Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 15

Διεκδικήσεις : Τα σφραγισμένα παράθυρα

της Ανίσσας Χασίμ

Το σπίτι της Α ήταν από τα πρώτα σπίτια της οδού Φυλής. Το κτίριο, μια παλιά μονοκατοικία με μπορντό σφαλισμένα παράθυρα, κι ένα κόκκινο ανθισμένο γεράνι στο πρώτο σκαλί της εισόδου. Από τη μισάνοιχτη πόρτα μπορούσες να διακρίνεις ένα μακρύ διάδρομο με δύο πολυκαιρισμένες απλίκες, δεξιά κι αριστερά στους τοίχους, και στο τέλος του μια μικρή μεσαυλή με ένα παλιό τραπέζι και τρεις καρέκλες καφενείου, μια για την Α κι από μια για το κάθε κορίτσι που είχε στο σπίτι. Σε αντίθεση με το πολλά υποσχόμενο μισοσκόταδο που βασίλευε σε όλα τα υπόλοιπα μέρη του ζωντανού αυτού σπιτιού, η ταπεινή αυτή μεσαυλή ήταν πάντα λουσμένη σ΄ ένα μεγαλόπρεπο εκτυφλωτικό, διάφανο φως. Διάφανο, γιατί δεν ήταν ούτε το χρυσό του πρωινού, ούτε το βαθύ πορτοκαλί που έχουν τα απογεύματα του φθινοπώρου, δεν ήταν όμως ούτε το λευκό της μετάνοιας.

Η Α καθόταν εκεί με τις ώρες και θυμόταν την πρώτη φορά που πάτησε το πόδι της σ’ αυτό το σπίτι. Ήταν εικοσιδύο χρονών, ούτε πολύ ψηλή, ούτε πολύ κοντή, είχε μαύρα σπαστά μαλλιά και λευκή επιδερμίδα. Στην αρχή δεν σου πολυγέμιζε το μάτι ότι θα τα κατάφερνε στη δουλειά. Τότε η Κυρία του σπιτιού την είχε κρατήσει για δύο βδομάδες δοκιμαστικά, μέχρι να βεβαιωθεί ότι θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στις σύνθετες ανάγκες του επαγγέλματος. Προς μεγάλη έκπληξη των υπολοίπων κοριτσιών, πέντε στον αριθμό, μετά από μόλις μια βδομάδα είχε αποκτήσει δική της πελατεία που ερχόταν ειδικά για ’κείνη, και την ήξερε και με το όνομα της. Η Α ήξερε ότι η οδός Φυλής ήταν δύσκολος δρόμος, συχνά έπρεπε να δεχτείς και μεθυσμένους και σακάτηδες, κι ακόμα χειρότερα μικρά παιδιά που τα έφερναν με το ζόρι οι πατεράδες τους. Είχε όμως τον τρόπο της με τον καθένα, κι έτσι κατάφερνε μετά από λίγο να την θυμούνται όλοι με αγάπη.

Μόνο ένα φεγγάρι, μετά από δύο – τρία χρόνια στη δουλειά, είχε χάσει για ένα μικρό διάστημα τη φόρμα της. Ήταν τότε που είχε ερωτευτεί εκείνο το γείτονα, που έβλεπε κάθε μέρα στο απέναντι παράθυρο. Αρχικά είχε μαγευτεί από τα πόδια του, δεν ήταν πολύ ψηλός αλλά είχε πολύ γερά πόδια. Μετά, ένα πρωί τον είχε δει από τη μέση και πάνω, ήταν πάντα τέτοια η οπτική γωνία που μπορούσε να βλέπει κάθε φορά μόνο ένα μέρος του σώματος του. Τα απογεύματα που δεν είχε πολύ δουλειά καθόταν στο περβάζι του παραθύρου και τον παρακολουθούσε, άλλοτε να γράφει στην παλιά του γραφομηχανή κι άλλοτε να διαβάζει ένα από ’κείνα τα βαριά βιβλία που φύλαγε δίπλα στο κρεβάτι του.

Ένα βράδυ τον είδε να φοράει ένα παντελόνι κι ένα πουκάμισο, να βγαίνει στο δρόμο και να έρχεται προς το σπίτι. Ανέβηκε το μεγάλο σκαλοπάτι της εισόδου, πέρασε τον μισοσκότεινο διάδρομο και στάθηκε μπροστά στην Κυρία. Θέλεις από τύχη, θέλεις από μοίρα η Α ήταν το μοναδικό από τα κορίτσια του σπιτιού που δεν είχε πελάτη. Ο άντρας την επισκέπτονταν πλέον τακτικά, τουλάχιστον μια – δυο φορές την εβδομάδα. Όλα έμοιαζαν τρομακτικά φυσικά, σαν να επρόκειτο να γίνουν έτσι κι αλλιώς κι απλώς τώρα είχε φτάσει η κατάλληλη στιγμή. Ερχόταν πάντα την ίδια ώρα και πήγαινε κατευθείαν στο δωμάτιο της χωρίς να μιλήσει σε κανέναν. Συνήθως πλήρωνε για όλη τη νύχτα, αλλά έφευγε μόλις οι πρώτες αχτίνες του ήλιου περνούσαν από το ανοιχτό παράθυρο. Μερικές φορές για να τον ξεγελάσει και να μείνει παραπάνω, η Α έκλεινε το παράθυρο από νωρίς και το ξανάνοιγε μόνο αφού είχε φύγει.

Ήταν αρχές φθινοπώρου, πάνω – κάτω η ίδια εποχή με τώρα, όταν εξαφανίστηκε από τη γειτονιά. Στην αρχή έγινε μεγάλο σούσουρο, μερικοί είπαν ότι ήταν ναυτικός κι άλλοι ότι τον είδαν να τον μαζεύει η αστυνομία, υπήρχαν και κάποιοι τρίτοι που ορκίζονταν ότι δεν τον είχαν δει ποτέ. Η ζωή της Α δεν άργησε πολύ να ξαναβρεί την συνηθισμένη της ρουτίνα, και ο δρόμος της οδού Φυλής ξέχασε πολύ γρήγορα τον άντρα με τα δυνατά πόδια. Το μόνο που ίσως έμεινε να θυμίζει την ασήμαντη ιστορία του ήταν το μπροστινό δεξί παράθυρο του σπιτιού, που από ’κείνο το Σεπτέμβρη έμεινε σφραγισμένο. Σαν μια μικρή ένδειξη συμπόνοιας τα κορίτσια της περιοχής άρχισαν ένα – ένα να κλείνουν τα παράθυρα τους, έτσι που ακόμα και σήμερα τα παιδιά που τυχαίνει να περάσουν από μπροστά, αναρωτιούνται ποια να είναι τα μυστικά που κρύβουν τα «κόκκινα σπίτια».