Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 16

Άτη Σολέρτη: "Ερημία Παθών"

Ερημία παθών, Ποίηση, Άτη Σολέρτη, Έκδοση Vakxikon.gr, 2012


Δυαδικότητα

Ο ερημίτης κι ο τρελός
μετρούν ανάποδα τις ώρες.
Ντύνονται πάντα με κουρέλια. Μ’ αινίγματα.
Πνίγουν κραυγές. Κρύβουν ζωές.
Βλέπουν βαθιά μέσα στους άλλους.
Ξυπνάνε αλήθειες. Κινούν υποψίες.

Ο διάβολος κι ο άγγελος
μετρούν ανάποδα τους εραστές τους.
Ντύνονται πάντα μες στο φως. Σαν τον καπνό.
Μεταμορφώνονται και προκαλούν.
Ξέρουν βαθιά τι θέλει ο άλλος.
Τον συναρπάζουν. Τον ξελογιάζουν.

Η ύπαρξη και η σκιά
μετρούν ανάποδα τις προβολές τους.
Ντύνονται πάντα εναλλαγές τους.
Θολές ματιές. Χαραγματιές.
Αντανακλούν βαθιά μέσα στους άλλους.
Τους παρασέρνουν. Τους μπερδεύουν.

Τι βγαίνει από την ένωση;

Αυτό το σκοτεινό που πλάθει το δυαδικό
κέλυφος της οργής μου…
σε ποιόν ταιριάζει να εκραγεί;

Σ’ αυτόν που μ’ εξαπάτησε.

Στον ίδιο το δημιουργό!

Ονειροπόληση

Στον οχετό του ονειρικού μου παγετώνα...
θ' απλώσω ορθάνοιχτα μυαλά ανοιγμένα.
Καταρρακώνοντας...
Περιφρονώντας...
Της άδολης σιωπής ψυχρή μου όψη... στυλωμένη...
Τι ξημερώνεις αύριο;
Το βρέφος που σχημάτισα με αίμα μες στο αίμα...
κάποτε έσπασε καθρεφτισμένα σύνολα.
Θρυμμάτισε...
Δραπέτες έθρεψε...
της ζύμωσης του αύριο με τη μαγιά της στιγμιαίας αντανάκλασης.
Τους έσωσε;
Κατηγορώ οφθαλμαπάτες!
Κατηγορώ τους ποιητές!
Πού πήγε ο ίσκιος σας;
Τι αντιφέγγισε στα μάτια σας, τυφλοί;
Γιατί γεμίσατε με δάκρυα τούτη την ώρα της ύστατης πνοής;
Τώρα θα δω την αντανάκλαση.
Θα θρέψω βρέφη.
Τώρα θα δω τα ρέοντα.
Υγρά.
Περίγραμμα από αίματα...
Ράφτηκαν γύρω από το σύνολο μοιραίας αντανάκλασης του στιγμιαίου.
Κατηγορώ τις συμφορές!
Μόνο τα όνειρα τις φέρνουν.
Γιατί δεν μπόρεσαν ποτέ να με προσέξουν;
Μια ρέουσα ουσία δεν κατηγόρησε ποτέ τα όνειρα.
Άπλωσε ορθάνοιχτα μυαλά.
Εμπόδια. Σιωπές. Καθρέφτες και Σκιές.
Υποχώρησα.
Καταρρακώνοντας...
Περιφρονώντας...
Ψυχρή μου όψη αγαλματένια, γύρω σου ρείθρο αίματος.
Τι ξημερώνεις αύριο;
Άπλωσα μάτια ορθάκλειστα ανοιγμένα.
Το έρεβος!

Θύω

Άνοιξα το στόμα μου,
να μεταλάβω άγιο αίμα από το χέρι του παπά.
''Θύω'' ψιθύρισα.
Κανείς δε μ' άκουσε.
''Θύω'' φώναξα.
Κανείς δε μ' άκουσε.
Κανείς δεν ήταν πλάι μου.
Ούτε ο παπάς.
Όλοι είχαν φύγει.
Μόνο εγώ...
γυμνός και μόνος,
αμαρτωλός κι αληθινός,
ακίνητος στεκόμουν μόνος, στο γυάλινο Οίκο του Θεού.
Με στόμα ανοιχτό από έκπληξη.
Με στόμα που μέσα του κλείστηκε η γεύση του άγιου αίματος...
του θύματός μου,
που λίγο πριν είχα φονεύσει.