Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 35

"Για τον Δημοσθένη, Του Δημοσθένη" του James D. Faubion

© Γιώργος Τσούτσουρας (αρχιτέκτων-φωτογράφος)

© Γιώργος Τσούτσουρας (αρχιτέκτων-φωτογράφος)

1. Το Αντικείμενο Που Δεν Είναι Ένα

Κάθε πρωί, κάθε βράδυ, και πιθανόν αρκετές φορές κάθε μέρα, ανεβαίνω ή κατεβαίνω το κλιμακοστάσιο του σπιτιού μου. Στα δεξιά (όπως ανεβαίνω) ή στα αριστερά (όπως κατεβαίνω) έχω κρεμάσει ένα έργο που δημιούργησε ο Αγραφιώτης πάνω από τέσσερις δεκαετίες πριν. Είναι ένα ανάτυπο (“off-print”) έργου μελάνι σε χαρτί – και στο πρωτότυπο και σ’ αυτό που έχω εγώ. Προσκαλεί και ταυτόχρονα αποτρέπει μία μιμητική ανάγνωση: είναι «εκτός» (“off”) υπό αυτή ακριβώς την έννοια. Πάντοτε προσελκύει το βλέμμα μου. Είναι ένα παιγνίδι ουσιακής ασυμμετρίας και μορφικής ισορροπίας. Προσέγγισέ το από τα αριστερά προς τα δεξιά ή από τα δεξιά προς τα αριστερά, από κάτω προς τα πάνω ή από πάνω προς τα κάτω: δεν προβάλλει καμία απαίτηση να το διατρέχει κανείς προς κάποια αποκλειστική κατεύθυνση. Προσέγγισέ το ως τη δυσδιάστατη επιφάνεια, όπου το πλαίσιο με το οποίο το περιέβαλα τη περιορίζει, ή φαντάσου το ως έναν κύλινδρο, ή ακόμα ως έναν τόρο, ο οποίος διπλώνει προς τα πίσω και προς τον εαυτό του. Φαντάσου το, ως κύλινδρο ή τόρο, να αιωρείται στο ύπαιθρο, οι δύο διαστάσεις του να γίνονται τέσσερις, ο χώρος να ενώνεται με τον χρόνο. Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι αϊνσταϊνικό, αν παραβλέψουμε το γεγονός ότι ο Αγραφιώτης σε όλα τα έργα του, είτε ποιητικά, εικαστικά ή επιστημονικά, αρνείται να εκπληρώσει το όνειρο ενός ενοποιημένου πεδίου δυνάμεων – διαπροσωπικού, συλλογικού ή κοσμικού.   

Τι βρίσκεται λοιπόν κρεμασμένο στο κλιμακοστάσιό μου: μελάνι σε χαρτί. Θα το αναγνώσω εδώ από τα αριστερά προς τα δεξιά. Έτσι, θα συναντήσω αυτό που μοιάζει να είναι σαν ίχνη από ρόδα εκτός ισορροπίας (πολύ φαρδιά για ποδήλατο, πολύ μικρά για αυτοκίνητο). Είναι σκοτεινά και βαθιά χαραγμένα – τα αποτυπώματα ενός ογκώδους οχήματος. Σύντομα αναμιγνύονται σε αλληλεπικαλυπτόμενες, ωχρές, διάφανες λωρίδες αυτού που εγώ φαντάζομαι ως κουρτίνες που ανεμίζουν, απαλά κηλιδωμένες από τον χρόνο και τη μούχλα και ξεφτισμένες από την άμετρη πείνα των σκώρων που βρήκαν κάτι υλικό για να τραφούν. Μετά ένα κενό: ανυπαρξία. Λευκό. Η απόρριψη κάθε άλλου χρώματος. Μετά ένα άλλο ίχνος. Δεν μπορώ παρά να δω σε αυτό το αποτύπωμα ενός κρανίου με μεγάλα βαθουλωμένα μάτια κι ένα στόμα που χάσκει στην κραυγή του θανάτου του, κραυγάζει ολοένα και περισσότερο καθώς τα βαριά βήματα αδιάφορων ποδιών και η σκόνη και η λάσπη αιώνα με τον αιώνα το καταδικάζουν στο σκοτάδι και τη σιωπή. Ένας Πέρσης πολεμιστής θαμμένος με τους συντρόφους του στον μεγάλο τύμβο στον Μαραθώνα. Ξέρω ότι παραδίδομαι στις φαντασιώσεις μου. Ξέρω ότι η παράδοσή μου είναι μία παράδοση που ισορροπεί παράξενα ανάμεσα στη ικανοποίηση που παρέχει η κάθαρση της αναγνώρισης και στον φόβο του φαντάσματος με τα κοφτερά δόντια του μη-ερμηνεύσιμου και του απερινόητου. Το φίδι του Ασκληπιού. Μπορεί να με θεραπεύσει. Μπορεί και όχι. Ο Αγραφιώτης προκαλεί, συνωμοτεί, παρέχει το ορθάνοικτο βλέμμα του σαμάνου που επέστρεψε από τον κόσμο των πνευμάτων, αλλά δεν υπόσχεται τίποτα. Δεν τολμά να υποσχεθεί. Έχει τη χάρη να μην τολμά. Ή, σωστότερα, τολμά να μην υπόσχεται.

