Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 16

Άγγελος Κατακουζηνός, ο Βαλής μου - Ανάγνωση της Λητούς Κατακουζηνού

Άγγελος Κατακουζηνός, ο Βαλής μου, Μαρτυρία, Λητώ Κατακουζηνού, Εκδόσεις Μικρή Άρκτος (επανέκδοση), 2011

Στο διαμέρισμα που ακούγεται ακόμα μουσική   
(Το βιβλίο, το μουσείο, η ιστορία και οι άνθρωποι)

Κέντρο της Αθήνας,  λεωφόρος  Αμαλίας. Παίρνεις ένα ασανσέρ και ταξιδεύεις κατακόρυφα στο παρελθόν. Ανοίγει η πόρτα στον πέμπτο όροφο και αντικρίζεις την ανοιχτή πόρτα του αστικού διαμερίσματος. Διαβαίνεις, μπαίνεις. Εδώ έζησαν κάποτε ο Άγγελος και η Λητώ. Σ΄αυτόν τον χώρο αποκαταστάθηκε η αξία του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, εδώ ήχησε πρώτη φορά ο Μεγάλος Ερωτικός, εδώ ο Γιάννης Τσαρούχης κάποτε πήρε τα μέτρα προκειμένου να σχεδιάσει στη συνέχεια τις δίδυμες βιβλιοθήκες εκατέρωθεν του τζακιού, στο σαλόνι. Μπροστά στο ίδιο τζάκι θα ήπιαν τον καφέ τους ο Σεφέρης, ο Μαλρώ, ο Καμύ, ο Κατσίμπαλης, εδώ γιορτάστηκε το Νόμπελ του Ελύτη, για να αναφέρω λίγα μόνο από τα πρόσωπα και τα γεγονότα από την ιστορία της γενιάς του ’30 που έχουν αφήσει εδώ το αποτύπωμά τους.
Στην ξενάγησή μου φτάνω στο δωμάτιο- ιατρείο του καθηγητή της νευρολογίας Κατακουζηνού. Παίζεται ένα βίντεο, με τα εγκαίνια του Μουσείου Τεριάντ στη Μυτιλήνη. Ανάμεσα στον πολύ κόσμο που παρακολουθεί μαζί μου, πηγαίνω και κάθομαι στο ντιβάνι. Το βλέμμα μου ξεφεύγει από την οθόνη. Το γραφείο είναι έτσι όπως ήταν τότε. Το προβαλλόμενο βίντεο και η πολυκοσμία μου δίνουν ένα άλλοθι για να εξασκήσω αυτό που θα έκανα έτσι κι αλλιώς σε οποιοδήποτε ξένο χώρο. Το βλέμμα μου περιδιαβαίνει και φωτογραφίζει νοερά. Μια χαμηλή και λειτουργική βιβλιοθήκη στο πλάι από το γραφείο. Και απέναντι σε φιλική διάταξη δύο πολυθρόνες για ισάριθμους δυνητικούς επισκέπτες. Παρατηρώ την δημοκρατία και ισοτιμία που αποπνέει η επίπλωση ανάμεσα στον γιατρό και στον ασθενή. «΄Οσο πιο πολύ ευαισθητοποιείσαι στον πόνο του άλλου, τόσο πιο μεγάλη είναι η οδύνη που εισπράττεις. Αλλά, και πάλι αυτή η συνθήκη είναι προτιμότερη από τον φόβο του κενού». Μεταφέρω ελεύθερα, τα λεγόμενα του καθηγητή έτσι όπως ακούγονται στο βίντεο. Και παρακάτω: «δρόσισα την στεγνή μου επιστήμη με την τέχνη»…
Σκόρπιες, έντονες οι εντυπώσεις μου, απλωμένες κι αυτές σ΄ένα ιδιαίτερα επιμήκη χρόνο. Το 1988 ήρθα πρώτη φορά σε αναγνωστική επαφή μ΄ αυτόν τον χώρο και τον κόσμο του Κατακουζηνού. Μένοντας μόνη η Λητώ Κατακουζηνού μετά τον θάνατο του Άγγελου κατέγραψε τις πολύτιμές της αναμνήσεις γράφοντας μέσα από το ίδιο διαμέρισμα, το αυτοβιογραφικό της πόνημα, «Άγγελος Κατακουζηνός, ο Βαλής μου», που εξέδωσε τότε ο Καστανιώτης.
Στο μεταξύ και μετά θάνατον και της Λητούς και κατά την επιθυμία της, το διαμέρισμα και η διαχείρισή του ανήκει πια στο ομώνυμο ίδρυμα και ο ανακαινισμένος χώρος του είναι ανοιχτός στο κοινό φιλοξενώντας ποικίλες εκδηλώσεις. Αλλά και σαν ζωντανό μουσείο και ανάγλυφη αναπαράσταση μίας ζωής, μιας εποχής. Η επανέκδοση και η παρουσίαση του βιβλίου από την Μικρή Άρκτο πραγματοποιήθηκε στον χώρο του διαμερίσματος.
