι θλιμμένος.  Ο Μαυροφορεμένος τείνει το χέρι του προς χειραψία ενώ παράλληλα καυχιέται για το ότι κατάφερε επιτέλους να έχει περισσότερα έγγραφα. Όλα είναι γραμμένα στα χαρτιά, ονόματα, καταστάσεις, λίστες απρόσωπες, λίστες «ανώνυμες» μες στην επωνυμία τους, λίστες «ρηχές» που εσωκλείουν όλη την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα φυλακισμένες μες στα γράμματα τους.

Οι λίστες των ανθρώπων, όπως ορίστηκαν σε αβυσσαλέους χρόνους. Οι μοίρες των ατόμων όπως αποσαφηνίστηκαν στο μάτι ενός κυκλώνα. Το καλό και το κακό  που αυτοδύναμα αποτελούν τον τροχό της ζωής, ο Λευκός κι ο Μαύρος που αποστάτησε αναζητώντας την εξουσία που τώρα απολαμβάνει.  Τα παιδιά του Κατώτερου Θεού πολλαπλασιάζονται ενώ τα φίδια ζώνουν την σκέψη, στραγγαλίζοντας την λογική.

Ο Λευκός κοιτάζει από το παράθυρο. Η αυλή είναι χτυπημένη από τον χθεσινό χειμώνα. Ένα γιασεμί είναι ξεραμένο. Ο Λευκός το ξέρει. Ο Μαύρος το ξέρει. Η Εδέμ είναι έρημη πια. Ο Λευκός το ξέρει. Ο Μαύρος το ξέρει. Μια κυρία, η Μοίρα περνάει δειλά μπροστά από το παραθύρι και ακολουθεί τον δρόμο προς την εξώπορτα ώσπου τελικά χάνεται στην καταχνιά. Ο Λευκός σηκώνεται, βγάζει το καπέλο και τακτοποιεί τα χαρτιά. Ο Μαύρος πλησιάζει και κοιτάει το παράθυρο. Ο κόσμος έξω  είναι σκοτεινός. Μια μυρωδιά καμένου σε ενοχλεί στα ρουθούνια. Ο πόνος των ανθρώπων σε δυσκολεύει στην αναπνοή, σε σφίγγει σαν στηθάγχη, σε πνίγει. Ο Μαύρος ακουμπά τον λαιμό του. Οι κρεμάλες είναι κοντά. Οι θηλιές κουνιούνται από τον άνεμο που σαρώνει την Ειρήνη και τσαλακώνει την Γαλήνη και την Ηρεμία, γκρεμίζει την Ευτυχία. Ο κήπος της Εδέμ δεν είναι έρημος. Είναι γεμάτος φίδια. Φίδια που σέρνονται, φίδια που πετάνε, φίδια που μιλάνε, φίδια που κλαίνε. Τα δάκρια στάζουνε στο έδαφος σαν αίμα και το καίνε. Μικρές εστίες ανάβουνε παντού ∙ κι όσο η Ελπίδα πάει να τις σβήσει, τόσο η Ανθρωπότητα τις αναζωπυρώνει.

Ο ουρανός είναι μαύρος με λιγοστά κατακόκκινα σύννεφα. Από κάτω, φωτιές κατακαίνε παντού και άνθρωποι τρέχουν απελπισμένοι κρατώντας ένα τσίλι στα δάκτυλα.  

Ο Μαύρος στρέφεται προς τον Λευκό, αφήνει το καπέλο του στο τραπέζι, ακουμπά τον χαρτοφύλακα κάτω ∙ δεν αποχωρίζεται όμως ακόμα τα έγγραφα. Είναι ο πλούτος του, ο φτηνός του πλούτος. Ο Λευκός, σκύβει και βγάζει ένα σκονισμένο φωτοστέφανο από ένα συρτάρι. Το κρατά στο χέρι του και περπατά δειλά προς την πόρτα. Βγαίνει έξω, η αυλή είναι ακόμα έρημη. Βάζει το άλλο χέρι στην τσέπη του άσπρου παλτού του και βαδίζει σιωπηλός προς την εξώπορτα. Ο Μαύρος σκυφτός ακολουθεί. Η Εδέμ τους δίδαξε, τους έδειξε αυτό που πραγματικά νοιώθουν. Σαν καθρέφτης της ψυχής, σαν τα μάτια του συνανθρώπου, η Εδέμ μεταβάλλεται αλλά πάντα μένει η ίδια.

Ο Λευκός γυρίζει, κοιτά πίσω του και με μια κίνηση κάνει να πετάξει το φωτοστέφανο αλλά τελευταία στιγμή το κρατά. Ο Μαύρος αντιθέτως δεν κοιτά παρά μόνο ευθεία. Στην ευθεία που του χάραξε ο εγωισμός του, η άσβεστη δίψα του, η επιθυμία του. Κρατά στο χέρι ακόμα τα έγγραφα. Τον βαραίνουν. Τον βαραίνει η δυστυχία του κόσμου, τον βαραίνουν τα ονόματα στις λίστες. Το βήμα του γίνεται πιο γρήγορο και πιο γρήγορο ώσπου σε κάποια στιγμή ο Μαύρος φαίνεται πια να τρέχει ∙ κι όμως, εξωτερικά, δείχνει ακίνητος. Βγάζει μια κραυγή, φωνάζει, ουρλιάζει, τρελαίνεται, ζαλίζεται, τυφλώνεται και σε μια κίνηση απόγνωσης πετάει τα χαρτιά στη σκιά του.

Ο άνεμος τα παρασύρει και τα εξαφανίζει πέρα μακριά. Ο Μαύρος πια χάθηκε. Ο Λευκός φοράει το φωτοστέφανο, πετάει τα ρούχα του ψηλά και φοράει μια καινούργια, πιο λευκή ενδυμασία. Γυρίζει και με ανοιχτά τα χέρια χαμογελάει στην αυλή του, στην αυλή του Παραδείσου.

Εγώ είμαι ακόμα εκεί. Ένα αγρίμι που περιμένει να εξημερωθεί. Ένα τέρας που αναμένει την λύτρωσή του, ένας άνθρωπος που ποθεί την λευτεριά του, μια ψυχή που λαχταρά την ελαφρότητά της. Η αυλή είναι χτυπημένη από τον χθεσινό χειμώνα. Ο κήπος της Εδέμ είναι άδειος. Ο κήπος όμως μέσα μου ήδη ανθίζει. Το ξεραμένο γιασεμί βγάζει καινούργια κλωνάρια. Τα σύννεφα χαθήκαν από τον ουρανό. Η αυγή πλησιάζει. «Αυτό που η κάμπια ονόμασε τέλος του κόσμου, η ζωή το ονομάζει πεταλούδα».
Ο Κωνσταντίνος Κοττάς ζει στην Αθήνα.