Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 15

Ο άνθρωπος της περίστασης (διήγημα) - Χρίστος Κρεμνιώτης

στον Γιώργο Πρεβεδουράκη
Θεωρούμε δεδομένο ότι ο καθένας μπορεί να καταλάβει μια ιστορία.
Ωστόσο κάθε είδος αφήγησης απαιτεί κάποιες «ικανότητες ακρόασης»
Minsky, «Η κοινωνία της νόησης» σελ. 522

-α-
Στους καιρούς μας, αξίζει να αναφερόμαστε σε περιττούς ανθρώπους ∙ βαθύνοντας, βέβαια, διαρκώς, την ελπίδα μας, πως θα εντοπίσουμε τι ακριβώς τους κατάντησε τέτοιους.


Τώρα, εάν όλα αυτά δεν είναι παρά κάποια ιδιωτική μας φοβία, γύρω από το κατά πόσο θα αποφύγουμε ή, όχι, ένα αντίστοιχο κατάντημα, δεν θα το μάθουμε ∙ τουλάχιστον ωσότου θα ξεκινήσει να μας είναι αδύνατο, να αποκομίζουμε γνώση, με τους περιβόητους τρόπους μας. Τις περίφημες, λογικές μας μεθόδους.
  
Φλυαρίες ∙ και όμως, ενώ μπορώ να αμφιβάλλω για όσα νιώθω να έχω καταλάβει  για τον περί ου ο λόγος, είμαι εντελώς πεπεισμένος, για την «πάστα» των αναγνωστών, που μέλλεται- δεν λέω να μάθουν, αλλά να θυμηθούν όσα αφορούν τον εν λόγω.
  
Επιστρέφοντας από μία εξαετή- νομίζω- παραμονή του στην Αγγλία, πούλησε την προγονική – από την πλευρά της μητέρας του- κατοικία στο Ψυχικό, και εγκαταστάθηκε κάπου στις δυτικές συνοικίες. Θέλω να πω, στα δυτικά προάστια των Αθηνών. Ωστόσο, μόνο οι πράξεις που προδίδουν την ευτέλεια και τη μετριότητα μας, έχει καταντήσει, να ξεσπούν και να αναλύονται αβίαστα- σαν βυθικοί θρήνοι, του όντως εαυτού μας- στην καθημερινότητα μας. Τέλος πάντων ∙ τέλος πάντων!
  
«Ο Maxwell, έχει γράψει πως «το χαρακτηριστικό μιας αληθινά επιστημονικής μεταφοράς, είναι ότι κάθε όρος, στην μεταφορική χρήση του, διατηρεί όλες τις τυπικές σχέσεις που μπορούσε να έχει με όλους τους άλλους όρους του συστήματος, στην αρχική χρήση του.»» Και δεν θα πρέπει να έχει κανείς την εντύπωση, πως τα πράγματα, είναι διαφορετικά από ότι είναι για τους «όρους», για τους ανθρώπους που έχουν ξεπέσει τόσο, ώστε να μην είναι παρά ο ρόλος τους: Ασυνείδητα, λοιπόν, είχε αποφασίσει να ζήσει σε μια λαϊκή συνοικία ∙ όχι, φυσικά, για να συναναστραφεί τους ανθρώπους, αλλά, για να εμπλέξει τη σκιά του με την «ψημένη» ευφυΐα των πλασμάτων εκείνων, που είχανε μόνο σώμα ∙ δίχως σκιά- λέξη που, από την άλλη, χαρακτηρίζει με επάρκεια τον χαρακτήρα του «μετοίκου» μας κι ας είναι αλήθεια, πως και αυτός, ήταν μαζί τους, καλοθρεμμένος από δικαιώματα και ταλαιπωρημένος από ηδονές. Τέλος πάντων ∙ τέλος πάντων! Θέλω να πω, δεν πήγε εκεί για να συμμετέχει στη ζωή τους, αλλά, για να εξασφαλίσει  μια ακόμη ιδιορρυθμία – και βέβαια εκουσίως!- ώστε αφενός, να αντισταθμίσει την απουσία μιας πραγματικά δημιουργικής προσωπικότητας και αφετέρου, να καταστήσει την αντικειμενικότητα του, ακόμη πιο ευέλικτη εμπρός από τη συνείδηση του.
  
