Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 15

Δαίμονας χωρίς ταυτότητα, ιστορίες

της Άτης Σολέρτη

Άδειος, κενός, δειλός, αδρανής, πλήρως υποταγμένος στο δαίμονά του ... έριξε το βλέμμα του στο πλήθος ελπίζοντας να γίνει οιστρηλάτης μιας μύχιας λαίλαπας οραμάτων που έθρεφε το πνεύμα του. Παρατηρούσε...

Τα λευκά πόδια, τα γαλάζια μάτια, τα κόκκινα μαλλιά, τα μαύρα δάχτυλα μιας μικρούλας νέγρας, τα κίτρινα ψίχουλα που έτρωγαν τα περιστέρια (πόσο τα ζήλευε!...για τα φτερά τους που δεν ήταν κέρινα!), τα γκρίζα γένια, τα ροζ μάγουλα, τα ρυτιδιασμένα χέρια, τις κόκκινες καρδιές.

Ένα ερωτευμένο ζευγάρι κάθισε ακριβώς δίπλα του. Παραλίγο να καθίσει ακριβώς πάνω του. Μάλλον δεν τον είχε προσέξει.   (Τραγική ειρωνεία στ’ αλήθεια! Αυτός πρόσεχε τα πάντα ..., τους πάντες ... κι αυτόν ... ίσως κανένας).
Μιλούσαν τόσο τρυφερά μεταξύ τους! Ήταν πράγματι τόσο ερωτευμένοι όσο έδειχναν. Άλλο τόσο ερωτευμένος ήταν κι αυτός με τα δημιουργήματα της φαντασίας του. Τα ποιήματά του. Τις δαιμονικά υποβαλλόμενες ιδέες που κρατούσαν ερμητικά κλεισμένα το νου και την ψυχή του στο γυάλινο τάφο του.
Βυθισμένος σε ανερμάτιστες σκέψεις, ψάχνει μιαν... αλήθεια. Την αλήθεια που κοιμάται τον αέναο ύπνο κάτω απ’ την ποδιά της άγνοιας, πάνω απ’ τα πέπλα του σκότους.
''Ξύπνα τη, δειλέ! Ξύπνα τη!'' τον παρακινούσε η φωνή μέσα του.
Ναι είμαι ...δειλός. Για όλα κι απέναντι σε όλα.
Κι αν στις κρυψώνες της μνήμης μου, αχνοφέγγουν ακόμα άνοιξης όνειρα αθάνατα, είναι γιατί τρέφονται απ’ αυτή τη δειλία, που γεννάει την άγνοια και το αδιαπέραστο σκότος που χωρίζει το νου και την ψυχή.
Ο χορός της φωτιάς πρόκειται ν’ αρχίσει. Με καλεί για να μου αφήσει τη σφραγίδα της. Αγαπημένη μου φωτιά, αιώνια ερωμένη του δαίμονά μου, δε θα σε σβήσω έτσι απλά ... χωρίς να καώ.
Όχι! Μη με περιγελάς κι εσύ! Μη με διώχνεις! Μην απομακρύνεις τον ταπεινό δούλο σου! Μην ενδίδεις στα θέλγητρα του ανέμου!

Ένα όνειρο ... έρχεται ... μένει ... χάνεται ... Μένει. Μαζί μ’ αυτό κι ένα συναίσθημα. Λύπης ή Χαράς.
Η αγάπη... έρχεται... και... φεύγει. Κι αν δεν έρθει ποτέ; Κι αν έρθει και δεν τη νιώσεις να σ’ αγγίζει;... Τότε δεν υπήρξε ποτέ.
Ήταν απλά μια ψευδαίσθηση. Μια ονειρική οφθαλμαπάτη.
Ένα ακόμη παιχνίδι της φωτιάς. Μια ζαριά απ’ το χέρι της μοίρας.
Ο σαρκασμός της φύσης! Οδύνη είναι για μένα κάθε μορφή αγάπης! Η αγάπη! Καταστρέφει τα πάντα στο πέρασμά της.
Αυτή γεννά την προδοσία. Λόγια απελπισίας;
-Κι η μητρική αγάπη;
- Αυτή ... τη λέω συμβατική. Είναι αγάπη που οι κανόνες της φύσης σ’ αναγκάζουν να την ασπαστείς. Κάθε μάνα αγαπά το παιδί της γιατί είναι ''δικό της''. ''Δημιούργημά της. Ποίημά της.''
-Όμως... υπάρχει!
-Ναι! Υπάρχει... και γίνεται τρανή... μέσα σε κάθε δαιμονικώς εφησυχασμένη συνείδηση. Υπάρχει!

