Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 15

Κείμενο : Εξ αφορμής

της Αναστασίας Γκίτση

Η αλμύρα σταλάζει ακόμη στο μικρό δάκτυλο του δεξιού ποδιού. Απορροφάται από την φθινοπωρινή επαγρύπνηση η αυγουστιάτικη ραστώνη της αμμούδας και όσο το χέρι μου επιμένει ακόμη, αποκομμένο σχεδόν από το υπόλοιπο σώμα, να πετάει βοτσαλάκια στην επιφάνεια της θάλασσας άλλο τόσο το βλέμμα διαχέεται σ’έναν ορίζοντα που πια δεν χωρίζει τα πάνω σε κάτω, αλλά τα πριν σε μετά. Λόγια που βουίζουν, άγριες μέλισσες καταμεσής της σκέψης, που φωνή δεν γίνονται, έτσι είναι η στιγμή. Έτσι και ο χρόνος, έτσι και ο χώρος, πέρα μακριά από τα βότσαλα και τις απαστράπτουσες ασημίζουσες ενάλιες συγκινήσεις.

«Τα λόγια έχω γράψει,
Που τόσο καιρόν δεν μπορούσα να πω.
Αμβλύς πόνος στο κεφάλι μου
Παράξενα βουβαίνεται το σώμα μου»

Σκιά άφωνη που περιφέρεται στο πίσω μέρος του αυγουστιάτικου φεγγαριού, στο κεφαλαίο σίγμα του φθινοπωρινού Σεπτέμβρη, στο εκλιπόν μι του Οκτώβρη. Χαραυγή που φέρνει στο άνοιγμα του ουρανού αλλοτινές σκιές καλοκαιριού κι έναν χειμώνα που μας βρίσκει αποχαυνωμένους από ό,τι προσπαθήσαμε να λησμονήσουμε τους παρέρχοντες μήνες, τα παρελθόντα έτη. Μια πατρίδα δίχως σκιά, παραδομένη σαν φύκι στο άγειν και φέρειν του κύματος που δεν ορίζει η ίδια της η θάλασσα∙ κι ο βυθός, πιο μακρινός παρά ποτέ, επιφάνεια δεν ορίζει, μήτε γνωρίζει.

«Τώρα όλα είναι ρημαγμένα, σκισμένα
Κοίτα πώς βιαστικά περνάει ο θάνατος εμπρός
Η μελαγχολία μας σακάτεψε τα πάντα»

Το είπε, ναι το είπε η Ρωσίδα αγία και πόρνη που έβλεπε την χώρα της αιμόφυρτη να πορεύεται στην κατωφέρεια της ιστορίας. Το είπε η Άννα Πασών των Ρωσιών που σύρθηκε ανάμεσα σε αναγνώριση κι αφάνεια από τους γνωστούς του κράτους. Το είπε όπως το λένε οι ποιητές που μέσα στο ρήμαγμα και στο σκίσιμο τρέχουν με το λευκό καταϊδρωμένο πανί να σκουπίσουν πληγές και λάσπες, που στο σκοτάδι το αιώνιο κρατούν το κερί της λιγοστής φλόγας, που μπροστά στην πόρτα του εγκαταλελειμμένου πύργου επιμένουν να ματώνουν την γροθιά χτυπώντας να ανοίξει.

«Η μελαγχολία μας σακάτεψε τα πάντα
Μα υπάρχει ακόμα φως.»


Μια πατρίδα άκληρη και ένας λαός ορφανός ιδανικών και υγιούς παρακαταθήκης, γυμνός πρωτόπλαστος αποβαίνει, με μόνη δύναμη τη λογική να μην ξανακυλήσει σε τρυφηλές επιρροές και επίκτητες παθογένειες. Να συνεχίσει να ατενίζει το σκότος με την βαθιά εκείνη πεποίθηση πως ένα φανάρι αρκεί όχι για να φωτίσει την νυχτιά αλλά για ν’αναγνωρίσει τον άλλον περιπλανώμενο φέροντα λύχνο και τον επόμενο και τον μεθεπόμενο φωτίζοντας ολοένα πιο έντονα τον χώρο  γύρω τους κι ας που φαίνεται αφιλόξενος και κατεστραμμένος.

Είχα θυμάμαι, πάντοτε ένα φαναράκι τέτοιο για την μελαγχολία, κόκκινη στιγμή σε ασπρόμαυρο τοπίο σακατεμένο από την μελαγχολία του κόσμου.  Θυμάμαι είχα, ναι είχα…