Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 35

"Για τα 'Διαλυτικά'" των Gaëtan Blain & Κατερίνας Γούλα

© Γιώργος Τσούτσουρας (αρχιτέκτων-φωτογράφος)

© Γιώργος Τσούτσουρας (αρχιτέκτων-φωτογράφος)

Γράφει ο Gaëtan Blain

Ακολουθώντας την πρόσκληση του Δημοσθένη Αγραφιώτη, η χειρονομία του αναγνώστη συναντά αυτή του δύτη. Όταν κανείς ανοίγει το τελευταίο του βιβλίο που μεταφράστηκε στα Γαλλικά, τα Dialytika, μόλις διαβεί το εξώφυλλο –το απατηλά ήρεμο μπλε του έπρεπε να μας είχε προειδοποιήσει– δοκιμάζει σχεδόν αμέσως τη ζάλη και το βάθος της σελίδας, χωρίς εμφανή εξωτερικά τοπία ή εσωτερικά στηρίγματα, με μόνο ορίζοντα το θέατρο μιας διπλής γλώσσας.

Η πρώτη γλώσσα προηγείται για λίγο του κειμένου, το συνοδεύει και επιβιώνει ως την τελευταία σελίδα του βιβλίου. Είναι η γλώσσα μιας τελεσίδικης καθετότητας: μια σειρά από σκοτεινά αποτυπώματα –φυτών, ζώων ή ανθρώπου;– γραφιστικές δημιουργίες του ποιητή, που καταλαμβάνουν τα περιθώρια και ξεδιπλώνουν «ρινίσματα προσώπων», διότι «η γραφή δεν αρκεί».

Δίπλα τους, ωστόσο, η γραφή είναι εδώ – ηχηρή, γεώδης, και όμως ακριβής. Κυλάει δίπλα σε αυτή τη γραμμή της ζωής για να αποδώσει τις ολοένα βαθύτερες καταστάσεις μιας διεσταλμένης συνείδησης. Ήδη από τους πρώτους στίχους, ανάμεσα στην πραγματικότητα του αναγνώστη και την αλήθεια του ποιήματος, η δεύτερη αυτή γλώσσα προστάζει το «άδειασμα των εικόνων / στη μεγάλη φαγάνα». Και ενώ «ο ήχος / θρυμματίζει τ’ όνειρο», ο αναγνώστης, που δεν γνώριζε αρχικά πως το βιβλίο του ποιητή ήταν στα χέρια του σαν ένα ραβδί της βροχής, βρίσκεται ο ίδιος απορροφημένος μέσα του.

με χρειάζεσαι για την παρέκκλιση
με καλείς και δεν με καλείς
μου γνέφεις
κι ύστερα με διώχνεις

τιποτένιοι κι οι δυο

Ποιος μιλάει εδώ; Ίσως τόσο ο αναγνώστης όσο και ο οδηγός του, και οι δυο τους υποκείμενα μιας ποίησης βιωμένης ως «ψάξιμο». Κάτι που σημαίνει ότι το κείμενο δεν αρκείται να βουτήξει μέσα σε αυτόν που το διαβάζει. Σε κάθε του σημείο, εξερευνά τις ατραπούς των πρακτικών του κόσμου ιδωμένου σαν παιχνίδι. Μετά τη μεταμοντέρνα, τη μοριακή κουζίνα, ιδού λοιπόν η μοριακή γλώσσα, η γλώσσα των «προγραμματισμένων ηδονών» ενός «χαφιέ της ασυνέχειας» που «δεν προφέρει όλες τις λέξεις».

Ποιος μιλάει εδώ; Ίσως κατά βάθος, στο πλαίσιο μιας εσωτερικής συμπαιγνίας, να μην υπάρχει παρά ένα «εγώ» μπλεγμένο στο ίδιο του το παιχνίδι. Σε αυτή την περίπτωση, οι δύο φωνές που κάποτε συνομιλούν μεταξύ τους («μεσιτεύεις / την πλαστογράφηση των βλεμμάτων / την αδιαφορία μπροστά στον καθρέφτη») είναι και αυτές «διαλυτικά», δύο δίδυμα φωνήεντα που ακούγονται μονά ή διπλά, ανάλογα με το αν ο ποιητής επιμένει σε αυτά.