Η αγάπη του εγωϊσμού, του δόλου, της ευαρέσκειας. Η αγάπη του καταστροφικού και κτητικού έρωτα που μόνο στην αντικειμενοποίηση, και σε μορφές κτηνωδίας οδηγεί ..., δείχνοντας έτσι την αδύναμη υπόστασή του. Η αγάπη της συνήθειας, της αδιαφορίας, του φόβου, του πλουτισμού, του φθόνου, της αλαζονείας, της οργής, της εκδίκησης, του μίσους. Της προδοσίας.
Η αγάπη του συμφέροντος.
Η αγάπη! Ναι! Υπάρχει ... και ντύνεται με τα πολύχρωμα κοστούμια της ίδιας απόχρωσης, ενός τερατόμορφου θιάσου, που σέρνει τη φλεγόμενη άμαξα που το φιλοξενεί, με δυσκολία ..., μέρα με τη μέρα ..., όπως η χελώνα το σιχαμένο καβούκι της, στο διάβα του Χρόνου.
- Κι η ανιδιοτελής αγάπη;
-Υπήρξε. Πήρε τη μορφή ανθρώπινου όντος με ψυχή ζώσα που σε terra incognita, σ’ άγνωστη γη κατέβηκε κι αφέθηκε να τον οδηγήσει και πάλι το χέρι της μοίρας ... Κι εκείνη ... μάντης κακών οιωνών γενόμενη, του γέννησε καινά δαιμόνια που βασάνισαν κάθε αλήθεια που ξεστόμισε, παρακινημένη απ’ την αγάπη. Αγάπησε ... τη συνείδηση στο Καλό και στο Κακό ... κι έκανε τα πάντα για να ισορροπήσει τη μεταξύ τους σχέση. Δε δίστασε, ούτε δείλιασε να δώσει χαριστικά, αλτρουϊστικά τη ψυχή, το σώμα και την καρδιά του για την αλήθεια. Για την αγάπη της αλήθειας της ύπαρξης, κάθε ύπαρξης. Κι έλυσε κάθε δελεαστικό αίνιγμα της πλανεύτρας Σφίγγας. Έτσι την προκάλεσε στο παιχνίδι της ζωής κάθε ύπαρξης... κι αυτή εξοργισμένη, ούσα ηττημένη..., δέχτηκε!
Veritas odium parit. Ναι... πάντα η αλήθεια γεννά το μίσος.
Τον καρπό της εκδίκησης που οδηγεί στην προδοσία.

Κι όλα αυτά για την αγάπη! Για την αγάπη ... μιας αλήθειας! Της αλήθειας! Άλλη μια φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Μας είπε πως η Ανάσα γεννάει τη ζωή, μα του πόνου το γευστικό κρασί στο τέλος γεύτηκε. Κι αν σκούπισε το αίμα από εφτά πληγές και λούστηκε με δάκρυα από εφτά ψυχές, εντέλει μεθώντας με ευχές, δίχως πάθη έμεινε, αδούλωτος, ελεύθερος, αδάμαστη απάτη;
Κι έτσι... ρίχτηκε ωμή τροφή στα λυσσασμένα ζώα. Κι όμως...
κι εκείνος στερνό Γ Ι Α Τ Ι την άγια εκείνη ώρα κραύγασε.
Μας είπε πως ο Θάνατος γεννάει τη ζωή.
Αυτός ήτανε άραγε του κόσμου ο λυτρωτής;
Η αγάπη για το Καλό! Η αγάπη! Φριχτή τιμωρία η προδοσία!
Η προδοσία που γεννά το μίσος και την εκδίκηση.
Νείκος και Νέμεσις. Τα ανθρωπόμορφα τέρατα της πύρινης αβύσσου.
Γιατί να μισώ; Γιατί να αγαπώ;
-Γιατί το να πλανάσαι είναι ανθρώπινο.
-Κι ο άνθρωπος ... αφού κοιτά και μαθαίνει ν’ αγαπά μόνο τον
εαυτό του ... γιατί εξακολουθεί να δίνεται κι αυτός χαριστικά, κάνοντας ψεύτικες υποσχέσεις αιώνιας πίστης και δέσμευσης σ’ ένα ανθρωπόμορφο ιδανικό;
Γιατί αφήνεται να προδοθεί και να μισήσει; Γιατί μόνος του κρύβει τις αλήθειες της ύπαρξής του;
Ένας ατέρμων φαύλος κύκλος! Τίποτα δεν είναι άδικο.

Το ερωτευμένο ζευγάρι σηκώθηκε ... και τώρα φεύγει ... πιασμένο χέρι-χέρι τόσο σφιχτά… φαίνεται απ' το τέντωμα των μυών τους …
μοιάζει σα να βρίσκεται κάτω από την απειλή ενός επικείμενου, ακούσιου χωρισμού. Περνά το δρόμο και χάνεται στο βάθος του απέναντι σοκακιού.
Το κούρασαν μάλλον οι σκέψεις μου!
Οι σκέψεις; Δεν ακούγονται!
Σωστά! Κι ας μου δίνουν πάντα την αντίθετη εντύπωση.
Ωστόσο ... αν τις άκουγαν ... τόσο έντονες ... τόσο ...
σίγουρα αυτές θα ‘ταν ο λόγος για να φύγουν.

Πάλι μόνος! Στην ίδια θέση! Ακόμα δεν κατάφερα να μάθω τη μεγάλη αλήθεια μιας κατάρας που ακολουθεί κάθε ίχνος μου, χρόνια τώρα.
Έψαξα ... στα σκονισμένα λόγια αόρατων μορφών, πίσω από χαώδη ερέβη φαντασιόπληκτων ανθρώπων, κάτω απ’ το φώς των κεριών, στο βάθος της απύθμενης αβύσσου αθανάτων λειψάνων ... Πουθενά.
Την άυλη σάρκα δίχως ψυχή, τί να την κάνω;
Στις στοές του χάους, γυμνός ο νους μου κρύβεται.
Πόσες φωτιές θα τον ντύσουν; Πόσες αγάπες θα τον φτύσουν;
Πόσες ιδέες θα τον εγκαταλείψουν; Πόσες ζωές θα του χαρίσουν;
Ποιό να ‘ναι άραγε το πέρασμα της νίκης στον κόσμο της ήττας;