2. Άνθρωπος των Γραμμάτων

«Αλφάβητα, ουρανώσεις, γειώσεις.»1 ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΑΓΡΑΦΙΩΤΗΣ. Αυτός ήταν ο τίτλος και ο παρουσιαζόμενος καλλιτέχνης σε μία έκθεση που έλαβε χώρα από τα μέσα Ιανουαρίου μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου 2004. Η διαφημιστική αφίσα βρίσκεται κρεμασμένη στο γραφείο μου. Με μπεζ, ροδακινί και μπλε φόντο απεικονίζει μία πλακέτα. Στο πάνω μέρος της πλακέτας υπάρχει η εικόνα του ταλαντογραφήματος της φράσης που έπεται, αρθρωμένης σε έντεκα διαφορετικές γραφές, οριζόντια η μία μετά την άλλη. Ογδόντα και επτά χρόνια πριν: η εναρκτήρια ομιλία του Αβραάμ Λίνκολν στο Γκέτισμπουργκ. Η πρώτη άρθρωση είναι φωνητική. Η δεύτερη αγγλική. Η τελευταία ελληνική: φορ σκορ εντ σέβεν γίαρς εγκόου. Η αραβική, η ινδική και η ιαπωνική, ανάμεσα σε άλλες, είναι τοποθετημένες ενδιάμεσα. Δεν μπορώ να τις ταυτοποιήσω όλες. Επιστρέφουμε στο 1986. Επισκέπτομαι μία μικρή γκαλερί στο Κολωνάκι. Ο Αγραφιώτης εκθέτει μία γκραβούρα: σειρές και στήλες χρωματιστών τετράγωνων και σε κάθε τετράγωνο ένα γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Μεταφερόμαστε αργότερα στο 2008. Ο Αγραφιώτης έχει έρθει στο Ράις, στο Πανεπιστήμιο που διδάσκω, να μιλήσει για τον Καζαντζάκη. Έχει φέρει ένα βίντεο το οποίο προβάλλουμε στην αίθουσα των διαλέξεων: γραμμές χρωμάτων υψώνονται και πέφτουν σε συγχρονισμό με την ένταση των νοτών ενός συνοδευτικού τραγουδιού. Έχει μαζί του ένα πορτφόλιο με εικοσιτέσσερα φύλλα χειροποίητου χαρτιού, σε κάθε ένα από τα οποία είναι γραμμένο ένα γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Τα αναρτούμε με τη σειρά σ’ έναν μαυροπίνακα πίσω του. Τόσα πολλά γράμματα. Δεν είναι ο πρώτος εικαστικός ή ποιητής που ανακάλυψε σε αυτά ένα αξιοπρόσεκτο αντικείμενο. Ο Έζρα Πάουντ βρήκε (ή έτσι νόμισε) στα κινέζικα ιδεογράμματα τη συγκεκριμενοποίηση του αφηρημένου· ο Στεφάν Μαλλαρμέ –αν και είναι μόλις και μετά βίας ο πρώτος– επιχείρησε να μεσολαβήσει ανάμεσα στο συγκεκριμένο και το αφηρημένο μέσω της εικονοποίησης του τυπωμένου κειμένου. Ο Αγραφιώτης είναι ο διάδοχός τους αλλά όχι ο κληρονόμος τους. Ογδόντα και επτά χρόνια πριν / φορ σκορ εντ σέβεν γίαρς εγκόου: για άλλη μια φορά η μιμητική παρόρμηση είναι δύσκολο να ελεγχθεί. Ταλανίζεται – αλλά, σαν τον Τάνταλο, δεν θα λυτρωθεί ποτέ. Ανάμεσα στα αγγλικά και στα ελληνικά, η τομή είναι θριαμβευτική. Η διαφορά εμπαίζει την επιθυμία για σύγκλιση, σύλληψη, κατανόηση. Η διαφωρά2 υπερισχύει της παρουσίας. Η αναβολή είναι τα πάντα.

