Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 15

Η προφητεία του Γιώργου Χειμωνά

του Απόστολου Θηβαίου

Η πράξη και ο λόγος. Οι δυο βασικές μορφές της έκφρασης, οι δυο βασικοί πόλοι της δημιουργίας. Η ανάγκη για τη δημιουργία, ο λόγος που σχηματοποιεί τις αιτίες και τα κίνητρα. Η πράξη δεσπόζει από το σημείο εκείνο, στο οποίο ο λόγος τελειώνει. Με την εξάντληση των λέξεων, ακόμα και των σημείων της στίξεως που κουβαλούν το ανείπωτο, εκείνο που εννοείται και πάντα δεσπόζει, η πράξη συνιστά το μόνο μέσο. Ένας άνθρωπος φέρει μια βαριά, σκληρή αρρώστια. Νοσηλεύεται σε ένα δωμάτιο γαλάζιο. Υπάρχουν σημεία όπου το χρώμα τελειώνει και έτσι όπως ξεθωριάζει, αρχίζει και διαφαίνεται ένα κάτασπρο μεσημεριού, παλιό που κρύβεται πίσω από μεγάλα κομμάτια χρώματος. Εκείνος ο άνδρας δεν μιλά πια. Κινεί τα μάτια του προς τις αμέτρητες κατευθύνσεις. Ο άνθρωπος αυτός αρθρώνει ένα σιωπηρό λόγο, εκείνος αναδύεται από τα μάτια. Υπάρχουν άνθρωποι που μιλούν και έπειτα πεθαίνουν και ο θάνατος έρχεται πάντα μέσα από τις απορίες του προσώπου έτσι όπως σφηνώνεται στα όρια των προσώπων.

Ο Γιώργος Χειμωνάς φθάνει το λόγο στο όριο. Για το Θεσσαλό δημιουργό ο λόγος δεν αποτελεί παρά ένα από τα ακρωτηριασμένα μέλη των πράξεων. Με μια προφορική προοπτική, προσδίδει σε τούτη τη λειτουργία μια βιωματική αίσθηση, ικανή να διαψεύσει το τέλος της προσδιορισμένης έκτασής του. Δεν πρόκειται για ένα λόγο αντιληπτό με τρόπο διανοητικό. Ο μελετητής χρησιμοποιεί το λόγο για να ανιχνεύσει τα όρια των ανθρώπινων συναισθημάτων. Ύστερα τα νοήματα παραμορφώνονται, το βίωμα της συνείδησης ανέρχεται σε ένα άλλο επίπεδο. Ο φόβος, η λύπη, ο πανικός της πραγματικότητας που είναι τόσο απρόσμενα αληθινή, ανασύρονται από τις αθέατες καταβολές της ψυχής. Εκείνη δεν φέρει παρά τούτα τα τρομερά χαρακτηριστικά. Ο συγγραφέας μετατρέπεται σε σηματωρό μηνυμάτων, τόσο αδιάλλακτα ανθρωποκεντρικών, ώστε η γνώση τους να διαταράσσει την ψευδή ισορροπία των ανθρώπων. Οι εικόνες διασπώνται και έπειτα εναλλάσσονται με μια φρενήρη ταχύτητα. Το απόσταγμα μιας διύλισης σε ενδότερα επίπεδα δεν είναι άλλο από την αποκάλυψη των πιο διαχρονικών αξιών. Για το Χειμωνά η λύπη είναι ένα αξίωμα, ο φόβος ένα ισχυρό κίνητρο για την κατανόηση του εαυτού. Αυτός είναι ο αόρατος εχθρός του «Γιατρού Ινεότης», η θολή, αρχική απειλή εκείνου του νέου που φέρει το όνομα του τυράννου. Ένας ακαθόριστος τρόμος που κάποτε θα ανακτήσει τη συγκεκριμένη μορφή του θανάτου. Τώρα που εκείνος πέθανε, η απειλή που περιφερόταν στο δάπεδο σαν ερπετό, αποκτά την όψη ενός φόβου. Εκείνο το ζώο έχει ένα χρώμα πράσινο, σαν λήθη. Εκείνοι που συντροφεύουν τη σωρό, ανέχονται την παρουσία του. Το ερπετό κινείται αργά, τρέφεται από τις όρθιες λύπες. Σε λίγο θα ανέλθει στο σώμα του άνδρα. Οι υπόλοιποι θα μαρτυρήσουν τη γεωμετρία του προσώπου, καθώς καταργείται. Η καταστροφή ξεκινά από τις οπές των ματιών. Έτσι τελειώνει η γνώση της μνήμης που είναι η τελειωτική και ολοκληρωμένη φόρμα της ψυχής. Το γαλάζιο του θαλάμου έχει απωλέσει τώρα το αρχικό του βάθος και το σκοτάδι αποκτά παράξενους ιριδισμούς. Ο χρόνος εισέρχεται στην εποχή των σκιών. Ο ορίζοντας των βουβών πραγμάτων τώρα αποκτά μια απαράμιλλη πλαστικότητα. Η εικόνα και η πράξη της σκιάς. Ο μυστικός λόγος των πραγμάτων.

