Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 16

#2 Γιάννης Καλπούζος: "Είμαι κυνηγός του ασύλληπτου"

Συνέντευξη
στην Χρυσάνθη Ιακώβου
Από την πρώτη μου συνάντηση με τον Γιάννη Καλπούζο δύο χρόνια πριν συγκράτησα περισσότερο τη φράση του ότι περισσότερο από συγγραφέας αισθάνεται ποιητής. Τι συνεπάγεται το να αισθάνεται κανείς ποιητής στις μέρες μας; Συναντώντας τον ξανά, στην παρουσίαση του νέου του μυθιστορήματος «Άγιοι και δαίμονες. Εις ταν Πόλιν», συνειδητοποίησα ότι ο Γιάννης Καλπούζος, πέρα από ταλαντούχος συγγραφέας, είναι ένας άνθρωπος με ιδιαίτερα βαθιά και στοχαστική ματιά απέναντι στο γίγνεσθαι της εποχής μας.

Κύριε Καλπούζο, κυκλοφόρησε πριν μερικούς μήνες το μυθιστόρημα σας «Άγιοι και δαίμονες. Εις ταν Πόλιν». Πείτε μου λίγα λόγια για το βιβλίο.


Είναι ένα μυθιστόρημα που εξελίσσεται στην Κωνσταντινούπολη και όχι μόνο, από το 1808 ως το 1831. Το βασικό του κορμό υφαίνουν οι περιπετειώδεις διαδρομές των Ρωμιών ηρώων του, η καταβύθιση στα μύχια της ψυχής τους, καθώς και τα ιστορικά γεγονότα αυτής της περιόδου. Μέσα στο πεδίο της δράσης και των παθών των ηρώων αναπαρίσταται, προάγοντας και υπηρετώντας τη μυθοπλασία, η ανθρωπογεωγραφία, η τοπιογραφία και το λαογραφικό μωσαϊκό της περιόδου αυτής, με στόχο να μεταφερθεί ο αναγνώστης σε εκείνη την εποχή, να κατανοήσει τον τρόπο ζωής και σκέψης των ανθρώπων και να μπορεί να συμμετέχει παραστατικά στα δρώμενα. Στο βιβλίο αναμένουν τον αναγνώστη έρωτες με την απρόβλεπτη εξέλιξη τους, δυνατές φιλίες, η μετάλλαξη των χαρακτήρων, η απογύμνωση των συναισθημάτων μπροστά στις δοκιμασίες και στα δεινά, η μισαλλοδοξία, ο φανατισμός, η αγριότητα του πολέμου, ό, τι έχει να κάνει με αυτό που λέμε ανθρώπινο στοιχείο από τη γέννηση του μέχρι το θάνατο και ό, τι μπορεί να χαρακτηρίζει την εποχή του 1808-1831. Συνάμα, το βιβλίο αντανακλά στο σήμερα, καθώς πραγματεύεται ποικίλους θεματικούς πυρήνες που έχουν σχέση με τη διαχρονική ανθρώπινη πορεία. Και, πέρα από το ταξίδι στο μαγικό κόσμο του λόγου και της φαντασίας, πραγματεύεται ζητήματα όπως η αλαζονεία της εξουσίας, η αγάπη, η φιλία και κυρίως το τρίπτυχο πόθος-φόβος-όχλος.
Πιστεύετε ότι σκύβοντας πάνω από την ιστορία και γυρνώντας πίσω, μας βοηθάει να αντιμετωπίσουμε καταστάσεις του σήμερα;

 
Στρέφοντας κανείς το βλέμμα του στο παρελθόν, και μάλιστα στο κοντινό παρελθόν, το οποίο έχει συμβάλλει άμεσα στη διαμόρφωση της ψυχής μας και του χαρακτήρα μας, μαθαίνουμε, οπλιζόμαστε, μπορούμε να δούμε πιο καθαρά τις σημερινές αλήθειες και πιο αισιόδοξα το μέλλον.
Και το προηγούμενο μυθιστόρημα σας, το «Ιμαρέτ. Στη σκιά του ρολογιού», ήταν ιστορικό. Προς τι η αγάπη στο είδος αυτό;