Ογδόντα και επτά χρόνια πριν / φορ σκορ εντ σέβεν γίαρς εγκόου: ακόμα και σε αυτή την περίπτωση το σημαίνον αποσπάται από το αισθητό του αναφερόμενο. Ξεκινά ένας αθλητικός αγώνας – το ντεριντικό άθλημα του δηλωτικού παιγνίου. Η γραφή αποκαλύπτεται ως αποτύπωμα, χνάρι. Αποκαλύπτει το χρέος της προς το αρχι-ίχνος. Το γράμμα μόνο του –αυτό το παράδοξο μίας ατελείωτα επαναλήψιμης ατομικότητας– μεταφέρει το σημείο στο άκρο του. Άλφα, ωμέγα. Αρχή και τέλος; Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι λιγότερο αναγκαίο, περισσότερο επουσιώδες, από την ανάγνωση του πρώτου ως του δεύτερου. Η διευθέτηση των γραμμάτων δεν είναι μία πραγματική τάξη· το γράμμα μόνο του δεν έχει καμία υποχρέωση να είναι πουθενά συγκεκριμένα, εντελώς πουθενά. Ανάμεσα σε τόση ασημαντότητα, το γράμμα μόνο του είναι το πιο επουσιώδες. Ο Αγραφιώτης μάς το δείχνει: είναι μία καλλονή της οποίας η γκαρνταρόμπα είναι ανεξάντλητη. Διαθέτει κοστούμι για κάθε εποχή, περιλαμβανομένων και των εποχών που δεν έχουν έρθει ακόμα. Μπορεί να μας τρομάζει. Μπορεί να μας μαγεύει, αλλά δεν μπορεί να κατηγορηθεί. Κάτω από τα όμορφα ρούχα του δεν έχει τίποτα να κρύψει. Ο Αγραφιώτης μας διδάσκει: είναι το ελεύθερα αιωρούμενο, το σημαίνον βαθμού μηδέν. Είναι αγνά δυνάμει και στην αγνότητά του βρίσκεται το άλυτο μυστήριό του.

Ογδόντα και επτά χρόνια πριν; Ουρανώσεις και γειώσεις; 2004 πλην ογδόντα και επτά μάς κάνει 1917. Η μεγάλη φωτιά στη Θεσσαλονίκη; Το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου; Η επανένωση της Ελλάδας υπό τον Βενιζέλο μετά την παραίτηση του Κωνσταντίνου από τον θρόνο; Δυνάμει…

3. Κάπου Ανατολικά, Κάπως Ανατολικά

Από το Monogatari

27. η τάξη του κόσμου
      η τακτοποίηση με
        τη δύναμη
      τα όπλα
      τα πρώτα σύμβολα;
      σε αναμονή
      τα τελευταία σημεία;
      σε αναστολή

40. τι θα έπρεπε;

      οι μονοθεϊστές δεν είναι πάντα
            γραφικοί
      οι αναφορές
      στο επίκεντρο
      
      Kyoto

64. κουρούνα σκούζοντας
           προσγειώνεται στην
           κεραία τηλεόρασης
      τα πέταλα πέφτουν
      το σαββατοκύριακο η
                 βροχή θα αποτελειώσει
                τους ανθούς της αγριοκερασιάς