«Μια κι οι λέξεις αδειάζουν...». Από την ειρωνεία του κειμένου που ανακοινώνει το ίδιο του το τέλος, επιβιώνει ωστόσο το κύμα μιας μέθης που υπερχειλίζει τις δύο γλώσσες του ποιήματος. Ως ποιητής που γνωρίζει εδώ και καιρό πως ο χώρος της γραφής απλώνεται πέρα από τη σελίδα, στα περάσματα που στήνει από τον ένα στον άλλο κόσμο, ο Δημοσθένης Αγραφιώτης κατορθώνει να δονήσει τη γραμμή της ζωής που μας φέρνει πίσω από τα βάθη του ποιήματος στον καθημερινό ουρανό – του απατηλά ήρεμου μπλε.

Μτφρ: Γιάννης Δημητριάδης

*

À l’invitation de Démosthène Agrafiotis, le geste du lecteur rejoint celui du plongeur. En ouvrant son dernier livre traduit en français, Dialytika, à peine la couverture est-elle franchie – son bleu faussement sage aurait dû nous prévenir – qu’on goûtera en effet bientôt le vertige et la profondeur de la page, sans paysages extérieurs ni attaches intérieures qui seraient trop visibles, avec pour seul horizon le théâtre d’un double langage.

Le premier langage, qui précède de quelques instants le texte, l’accompagne et lui survit sur la dernière page du recueil. C’est celui d’une verticalité sans appel : une série d’empreintes obscures – végétales, animales, humaines ? –, œuvre graphique du poète, qui prennent possession des marges pour y dérouler leur « limaille de visages », parce que « l’écriture ne suffit pas ».

À leurs côtés pourtant, l’écriture est là – sonore, terreuse, et cependant précise. Elle glisse le long de cette ligne de vie pour restituer les états toujours plus profonds d’une conscience éclatée. Dès les premières lignes, entre les deux eaux de la réalité du lecteur et de la vérité du poème, elle appelle à « l’évacuation des images / à la grande drague ». Et tandis que « le son / pulvérise le rêve », le lecteur, qui ne savait pas d’abord que le livre du poète était entre ses mains comme un bâton de pluie, se trouve lui-même happé à l’intérieur.

Tu as besoin de moi pour la déviation
tu m’appelles et ne m’appelles pas
tu me fais signe
puis tu me congédies

hypocrites nous deux

Qui parle ? Peut-être le lecteur et celui qui le guide, l’un et l’autre sujets d’une poésie vécue comme « fouille ». C’est dire que le texte ne se contente pas de plonger en celui qui le lit. À tous endroits, il explore les chemins de traverse des usages du monde envisagé comme un jeu. Après la cuisine post-moderne, voici la langue moléculaire, celle des « jouissances programmées » par un « mouchard de la discontinuité » qui « ne profère pas tous les mots ».

Qui parle ? Peut-être au fond, dans une complicité à soi, n’y a-t-il qu’un seul « je » pris à son propre jeu. Les deux voix qui se parlent parfois (« tu t’entremets / dans la contrefaçon des regards / l’indifférence face au miroir ») seraient alors elles-mêmes « dialytika », deux voix comme deux voyelles jumelles qui feraient une ou deux selon que le poète s’appesantit sur elles.

« Puisque les mots se vident… » À l’ironie du texte qui annonce sa propre fin, survit cependant le ressac d’une ivresse qui déborde les deux langages du poème. Poète qui sait de longue date que l’espace de l’écriture se déploie au-delà de la page, Démosthène Agrafiotis, dans les passages qu’il organise d’un monde à l’autre, parvient ainsi à faire vibrer la ligne de vie qui nous ramène du fond du poème jusqu’au ciel quotidien – d’un bleu faussement sage.