Στον πεζό λόγο έχω μια πορεία από το 2000. Είχε εκδοθεί τότε το «Μεθυσμένος δρόμος», στη συνέχεια τα διηγήματα στον Κέδρο, ένα άλλο συμβολικό μυθιστόρημα το «Παντομίμα φαντασμάτων», ακολούθησαν δύο ποιητικές συλλογές στον Ίκαρο και η πρώτη φορά που ασχολήθηκα με ιστορικό μυθιστόρημα ήταν το «Ιμαρέτ». Αυτό ξεκίνησε από ένα τυχαίο γεγονός: ένα παιδί 13 χρονών, πρόγονος μου, το 1826 στην έξοδο Μεσολογγίου συνελήφθη από τους Τούρκους, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην Άρτα, και στη συνέχεια, αφού εξαγόρασαν την ελευθερία του οι καλόγεροι ενός μοναστηριού, βρέθηκε στα ορεινά της Άρτας. Σκόπευα να κάνω μυθοπλασία αυτή την ιστορία. Μελετώντας την ιστορία της Άρτας και διαπιστώνοντας το πολυφυλετικό και πολυπολιτισμικό της περιβάλλον, τη συνύπαρξη των ανθρώπων, -και επειδή όλα αυτά απηχούσαν στη δική μου κοσμοθεωρία και κοσμοαντίληψη- άφησα στην άκρη την αρχική ιστορία και έγραψα το «Ιμαρέτ». Στη συνέχεια, μου γεννήθηκε η ιδέα να γράψω το «Άγιοι και Δαίμονες» επειδή ήθελα να πάω σε μια παλιότερη εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, πιο σκληρή, δεδομένου ότι στην περίοδο που εξελισσόταν το «Ιμαρέτ» είχαν γίνει πολλές μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση της ισονομίας των πολιτών και παροχής ελευθεριών στους ραγιάδες. Πήγα λοιπόν σε μια πιο σκληρή εποχή, πριν γίνουν οι μεταρρυθμίσεις αυτές. Η αγάπη μου βέβαια για το ιστορικό μυθιστόρημα έχει να κάνει και με μια δική μου ανάγκη να δω την καθημερινή ζωή εκείνων των χρόνων. Δεν μπορούσα να τη φανταστώ και έτσι μέσα από μια πολύ μεγάλη έρευνα και μελέτη μπορώ πρώτα εγώ να μεταφερθώ σε αυτές τις εποχές και μετά να μεταφέρω και τους αναγνώστες.
Πρέπει όντως να είναι εξαιρετικά δύσκολη και χρονοβόρα μια τέτοιου είδους έρευνα.


Το δύσκολο είναι να αντλήσει κανείς στοιχεία για την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων. Η επίσημη ιστορία καταγράφει τις μάχες, τα σπουδαία γεγονότα, τις συνθήκες, δεν καταγράφει την κοινωνική ιστορία των απλών ανθρώπων, η οποία είναι αυτή που γοητεύει εμένα. Και μετά, αφού μπορέσει να βρει κανείς τις πληροφορίες που θέλει, υπάρχει και μια άλλη πολύ μεγαλύτερη δυσκολία, το να μπορέσει να τιθασεύσει το υλικό του και να το εντάξει λειτουργικά μέσα σε ένα κείμενο, ώστε να προάγει και να υπηρετεί τη μυθοπλασία.
Έχετε πει σε παλιότερη συνέντευξη σας ότι περισσότερο από συγγραφέας αισθάνεστε ποιητής. Ισχύει όντως κάτι τέτοιο;


Η ποίηση είναι στην ψυχή μου. Αποζητώ αυτό το θείο πυρ και τη θεία μανία της έμπνευσης που με κατακλύζει όταν γράφω ποίηση. Η ποίηση ενυπάρχει και στον πεζό λόγο, είναι φανερή στα κείμενα μου. Εξακολουθώ να αισθάνομαι έτσι. Είχα δώσει βέβαια μια υπόσχεση, ότι το επόμενο μου βιβλίο θα ήταν ποίηση. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να την τηρήσω, σίγουρα όμως θα επανέλθω.