      καιρός για επιστροφή3

Κοινωνιολόγος με εκπαίδευση στο Παρίσι, θεωρητικός του μοντερνισμού, της νεωτερικότητας και του μεταμοντέρνου, επιστήμονας στον χώρο της δημόσιας υγείας, της τεχνολογικής ανάπτυξης και της κοινωνίας της πληροφορίας, υπεύθυνος μεθοδολογίας για την πρώτη (και μοναδική) ελληνική άσκηση Προοπτικής Διερεύνησης(Foresight), ο Αγραφιώτης ζει και εργάζεται στη δύση, δεν ανήκει εντελώς σε αυτή. Ο καλλιτέχνης-ποιητής βρίσκει την έμπνευσή του σε μία αχανή σειρά πηγών – μία κανάτα νερό με υδρατμούς στο μέσον του τραπεζιού σε μία ταβέρνα ελληνικού νησιού, οι σκεπασμένες ανασκαφές στη Σαντορίνη, το θέαμα των απογευματινών σύννεφων πάνω από το Αιγαίο, τα γκράφιτι στους τοίχους μίας αποθήκης στην Αθήνα… Βρίσκει έμπνευση στα ταξίδια του – ένα από τα χειροποίητα (;) αντικείμενα που έφερε στο Ράις ήταν το ARTTRA, ένα πορτφόλιο σκίτσων που ζωγράφισε κατά τη μετεπιβίβαση προς ή από ή κατά την προσωρινή του διαμονή σ’ έναν ή σε άλλο τόπο από τον συνεχώς αυξανόμενο και ολοένα πιο ιλιγγιώδη κατάλογο προορισμών του.
    
Μέσα στο στροβίλισμα όμως, η Ιαπωνία είναι η λυδία λίθος – ή τουλάχιστον έτσι με οδήγησαν όλα αυτά τα χρόνια να πιστεύω. Ποτέ δεν μιλήσαμε γι’ αυτήν επί μακρόν. Ο Αγραφιώτης έχει επισκεφτεί τη χώρα αυτή περισσότερες από μία φορά. Τα σχόλιά του για τις εικόνες, τους ήχους, την αίσθηση του τόπου μπορεί να είναι κωμικά· μπορεί να έχουν μία απόχρωση της δίκοπης απώθησης και του δέους που ο Φρόυντ θεώρησε ως τα υποστυλώματα της «γοητείας». Κι όμως, οι περιστασιακές αναφορές του Αγραφιώτη σε εμένα, όχι απλώς για τα ιαπωνικά objets d’art4, αλλά για το ενδιαφέρον των Ιαπώνων για την καλλιτεχνία και τη διάχυση αυτού του ενδιαφέροντος μέσω τόσο πολλών διαφορετικών πολιτιστικών πεδίων, πάντοτε καταδείκνυαν τον θαυμασμό του. Ας θυμηθούμε τον Καζαντζάκη – και πράγματι το θέμα της ομιλίας του Αγραφιώτη στο Ράις, «Ιαπωνία της διαφοράς: mysterium tremendum», ήταν οι σκέψεις του Καζαντζάκη πάνω στα δικά του ταξίδια στην Ιαπωνία.
    
Για άλλη μια φορά, θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς τον Αγραφιώτη ως διάδοχο – και, σε αυτή την περίπτωση, κάτι σαν κληρονόμο επίσης; Ο Αγραφιώτης ήταν πολύ προσεκτικός στην ομιλία του στο να τονίσει ότι η Ιαπωνία την εποχή του Καζαντζάκη δεν ήταν η Ιαπωνία που αυτός γνώρισε. Βέβαια, δεν έχουν αλλάξει τα πάντα. Πράγματι, η ατμόσφαιρα του φεστιβάλ της ανθοφορίας της κερασιάς στην οποία παραβρέθηκε ο Καζαντζάκης δεν αποτελεί από κάθε άποψη αναπαραγωγή της ατμόσφαιρας που ο Αγραφιώτης συνέλαβε στις αναμνήσεις του:

Ο αυτοκράτορας ανοίγει ένα μέρος του κήπου όπου υπάρχει μια σειρά από αγριοκερασιές που γέρνουν σε μια από τεχνικές λίμνες-τάφρους. Χιλιάδες Γιαπωνέζοι τρέχουν να επισκεφτούν το μοναδικό χώρο. Αστυνομικοί μας οδηγούν με το «βήμα ταχύ», καθώς η ουρά (ήρεμη και υπομονετική) φθάνει το χιλιόμετρο• «προχωρήστε, προχωρήστε» φωνάζει ο αστυνομικός, οι φίλοι μου οι Γιαπωνέζοι με πιάνουν από το χέρι να μη χαθώ στο πλήθος και μετά όλοι με τα κινητά τηλέφωνα φωτογραφίζουν, φωτογραφίζονται, αλληλοφωτογραφίζονται στην κεντρική αλέα και ουπ – ξανά στο δρόμο!5
    
Το φεστιβάλ αποτελεί βέβαια ακόμα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός κεντρικού – πιθανόν του κεντρικού μοτίβου της ιαπωνικής αισθητικής, το οποίο ο Αγραφιώτης θέτει πολύ ωραία: «τα λουλούδια της αγριοκερασιάς θα λάμψουν και θα πέσουν δείχνοντας το εφήμερο, την ομορφιά του εφήμερου και το εφήμερο της ομορφιάς. Ποίηση, ζωγραφική και χαρακτική εμπνέονται και παρουσιάζουν όλες τις παραλλαγές.»6 Η μεγάλη πρόκληση που πρέπει να αντιμετωπίσει κάθε προσπάθεια να αποκαλυφθεί ένας τέτοιος κόσμος σε μετάβαση έγκειται στην εύρεση ενός κατάλληλου γι’ αυτή την προσπάθεια προτύπου. Η μεγάλη αλήθεια στην οποία κάθε τέτοια προσπάθεια πρέπει –εν γνώσει της ή μη– να προσαρμοστεί είναι ότι ένα τέτοιο πρότυπο δεν υπάρχει. Η ιαπωνική τέχνη πιστοποιεί αυτή την αλήθεια. Ανάμεσα στα εξαίσια σχήματα που μας κληροδοτούν και το αναπόδραστα εφήμερο του πραγματικού, ένα κενό, μία αναστολή θα παραμένει πάντα – μία έλλειψη, μια διαφορά, μία αναβολή.

Ο Αγραφιώτης έχει δίκιο όταν παρατηρεί πως «όλοι θαυμάζουν την Ιαπωνία για την ικανότητά της να αφομοιώνει πολιτιστικά πρότυπα και κυρίως τη συστηματική αναζήτηση ‘άριστων πρακτικών’ σε άλλες χώρες».7 Έτσι, προτείνει μία αναλογία ανάμεσα στην Ιαπωνία και τον ίδιο τον Καζαντζάκη, ο οποίος ήταν «τόσο ανοιχτός στα φιλοσοφικά και τα αισθητικά ρεύματα της εποχής και τον διέκρινε μια ‘αέναη’ εργατικότητα».8 Αμέσως προσθέτει μία επιφύλαξη: «Η σύγκριση βέβαια είναι ίσως άστοχη, πάντως ο Καζαντζάκης δεν θα ένοιωθε ιδιότυπος στην γιαπωνέζικη κοινωνία».9 Θα διακινδύνευα την άποψη ότι μία αρκετά παρόμοια σύγκριση, με την ίδια επιφύλαξη, θα μπορούσε να τεθεί ανάμεσα στην Ιαπωνία και τον Αγραφιώτη.