**

Γράφει η Κατερίνα Γούλα

Η πρόκληση αντινομίας μιας τέτοιας ποίησης είναι πώς θα καταφέρει να διαλύσει το εγώ, το πρόταγμα της εποχής της, μέσα σε ένα ποίημα, αποδυναμώνοντάς το, ξεσκεπάζοντας το, γυμνώνοντας το, χωρίς να του επιτρέψει να αναπαραχθεί, να καθρεφτιστεί στην κάθε μικρή λέξη, στον κάθε σύντομο στίχο, να μην το αφήσει να γίνει μια πολλαπλασιαστική τυραννία του ήδη αυταρχικού εαυτού του. Αν η ποίηση της διάλυσης έπεφτε στην παγίδα του εγώ και το αναπαρήγαγε στο κάθε της θρυμματιστικό βήμα, θα ήταν αφόρητη, βασανιστική, πώς θα ήταν ποίηση μια ποίηση που αναπλάθει ρόλους και ταυτίσεις, αν γινόταν κι η ίδια ένα από τα αγκάθια που είναι μπηγμένα στην πλάτη της και από τα οποία προσπαθεί να απαλλαγεί παλεύοντας με λέξεις; Πρέπει να το κομματιάζει έτσι που τα θραύσματα αυτά να χάνουν επιτέλους την αλλοτριωτική συνοχή τους, να αφαιρεί από το εγώ το δικαίωμα και την απόλαυση του να μιλάει στο πρώτο πρόσωπο του ενικού, να μας λυτρώνει αιχμαλωτίζοντας το βλέμμα μας στους κυματισμούς του ασυνειδήτου.

Η συλλογή Διαλυτικά του Δημοσθένη Αγραφιώτη περιέχει τέτοια ποιήματα κομμένα πάνω στην πρώτη τους παρόρμηση, σαν να σε ειρωνεύονται τη στιγμή ακριβώς εκείνη που μηχανικά αναζητάς τους συνειρμούς, το νόημα, πάνω που σου γεννιέται η λαχτάρα της συνέχειας, σ’αφήνουν να παιδεύεσαι να ξεδιψάσεις με μια σταγόνα νερό.

Απαλλασσόμαστε τελικά από το νόημα την ώρα που όλα τα νοήματα γίνονται δυνατά, καλούμενοι να δώσουμε πνοή σε ένα κείμενο που μας προσφέρεται απαλλαγμένο από την παραμικρή κατευθυντήρια γραμμή, νιώθοντας μια ζήλια για την απόλαυση της γραφής, ίσως πιο μύχια κι εκρηκτική από την απόλαυση της ανάγνωσης αυτού του είδους της ποίησης, ως πρωτογενούς κωδικοποίησης μιας εικόνας, μιας αίσθησης.

Η επικαιρότητα είναι παρούσα, αλλά ως εκφυλισμός, ως βιαιότητα, ως παρακμή· η ποίηση αυτή την αντιμάχεται με τα ίδια της τα όπλα, επιστρατευόμενη όχι το λόγο αλλά την αίσθηση για να την τσακίσει. Δύσκολη αλλά πολύ ανακουφιστική όταν επιτυγχάνεται σε αυτού του είδους την ποίηση η αποφυγή των σκοπέλων της διανοητικοποίησης, του βομβαρδισμού μας με αφαιμαγμένες έννοιες· μένουν μόνο η ηδονή και η καταστροφή, οι καταβροχθιστικές όψεις της ζωής και του θανάτου.

Όποια κι αν είναι η φόρμα που υιοθετεί η ποίηση, παραμένει ένα μακρύ διερευνητικό ταξίδι προς το ιερό. Χρειάζεται ένας πεπειραμένος οδηγός που θα μπορέσει να συνοδεύσει τον αναγνώστη στις αχαρτογράφητες περιοχές της ψυχής περνώντας μαζί του όλα τα στάδια θανάτωσης της υπάρχουσας δομής και τάξης. Όσο  ο μηχανοποιημένος πολιτισμός απωθεί το θάνατο και τη διάλυση, τόσο η ποίηση του ίδιου καιρού έχει χρέος να φλερτάρει μαζί τους.