Ήταν κοντά στα τριάντα ∙ κάτι παραπάνω. Θα έπρεπε  όμως κανείς, σαν μιλούσε μαζί του, να αποφασίσει, εάν ήταν η αβάθεια του, ή, η φιλοδοξία του, που σε διαβεβαίωνε πως ήταν πολύ μικρότερος. Μεθοδικότατος με την επιφάνεια και απόμακρος στις σχέσεις του με το βάθος ∙ της οποιασδήποτε υποθέσεως. Από την φύση του, κοινωνικός με την ματαιοδοξία, και μοναχικός –με τρόπο εξαιρετικά αποτυχημένο στην αληθοφάνεια του- ως προς τη γνώση που προϋποθέτει η ένταξη σε μια ομάδα, σε μια πατρίδα- τουλάχιστον καθόσον,  ολάκερη σου  η ύπαρξη, επιβουλεύεται και φαντασιώνεται, αργά ή γρήγορα, να τη διορθώσει!-.  Μήπως άλλωστε είχε γυρίσει για κανέναν άλλον λόγο; Μα φυσικά. Από τη μία, μισούσε τις καταβολές του αλλά, από την άλλη, ήταν και εξαιρετικά ανίκανος να εφαρμόσει με τρόπο, έστω, ελάχιστα εμπνευσμένο, όσα νόμιζε ότι διδάχτηκε- με τον γνωστό φορμαλιστικό τρόπο των πανεπιστημίων της σύγχρονης Ευρώπης, που μαθαίνουν τους φοιτητές τους, να χαράσσουν εξαιρετικά ευθεία πεντάγραμμα, με το χέρι μονάχο, αλλά σχεδόν να τους απαγορεύουν, τη γραφή και μιας μόνης νότας, προτού να έχουν «εμπνευστεί» την επόμενη, με βάση την προϋπόθεση, να είναι εκείνη που θα προκαλέσει την μεγαλύτερη δυνατή κακοφωνία.
Μήπως, λοιπόν, είχε γυρίσει για κανέναν άλλον λόγο; Μα, ναι, φυσικά. Για να διδάξει αυτά,  για τα οποία το ελάχιστο της αυτοσυνειδησίας του, διέκρινε πως ήταν ανίκανος να τα πρεσβεύσει, εκεί, στη Βρετανία, τουλάχιστον όχι, δίχως να γινόταν το πολύ, τηλεφωνητής, εκείνων που, εδώ, τα ονόματα τους, τα χρησιμοποίησε  ως αυθεντίες, για να γοητεύσει ένα κοινό, που έπασχε από δύο βασικά πράγματα: από εαυτό και ερωτισμό.  -β-

Νωρίς το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης- πλησίαζε η Ανάσταση του ’92- ολοκληρωνόταν η μεταφορά και των τελευταίων επίπλων. Ανάμεσα σε αυτά και εκείνη η πολυθρόνα που, παιδιόθεν, απεχθανόταν ακαθόριστα. Το σπίτι, ήταν ένα δώμα. Ανήμερα, του Μεγάλου Σαββάτου, οι εργασίες, ολοκληρώνονταν. Έμενε τώρα, να θυμηθεί κάπως την τέχνη που η αργόσχολη μητέρα του τον είχε διδάξει- μιας και ήταν το μόνο με το οποίο και η ίδια ασχολούταν. Δεν ήταν βέβαια κάτι τυχαίο. Για αυτή την τέχνη έπρεπε συχνά και να ματώσεις ακόμη.  Η μαμά, λοιπόν, μάζευε κομμάτια από σπασμένο γυαλί, και ζωγράφιζε απάνω τους. Έτσι λοιπόν, έπρεπε τώρα και αυτός, να θυμηθεί ό,τι εκείνο το απεχθές πλάσμα, τον είχε εξαναγκαστικά διδάξει. Την υαλογραφία.
  