Ο κάθε λογοτέχνης πάντως ξεχωρίζει συνήθως σε ένα λογοτεχνικό είδος.

Όλα είναι λόγος. Θεωρώ το καλύτερο κείμενο του Ελύτη την «Πορεία προς το μέτωπο», τα πεζογραφήματα του δηλαδή. Πιστεύω ότι ένας καλός «γραφιάς» μπορεί να διαγωνιστεί σε όλα τα είδη της γραφής. Έτσι κι αλλιώς, οι αναγνώστες κρίνουν το αποτέλεσμα.
Με την ποίηση τι γίνεται στις μέρες μας; Είναι ένας δύσκολος τομέας.


Δεν υπάρχει αναγνωστικό κοινό. Τις ευθύνες για αυτό μπορεί να τις αναζητήσει κανείς σε πολλούς τομείς. Ένας από αυτούς είναι η πεζότητα της καθημερινής ζωής, το ότι έχουμε αναγάγει ως αξία τον αγώνα για να κατακτήσουμε υλικά αγαθά, δεν ενδιαφερόμαστε για την ψυχή μας, δεν ενδιαφερόμαστε καν για την ηδύτητα της συζήτησης, κάτι που ήταν ζητούμενο στην αρχαία Ελλάδα. Φταίει και το γεγονός ότι ο καθένας που σκαρώνει πέντε στίχους θεωρεί τον εαυτό του ποιητή και, πληρώνοντας ένα σχετικά μικρό ποσό, τυπώνει μια συλλογή που θεωρείται ποίηση. Έτσι όμως η ποίηση απαξιώνεται. Δυστυχώς δεν υπάρχει κοινό και αυτό λειτουργεί και ως αντικίνητρο για αυτούς που θα ήθελαν να ασχοληθούν, αν και υπάρχουν πολλοί που παρόλ’ αυτά αφιερώνονται.
Θεωρείτε δηλαδή ότι στις μέρες μας είναι πιο εύκολο να «ανοιχτεί» κάποιος εκδοτικά;


Στην ποίηση όχι. Γιατί οι εναπομείναντες αναγνώστες της ποίησης είναι πολύ αυστηροί. Το πρόβλημα ξεκινάει από το ότι κυκλοφορούν χιλιάδες συλλογές, για τις οποίες δεν υπάρχει καν χώρος προβολής στα βιβλιοπωλεία, οι πάγκοι γεμίζουν από τα μυθιστορήματα. Με τόσες χιλιάδες συλλογές δεν είναι εύκολο να ψάξει κανείς και να βρει κάτι καλό. Θα αγοράσει ένα, δύο, τρία βιβλία και, όταν θα διαπιστώσει ότι δεν αξίζουν, δε θα ξαναπάρει, απαξιώνεται μέσα του η ποίηση. Πέρα από αυτά, η ποίηση δεν προβάλλεται. Ούτε τα μέσα ενημέρωσης ασχολούνται με το είδος. Και αυτά ακόμα ακολουθούν αυτό που πουλάει. Αυτή είναι η ζωή. Όταν πουλάς είσαι βασιλιάς. Ενώ όταν δεν πουλάς... Αυτή είναι η πραγματικότητα στην Ελλάδα. Το διήγημα, για παράδειγμα, δεν πουλάει. Έτσι, δεν υπάρχει κίνητρο για να ασχοληθεί κάποιος με αυτό. Ενώ στο εξωτερικό το διήγημα έχει φανατικούς αναγνώστες. Και φυσικά πρέπει να λάβει κανείς υπ’ όψιν και το ποσοστό αναγνωσιμότητας. Στο εξωτερικό οι τακτικοί αναγνώστες είναι 27 %, ενώ στην Ελλάδα 8%.
Πιστεύετε επομένως ότι οι λογοτέχνες αναγκάζονται να κάνουν μια «έκπτωση» στην τέχνη τους χάριν της εμπορικότητας;