Σημειώσεις
1. Ελληνικά στο κείμενο. Ο συγγραφέας παραθέτει και τις αγγλικές λέξεις: “Alphabets”, “heavenlies,” “earthlies.” Βλέπε  και http://dagrafiotis.com/?p=1522.
2. Ο αγγλικός/γαλλικός όρος είναι «Différance», ο οποίος εισάγεται από τον Ντεριντά. Η διαφωρά είναι ο τόπος εκκίνησης της γραφής, καθώς είναι η τομή, η παύση, που δημιουργεί η αναβολή μέσα στο παρόν.
3. Ο συγγραφέας παραθέτει τη δική του μετάφραση στα αγγλικά, επισημαίνοντας ότι «κάτι χάνεται, όπως πάντα, ίσως κάτι βρίσκεται». Τα ποιήματα αυτά είναι αυτούσια από το Monogatari. Παραθέτουμε όμως και την αγγλική μετάφραση, καθώς υπάρχει ειδικό ενδιαφέρον στο πώς εκλαμβάνει ο συγγραφέας τα νοήματα του ποιητή και ποιες μεταφραστικές επιλογές κάνει:
27.    the order of the cosmos
    arrangement
        by force
    weapons

the first symbols?
    in expectation
    the last signs?
    on hiatus

40.    what should have been?

    the monotheists are not always
            eccentric

    the nearest
    to the epicenter

    Kyoto

64.    crow screeching
        it lands on the
        television antenna
    the petals fall
    on the weekend the    
        rain will do in
        the blossoms of the wild cherry
«Monogatari,II”, τρίγλωση  έκδοση των ποιημάτων, [EL,EN,JPN]   υπό δημοσίευση.
4. Γαλλικά στο κείμενο: αντικείμενα τέχνης.
5. Ελληνικά στο κείμενο. Βλέπε και http://dagrafiotis.com/wp-content/uploads/2013/01/POSTER2.jpg και http://dagrafiotis.com/?p=1309&cat=41.
6. Ελληνικά στο κείμενο. Δ.Αγραφιώτης ,’’Πολιτιστική ποιητική’’, Ερατώ, Αθήνα,2012, σελ. 389-396.
7. Ελληνικά στο κείμενο.
8. Ελληνικά στο κείμενο.
9. Ελληνικά στο κείμενο.

Μτφρ. Δρ. Χαράλαμπος Μαγουλάς

*

1. The Subject That Is Not One

Each morning, each evening, and perhaps at many other points in any given day, I climb or descend the stairwell of my house. To the right (as I ascend) or the left (as I descend) I’ve hung a work that Agrafiotis produced now more than four decades ago. It’s an ink-on-paper “off-print”—as much in the original as in the version I have. It at once invites and thwarts a mimetic reading: it’s “off” in just that sense. It never fails to catch my eye.  It’s a play of substantive asymmetry and formal balance. Approach it from left to right or right to left, from bottom to top or from top to bottom: it imposes no demand to proceed in any exclusive direction. Approach it as the two-dimensional plane into which the frame in which I’ve enclosed it locks it, or imagine it as a cylinder, or even a torus, folding back on and into itself. Imagine it, cylindrical or toric, floating in the open air, its two dimensions becoming four, space coupled with time. The effect would be Einsteinian, except that Agrafiotis refuses in all of his works, whether poetic, artistic or scholarly, to indulge the dream of a unified field of forces—interpersonal, collective or cosmic.

So, what hangs in my stairwell: ink on paper. I’ll read it here from left to right. Doing so, I meet what looks to be vertically off-kilter tracks (too broad for a bicycle, too small for a car). They’re dark and deeply etched—the imprint of a ponderous vehicle. They soon blend, however, into the overlapping, pale, diaphanous strips of what I imagine to be fluttering curtains, delicately stained with age and mold and frayed by the irregular hunger of moths who found something material on which to feed.  Then a blank:  emptiness.  White. The rejection of all color. Then another track. I cannot help but see in it the impression of a skull of great hollowed eyes and of a mouth gaping in the scream of its dying, screaming all the more as the trampling of indifferent feet and the dust and silt of century after century reduce it to obscurity and silence. A Persian warrior buried with his comrades in the great mound at Marathon. I know that I indulge myself in my imaginings. I know that my indulgence is an indulgence, poised awkwardly between taking comfort in the catharsis of recognition and fearing the fanged specter of the uninterpretable, the unintelligible. The snake of Asklepios. It might heal me. It might not. Agrafiotis provokes, he conjures, he offers the wide stare of the shaman who has returned from the world of spirits, but he promises nothing. He doesn’t dare. He has the grace not to dare. Or better put, he dares not to.