Με κινήσεις άγαρμπες, που έμοιαζε να βγάζουν από μέσα του, όλη του την ανάγκη για ελευθερία που, ως άνθρωπος με χαρακτηριστική έλλειψη χαρακτήρα, δεν είχε μάθει να διαχειρίζεται, έβαψε πολύ γρήγορα  όλα του τα παράθυρα γκρίζα. Θέλω να πω το κάθε τζάμι! Να σκεφτεί κανείς, πως ετούτη η ιδέα, ήταν αποτέλεσμα ενός Άγγλου γνωστού του, που μάλιστα, μετά από λίγα χρόνια, έμελλε να αγοράσει ένα σπίτι κάπου στη Φολέγανδρο και να διαμείνει εκεί ως μόνιμος κάτοικος. Το λοιπόν, αυτός, ζωγράφιζε τα παράθυρα του με βιτρό, ωστόσο, γεμίζοντας τα με πολύχρωμα σχέδια λουλουδιών, πουλιών ή, συχνά, αναπαριστώντας τη θάλασσα. Η μετριότητα, είχε σμίξει αυτούς τους ανθρώπους ∙ ναι, τα σχέδια αυτού του εγγλέζου, ήταν εξίσου κακά με τα γραπτά του έλληνα μέτοικου-διοτί ήταν και ποιητής- αλλά, αν μη τι άλλο, τολμούσαν να εκφραστούν. Και στους δύο έλλειπε το χάρισμα, όμως ο άγγλος, τουλάχιστον, είχε εαυτό. Ο ήλιος λοιπόν, ήταν κάτι που οπωσδήποτε του έφταιγε- λέω, του δικού μας- και έτσι, εκεί που ο καλός του φίλος, προσπαθούσε να δώσει λίγο χρώμα, ο καλός μας, προσπαθούσε να ξεφύγει από αυτούς του τυπικούς μονολεκτικούς χαιρετισμούς, με τους οποίους και συστήνεται-αφήστε με να το πω στην καθαρεύουσα- η μεσόγεια φύσις : «ουρανός» «αρχιπέλαγος» «φως» και τέλος πάντων, όλα αυτά τα τετριμμένα παρασυνθήματα του ήλιου.
  
(Αισθάνομαι, η αλήθεια είναι αυτή, εξαιρετικά πληκτικά που γράφω για αυτόν τον άνθρωπο, αλλά, ακριβώς επειδή κανένας δεν πρέπει να καταντά περιττός, πρέπει να μιλούμε για αυτούς. Τουλάχιστον, ημέρες σαν και αυτή, που συμπληρώνεται ο κύκλος της ζωής τους.)
  
Πολύ σύντομα, προσλήφθηκε σε κάποιο ιδιωτικό πανεπιστήμιο, οπού και δίδασκε  ιδέες και  ιστορία. Ναι, να με συγχωρέσετε, αλλά, αυτό είναι που δίδασκε. Είναι ευνόητο, πως, η έλλειψη πνεύματος που τον χαρακτήριζε, δεν του επέτρεπε να είναι ούτε ιστορικός, ούτε –έστω, ελαφρώς- ιδεολόγος, ώστε να μπορέσει να εμπνεύσει τους μαθητές του. Η έμπνευση, βέβαια, δεν έχει θέση στο λεξιλόγιο της εποχή μας ∙ διότι πρέπει να είμαστε αντικειμενικοί!
Η αντικειμενικότητα, είναι ο επιστημονικός όρος για να ειπωθεί το «σκασμός»- για αυτό και πάντοτε, τη διεκδικεί ο – κάθε- ομιλών έναντι των εκάστοτε-τάχα- συνομιλητών του. Η αντικειμενικότητα, είναι ο επιστημονικός όρος, για να ειπωθεί το «σκασμός», το σχεδόν «μην υπάρχεις». Αλλά, δεν με ενδιαφέρει να σας το εξηγήσω παραπέρα. Στην πραγματικότητα, με αυτά τα «τεχνάσματα του γκρι», γύρευε να δώσει στον εαυτό του, την αίσθηση πως ζούσε και δρούσε, ακόμη, στην Αγγλία. Συχνότατα, στην ελληνική του, ενέτασσε πλήθος αγγλικών λέξεων, όχι τόσο από συνήθεια, όσο από αήθεια, πράγμα που συνοδεύει συχνά- με τον τρόπο που το θράσος, κάποτε, συνοδεύει τους καινοτόμους- τους ηλίθιους. Έτσι, ενώ κατηγορούσε τους αριστερούς για αντιδραστικότητα, ο ίδιος, γύρευε πάντα, η δουλειά του να έχει κάποιο impact. Η αμηχανία που προσωπικά μου προκαλούσε, ήταν τέτοια που, κάποιες φορές, μέχρι να συνειδητοποιούσα τις εκάστοτε ξενικές παρεμβολές, μου ερχόταν  να δακρύσω, θαυμάζοντας την ταπείνωση που του απέδιδα, αφού νόμιζα πως αποζητούσε να μου εξομολογηθεί, ο,τι εγώ, μέσα στη λεξιλογική μου σκότιση, εκλάμβανα ως οδύνη, κάποιας  σεξουαλικής του ανικανότητας.
  