Αυτός που είναι πραγματικός λογοτέχνης δε θα κάνει ποτέ καμία έκπτωση. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι άνθρωποι άξιοι μπορεί να μη βρουν ποτέ το δρόμο τους, επειδή δεν τους δίνεται η ευκαιρία και το κίνητρο να ασχοληθούν. Το να θέλεις να εκδόσεις ένα κείμενο αποτελεί το κίνητρο, το οποίο μπορεί κανείς να το ονομάσει φιλοδοξία ή ματαιοδοξία ή όπως αλλιώς θέλει. Όπως και να έχει όμως, μόνο τότε μπορείς να εργαστείς παραπάνω, για να δώσει η ψυχή σου αυτά που έχεις. Χωρίς κίνητρο η δύναμη σου πέφτει κάτω από τα μισά. Και δυστυχώς σε κάποιους ανθρώπους δε δόθηκε ποτέ η ευκαιρία.
Ο χώρος της λογοτεχνίας, ωστόσο, έχει συνδυαστεί στη συνείδηση του κόσμου με κάτι πιο αγνό.


Δυστυχώς, υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός, πολλή φιλαυτία, πολλή εγωπάθεια, όπως συμβαίνει σε όλους τους χώρους. Θα περίμενε κανείς να βρει πνευματικούς ανθρώπους, στην πραγματικότητα όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ευτυχώς υπάρχουν και οι φωτεινές εξαιρέσεις.
Θεωρείτε τον εαυτό σας επιτυχημένο; Ή δεν μπορεί να υπάρξει η έννοια της επιτυχίας για τους λογοτέχνες;


Επιτυχία για μένα είναι να κατακτά κανείς το λογοτεχνικό του όραμα. Εγώ θεωρώ ότι σε ένα σημαντικό βαθμό το έχω προσεγγίσει, και στον πεζό λόγο και στην ποίηση. Αυτό μπορώ να το ονομάσω επιτυχία.
Είπατε ότι προσεγγίσατε, όχι ότι αγγίξατε.


Θεωρώ ότι ο δημιουργός όταν φτάσει στο στόχο του πρέπει να σταματήσει να γράφει. Εγώ, αφ’ ενός, δε θέλω να σταματήσω να γράφω και, αφ’ ετέρου, θεωρώ ότι υπάρχει ακόμα κάτι ασύλληπτο –άλλωστε είμαι γενικά κυνηγός του ασύλληπτου, της ασύλληπτης εικόνας και του ασύλληπτου κειμένου. Αυτό είναι η ελπίδα μου, το όραμα μου, να βρίσκομαι σε ένα δρόμο όπου θα κυνηγάω, θα γίνομαι κυνηγός του ανέμου. Πιστεύω ότι κάθε φορά υπάρχει ένα ανώτερο σκαλοπάτι.
Χωρίς, φαντάζομαι, αυτό να σας δημιουργεί το αίσθημα του ανικανοποίητου;