2. Man of Letters

«Αλφάβητα, ουρανώσεις, γειώσεις.» Alphabets, “heavenlies,” “earthlies.” ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΑΓΡΑΦΙΩΤΗΣ. Thus the title and featured artist of an exhibition, which ran between the middle of January and the middle of February 2004. The poster advertising it hangs in my office. On a background of beige, peach and blue, it features a plaque. At the top of the plaque is an image of the oscillogram of the phrase that follows it, articulated in eleven different scripts, vertically one after the other. Four score and seven years ago: the opening of Abraham Lincoln’s Gettysburg Address. The first articulation is phonetic. The second is English. The last is Greek: φορ σκορ εντ σέβεν γίαρς εγκόου.  Arabic, Hindi and Japanese, among others, lie in between. I can’t identify all of them. Reel back to 1986. I visit a small gallery in Kolonaki. Agrafiotis has a print on display: rows and columns of colorful square blocks and, in each block, a letter of the Greek alphabet. Fast forward to 2008. Agrafiotis has come to Rice, the university at which I teach, to speak on Kazantzakis. He brings a video that we broadcast in the lecture hall: lines of color rising and falling in synchrony with the pitch of the notes of a soundtrack. He brings a portfolio of twenty-four sheets of handmade paper, on each of which is a letter of the Greek alphabet. We post them in sequence on the blackboard behind him. So many letters. He isn’t the first artist or poet to find them a subject worthy of attention. Ezra Pound found in Chinese ideograms (or so he thought) the concretization of the abstract; Stéphane Mallarmé—though he’s hardly the first—sough to mediate the concrete and the abstract through the pictorialization of the printed text. Agrafiotis is their successor, but not their heir. Four score and seven years ago/ φορ σκορ εντ σέβεν γίαρς εγκόου: once again, the mimetic impulse is difficult to control. It tantanlizes—but like Tantalus, it will never be redeemed. Between the English and the Greek, the caesura is victorious. Difference makes a mockery of the desire for convergence, capture, comprehension. Différance triumphs over presence. Deferral is all.

Four score and seven years ago/ φορ σκορ εντ σέβεν γίαρς εγκόου: even in this case, the signifier breaks away from its sensible correlate. A sporting match begins—the Derridean sport of significative play. Writing reveals itself as track, spoor. It reveals its debt to the arch-trace. The single letter—this paradox of an endlessly iterable individuality—carries the point to its extreme. Alpha, omega. Beginning and end? Nothing could be less necessary, more frivolous, than the reading of the former as the latter.  The ordering of letters is not a real order; the single letter is under no obligation to be anywhere in particular, anywhere at all. Among so much frivolity, ther single latter is the most frivolous of all. Agrafiotis shows us: it is a beauty whose wardrobe is inexhaustible. It has a suit for any season, including seasons yet to come. It might frighten us. It might bewitch us, but it can’t be blamed. Beneath its finery, it has nothing to hide. Agrafiotis teaches us: it is free-floating, the signifier degree zero. It is pure potential and in its purity is its irresolute mystery.

Four score and seven years ago? Heavenlies and earthlies? 2004 minus four score and seven equals 1917. The great fire in Thesallonike? The end of the First World War? The reunification of Greece under Venizelos after Constantine’s abdication of the throne? Potentially. . . .

3. Somewhere East, Somewhat East

From Monogatari

27.    the order of the cosmos
    arrangement
        by force
    weapons

the first symbols?
    in expectation
    the last signs?
    on hiatus

40.    what should have been?

    the monotheists are not always
            eccentric

    the nearest
    to the epicenter

    Kyoto

64.    crow screeching
        it lands on the
        television antenna
    the petals fall
    on the weekend the    
        rain will do in
        the blossoms of the wild cherry

    time for return

(My translation: something lost, as always, perhaps something found.)

Sociologist trained in Paris, theorist of modernism, modernity and the postmodern, scholar of public health, technological development and the information society, director of methodology for the first (and only) Greek FORESIGHT exercise, Agrafiotis lives and works in the West, but isn’t entirely of it. The artist-poet finds his inspirations in a vast array of sources—a dewy pitcher of water centered on a table at an island tavern, the shrouded excavations on Santorini, the spectacle of afternoon clouds over the Aegean, graffiti on the walls of warehouse in Athens. . . . He finds inspiration in his travels—another of the artifacts (?) he brought to Rice was ARTTRA, a portfolio of sketches that he had made in transit to or from or sojourning in one or another of his ever increasing, ever more dizzying catalogue of destinations.