Ο Γ. Χειμωνάς διογκώνει τις διαστάσεις του χρόνου και τον καταργεί. Η στιγμή αναγνωρίζεται ως το μόνο υπόλειμμα ενός χρόνου παλιού. Το έργο εκείνου που θέλησε κάποτε να γίνει ο «βασιλιάς της Καρθαγένης», είναι μια συνέχεια. Αδιαίρετη. «Οι άνθρωποι», λέει ο ίδιος. «είναι η συνέχεια των ανθρώπων.» Αυτή τη συνέχεια προτείνει και τιμά ο συγγραφέας σε ολόκληρη την έκταση της εργογραφίας του. Η μόνιμη σύγκρουση της δισυπόστατης, ανθρώπινης ύπαρξης, η επισήμανση του εαυτού, ο αντικατοπτρισμός των ενδόμυχων τρόμων σε εκείνον που δεν έχει φύλλο και γένος και δεν κατάγεται από τίποτα και κανέναν. Ο Χειμωνάς μιλά για μια αρχέγονη ύπαρξη. Η εξέλιξή της, ο άνθρωπος που κρατά ακόμα τα εκπληκτικά χαρακτηριστικά ενός ενιαίου παρελθόντος. «Όλοι στάθηκαν γύρω από το φέρετρο. Ήταν φτιαγμένο από ένα υπέροχο ξύλο. Εκείνοι που γνωρίζουν λένε πως μονάχα την άνοιξη μπορεί να δώσει ο τεχνίτης στο υλικό τις γραμμές που επιθυμεί. Ο θάνατος είναι μια διαδικασία αφαιρετική και απρόσμενη. Ο ασάλευτος άνθρωπος, γυμνός από ψυχή και επιθυμίες. Η αίθουσα της έκθεσης της σωρού, είναι μια σάλα παλιά ενός σπιτιού αρχοντικού, με πορφυρές κουρτίνες από ταφτά. Οι αυστηροί πολυούχοι στις κορνίζες, οι προγονικές μορφές που επιβεβαίωσαν την υποψιαζόμενη βεβαιότητα. Ο νεκρός κρατά τα χέρια του σφιχτά. Εκείνα εξέχουν του σώματος. Οι ακρωτηριασμένες ελπίδες στοιβαγμένες στα πόδια του άνδρα, εκπνέουν τη θέρμη της υπάρξεώς τους. Οι γραμμές από τις φλέβες απλώνονται στο σανιδένιο πάτωμα, εξελίσσονται σε εκείνες των προσώπων και των αντικειμένων. Η Ηλέκτρα, με τη χάρη των είκοσι χρόνων συνομιλεί με τα πουλιά που κουβαλούν τις εποχές στις ηπείρους των συρμάτων και έπειτα όταν θα απλώσουν το πέταγμά τους, εκείνα μοιάζουν σκισμένα, σαν χέρια ενός ηλικιωμένου που είναι οργωμένα από τα άγρια, βαριά άροτρα. Δεν υπάρχει κανείς να θριαμβεύσει πέρα από τη νύχτα με τις δειλές, μυστικές λατρείες.»

Το ταξίδι που προτείνει ο Χειμωνάς, συνιστά ένα οδοιπορικό αυτογνωσίας. Δεν υφίσταται η προφανής λύση, ούτε το αποτέλεσμα μιας τέτοιας διαδικασίας. Η καταδίκη του ανθρώπου συνίσταται στην αιώνια αγωνία του. Η μεγαλειώδης αισιοδοξία του πόνου κάποτε θα κυριαρχήσει. Ο άνθρωπος θα εντοπίσει και πάλι την αρχέγονη αίσθηση. Θα επικαλεστεί τη φιλοσοφία των θηρίων για να επιβιώσει και κάθε παράγωγο της νόησης και της συνείδησης θα κηρυχθεί τότε ως έκπτωτο.