Ακριβώς επειδή  η επισήμανση του Maxwell ισχύει, ο άνθρωπος μας, αποσαφηνίζεται γιατί ισχυριζόμαστε ότι- όπως οι περισσότεροι του είδους του- ήταν ο κομπογιαννίτης της εποχής μας ∙ η πληρέστερη ενσάρκωση, της δεισιδαιμονίας του ορθολογισμού. Οι εντελώς αριθμητικές προσεγγίσεις που δίδασκε σε αυτά τα εκ προοιμίου «καμένα» χαρτιά- στους φοιτητίσκους των κολεγίων κτλ-προσπαθούσαν απεγνωσμένα, το πλησίασμα του ανθρώπινου πλάσματος με έναν τρόπο, τέτοιον όπως και τον χαρακτηρίσαμε: αριθμητικό- ακριβώς, επειδή δεν μπορούσε να ήταν ούτε καν, έστω, μετρίως μαθηματικός. Λοιπόν, για εκείνον- και τη λοιπή βλακώδη φάρα του ανά την υφήλιο- ο άνθρωπος ήταν ένας «όρος» τόσο απρόσωπος, που δεν ίσχυε ούτε το πασίγνωστο «τηρουμένων των αναλογιών» ∙ ένας όρος από εκείνους που περιγράφει ο επιστήμονας που σας είπα. Όμως, πραγματικά, δεν έχω καμία όρεξη, να σας πω τίποτα παραπάνω επ’ αυτών.
Ωστόσο, μια φορά- και ετούτο το περιστατικό, είναι χαρακτηριστικό της νοσηρότητας του- εξευτελίστηκε σε τέτοιο βαθμό που κόντεψε να ιαθεί. Ήτανε καλοκαίρι, από εκείνα τα υπέροχα της Ελλάδας, και τα φριχτά των Αθηνών, που χρειάστηκε να μπει σε κάποιο ταξί. Ο οδηγός, εξαιρετικά οξύς στην ευφυΐα του, και ακραία αγανακτισμένος από την αναδουλειά και το λιοπύρι, αποφάσισε να βγάλει το άχτι του σε αυτή την αρσενική κυρία∙ τον καθηγητή μας. Τον είχε, φυσικά, αναγνωρίσει. Κατέβασε τις ασφάλειες, το σανίδωσε και άρχισε να τρέχει στους δρόμους της πρωτεύουσας με τον κύριο καθηγητή, στον οποίον κοιτώντας, εξεπιτούτου, κωμικοτραγικά αγριεμένος  από τον μεσαίο καθρέφτη, απήγγειλε, μισό άγρια, μισό κλαμένα:
«Μα πού, μα πού
Να βρίσκαμε τη δύναμη να τραγουδούμε
Βλέποντας τους νεκρούς παρατημένους στις πλατείες
Και με το πόδι, στις καρδιές μας, των εχθρών!»
Αφήσατε με, να σας εκφράσω την απορία μου, γύρω απ’ το πώς καταντήσαμε, η ποίηση να διδάσκεται από μικρο- ή, μέγα- ή, μέσο- αστικούς ευνούχους και παρευθύς θα συνεχίσω: Δωσ’ του να ‘χει,  λοιπόν, κύκλους στους δρόμους. Και ξανά τους στίχους και μαζί, κύκλους και κύκλους και μια συχνότητα που δεν μετέδιδε τίποτα άλλο από παράσιτα που καθώς είχε την ένταση ανεβασμένη στη διαπασών, από την μία τρομοκρατούσε τον καλό μας μέτοικο και από την άλλη, ερέθιζε ακόμη περισσότερο τον ταξιτζή, εις βάρος του πρώτου. Μετά από περίπου δέκα λεπτά, σταμάτησε απότομα, κοντά στις εκβολές του Κηφισού προς το Μοσχάτο.