Η ζωή, το έργο και η σχέση των ανθρώπων που το κατοίκησαν και το επισκέφθηκαν, απλώνεται στα μάτια και τις αισθήσεις του επισκέπτη. Ο χώρος που ήταν την ίδια στιγμή κατοικία ενός ισόβια ερωτευμένου ζευγαριού, ιατρείο αλλά και τόπος συνάντησης και διαλόγου της περίφημης γενιάς του ’30, σε συνδυασμό με τα εναλλάξ τεκταινόμενα τους τελευταίους μήνες από κάτω, στην πλατεία Συντάγματος με οδηγούν σε σκέψεις.
Ομόνοια στο Σύνταγμα, με την κυριολεξία της λέξης και των συστατικών της, «ομού» και «νους». Σε αυτό συνέβαλε ο Κατακουζηνός μαζί με την γυναίκα του. Ομόνοια μεταξύ τους. Και συζυγική άμιλλα, συναγωνισμός για το κοινό τους «παιδί», το αγκάλιασμα της τέχνης και του στοχασμού. Που συνδυαζόμενη με την οικονομική τους επάρκεια τους έδωσε την ευκαιρία να συνενώσουν κάτω από την στέγη τους και γύρω από το τζάκι τους μεγάλο μέρος του πνευματικού κόσμου –έχει αναφερθεί και αυτό σαν το μέγιστο επίτευγμα του νευρολόγου, ότι δηλαδή κατάφερε να συνενώσει δημιουργικά  τις δυνάμεις του ’30 με ποικίλους τρόπους-.
Οι εξαίσιες μουσικές όμως και οι εικόνες και τα λόγια όλα καθώς και τα πλάσματα εκείνης της γενιάς καλύπτονται από τον ήχο της άδειας κατσαρόλας. Όταν το κέντρο της Αθήνας δεν φωνάζει είναι έρημο και σιωπηλό. Νηστικό αρκούδι δε χορεύει και οι Κατακουζηνοί δεν είναι πια εδώ να ανοίγουν πόρτες –και καρδιές- να στρώνουν τραπέζια και να συνωμοτούν για το καλό της τέχνης και του στοχασμού.
Οι του ΄30, επιβιώσαντες μιας άλλης κρίσης, του πολέμου, του εμφυλίου και της δικτατορίας, παλεύοντας εξ ίσου πάνω σε ερείπια, εξ΄ίσου πάνω σε μνημεία, πώς το κατάφεραν και έκαναν όνειρα και οράματα τους εφιάλτες τους;
Μήπως γιατί όταν κάθονταν γύρω από το τραπέζι του Κατακουζηνού δεν διαγκωνίζονταν για την πιο μεγάλη μερίδα και για την πιο βολική καρέκλα; Μήπως γιατί παρακάθισαν σε τραπέζια εργασίας και συνεργασίας εκτός από μάσας; Μήπως γιατί άνοιξαν διάλογο «δροσίζοντας» ο κάθε ένας την τέχνη του άλλου, εκτός από την επιστήμη του καθηγητή;
Το horror vacui, ο τρόμος του κενού,  δεν πολυχωράει στις μέρες μας. Δεν πλήττουμε ποτέ από έλλειψη –δυσάρεστων εκπλήξεων/ συγκρούσεων. Το κοινωνικό καζάνι βράζει και μέσα είμαστε όλοι. Ποιος θα κοιτάξει αφ΄υψηλού από ΄να ρετιρέ τα γεγονότα χωρίς να νοιώθει πως τον αφορούν; Ξέρω την απάντηση μα περιμένω, ακόμα, την άλλη απάντηση και την κοινή φωνή της σύγχρονης γενιάς των δημιουργών να ακουστεί η μουσική, όχι ο θόρυβός της.
(Ενώ συλλογίζομαι πόσο αστείο και συγχρόνως θλιβερό είναι το γεγονός πως σε όποιον νεότερο άνθρωπο ανέφερα τις λέξεις «καθηγητής Κατακουζηνός» με ρωτούσαν στη συνέχεια αν αναφερόμουν στο σήριαλ που παρωδεί, υποτίθεται, εδώ και χρόνια όλους μαζί τους διανοούμενους…)