Καθόλου. Και χωρίς να ακυρώνει τα προηγούμενα βήματα μου. Με τον ίδιο τρόπο που λέμε ότι πρέπει να κοιτάζει κανείς την ιστορία για να παραδειγματίζεται και να βλέπει πού πατούσαν οι πρωτύτερα γεννημένοι από αυτόν, έτσι πρέπει να κοιτάζει και τα δικά του βήματα, που πατούσε χθες, αν εξελίχτηκε, πώς προχώρησε. Και φυσικά δεν μπορείς να ακυρώσεις. Αυτό που έκανες, αυτό ήσουν τότε, αυτό μπορούσες να κάνεις. Από εκεί και πέρα δες αν προχώρησες και πού μπορείς να φτάσεις.
Συνεπώς, δεν υπάρχουν πράγματα για τα οποία μετανιώνετε;

Να μετανιώσω για κάτι που εγώ ήμουν; Ο Ηράκλειτος έλεγε ότι ποτέ δεν περνάς το ίδιο ποτάμι δύο φορές. Και ο άνθρωπος ποτέ δεν είναι ο ίδιος. Πόσο μάλλον όταν διαβάζει, μελετά, στοχάζεται, βυθοσκοπεί μέσα του, στις ψυχές των άλλων, αποκτά εμπειρίες, είναι δυνατόν να είναι ο ίδιος; Αν ακυρώσεις κάτι που έκανες σε νεότερη ηλικία, είναι σαν να ακυρώνεις κάποιον άλλον. Δεν έχεις δικαίωμα να το κάνεις.Από όλη τη συγγραφική πορεία, από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι και την κυκλοφορία του βιβλίου, ποια είναι η πιο σημαντική φάση;


Αυτό είναι απόλυτο. Είναι η ώρα της γραφής. Ο δημιουργός είναι δημιουργός μόνο εκείνη την ώρα.
Σχετικά με την κρίση που διανύουμε, η λογοτεχνία έχει να φοβάται τίποτα;


Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι εκείνο που προϋπήρχε της οικονομικής κρίσης ήταν μια κρίση αξιών. Η λογοτεχνία κάνει ακριβώς αυτό, υπηρετεί αξίες. Αν ήταν περισσότεροι οι άνθρωποι που βρίσκονται κοντά στη λογοτεχνία, δε θα είχαμε φτάσει σε αυτή την κρίση των αξιών και θα διαθέταμε ένα φοβερό όπλο απέναντι σε όλη αυτήν την κατάντια της αισθητικής, της στροφής του ανθρώπου στον υπερκαταναλωτισμό, της αδιαφορίας για τα κοινά, για την καλλιέργεια της ψυχής του. Από εκεί και πέρα, εφόσον φτάσει κανείς και στην οικονομική κρίση, η λογοτεχνία έχει να προσφέρει πράγματα, έχει να προσφέρει λύτρωση, όπλα, τη δυνατότητα να ισχυροποιηθεί κάποιος μέσα του και να καταλάβει πόσο «χαζά» είναι μερικά πράγματα, να συνειδητοποιήσει ότι «έχουμε χάσει την μπάλα» σαν λαός. Δε βλέπουμε ποια είναι η ουσία της ζωής, έχουμε αφαιρέσει από τη ζωή την ποίηση, αλλά με την ευρύτερη σημασία της. Ποίηση είναι ο χορός, η αισθητική απόλαυση του φαγητού, η συζήτηση, η παρέα... Είναι πολλά πράγματα, όχι μόνο το να γράφει κανείς στίχους. Έχουμε αφαιρέσει την ουσία της ζωής και κυρίως το συναίσθημα. Λες και το πολεμάμε.
Συνεπώς, ο συγγραφέας επιτελεί κοινωνικό ρόλο.