-Αδελφέ μου, του είπε, ξεκίνησε πόλεμος!
Η πειστικότητα του ήταν τέτοια, όση και η έλλειψη οξυδέρκειας του καθηγητή ιδεών και ιστορίας και, τα νεύρα του δεύτερου, τόσο εμφανώς εξαντλημένα, που η απουσία ταλέντου του, εκείνη τη στιγμή, ίσως και να μην ενοχλούσε τόσο. Κιτρίνισε.
-Τι είναι πόλεμος; Ρώτησε με τον πιο βλαμμένο τρόπο. Και δυστυχώς, δεν έκοψε, στον ιδιοφυέστατο κατά τα άλλα οδηγό να απαντήσει πως είναι η κατάσταση στην οποία οι… όροι-καταλαβαίνεται πού το πάω- ξαναγίνονται ανθρώπινοι.
  
Ο οδηγός, σε ένα πραγματικό γύρω θριάμβου της υποκριτικής του, απάντησε βουρκώνοντας:
-Πόλεμος αδελφέ. Οι Τούρκοι, ζήτησαν η Αθήνα να εκκενωθεί εντός δύο ημερών. Όσοι απομείνουν, θα πρέπει να δεχτούν να γίνουν ή τούρκοι, ή ευρωπαίοι πολίτες. Το δε ελληνικό κράτος, περιορίζεται αυστηρά,  στις ακτές της Χίου.
-Άρα, υπάρχει ελπίδα!
Ο ήχος των παρασίτων, κόντευε να τους σπάσει τα μηνίγγια, τα οποία, στην περίπτωση του καθηγητή μας, ούτως ή άλλως δεν θα τη γλύτωναν, εφόσον, έπειτα από αυτή τη ορθολογική διάγνωση περί ελπίδας, δέχτηκε έναν ισχυρό κόλαφο από την ιδρωμένη παλάμη του «απαίσιου»- τουλάχιστον, έτσι τον χαρακτήρισε παραπονεμένος- ταξιτζή, που έσπευσε να τραβήξει στα άκρα την φάρσα:
-Συγχώρεσε με αδελφέ. Είναι ο πανικός.  Ο φτωχός μας «μέτοικος όρος», έτρεμε, ίδρωνε και κιτρίνιζε, όχι τόσο γιατί είχε πιστέψει εκατό τοις εκατό όσα του είχε πει, αλλά γιατί δεν ήξερε πώς να αντιδράσει στο αστραφτερό βλέμμα του οδηγού, που αν δεν τραβιόταν προς τα εμπρός, θα δεχόταν όλο τον εμετό του δυστυχή φοβισμένου ανδρείκελου.  Οργισμένος, τον έβγαλε και τον πέταξε στο πεζοδρόμιο δίπλα από το ποτάμι. Έφυγε.
-γ-

Το χειρότερο όμως, έμελλε να ακολουθήσει. Ο Καταπιεσμένος χαρακτήρας του και η ήδη διαταραγμένη νευρολογία του, τον έκαναν πότε έναν γλοιώδη ερωτύλο και πότε ένα απόμακρο φοβικό χαρακτήρα που παρερμήνευε τα πάντα. Έτσι και τώρα, του είχε καρφωθεί η ιδέα πως όλο αυτό που είχε περάσει, ήταν μια φάρσα στημένη από τους σπουδαστές του. Όπως και να χε, και οι τελευταίες του αντοχές, εξέλειπαν. Απομονώθηκε. Αρνήθηκε να ξαναπαρουσιαστεί στο κολέγιο και μάλιστα, θεωρούσε ιδιαίτερα μεγάλη συμφορά, ότι ήδη, μια μαθήτρια του, που τύγχανε να είναι εμπνευσμένη από την ίδια επιφανειακότητα, είχε μετακομίσει κοντά του, πρωτίστως, νομίζω, γιατί για όλους τους απρόσωπους χαρακτήρες, είναι πανεύκολο να βρεθεί ένας ερωτικός σύντροφος.  Οι κρυμμένες αδυναμίες, ο άλλος εαυτός, η μετριότητα, τρομάζουν αυτούς τους ανθρώπους που, καταντούν ακοινώνητοι, απουσιάζοντας από την ύπαρξη τους, για τους ίδιους λόγους που
«… έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά…»