Within the swirl, however, Japan is a touchstone—or so I’ve been led over the years to presume. We’ve never spoken about it at length. Agrafiotis has visited the country on more than one occasion. His comments on the sights, the sounds, the feel of the place might be comic; they might have an undertone of the double-edged repulsion and awe that Freud saw as the underpinnings of “fascination.” Still, Agrafiotis’ occasional remarks to me not merely on Japanese objets d’art but on the Japanese concern with artistry and the diffusion of that concern through so many different cultural domains have always registered admiration.  One has to think of Kazantzakis—and indeed the topic of Agrafiotis’ talk at Rice, «Ιαπωνία της διαφοράς: mysterium tremendum», was Kazantzakis’ reflections on his own travels in Japan.

Once again, one might think of Agrafiotis as a successor—and, in this case, something of an heir as well? Agrafiotis took pains in his talk to underscore that the Japan of Kazantzakis’ time was not the Japan that he himself has encountered. Yet not everything has changed.  Yes, the atmosphere of the cherry blossom festival that Kazantzakis witnessed was not in every respect reproduced in the atmosphere that Agrafiotis captures in his own reminisccence:

Ο αυτοκράτορας ανοίγει ένα μέρος του κήπου όπου υπάρχει
μια σειρά από αγριοκερασιές που γέρνουν σε μια από τεχνικές λίμνες-τάφρους. Χιλιάδες Γιαπωνέζοι τρέχουν να επισκεφτούν το μοναδικό χώρο. Αστυνομικοί μας οδηγούν με το «βήμα ταχύ», καθώς η ουρά (ήρεμη και υπομονετική) φθάνει το χιλιόμετρο• «προχωρήστε, προχωρήστε»
φωνάζει ο αστυνομικός, οι φίλοι μου οι Γιαπωνέζοι με πιάνουν από το χέρι να μη χαθώ στο πλήθος και μετά όλοι με τα κινητά τηλέφωνα φωτογραφίζουν, φωτογραφίζονται, αλληλοφωτογραφίζονται στην κεντρική αλέα και ουπ – ξανά στο δρόμο!

Yet the festival continues to exemplify a central—perhaps the central motif of Japanese aesthetics, which Agrafiotis puts very well: «τα λουλούδια της αγριοκερασιάς θα λάμψουν και θα πέσουν δείχνοντας το εφήμερο, την ομορφιά του
εφήμερου και το εφήμερο της ομορφιάς. Ποίηση, ζωγραφική και χαρακτική εμπνέονται και παρουσιάζουν όλες τις παραλλαγές». The great challenge that any effort to disclose such a world-in-passing must face rests in finding a template adequate to it. The great truth that any such effort must—wittingly or unwittingly— accommodate is that no such template exists. Japanese art attests to this truth. Between the exquisite schemata it bequeaths to us and the incorrigible ephemerality of the real, a gap, a hiatus always remains—a lack, a difference, a deferral.

Agrafiotis is right to observe that «όλοι θαυμάζουν την Ιαπωνία για την ικανότητά της να αφομοιώνει πολιτιστικά πρότυπα και κυρίως τη συστηματική αναζήτηση ‘άριστων πρακτικών’ σε άλλες χώρες». He thus proposes an analogy between Japan and Kazantzakis himself, who was «τόσο ανοιχτός στα φιλοσοφικά και τα
αισθητικά ρεύματα της εποχής και τον διέκρινε μια ‘αέναη’ εργατικότητα». He immediately adds a qualification: «Η σύγκριση βέβαια είναι ίσως άστοχη, πάντως ο Καζαντζάκης δεν θα ένοιωθε ιδιότυπος στην γιαπωνέζικη κοινωνία». I’d venture that much the same comparison, similarly qualified, could be drawn between Japan and Agrafiotis.

James Faubion (Καθηγητής Ανθρωπολογίας, Rice University, Houston Texas, Η.Π.Α.)