Αυτό που μπορεί να κάνει ο καθένας είναι να αλλάξει τον εαυτό του. Η λογοτεχνία απευθύνεται σε πολλούς ανθρώπους. Με αυτήν την έννοια, αν αλλάξουν πολλοί, θα αλλάξει και ο κόσμος. Αυτό έχει μέσα του μια ουτοπία, αλλά ο κόσμος μας θα μπορούσε να γίνει καλύτερος. Έχουμε κάνει άλματα σε ό, τι αφορά στην τεχνολογία και ελάχιστα βήματα σε ό, τι αφορά στην καλλιέργεια της ψυχής μας και στον πνευματικό μας κόσμο. Αντιλαμβανόμαστε τη γνώση σαν ένα δισάκι που το γεμίζουμε, το κουβαλάμε και από το οποίο ανασύρουμε γνώσεις μόνο για την επαγγελματική μας αποκατάσταση, λες και δε μας αφορά η καλλιέργεια της ψυχής. Θεωρώ ότι όποιος δεν έχει γνωρίσει την ανάγνωση, έχει χάσει μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις της ζωής. Και η ανάγνωση αποτελεί συνδημιουργία, είναι μια πράξη και μάλιστα ενεργή, σε θέλει συμμέτοχο, απαιτεί να ενεργοποιήσεις τη φαντασία σου, τη σκέψη σου, το στοχασμό σου, να κάνεις συνειρμούς. Αυτά είναι όσα μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία, τα οποία εν δυνάμει μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Ο ίδιος ο κόσμος όμως θα αποφασίσει αν θα πάει με τη λογοτεχνία ή με τα ...fast-food.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος σας φόβος σε αυτό το επάγγελμα;


Ο μεγαλύτερος φόβος έχει να κάνει με την αλαζονεία που μπορεί να κυριεύσει έναν άνθρωπο όταν πιστέψει πως πετυχαίνοντας μερικές δεκάδες χιλιάδες πωλήσεις έκανε κάτι σπουδαίο. Δεν έκανε τίποτα σπουδαίο, απολύτως τίποτα. Το βιβλίο του είτε πουλήσει ένα αντίτυπο είτε εκατό χιλιάδες θα είναι το ίδιο. Εκεί βρίσκεται η ουσία. Οι περισσότεροι όμως δεν μπορούν να ξεφύγουν από αυτήν τη παγίδα. Αυτός είναι ένας διαρκής φόβος και απαιτείται διαρκής αγώνας, για αυτό και εγώ έχω φτάσει στο σημείο να ονομάζω όλη αυτή τη διαδικασία του να γράψεις και να εκδόσεις και να βγάλεις στον κόσμο ένα κείμενο σου ματαιοδοξία και όχι φιλοδοξία. Ματαιοδοξία για να μπορεί να καταλαγιάζει μέσα μου τον καπνό της αλαζονείας. Όταν ένας άνθρωπος δεν έχει καταλάβει το φθαρτό της ύπαρξης του, τη μηδαμινότητα του απέναντι στο θάνατο και στο σύμπαν, δε θα μπορέσει ποτέ να χαμηλώσει μέσα του και την αλαζονεία και τις μικροαπρέπειες του και τις μικρότητες του, όλη αυτή τη συμπεριφορά που δε συνάδει με την πνευματικότητα.
Τι ετοιμάζετε για το μέλλον;


Ειλικρινά δεν έχω αποφασίσει. Να δούμε πού θα με οδηγήσουν οι άγιοι και οι δαίμονες της έμπνευσης –δαίμονες και με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, δηλαδή του θείου.
Ο Γιάννης Καλπούζος γεννήθηκε στο χωριό Μελάτες της Άρτας το 1960. Από το 1982 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει γράψει ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα και μια συλλογή διηγημάτων. Με την ποιητική συλλογή «Έρωτας νυν και αεί» ήταν υποψήφιος στη μικρή λίστα για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2008. Από το 1995 έχει υπογράψει τους στίχους 67 τραγουδιών, πολλά από τα οποία έγιναν επιτυχίες, καθώς και τους στίχους 18 τραγουδιών στο θεατρικό έργο Τρυφεράκανθος. Το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ για το μυθιστόρημά του «Ιμαρέτ: Στη σκιά του ρολογιού», το οποίο μεταφράζεται στα τούρκικα και στα ιταλικά.