Λέω, φυσικά εκείνος ο διάσημος ηγεμών…
Όπως και να χει, πολύ γρήγορα, έφτασε σε τέτοια κατάσταση, που περπατούσε στο σπίτι του, βγάζοντας μικρές αστείες κραυγούλες: «Ιέ! Ιά! Σχολή της Ιένα!». Έξω, κάπως έλεγχε τον εαυτό του. Άλλωστε, για ελάχιστες στιγμές έβγαινε, και αυτές, την πρώτη εβδομάδα οπότε, είχε ακόμη το αίσθημα της αυτοσυντήρησης.
  

Μετά από λίγες ημέρες, είχε τρελαθεί εντελώς. Φορούσε μόνο τα παπούτσια που είχε η μητέρα του κατά το τέλος της ζωής της. Μόνο αυτά και την πολυθρόνα είχε κρατήσει από εκείνη- και κάτι βλακώδεις αναμνήσεις και σκέψεις πάνω στη ζωή της, που πίστευε πως τα είχε κάνει ποίηματα. Φορούσε μόνο αυτά τα άθλια γεροντίστικα παπούτσια και κατά τα άλλα, γυμνός ∙ έστεκε οκλαδόν ενώπιον της μισητής, παλιάς πολυθρόνας και μονολογούσε με μακρόσυρτες κραυγές που σίγησαν σύντομα.
  
Όμως εγώ, δεν μπορώ να πω ότι είχε τρελαθεί ∙ ή, τότε, η τρέλα, δεν είναι παρά μια κατάσταση στην οποία υπάρχεις εισπνέοντας, και όχι εκπνέοντας. Θέλω να πω, σκάζοντας, δίχως να προφταίνεις να εκφράσεις και λίγο την ύπαρξη σου σαν εαυτό. Πρέπει δε, να προσθέσω, πως πάντοτε μου φαινόταν περίεργο, όταν άνθρωποι που τα λογικά τους έπνεαν τα λοίσθια, κατόρθωναν να κάνουν έναν τέλειο κόμπο, που θα άντεχε το κουφάρι τους κρεμασμένο,  από μια θέση τόσο καλοδιαλεγμένη –και θεαματική- όσο το μπράτσο της τέντας του μπαλκονιού τους.
  
(Ξέρετε ότι μετά τον απαγχονισμό, μέσα στα υπόλοιπα υγρά που αποβάλλονται από το σώμα, είναι και το σπέρμα;  Τέλος πάντων ∙ τέλος πάντων!)
  
Ξημέρωνε. Το κουφάρι του ήταν κρεμασμένο από το μπαλκόνι με τον τρόπο που ήδη σας ανέφερα. Γυμνό ∙ να στάζει.  Με τα πασουμάκια της μακαρίτισσας. Ακριβώς κάτω, τα σκουπίδια. Λίγες μέρες μετά -σήμερα-  αφού άδειασαν το σπίτι, πέταξαν εκεί την πολυθρόνα και, για εμένα τουλάχιστον, που ήξερα ότι απάνω σε αυτή, σε μια στιγμή σεξιστικής μανίας του πατέρα του, είχε συλληφθεί από έναν περιστασιακό βιασμό, ήτανε αλγεινό,  να τη βλέπω στα σκουπίδια,  να περνούν και να την κατουράνε τα αδέσποτα, προσπαθώντας να συγκρατώ κατά νου, ότι δεν είναι λιγότερες οι φορές, που, η τυχαιότητα της ηδονής, είχε γεννήσει την Οσιότητα.
Ο Χρίστος Κρεμνιώτης έχει γράψει τις ποιητικές συλλογές "Ώριμο σπέρμα" (Πλανόδιον, 2008) & "Εφηβεία του μπλε" (Οδός Πανός, 2009). Επίσης έχει κάνεις τις μεταφράσεις "Οι γίγαντες του βουνού" (Λουίτζι Πιραντέλλο - Ηριδανός, 2011) & "Μεταμορφώσεις" (Ανθολογία ξένης ποίησης - Βακχικόν, 2011).