«Όταν εκείνοι έγδυσαν το σώμα μοίρασαν τα ιμάτια στους συγγενείς και τους οικείους. Κάποιος πήρε το πανωφόρι, ένας άλλος, που φώναζε και ασχημονούσε καθόλη της διάρκεια της τελετής, το κράτησε σφιχτά στα χέρια που έμοιαζαν και εκείνα, ίσως περισσότερα σφιγμένα και γερά, σαν σώματα ερωτευμένα και αχώριστα. Ένας άνθρωπος με ένα  φαγωμένο πρόσωπο ζήτησε την άδεια για να κρατήσει τα μάτια, δήλωσε λάτρης των εικόνων και γρήγορα έδειξε τη χαρά του καθώς κοιτούσε μέσα από τα νεκρά καλειδοσκόπια. Τέλος κανείς δεν απαίτησε την απόκτηση της συνείδησης, εκείνη κουλουριάστηκε στα μεταλλικά πόδια του κρεβατιού, γύρω της λύσσαγαν σκυλιά με αφρισμένα στόματα οι φόβοι και οι τύψεις. Έπειτα οι τελευταίοι από το γένος των ανθρώπων απομακρύνθηκαν. Η συνείδηση στάθηκε όρθια και από τη μια της πλευρά είχε την όψη μιας επικίνδυνης λάμας, ματωμένης. Το τελευταίο αμάρτημα της συνείδησης. Τώρα, όπου και αν σταθείς οι άνθρωποι γύρω φέρουν τα σημάδια από τις πτώσεις και τις ήττες της συνείδησης. Οι συγγενείς τώρα απομακρύνονται βιαστικά. Η βρώμικη συνήθειά τους, συλεί την αυτοκρατορική όψη της απώλειας.»

Ο Γιώργος Χειμωνάς, επηρεασμένος βαθιά από το έργο του Σολωμού, αλλά και τη λαϊκή ματιά του Παπαδιαμάντη, πλάθει ένα ψυχογράφημα, ικανό να περιγράψει τον άνθρωπο, αλλά και να αυτοπαρουσιαστεί σαν μια ανεξάρτητη συνέχεια κάποιας μυστικής, δαιμονικής γλώσσας. Το στοιχείο της συγκίνησης, της υποκειμενικότητας, που συχνά αποσπά τον αναγνώστη από τον ορισμένο μίτο της ιστορίας και τον εντάσσει στα πιο βαθιά, τα ναρκοθετημένα, ψυχικά βάραθρα του συγγραφέα. Το μέγεθος της συγκίνησης, η επίμονη υπερβολή ρεαλιστικών μορφών και πραγμάτων , η αντίθεση, ως ενυπάρχον στοιχείο στον άνθρωπο, όλα τούτα διαγράφουν το τοπίο Χειμωνά στη νεοελληνική πεζογραφία. Ο αινιγματικός Θεσσαλός, κατευθύνει τους μύστες του στα υπόγεια δώματα. Εκεί όλοι μοιάζουν με παλιούς, γνώριμους ανθρώπους. Μα, καθώς ο Διονύσης Φωτόπουλος περιγράφει και σχηματοποιεί, εκείνα τα ομοιώματα στερούνται των ήρεμων προσώπων, η ένταση των εποχών και των αιώνων αποτυπώνεται στα μισάνοιχτα στόματα, τα μάτια που είναι τραβηγμένα και μετρούν την ηλικία του ορίζοντα, τα γερμένα σώματα. Ο Γιώργος Χειμωνάς κατευθύνει το λόγο στο οριακό τέλος του. Μαζί και τον άνθρωπο. Ο λόγος που τελειώνει και οι άνθρωποι που μεταβάλλονται σε είδωλα, εμπρός στις παραμορφώσεις ενός καθρέφτη που θυμίζει και ονομάζεται χρόνος. Η λογοτεχνία του συνιστά μια φιλοσοφημένη, ανθρωπολογική τέχνη, βαθιά ανθρώπινη, σχεδόν ιερή. Παρά την επισήμανσή του ο συγγραφέας μιλά για όλους εκείνους που έχουν την ίδια φωνή και πάντα θα μιλούν με μια ίδια διάλεκτο μέσα από τα σφιγμένα στόματα. «Πόσος χρόνος πέρασε από το νερό;»,αναρωτιέται ο Γ.Χ. και θρηνεί, με πάθος ανθρώπινο, το τέλος του χρόνου και το τέλος των ανθρώπων. Ίσως και να πρόκειται για προφητεία.